Ναι, ναι, δεν με διακρίνει η φιλοδοξία. Ως εδώ φτάνει. Όχι, όχι, δεν με διακρίνει η ουτοπία να αλλάξω τον κόσμο. Εγώ να μην αλλάξω. Καθώς τα χρόνια που βλέπω μπροστά μου είναι ελάχιστα, ενώ τα χρόνια που με κοιτάζουν από πίσω είναι συγκεντρωμένα σε δεσμίδες δεκαετιών άνευ αντικρίσματος, δεν μου αρέσουν οι ενοχλήσεις. Ναι, έχω πάει στο καρδιολόγο, μου βρήκε ελαφρά υπέρταση, μου έδωσε ένα χάπι, παίρνω ένα χάπι κάθε πρωί. Όχι, δεν είμαι άνθρωπος της υπερβολής, δεν μου αρέσουν –το επαναλαμβάνω– οι ενοχλήσεις. Και εντέλει, μου αρέσει να βάζω σε ενέργεια αυτά που δεν έχω τολμήσει. Αυτά που τόλμησαν οι άλλοι πάνω μου, αυτά που με φόβισαν και με εξευτέλισαν, αυτά που κατάπια και δεν τα ξέρασα, αυτά που ξέρασα και τα βρήκα ξανά στο πιάτο μου. Όχι, δεν πρόκειται για εκδίκηση, πρόκειται για εξισορρόπηση. «Το κωλόπαιδο έκανε την καταγγελία», αποφάνθηκε η Αλεξάνδρα, θυμίζοντάς μου πως δεν είχα δώσει σημασία στη συζήτηση του υφισταμένου μου με τον προϊστάμενό μου.
Δεν δίνω σημασία σε τέτοια συμπεράσματα στο τέλος της βδομάδας: η Αλεξάνδρα είναι ερωμένη της Παρασκευής, το Σάββατο χαζεύω, την Κυριακή κοιμάμαι νωρίς, επειδή πηγαίνω πρωί-πρωί τη Δευτέρα στο γραφείο. Παρασκευή σήμερα, σχολίασα, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. «Μπορείς», είπε η Αλεξάνδρα και έβγαλε το σουτιέν της, θα αργούσα να αφαιρέσω το ελάχιστο κιλοτάκι της, χρειαζόμουν χρόνο για να αντιληφθώ τι με ερέθιζε στο κορμί της, ο θόρυβος των λέξεών της δυσχέραινε τον προσανατολισμό μου. Σας τα λέω σαν όλα αυτά να έγιναν σήμερα, δεν μπορώ να καταλάβω πως έχουν περάσει τόσα χρόνια, δέκα λογάριαζα, είκοσι όμως είναι.
Δεν το ήθελα λοιπόν, αλλά η Αλεξάνδρα κοιμόταν εξαντλημένη, είχε απολαύσει ό,τι της πρόσφερα και ό,τι πρόσφερε στον εαυτό της σύμφωνα με συνταγές, εργαλεία και καταπότια μάγων του έρωτα και ειδικών Ανατολής και Δύσης. Έτσι, δεν κατάλαβε ότι σηκώθηκα ξημέρωμα του Σαββάτου, ντύθηκα, έσφιξα τη γραβάτα του, και βγήκα από το διαμέρισμά της χωρίς να κάνω θόρυβο, όχι γιατί δεν ήθελα να την ενοχλήσω, αλλά επειδή η δόση που είχα πάρει όλη τη νύχτα μαζί της ήταν υπερβολική και μου είχε προκαλέσει πρωινή αηδία. Ήξερα ότι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού μου είχε βυθίσει το κιλοτάκι της, εκείνο το ελάχιστο, που περνάει απαρατήρητο. Το ανέσυρα και το έριξα στον κάδο της ανακύκλωσης, ο γύφτος που βρισκόταν εκεί και ανακάτευε το περιεχόμενο του κάδου προς αναζήτηση χαρτιού, προς ενίσχυση του φορτίου στην καρότσα του ημιθανούς ημιφορτηγού του, το ανασήκωσε, το κοίταξε δίχως έκπληξη και μου φώναξε: «Φίλε, πώς κατάφερες και το φόρεσες». Και επειδή έκρινα πως εκείνη η φράση άξιζε απάντησης είπα: στο δίνω, επειδή μου πέφτει μικρό, εσένα σου κάνει. Και ο γύφτος, που δεν έτυχε να συναντήσω άλλη φορά, προσαρμοσμένος στην πρωινή δροσιά, η οποία ανακούφιζε το δασύτριχο στήθος του και αέριζε το μέσα μυαλό του, γέλασε: «Ούτε τα αρχίδια μου δεν χωράνε, φίλε».
Δεν το ήθελα τότε, αλλά δεν το απέφυγα. Σας τα λέω σαν όλα αυτά να έγιναν το περασμένο Σάββατο, δεν μπορώ να καταλάβω πως έχουν περάσει τόσα χρόνια, δέκα λογάριαζα, είκοσι όμως είναι.
____________
Μετάφραση από την συλλογή διηγημάτων Η σύζυγος του συγγραφέα, αγγλική έκδοση Colibri, 2017.