Της μαμάς το χέρι τρέμει καθώς πασχίζει να φέρει το κουτάλι στο στόμα. Μια απόσταση αβυσσαλέα χωρίζει το πιάτο απ’ το ύψος του σαγονιού της κι έτσι η σούπα χύνεται καθ’ οδόν. Στάζει πάνω στο τραπεζομάντηλο και στη ροζ φανελένια ρόμπα, δημιουργεί λιμνούλες από κοτόσουπα στο πάτωμα. Αλλά, η μαμά μοιάζει να μην καταλαβαίνει. Συνεχίζει τη μάχη της με το κουτάλι σχεδόν δίχως συναίσθηση. Δεν έχει συναίσθηση για τίποτε άλλο εκτός από το πιάτο με τη σούπα που βρίσκεται μπροστά της. Η βουλιμία είναι ο κινητήρας της.
— Μαμά, χύνεις τη σούπα! Πρόσεχε, δεν βλέπεις; Τώρα σφουγγάρισα!
Η μαμά δεν απαντά, μετά βίας σηκώνει το κεφάλι της, το πρόσωπο της χρωματίζει μια έκφραση πραγματικής απορίας. Δεν έχει ιδέα για τί πράγμα της μιλάνε, γιατί της φωνάζουν. Οι ήχοι φτάνουν ως το εσώτερο ακουστικό της νεύρο με μεγάλη καθυστέρηση και αφού έχουν υποστεί σημαντική παραμόρφωση: οι φωνές απελπισίας, για παράδειγμα, χτυπούν την πόρτα της σαν αδύναμοι ψίθυροι. Είναι γι’ αυτό που δεν ιδρώνει τ’ αφτί της, κυριολεκτικά! Ως απάντηση χαμογελά αθώα, ξέρει καλά πως αυτό είναι το δυνατό της χαρτί. Στην πραγματικότητα, δεν δίνει δεκάρα. Αυτή είναι η απλή, η μόνη αλήθεια. Δεν δίνει δεκάρα για τους λεκέδες στο πάτωμα, στη ρόμπα ή στο τραπεζομάντιλο, δεν δίνει δεκάρα γι’ αυτή τη νευρωτική γυναίκα απέναντι της που της τρίβει την πλάτη κάθε πρωί, της σερβίρει το φαγητό κάθε μεσημέρι και τη βάζει για ύπνο κάθε βράδυ. Δεν κάνει τίποτα άλλο απ’ το να μπλέκεται συνεχώς στα πόδια της και να την επικρίνει... Ποια νομίζει πως είναι; Δεν θα πέσει, όμως, στο επίπεδο της ‒αφήνει το χαμόγελο στο πρόσωπο της να σβήσει απαλά και μετά απ’ αυτό το ανούσιο παρεπόμενο επιστρέφει αθόρυβα στη σούπα, σ’ αυτό που αποτελεί την πραγματική της μάχη με τη ζωή. Το καλύτερο, καταλήγει ψαρεύοντας ένα καρότο, είναι να προσποιηθεί πως δεν έχει καμιά σχέση μαζί της.
Όταν η μαμά τελειώνει το φαγητό της, σκουπίζει το στόμα της με τη χαρτοπετσέτα. Δεν θα αφήσει κανένα να την κατηγορήσει για αμέλεια. Αργά και τελετουργικά σπρώχνει πίσω την καρέκλα, αφήνοντας μερικά ψίχουλα που κρέμονται απ’ τις ίνες του πολυεστέρα να πέσουν στο πάτωμα. Δεν τους δίνει την παραμικρή σημασία. Έχει σημαντικότερα πράγματα να κάνει και πρώτα πρώτα να καταφέρει να σηκωθεί. Ύστερα, να μαζέψει το τραπέζι. Σχολαστικά, μαζεύει τ’ αποφάγια απ’ τα πιάτα και με τη χαρτοπετσέτα με την οποία ένα λεπτό πριν σκούπισε το στόμα της προσπαθεί να συγκεντρώσει ό,τι έπεσε έξω. Τρίβει με επιμέλεια τη βρώμικη χαρτοπετσέτα στο τραπεζομάντιλο κι αυτή κομματιάζεται. Όλα τα κομμάτια του χαρτιού και του ψωμιού, τα μαζεύει τελικά με το χέρι και τα ρίχνει στο άδειο πιάτο. Με το άδειο πιάτο στο χέρι, το άδειο ποτήρι από πάνω και τα μαχαιροπήρουνα ατάκτως ερριμμένα, ανοίγει αβέβαια δρόμο προς την κουζίνα και οι πιθανότητες πως θα πέσει είναι τουλάχιστον 10 προς 2. Αλλά, δεν πέφτει. Όσοι πόνταραν χαιρέκακα, έχασαν. Η μαμά είναι περήφανη. Συνεχίζει τον αγώνα δρόμου προς την κουζίνα, περνά με επιτυχία το εμπόδιο της πολυθρόνας κι εκεί που ετοιμάζεται να πατήσει το πόδι της στο χωλ ‒η κουζίνα δεν απέχει πια παρά δυο βήματα‒ η νευρωτική γυναίκα εμφανίζεται μπροστά της και της κλείνει το δρόμο. Η μαμά σταματά, πάει, της κόπηκε όλη η φόρα, έτοιμη είναι ν’ αφήσει τα χέρια της να πέσουν σπάζοντας το άδειο πιάτο και το ποτήρι. Το πρόσωπο απέναντι της βγάζει φωτιές, το στόμα του συσπάται κι ανοιγοκλείνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Να τες πάλι οι φωνές απελπισίας που μετατρέπονται σε ψίθυρους.
— Τι κάνεις; Που πας; Θα πέσεις, θα τα ρίξεις όλα κάτω! Δεν σου έχω πει να μην σηκώνεσαι μετά το φαϊ;
Σαν ριπή αέρα, η νευρωτική γυναίκα τής παίρνει τα πράγματα απ’ τα χέρια και της γυρίζει την πλάτη. Μέχρι η μαμά να συνέλθει απ’ το σοκ, η γυναίκα βρίσκεται ήδη πάνω απ’ τον νεροχύτη. Η μαμά κοιτάζει τα άδεια της χέρια κι ύστερα ένα γύρω το δωμάτιο. Βρίσκεται ένα βήμα πριν το χολ, πίσω της το μισομαζεμένο τραπέζι, τα άδεια πιάτα και ποτήρια, η κανάτα του νερού... Κάπου υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ όλων αυτών των άδειων πιατικών, του φαγωμένου φαγητού, αλλά αυτό δεν περνά απ’ το νου της μαμάς. Ή μήπως περνά; Ό,τι και να’ ναι αυτό που περνά απ’ το νου της, δεν το δείχνει. Άλλο ένα δυνατό της χαρτί. Αναλογίζεται τις πιθανές της κινήσεις. Δεν της μένει άλλη επιλογή απ’ το να κρατήσει την αξιοπρέπεια της και, πεισμωμένη, κάνει αναστροφή. Κάτι τελευταία ψίχουλα έχουν αγκιστρωθεί για τα καλά στη ρόμπα της, δεν λένε να πέσουν, μοιάζουν με κείνη. Στο δρόμο της επιστροφής προς τον καναπέ είναι ακόμα θυμωμένη. Σέρνει τα πόδια της και μονολογεί. Εκείνη να ρίξει κάτω τα πράγματα; Τι νομίζει πως είναι τα χέρια της, τρύπια; Κουράστηκε να την κατηγορούν άδικα και φτάνει ως τον καναπέ με σκοπό να κάτσει και να μην ξανακουνηθεί. Για αντιπερισπασμό, κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο σιωπηλή. Σταδιακά, τα βλέφαρα της βαραίνουν. Όταν η νευρωτική γυναίκα, γυρίζει απ’ την κουζίνα κουρασμένη όπως πάντα, η μαμά, μακάρια, βρίσκεται ήδη μακριά.