Γκαλερί εν αιθρία

01 02 03 04 05 06 07 08 09 10 11 12 13 14 15 16 17

 

 


Για την Αμερικανίδα μυθιστοριογράφο Νανέτ Έιβερι η τέχνη του δρόμου είναι μοντέρνα τοιχογραφία σε καμβά από τούβλα, με έργα που δεν αποτελούν βανδαλισμό αλλά ενδιαφέροντα εικαστικά δείγματα στο δημόσιο χώρο. Συνομολογώντας, ο τιμημένος με Πούλιτζερ Αμερικανός δημοσιογράφος Κρις Γκάιγκερ, έχει δηλώσει: «Στις μέρες μας, λίγοι άνθρωποι πηγαίνουν σε εκθέσεις ζωγραφικής. Η τέχνη έρχεται σε αυτούς». Αναφερόταν σε αυτή την κατεξοχήν δημόσια μορφή τέχνης, που παράγεται συνεχώς, μετατρέποντας τους περαστικούς σε θεατές μιας μεγάλης υπαίθριας γκαλερί. Μιας «γκαλερί» με τις δικές της ιδιομορφίες, στην οποία εκτίθενται (βραχύβια συνήθως) έργα με «κωδικές» υπογραφές σχεδιαστών, που μένουν, σκόπιμα, άγνωστοι.

Πριν εξελιχθεί σε τέχνη, το γκράφιτι εμφανίστηκε ως μια μορφή αστικής επικοινωνίας που δημιούργησε τα δικά της δίκτυα. Ήταν προκλητικό, χιουμοριστικό, πολιτικό, ή απλώς ενδιαφέρον. Στην πρώιμη φάση τους τα γκράφιτι ήταν απλώς υπογραφές (tags) για να δηλώσουν την παρουσία των σχεδιαστών στη χοάνη των μεγαλουπόλεων. «Όλοι προσπαθούν να αφήσουν το στίγμα τους στον κόσμο. Γι’ αυτό υπάρχουν γκράφιτι και μωρά», έγραφε ένα σύνθημα. Το γκράφιτι επινοήθηκε ως μια εντελώς νέα και ανεξάρτητη μορφή έκφρασης, βασισμένη στο στιλ κάθε σχεδιαστή. Αφορούσε τους ίδιους και την κοινότητά τους, τίποτα άλλο. Το γκράφιτι αμφισβήτησε εξαρχής τους κοινωνικούς κανόνες. Η συγκίνηση και ο κίνδυνος την ώρα της (παράνομης) σχεδίασης ήταν, και εν πολλοίς παραμένει, μέρος της διαμόρφωσης του πνεύματος αυτής της κοινότητας.

Η εμφάνιση της sui generis τέχνης, στην Αμερική αρχικά και κατόπιν σε διάφορες μεγαλουπόλεις του κόσμου, προσέλκυσε την προσοχή των περαστικών και αργότερα, στη δεκαετία του ’80, άρχισε να κερδίζει και την εκτίμηση των κριτικών τέχνης. Ήταν μια εποχή που οι νέοι χρησιμοποιούσαν τη δημιουργικότητα για να δηλώσουν την παρουσία τους στο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον. Τα «χιπ χοπ» γκράφιτι που επικρατούσαν στη διάρκεια εκείνης της περιόδου, περιλάμβαναν τη χρήση σπρέι βαφής, ή χοντρών μαρκαδόρων. Ήταν τα βασικά σύνεργα δουλειάς, που αργότερα εμπλουτίστηκαν με πινέλα, μπογιές, στένσιλ, εκτυπωμένο χαρτί και άλλα υλικά. Το γκράφιτι έγινε συνώνυμο μιας ιδιαίτερης αισθητικής που χρησιμοποιεί έντονα χρώματα και απροσδιόριστα γράμματα ως υπογραφή. Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Νέιθαν Γκλέιζερ, ένα υπόγειο νήμα μοιάζει να συνδέει τις αλλόκοτες γραμματοσειρές των τοίχων με την ιστορία κάποιων μοναχών στο Μεσαίωνα. Τα χειρόγραφά τους ήταν τόσο περίτεχνα, ώστε οι επίσκοποι τα βρήκαν «μη αναγνώσιμα και αναγνωρίσιμα» απαγορεύοντας αυτή την τεχνική. «Το έργο εκείνων των μοναχών δεν είναι, εντέλει, διαφορετικό από το μυστηριώδες στιλ γραφής στα γκράφιτι», έγραψε ο Γκλέιζερ σε ένα δοκίμιό του. «Τα γκράφιτι με την περιστασιακή αναρχία και την κρυπτική σύνταξη, προσφέρουν αναλαμπές σε ένα κόσμο “ανεξέλεγκτων αρπακτικών”».

Τα γκράφιτι που είναι απλώς υπογραφές διαφέρουν από τις εντυπωσιακές, μεγάλης επιφάνειας τοιχογραφίες που συνθέτουν την τέχνη του δρόμου. Τα πρώτα φυτρώνουν παντού, ακόμα και σε κτήρια ιστορικού ή αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, επικαλύπτονται από διαρκώς νεότερα γκράφιτι-υπογραφές, ρυπαίνουν οπτικά και θεωρούνται βανδαλισμός. Αντίθετα, οι τοιχογραφίες με τις ποικίλης τεχνοτροπίας γιγαντο-εικόνες, επιδιώκουν να επικοινωνήσουν με καθημερινούς ανθρώπους για διάφορα θέματα, χωρίς καμία πρόθεση να προσβάλλουν ή να προκαλέσουν σύγκρουση, αλλά μάλλον να δημιουργήσουν μια σύνδεση με το ευρύ κοινό μέσω των έργων τους. Τα μεγάλων διαστάσεων έργα τους, άλλωστε, απαιτούν χρόνο για την ολοκλήρωσή τους και προϋποθέτουν τη συμφωνία των κατόχων του χώρου προκειμένου να ξεκινήσουν.

Το 1974, ο Νόρμαν Μέιλερ έγραψε το «The Faith of Graffiti», ένα από τα πρώτα κείμενα που εξέτασαν την προέλευση και τη σημασία του γκράφιτι στη σύγχρονη αστική κουλτούρα. Η πεποίθηση του Μέιλερ δεν ήταν διαδεδομένη εκείνα τα χρόνια, με τους περισσότερους να θεωρούν τα γκράφιτι ως βανδαλισμό. Η μάχη μεταξύ αυτών των δύο στρατοπέδων διεξάγεται από τότε, αν και οι καλλιτέχνες του δρόμου άρχισαν σιγά σιγά να κερδίζουν τη μάχη. Στο πλευρό τους, μεταξύ πολλών άλλων, στάθηκε η Κάρλα Κρούγκερ, που αυτοπροσδιορίζεται ως συγγραφέας δρόμου. «Γελάω με τον τρόπο που κάποιοι πιστεύουν ότι το γκράφιτι είναι εγωιστικό μαρκάρισμα και βανδαλισμός», έγραψε. «Η στοχαστική τέχνη του δρόμου είναι σαν την καλή μυθοπλασία – μιλάει εκ μέρους όλων, για να τη δούμε όλοι». Από τη δική του πλευρά, ο γνωστός εκδότης, συγγραφέας, ποιητής και ζωγράφος, Λόρενς Φερλινγκέτι, απέδωσε τα εύσημα διαφορετικά: «Η ποίηση είναι αιώνιο γκράφιτι γραμμένο στην καρδιά του καθενός».

Τα γκράφιτι μπήκαν στη σφαίρα της τέχνης όταν καλλιτέχνες όπως ο Ζαν Μισέλ Μπασκιά και ο Κιθ Χάρινγκ έφεραν επανάσταση στο αντάρτικο μαρκάρισμα του αστικού περιβάλλοντος με τις ακτιβιστικές εικονογραφίες τους. Θεωρούμενη ως παράνομη πρακτική, η τέχνη του δρόμου άρχισε σταδιακά να αναπτύσσεται σε μια μορφή δημιουργικής έκφρασης που άνοιξε το δρόμο προς τις γκαλερί, τα μουσεία, αλλά και την παγκόσμια βιομηχανία της τέχνης. Για τη δημιουργία έργων τέχνης απαιτείται μεγάλο ταλέντο και τα γκράφιτι, στο επίπεδο της τέχνης του δρόμου, δεν αποτελούν εξαίρεση. Η δημιουργία τους απαιτεί υψηλό επίπεδο δεξιοτήτων και πολλοί καλλιτέχνες είναι εξαιρετικά ταλαντούχοι σε αυτό. Υπάρχουν έργα που φανερώνουν κάποια επιρροή από τα κινήματα της σύγχρονης τέχνης που προηγήθηκαν, όπως η ποπ αρτ, ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός, ή ο σουρεαλισμός. Άλλα έργα εμπνέονται από τα κόμικς, ή την επική και την επιστημονική φαντασία. Δεν μπορεί να υποστηριχθεί, όμως, ότι προέρχονται από οποιαδήποτε τέτοια τυπολογία. Η τέχνη του γκράφιτι είναι ένα ριζοσπαστικό κίνημα της σύγχρονης τέχνης. Ο Αμερικανός επιμελητής, Τζέφρι Ντιτς, υπήρξε κατηγορηματικός επ’ αυτού: «Μετά την ποπ αρτ το γκράφιτι ίσως είναι το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό κίνημα στην πρόσφατη ιστορία, που έχει τέτοιο αντίκτυπο στον πολιτισμό»

Ο Μπάνκσι είναι ένας από τους πρώτους καλλιτέχνες που έβγαλε το γκράφιτι από τους δρόμους και το τοποθέτησε σε ένα διαφορετικό καλλιτεχνικό πλαίσιο, όπως είναι οι αίθουσες τέχνης και οι –όμορες- αίθουσες δημοπρασιών. Γεννημένος στο Μπρίστολ της Αγγλίας, άρχισε να δημιουργεί τα έργα του χρησιμοποιώντας στένσιλ. Έλαβε σημαντική κάλυψη από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης χάρη στα διάσημα (και πολλαπλά αντιγραμμένα έκτοτε) έργα του, όπως το «Love is in the air», με τον άνδρα που φαινόταν έτοιμος να πετάξει ένα μάτσο λουλούδια αντί για μολότοφ, που δημιούργησε στο φράγμα της Δυτικής Όχθης της Ιερουσαλήμ, ως δήλωση υπέρ των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων. Ανάλογη δήλωση, στον ίδιο χώρο, αλλά με διαφορετικό τρόπο αποτέλεσε το εξίσου διάσημο «Κορίτσι με μπαλόνι». Αντιπροσώπευε την αγάπη, την ελπίδα, την αθωότητα, την παιδική ηλικία, αλλά και την αυτοπεποίθηση. Μεστό σε σύλληψη και απλό σε απόδοση, έγινε μια άμεσα αναγνωρίσιμη εικόνα διεθνώς, καθώς και ένα ισχυρό σχόλιο για τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της (κάθε) εποχής. Ομοίως, ο Κιθ Χάρινγκ, με τις στυλιζαρισμένες ανθρώπινες φιγούρες του, μπόρεσε να τραβήξει τη μαζική προσοχή στην επιδημία των σκληρών ναρκωτικών μέσω μιας τεράστιας τοιχογραφίας που ζωγράφισε, χωρίς άδεια, το 1986, στον τοίχο ενός εγκαταλειμμένου κτηρίου του Χάρλεμ. Ο ίδιος πρόφτασε να δημιουργήσει μια σειρά αντίστοιχων έργων για την κρίση του AIDS, πριν πεθάνει από αυτή την ασθένεια σε ηλικία 31 ετών.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι είναι καθήκον της τέχνης (είτε… στεγασμένης είτε εν αιθρία) να φωτίζει επίκαιρα θέματα. Το γκράφιτι μπορεί να πει πολλά για τους ανθρώπους, τις υποκουλτούρες, τις αντικουλτούρες, τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα μιας περιοχής. Από αυτή την άποψη μπορεί να διαβαστεί ως ένας πολιτιστικός χάρτης της πόλης. Ο Ίσμαελ Ιλέσκας, διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο της Σάντα Κρουζ, εξέτασε σε μια μελέτη του πώς το γκράφιτι συνδέεται με τις έννοιες της τέχνης, της ταυτότητας, του πολιτισμού και του χώρου: «Τα γκράφιτι που βλέπουμε στους δρόμους μπορεί να φαίνονται σαν ασήμαντα σκαριφήματα σε μερικούς ανθρώπους, αλλά υπάρχει πολύ νόημα πίσω από αυτά. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι στην πραγματικότητα αποτελούν οπτικής αναπαράσταση της ταυτότητας κάποιου, και είναι επίσης δυνητικά η αφετηρία για μια πολύ πιο ουσιαστική καλλιτεχνική καριέρα».

Εκτός από την καλλιτεχνική, εξίσου ουσιαστική αποδείχτηκε για κάποιους η οικονομική διάσταση του φαινομένου. Επιφανές παράδειγμα ο Μπάνκσι,. ο οποίος, σε αντίθεση με τους περισσότερους ομοτέχνους του, είναι ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος: η καθαρή περιουσία του υπολογίζεται από την Forbes στα 20 εκατομμύρια δολάρια. Η τρέλα για τα έργα του καλλιτέχνη με την αυστηρά φυλαγμένη αληθινή ταυτότητα, δεν έχει προηγούμενο. Τοιχογραφίες του έχουν αφαιρεθεί αυτούσιες από θαυμαστές - επενδυτές και έχουν πωληθεί για εκατομμύρια δολάρια. Τα ξεπέρασε όλα ένας πίνακάς του, ξανά με το εμβληματικό κορίτσι με το κόκκινο μπαλόνι σε σχήμα καρδιάς, που απασχόλησε τη διεθνή επικαιρότητα πριν πέντε χρόνια. Ήταν το τελευταίο αντικείμενο σε μια δημοπρασία του λονδρέζικου Οίκου Sotheby’s και η τιμή πώλησής του ισοδυναμούσε με το προηγούμενο ρεκόρ έργου του Μπάνκσι, ύψους 1,4 εκατομμυρίων λιρών. Ο πίνακας συζητήθηκε όχι μόνο για την τιμή που έπιασε, αλλά και για την απρόσμενη κατάληξη της δημοπρασίας. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια των παρισταμένων και των τηλεθεατών που παρακολουθούσαν σε ζωντανή μετάδοση τη διαδικασία, το έργο άρχισε να αυτοκαταστρέφεται εξαιτίας ενός καταστροφέα εγγράφων που είχε κρύψει ο Μπάνκσι στην κορνίζα. Το χάπενινγκ προκάλεσε σεισμό, επιτρέποντας στο –ασυγκράτητο- χρηματιστήριο της τέχνης να εκμεταλλευτεί το γεγονός και να αποκομίσει πολλαπλάσιο κέρδος. Οι λωρίδες του κατεστραμμένου έργου που ο Μπάνκσι μετονόμασε «Η Αγάπη είναι στον σκουπιδοτενεκέ» (με άλλα λόγια, εκεί που κατέληξε μετά την καταστροφή), επανήλθαν το 2021 στην αγορά και πωλήθηκαν, ξανά σε δημοπρασία του Sotheby's, αντί σχεδόν 21,8 εκατομμυρίων ευρώ: μια νέα τιμή ρεκόρ για έργο του Βρετανού καλλιτέχνη, τριπλάσια της υψηλότερης εκτιμωμένης τιμής πώλησης.

Γίγαντες του Διαδικτύου όπως η Google έχουν κατηγοριοποιήσει τα έργα τέχνης του δρόμου σε όλο τον κόσμο, ενώ αρκετές μεγαλουπόλεις έχουν αναδειχθεί με τη μετατροπή ολόκληρων περιοχών τους σε υπαίθριες γκαλερί. Πολυσύχναστες εστίες τοιχογραφιών βρίσκονται διάσπαρτες στον κόσμο: Νέα Υόρκη, Λος Άντζελες, Βερολίνο, Πόλη του Μεξικού, Μελβούρνη, Νέο Δελχί, Μπουένος Άιρες, Μπογκοτά κ.ά. Από τις «εικονογραφημένες» πόλεις δεν θα μπορούσε να απουσιάζει η Αθήνα. Οι γειτονιές στην καρδιά της πρωτεύουσας, Εξάρχεια, Μεταξουργείο, Κεραμεικός, Μοναστηράκι, Θησείο κ.λπ., μαζί με κάποιες περιοχές σε άλλες ελληνικές πόλεις, συναγωνίζονται τις ξένες μεγαλουπόλεις τόσο σε πληθώρα έργων όσο και σε καλλιτεχνική αρτιότητα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες του δρόμου έχουν φοιτήσει στην Α.Σ.Κ.Τ. Τα έργα τους ξεπέρασαν τα ελληνικά σύνορα, με επαινετικά σχόλια στις σελίδες του διεθνούς τύπου και σε ρεπορτάζ ξένων τηλεοπτικών σταθμών. Την τελευταία 20ετία έχουν αναδειχθεί (και άνοιξαν δρόμο για τις επόμενες φουρνιές) καλλιτέχνες όπως οι Αλέξανδρος Βασμουλάκης, WD (Wild Drawing), STMTS (Σταμάτης), Achilles, ΙΝΟ, SimpleG, Dreyk the Pirate, Sonke, Hope και πολλοί επίγονοι που διαρκώς προστίθενται στην ήδη μακρά λίστα. Σημαντική είναι η συμβολή του φεστιβάλ «Το μικρό Παρίσι των Αθηνών» που διανύει το δέκατο χρόνο λειτουργίας του και αποτελεί, μεταξύ άλλων, φορέα και συντονιστή μιας σειράς εντυπωσιακών τοιχογραφιών που έχουν καταστεί τοπόσημα. Πολλοί καλλιτέχνες δεν αρκούνται στις επιφάνειες των τοίχων, αλλά επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους σε ΚΑΦΑΟ, ρολά μαγαζιών κ.λπ., συνήθως κατόπιν ανάθεσης. Οι δεσμοί της κλασικής (και όχι μόνο) τέχνης με την εφήμερη συγγενή της στους δρόμους αποτυπώνονται σε ένα ΚΑΦΑΟ που έλκει την προσοχή των περαστικών -φιλότεχνων και μη. Η γνωστή ελαιογραφία του Βερμέερ «Το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι» επανήλθε σε μοντέρνα εκδοχή, στην ενυπόγραφη σύνθεση των Άγγελου Τσιάτου και Γιώργου Κουλούρη. Οι ίδιοι υπογράφουν και τη δημιουργική αναδόμηση της ποπ εικόνας του Μίκι Μάους σε ένα άλλο ΚΑΦΑΟ της πόλης.

Ο εφήμερος χαρακτήρας αυτών των έργων εξαιτίας της έκθεσής τους στις περιβαλλοντικές συνθήκες ή της επικάλυψής τους από νεότερες επεμβάσεις, δημιούργησαν την ανάγκη συντήρησης των πιο σημαντικών από αυτά. Το φθινόπωρο του 2012, μια ομάδα φοιτητών, αποφοίτων και καθηγητών του Τμήματος Συντήρησης και Αρχαιοτήτων του ΤΕΙ Αθήνας πήρε την πρωτοβουλία να προστατεύσει τις πιο ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες, εφόσον δεν θίγουν ιστορικά κτήρια και μνημεία. Η ομάδα με τίτλο «St.A.Co», από τα αρχικά Street Art Conservators, έθεσε εξαρχής ως στόχο τη μελέτη, την καταγραφή, την τεκμηρίωση και την προστασία τοιχογραφιών σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας. Εκτός από το νόημα που εκπέμπει η τέχνη του δρόμου, εκτιμάται επίσης για την πρωτοτυπία της και την αισθητική της. Για αυτό, άλλωστε, έχουν γίνει πολύ δημοφιλείς παγκοσμίως οι περιηγήσεις σε περιοχές όπου θάλλει αυτή η ανώνυμη ή ψευδώνυμη τέχνη. Παρόλο που η πρόσβαση στα γκράφιτι είναι γενικά δωρεάν, όλο και περισσότεροι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να πληρώσουν κάποιο αντίτιμο για να δουν, με τη βοήθεια έμπειρων ξεναγών, μερικά από τα πιο όμορφα έργα στην πόλη της επιλογής τους. Για όλους αυτούς δεν τίθεται ζήτημα βανδαλισμού του δημόσιου χώρου, αλλά μιας επέμβασης που στόχο έχει την αισθητική του αναβάθμιση. Ο Μπάνκσι υπήρξε κατηγορηματικός επ’ αυτού: «Μερικοί άνθρωποι γίνονται αστυνομικοί επειδή θέλουν να κάνουν τον κόσμο καλύτερο. Μερικοί γίνονται βάνδαλοι επειδή θέλουν να κάνουν τον κόσμο πιο όμορφο.» Υπερθεματίζοντας, η Καναδή συγγραφέας και μελετήτρια των γκράφιτι, Τσάντνι Μπατ έγραψε: «Η τέχνη του δρόμου δημιουργεί ισχυρούς διαπροσωπικούς δεσμούς μεταξύ των πολιτισμών και ενθαρρύνει τη συζήτηση για κρίσιμα ζητήματα. Πρόκειται για μια διαρκώς μεταβαλλόμενη μορφή που μετατρέπει τους αστικούς χώρους σε προσβάσιμη και πολιτιστικά σημαντική τέχνη. Δεν είναι βανδαλισμός, αλλά μάλλον ένα βασικό συστατικό της αστικής κοινωνίας. Χωρίς την τέχνη του δρόμου, οι πόλεις σήμερα δεν θα ήταν ίδιες.»




ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: