Μνήμη φίλου

Μνήμη φίλου


Τις τε­λευ­ταί­ες δυο εβδο­μά­δες, τις νύ­χτες, ανα­ζη­τώ κά­ποιο στί­χο ενός με­γά­λου ποι­η­τή. Ο στί­χος αυ­τός μου μι­λά για λί­γο, μα σύ­ντο­μα χά­νε­ται – σαν να μη μπο­ρεί ν’ αντέ­ξει τον ρό­λο που θέ­λω να του ανα­θέ­σω. Εί­ναι σα να μην φτά­νει ού­τε κι η με­γά­λη ποί­η­ση για να μας προ­σφέ­ρει την πα­ρη­γο­ριά που έχου­με ανά­γκη στις δύ­σκο­λες ώρες μας, σε ώρες που μας πλη­γώ­νει ένας βα­θύς ψυ­χι­κός πό­νος, σε ώρες απώ­λειας.

Έχα­σα, όπως κι εκα­το­ντά­δες άλ­λοι, γνω­στοί και άγνω­στοί μου, έναν πο­λυα­γα­πη­μέ­νο φί­λο, εντε­λώς ανα­πά­ντε­χα – στα ξαφ­νι­κά, κε­ραυ­νο­βό­λα. Χά­σα­με τον Αντώ­νη Οι­κο­νό­μου. Πέ­ρα­σαν δύο εβδο­μά­δες κι ακό­μα μοιά­ζει απί­στευ­το. Μα ο γλυ­κός φί­λος, ο πλη­σί­ον (μέ­να­με σε κο­ντι­νές πο­λυ­κα­τοι­κί­ες), δεν θα ξα­να­φα­νεί. Δεν θα ξα­να­πά­με πρωί-πρωί οι δυο μας στο άδειο Φί­λιον για κα­φέ και κου­βέ­ντα επί πα­ντός του επι­στη­τού, από πο­δό­σφαι­ρο μέ­χρι φι­λο­σο­φία, όλα με την ίδια βα­ρύ­τη­τα και το ίδιο εν­δια­φέ­ρον – αλ­λά και με χιού­μορ προ πα­ντός. Με­τά τρα­βού­σα­με ο κα­θέ­νας για τις δου­λειές μας, εκεί­νος στο Innovathens, στην Τε­χνό­πο­λη στο Γκά­ζι, κι εγώ για τη Σχο­λή Βα­κα­λό στο τέρ­μα της Ασκλη­πιού.

Δεν τον γνώ­ρι­ζα «από πα­λιά», συ­να­ντη­θή­κα­με πριν 15 χρό­νια, όταν ήρ­θε να συ­γκα­τοι­κή­σει με την αγα­πη­μέ­νη σύ­ντρο­φό του, τη Νά­σια, στη γει­το­νιά μας. Πε­ρά­σα­με πολ­λά απο­γεύ­μα­τα και βρά­δια σ’ εκεί­νο το δια­μέ­ρι­σμα με την ωραία θέα, ανά­με­σα σε στοί­βες βι­βλί­ων (της Νά­σιας και δι­κά του), κα­τα­να­λώ­νο­ντας κά­μπο­σο ουί­σκυ και πα­ρά­γο­ντας μπό­λι­κη κα­λή διά­θε­ση.

Δεν θα υμνή­σω τον Αντώ­νη εδώ. Άλ­λω­στε το έχουν κά­νει άλ­λοι, που τον γνώ­ρι­ζαν πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο από όσο εγώ κι έχουν μι­λή­σει για το σπου­δαίο έρ­γο του και τον γε­μά­το βίο του, για τη γοη­τεία του και την δη­μιουρ­γι­κό­τη­τά του. Απλώς θα ήθε­λα να πω, πως αν ήταν να επι­λέ­ξω μια λέ­ξη για να πε­ρι­γρά­ψω το συ­ναί­σθη­μα που μου γεν­νού­σε η πα­ρου­σία του, αυ­τή θα ήταν η αγαλ­λί­α­ση.

Σε υπο­δε­χό­ταν με μια αυ­θε­ντι­κή χα­ρά που σε έκα­νε να νιώ­θεις τό­σο άνε­τα, να νιώ­θεις τό­σο απο­δε­κτός.

Εί­χε αυ­τό το χά­ρι­σμα, εξευ­γέ­νι­ζε, εξη­μέ­ρω­νε – αλ­λά και αφύ­πνι­ζε, για­τί πά­ντα ανα­δεί­κνυε κά­τι που δεν εί­χες σκε­φτεί, έναν αφα­νή συν­δυα­σμό με­τα­ξύ πραγ­μά­των, ει­κό­νων, μια άλ­λη οπτι­κή γω­νία, όπως το έκα­νε και με τα ‘δι­πλά­κια’ στο facebook, που ακό­μα κι αυ­τό (όπως εί­πε ο αδελ­φι­κός φί­λος του Βα­σί­λης Κάλ­φας) κα­τόρ­θω­σε να το εξευ­γε­νί­σει.

Εί­ναι μια ει­κό­να που έρ­χε­ται στο νου, στο δρό­μο για το Terra Vibe σι­δη­ρο­δρο­μι­κώς (ο Αντώ­νης κι η Νά­σια, η Ελέ­νη κι εγώ) τον Μάιο του 2009 για μια συ­ναυ­λία των Depeche Mode που δεν έγι­νε πο­τέ. Κα­θί­σα­με για κά­μπο­ση ώρα κου­βε­ντιά­ζο­ντας και πί­νο­ντας μπύ­ρες και με­τά πή­ρα­με την άγου­σα για τον σταθ­μό. Τα θυ­μά­μαι σαν μια ονει­ρι­κή εκ­δρο­μή, μια ανοι­ξιά­τι­κη μέ­ρα. Εί­ναι και η βι­βλιο­πα­ρου­σί­α­ση της με­τά­φρα­σής του επι­λεγ­μέ­νων κει­μέ­νων του Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν για την Τέ­χνη, το Νο­έμ­βριο του 2013 όπου εί­χα την τι­μή να μι­λή­σω κι εγώ. Μα κι συ­νά­ντη­σή μας στο Kolonaki Tops για να δού­με τον τε­λι­κό του Τσά­μπιονς Λιγκ το 2019, με­τα­ξύ Τό­τε­ναμ και Λί­βερ­πουλ.

Ας εί­ναι, όμως, όλα αυ­τά έχουν πια χα­θεί.

Αλ­λά ο ποι­η­τής που γυ­ρεύω νυ­χτιά­τι­κα θα αντέ­τασ­σε, σε γλώσ­σα που γνώ­ρι­ζε πο­λύ κα­λά ο Αντώ­νης, πως ακό­μα κι αν έχουν χα­θεί και πο­τέ δεν επι­στρέ­φουν, έχουν πά­ντως υπάρ­ξει – κι αυ­τό εί­ναι αμε­τά­κλη­το. Ακό­μα κι αν εί­ναι για μια φο­ρά, και τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο, μέ­σα στην προ­σω­ρι­νή γή­ι­νη πα­ρου­σία μας, έχουν συμ­βεί κι αυ­τό δεν μπο­ρεί να ανα­κλη­θεί.

Ναι, αλή­θεια, δεν μπο­ρεί να ανα­κλη­θεί. Για­τί το συ­να­πά­ντη­μα με τον Αντώ­νη όντως υπήρ­ξε, κι ήταν μια ευ­λο­γία.

20-2-2023

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: