Προεξαγγελτικό
Άκουσέ τον! Άκου του Βάρδου την φωνή!
Μεστωμένη περασμένα, τωρινά, μελλούμενα.
Η ακοή του καταφύγιο και σκηνή του Λόγου του Ιερού
Των αρχαίων δεντρών τα δάση οργώνει.
Άκου! Τη χαμένη μας ψυχή καλεί
Κλαίγοντας, με την δροσιά του δειλινού για δάκρυ.
Γιατί θέλει πόνο της ψυχής πολύ
Να στηρίξεις τ’ ουρανού το έναστρο δεντρί
το γκρεμισμένο φως να σηκωθεί σε γη θολή!
Ω γη μου! Γη μου ξύπνα, ζωντάνεψε ξανά!
Σηκώσου μούσκεμα απ’ το δροσερό χορτάρι.
Αργοσβήνει της νύχτας η σκουριά και να!
Η αυγή λαμπρή, από την σάπια νύστα θα σε πάρει.
Άλλο μην γυρίζεις άσκοπα μακριά
Γιατί φεύγεις και πού πας κυνηγημένη;
Μόλις ξεχυθούν τα φώτα της ημέρας τα λαμπρά
Στων ακτών τα ύδατα χτισμένη
Στ’ άστρινα πατώματα του πόλου σε προσμένει
—καθώς σπάει το φως της μέρας— τρυφερή φωλιά.
Η απάντηση της Γης
Τινάζει ξάφνου η γη απάνω το κεφάλι
μέσ’ απ’ του σκότους τον ζόφο τον φοβερό
Φως πουθενά κι η ερημιά μεγάλη
Στον φόβο της τον πέτρινο, τον τρομερό.
Οι αρμοί και τα θολάμια της, γκρίζο νερό
Στάχτινο της απόγνωσης νερό, γεμάτα πάλι.
*
«Στις υδάτινες ακτές της φυλακής μου
Ο φθόνος τ’ ουρανού δεσμώτης στο κελί μου.
Μέσα στην Πάχνη του Κρύου και του Πάγου
Μέσ΄ στα κατάψυχρα τα κλάματά μου
Ακούω του Ανθρώπου τον Δημιουργό να με καλεί.
*
Αχ Φθονερέ κι ατομιστή Πατέρα
Σκληρέ, Ζηλιάρη, Εγωιστή μας Άρχοντα Φόβε!
Γίνεται να ελεήσεις με της Μέρας
Το αυγινό το φως τις τρυφερές Παρθένες; Κόβε
Τις αλυσίδες της νυχτός, φέρε της χαραυγής το γέρας.
Μπορεί να πνίξει η Άνοιξη τα άνθη της χαράς της
Όταν ανοίγουν τα μπουμπούκια κι οι βλαστοί;
Μπορεί να σπείρει ο γεωργός στην νύχτα στρατολάτης
Ή τάχα γίνεται ο ζευγάς νύχτα να ετοιμαστεί
Με τα καματερά για όργωμα, μες στο σκοτάδι εργάτης;
*
Σύντριψε, Εσύ, τις βαριές, τις μαύρες αλυσίδες!
Με παγωμένο θάνατο μουχλιάζουνε υγρά τα κόκκαλά μου.
Ατομιστή! Ματαιόδοξε! Μπρος στις ελπίδες
Μην στέκεις Αιώνιος Όλεθρος! Όλα τα καλά μου
Μην τα ρίχνεις στης φριχτής σκλαβιάς τα ρόπαλα.»