Το πόμολο

Το πόμολο

Μοιάζω στη γιαγιά μου τη Φανή. Τόσο πολύ που, όταν πέθανε, κι ο πατέρας μου μέθυσε, κι έκλαιγε απαρηγόρητος σαν παιδί, κι έλεγε δεν θέλω να δω κανέναν, και μετά ξάπλωσε στον καναπέ σε στάση εμβρύου, κι άρχισε να πνίγεται μέσα σε αμνιακό υγρό, και φώναζε μην κλείνετε την πόρτα, κι η μάνα μου στεκόταν και κρατούσε το πόμολο, σαν να κρατούσε το χέρι του, το χάιδευε και περίμενε, πότε θα της πει ο πατέρας μου έλα, ή έστω τι στέκεσαι; Κακώς περίμενε τότε, σκέφτηκα χρόνια μετά, όταν μια μέρα τη ρώτησε, με ύφος επίσημο, και κάπως περιπαικτικό, τι θέλετε από μένα; Κι εκείνη του απάντησε την ψυχή σας θέλω, με ύφος επίσημο, και κάπως πληγωμένο, κι αυτός ύψωσε τον δείκτη στον ουρανό και της είπε η ψυχή μου δεν ανήκει σε σας, κι εκείνη δεν είπε τίποτα, ούτε καν τον κοίταξε, σαν να αποδέχθηκε αυτό που δεν είχε δει, τότε που στεκόταν στην πόρτα, χρόνια πριν, και περίμενε να της πει να περάσει, να της πει ότι δεν ήθελε κανέναν, αλλά εκείνη δεν ήταν ο κανένας, ήταν εκείνη και άρα μπορούσε να περάσει, για την ακρίβεια έπρεπε να περάσει, τι στεκόταν λοιπόν στην πόρτα χαϊδεύοντας το πόμολο; αλλά αυτός δεν κατάλαβε τι περίμενε εκείνη, ούτε εγώ ήξερα τι περίμενε, ούτε πόση ώρα περίμενε, όταν πέρασα, κάτω από το χέρι της που χάιδευε το πόμολο, εκείνη δεν με είδε αμέσως, αυτός όμως ναι, και τα μάτια του έλαμψαν, με φώναξε Φανή, και είπα ναι, και μετά με φώναξε μάνα και δεν είπα τίποτα, γιατί κατάλαβα, κι εκείνη κατάλαβε, γι’αυτό σταμάτησε να χαϊδεύει το πόμολο και πέρασε μέσα, με χαστούκισε, με έσυρε στην πόρτα και είπε βγες και κλεισ’ την.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: