Μικρά Ασία 1919-1922: αφανείς ήρωες και άσημοι άνθρωποι σε ημερολόγια, πίνακες ζωγραφικής και φωτογραφίες

Μικρά Ασία 1919-1922: αφανείς ήρωες και άσημοι άνθρωποι σε ημερολόγια, πίνακες ζωγραφικής και φωτογραφίες


Ιστορίες «από τα κάτω» και άσημοι

Σε ό,τι ακολουθεί θα μιλήσω για αναπαραστάσεις άσημων ανθρώπων που προσπαθούν να επιβιώσουν στη δίνη κοσμοϊστορικών γεγονότων, όπως ήταν η κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και η αναδιάταξη του κόσμου από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και μετά. Έχουμε μια Ελλάδα που επεκτείνεται διαρκώς, βρίσκεται από ένα σημείο και μετά στο κέντρο των διεθνών εξελίξεων και για πρώτη μάλλον φορά έχουμε τόσους πολλούς, απολύτως αφανείς μέχρι τότε, ανθρώπους να προκύπτουν στο προσκήνιο ως δρώντα πρόσωπα, είτε ως υποκείμενα των αφηγήσεων είτε ως αντικείμενα αναπαραστάσεων που άλλοι αφιερώνουν σ’ αυτούς. Άσημοι άνθρωποι, συχνά με στοιχειώδη παιδεία και γνώση αισθανόμενοι το βάρος της συγκυρίας νιώθουν ότι η ζωή τους θα μπορούσε να έχει αξία ως αντικείμενο αφήγησης για τους μεταγενέστερους. Τους λείπει βεβαίως μια συνολική, παγκόσμια προοπτική, μια εποπτεία, αλλά αυτό δεν τους πτοεί. Ο ημερολογιακός και ο αυτοβιογραφικός τρόπος είναι απολύτως ικανοποιητικός γι’ αυτό που θέλουν να κάνουν. Στις εξιστορήσεις τους η παγκόσμια ιστορία εξελίσσεται κάπου στο φόντο, άλλοτε περισσότερο άλλοτε λιγότερο ευδιάκριτη, περνά μέσα από την απεγνωσμένη και αυστηρά ατομική εμπειρία της επιβίωσης. Εκτός απ’ αυτούς που διεκδίκησαν το δικαίωμα να αυτοπαρουσιαστούν και να αφηγηθούν υπήρξαν βέβαια και άλλοι, η συντριπτική πλειοψηφία, που δεν το διεκδίκησαν. Για λόγους που θα εξετάσω, και αυτοί αποκτούν ορατότητα ως αντικείμενα όπως ήδη είπα αναπαραστάσεων άλλων, συχνά καλλιτεχνών, αλλά όχι μόνο. Θα προσπαθήσω λοιπόν να μιλήσω και για κάποιους απ’ αυτούς τους ανθρώπους. Για κάποιους που μπορεί να μην σώζονται τα λόγια τους, οι εικόνες τους όμως έφτασαν, άθελά τους, μέχρι την εποχή μας.
Το ζήτημά μου είναι τελικά η ορατότητα, το ποιους ανθρώπους βλέπουμε και γιατί. Ποιοι άλλοι περνούν απαρατήρητοι και γιατί; Πώς μπορούμε να μάθουμε κάτι απ’ αυτούς τους τελευταίους και γι’ αυτούς; Όλα αυτά είναι ερωτήματα που απασχολούν τα τελευταία χρόνια αρκετά έντονα τους μελετητές. Ειδικά στην περίπτωση της μικρασιατικής εκστρατείας η ανάγκη για μια ιστορία “από τα κάτω”, όπως θα μπορούσε γενικώς να περιγραφεί το σχετικό εγχείρημα, για μια ιστορία δηλαδή που γράφεται όχι από την πλευρά των ηγετών, των διεθνών συνθηκών και συσχετισμών αλλά που αφήνει να φανούν άσημοι δρώντες προβάλλει εκ των πραγμάτων αναγκαία.[1] Κι αυτό γιατί για διάφορους λόγους που εκτός των άλλων έχουν να κάνουν και με τον (χωρίς προηγούμενο) αριθμό των στρατιωτών που έλαβε μέρος στη μικρασιατική εκστρατεία η περίοδος μεταξύ 1919-1922 γέννησε ένα χωρίς προηγούμενο πλήθος τέτοιων ανθρώπων. Ο πόλεμος αυτός είναι λοιπόν για την ιστορία της Ελλάδας ίσως ο καλύτερα καταγεγραμμένος “από τα κάτω” πόλεμος, καταγεγραμμένος από τις τάξεις των στρατιωτών σχεδόν κάθε βαθμού και κάθε ειδικότητας. Κι υπάρχει και κάτι ακόμη: Η μικρασιατική εκστρατεία, αναμενόμενα, δεν έβγαλε τους ήρωες που έβγαλε το 1821. Μόνο στρατιωτικοί —κι αυτοί ελάχιστοι—κατάφεραν να διασωθούν από την γενική απαξίωση. Τις θρυλικές διαστάσεις του ήρωα του μετώπου έλαβε ουσιαστικά μόνο ένας: ο Πλαστήρας. Το κενό που άφησαν οι επώνυμοι το κατέλαβαν κατά κάποιον τρόπο οι “αφανείς ήρωες”.
Πολλά από τα βιβλία που φιλοξενούν τα ημερολόγια ή τις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις τους εκδόθηκαν από τη δεκαετία του 70 και μετά, εκεί προς τη δύση του βίου των ανθρώπων αυτών ή και μετά το θάνατό τους από απογόνους που τ’ ανακάλυψαν ή από φιλίστορες λογίους που τα συνάντησαν κάπου και τα εκτίμησαν.[2] Αυτό που αποκαλούμε, ωστόσο, επίσημη ιστορία έσκυψε μάλλον αργοπορημένα στα τεκμήρια αυτά. Για την ακρίβεια η πλέον φιλόδοξη και συστηματική προσπάθεια να γραφτεί μια ιστορία της μικρασιατικής εκστρατείας “από τα κάτω” ολοκληρώθηκε και κυκλοφόρησε πριν λίγους μόνο μήνες. Πρόκειται για τον συλλογικό τόμο που επιμελήθηκαν οι Δημήτρης Καμούζης, Αλέξανδρος Μακρής και Χαράλαμπος Μηνασίδης με τίτλο Έλληνες Στρατιώτες και Μικρασιατική Εκστρατεία: Πτυχές μιας οδυνηρής εμπειρίας.[3] Έχει προηγηθεί φυσικά σημαντική δουλειά υποδομής από το ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ και το ΚΜΣ με συγκέντρωση και έκδοση τεκμηρίων κυρίως από τη δεκαετία του 1990 και μετά καθώς και μεμονωμένες επιστημονικές εργασίες που μέσω του σχετικού υλικού έφεραν στο προσκήνιο της έρευνας τις υποκειμενικές θεάσεις του πολέμου, την εμπειρία του πολέμου, το πώς τελικά ο συγκεκριμένος πόλεμος γράφτηκε στην ψυχή και στο σώμα των ανθρώπων αυτών που τον βίωσαν, όχι μόνο ως πρόσφυγες, θύματά του αλλά και ως θύτες, ως άνθρωποι που πολεμούσαν για μια δεκαετία σε ορισμένες περιπτώσεις για να γυρίσουν στα σπίτια τους-όσοι γύρισαν- με την κατάρρευση του μετώπου τον Αύγουστο του 1922.[4]
Θα προσπαθήσω λοιπόν να ανακαλέσω από τη λήθη στην οποία καταδικάζονται συνήθως οι άσημοι ορισμένα πορτρέτα (πορτρέτα φτιαγμένα με λέξεις αλλά και πορτρέτα με την κυριολεκτική έννοια, φτιαγμένα με τα ίχνη που αφήνει το φως στην φωτοευαίσθητη επιφάνεια της φωτογραφικής πλάκας). Το εγχείρημα εμπνέεται βέβαια από τη σκέψη του Γάλλου φιλοσόφου Μισέλ Φουκώ ο οποίος προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970 σχεδίαζε ένα βιβλίο που τελικά δεν κυκλοφόρησε με θέμα βίους κακόφημων ανθρώπων (des hommes infames).[5] Η λέξη, ωστόσο, που στα ελληνικά αποδίδεται συνήθως ως “κακόφημος”, “διαβόητος” αν διαβάσουμε προσεκτικά το κείμενο του Φουκώ μας φέρνει περισσότερο στο μυαλό τον καταφρονεμένο απ’ όλους, τον παντελώς ασήμαντο, ή και πιο χρωματισμένα τον “τιποτένιο”, ένα υποκείμενο επομένως με το οποίο κανένας ιστορικός, κανένας βιογράφος δεν θα υπήρχε περίπτωση ποτέ ν’ ασχοληθεί, μέχρι την εποχή του Φουκώ τουλάχιστον. Με μια λιγότερο χρωματισμένη λέξη τον άσημο. Ο Φουκώ ανακαλύπτει στα αρχεία της περιόδου 1660-1760 τις φωνές ή τις σκιές αυτές που καθαρή τύχη τις έφερε μπροστά του για να διασωθούν από τη σίγουρη λήθη στην οποία οι άνθρωποι αυτοί ήταν πάντα καταδικασμένοι. Συγκινείται από τις περιπτώσεις τους, εκθέτει και εν συντομία τη μεθοδολογία του. Θα κρατήσει λέει έξω από την εξέτασή του αυτοβιογραφικού τύπου μαρτυρίες που δείχνουν μια απόσταση από τα εξιστορούμενα, τον ενδιαφέρουν τελικά θα λέγαμε οι κραυγές απόγνωσης που προσπαθούν να επιτελέσουν κάτι εκείνη τη στιγμή, οι κραυγές ανθρώπων που δεν τους περνά καν από το μυαλό ότι αυτά που έχουν καταθέσει γραπτώς απολογούμενοι ή καταγγέλοντες συνήθως προς τις αρχές μπορεί να διαβαστούν αιώνες μετά. Εδώ ακριβώς σε σχέση με το φουκωικό εγχείρημα εντοπίζω και τη διαφορά αυτού που θα επιχειρήσω. Οι στρατιώτες με τους οποίους θα ασχοληθώ, συνήθως εξαθλιωμένοι, συχνά πονηροί, κάποτε σε απόγνωση, ενίοτε αποκτηνωμένοι έχουν απόλυτη συνείδηση ότι μπορεί να διαβαστούν, ότι τα γραπτά τους μπορεί να μείνουν. Γι’ αυτό και αυτολογοκρίνονται. Μας δείχνουν ότι παραμένουν περισσότερο άνθρωποι απ’ όσο πίσω από τις γραμμές φανταζόμαστε ότι υπήρξαν στις οριακές καταστάσεις που αντιμετώπισαν όταν η επιβίωσή τους διακυβευόταν. Τούτο θα αποθάρρυνε τον Φουκώ και θα τον απομάκρυνε απ’ αυτούς. Εκείνος ζητούσε την αμεσότητα του ακραίου βιώματος αφήνοντας στην άκρη την εκ των υστέρων φιλτραρισμένη αυτοβιογραφία ή το ξαναδουλεμένο και παιδεμένο ημερολόγιο που τελικά ξαναγράφεται και κυκλοφορεί χρόνια, κάποτε και ολόκληρες δεκαετίες μετά, από την πρώτη γραφή του στο πεδίο της μάχης ή έστω στα μετόπισθεν.

Αυτοπροσωπογραφίες: παντεπόπτες επιτελικοί, άσημοι οπλίτες και ανταποκριτές

Το 1924 ο συγγραφέας, νομικός και πολιτευτής Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης αναρωτιόταν ρητορικά: “Ποιος συγγραφέας, ποιος ποιητής ή ποιος ζωγράφος θα περιγράψει τη φρίκη της καταστροφής; Τέτοιο μακελειό, τέτοια φυγή, τέτοια αποσύνθεση στρατού, τέτοια ντροπή, τέτοιον πανικό ξανάγραψε ποτέ η ιστορία κανενός έθνους;”[6] Η απάντηση που με βάση τα όσα θα εκθέσω στη συνέχεια θα μπορούσε να δοθεί είναι ότι ούτε οι συγγραφείς ούτε οι ζωγράφοι, ούτε οι ποιητές περιέγραψαν τελικά τη φρίκη με την ωμή αμεσότητα έστω και αυτολογοκριμμένη, έστω και εκ των υστέρων από κάποια απόσταση, των ημερολογίων και των απομνημονευμάτων των απλών στρατιωτών. Μιλώντας για απλούς στρατιώτες εξαιρώ τα γραπτά των αξιωματικών που σε γενικές γραμμές υιοθετούν μια εποπτική θέση έναντι των αφηγουμένων. Διατηρούν απόσταση, μια πιο συνολική γνώση της κατάστασης, το α’ πρόσωπο σπάνια παρουσιάζεται στην εξιστόρησή τους. Το παντεποπτικό σημείο στο οποίο τοποθετείται το βλέμμα του ανώτερου αξιωματικού μοιάζει με τον τρόπο που παρατηρεί τα πράγματα ένας αεροπόρος. Από την άποψη αυτή δεν θα ήταν άστοχη, νομίζω, η παράθεση μιας σχετικής μαρτυρίας. Την καταθέτει ο Νικόλαος Ζωγράφος που αν και ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού κατετάγη το 1917 ως εθελοντής παρατηρητής αεροπόρος στη νεότευκτη Στρατιωτική Αεροπορία. Στην Εκστρατεία έλαβε μέρος ως επιτελικός αξιωματικός του Α’ Σώματος Στρατού και αρχηγός των παρατηρητών του στρατού παίζοντας σημαντικό ρόλο κατά τη διάσπαση του μετώπου και κατά την υποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων. Το σχετικό βιβλίο του εκδόθηκε το 1958.

Την 22 Αυγούστου 1922 κατά την πρωίαν εθεάθησαν υπό του λοχαγού Ζωγράφου Ν. με οδηγόν τον Λοχαγόν Οικονομάκον Π., μεγάλαι δυνάμεις του εχθρού (Πεζικόν και Ιππικόν) κατερχόμεναι διά τριών παράλληλων φαλάγγων διά Κούλων (κωμοπόλεως) προς την πόλιν Φιλαδέλφειαν ίνα πλαγιοκόψουν το εν αταξία (πλην τινών εξαιρέσεων) υποχωρούν Νότιον Συγκρότημα Μεραρχιών προς την θάλασσαν […] Ο επιτελικός νους του παρατηρητού και η γενναιότης του οδηγού εξηγέρθησαν προ της τρομεράς εικόνος διά την τύχην της όλης (σχεδόν) Στρατιάς […]. Μετά πολλούς ελιγμούς εις χαμηλόν ύψος και αφού επολυβολήθησαν από τους εχθρούς με τραυματισμόν επιπόλαιον του παρατηρητού, ανεύρον ένα εν καταυλισμώ τμήμα πεζικού, όπερ παρουσίασεν και σήμα αναγνωρίσεως, […] σήμα εκ λευκού υφάσματος προορισμένον διά τα αεροπλάνα, εμφαίνον Σύνταγμα Πεζικού. Αλλόφρων ο παρατηρητής από το δέος της επικειμένης αποσυνθέσεως ενός ολοκλήρου στρατεύματος, αλλά και από την χαράν, ότι ανεύρεν Έλληνας στρατιώτας διά να τους ανακοινώση “τι συμβαίνει και τι θα συμβή” συνέταξεν ένα σημείωμα και αφού κατήλθον εις 50 μέτρα περίπου, το έρριξεν επί του λευκού υφάσσματος του σήματος διά φακέλλου ερματισμένου.[7]

Ο αφηγητής αναφέρεται στον εαυτό του στο γ’ πρόσωπο, είναι σαν να παρατηρεί ακόμη και αυτόν τον ίδιο από ψηλά. Η παρατήρηση κινητοποιεί τον επιτελικό του νου, τραυματίζεται αλλά παρακάμπτει απολύτως φόβο και πόνο. Είναι σαν να μην έχει καν σώμα, είναι μόνο μάτι και μυαλό. Διαβάζει τα σημεία στο πεδίο, αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει, προβλέπει τι θα συμβεί και δρα. Με τον ίδιο τρόπο λίγο πολύ, που κυμαίνεται αναλόγως του βαθμού άρα και της εποπτείας, αφηγούνται τον πόλεμο ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί συχνά βέβαια και κατώτεροι. Στις αφηγήσεις τους το προσωπικό τείνει να υπολείπεται σε πρωτοπρόσωπη αμεσότητα. Ακόμη κι η παρουσίαση της θηριωδίας, εν προκειμένω του εχθρού, έχει κάτι από τη λογιοσύνη και την —έστω φορτισμένη— αποστασιοποίηση της πολεμικής ανταπόκρισης. Παίρνω ενδεικτικά την περίπτωση του Παντελή Πρινιωτάκι που στη Μικρά Ασία ήταν έφεδρος ανθυπολοχαγός. Στο Ατομικόν Ημερολόγιόν του που κυκλοφόρησε το 1988 έξι χρόνια μετά τον θάνατό του μεταφέρει την εικόνα που οι Έλληνες στρατιώτες αντίκρυσαν κατά την ανακατάληψη της περιοχής της Περγάμου μετά τη σφαγή της φρουράς του Δικελί από Τούρκους ατάκτους. Η εγγραφή στο ημερολόγιό του έχει ημερομηνία 8.6.1919 και περιγράφει την εικόνα που του κατέθεσαν οι αυτόπτες

Είναι φρικιαστικόν το θέαμα, κατά τας αφηγήσεις τούτων, των κατά μήκος της Οδού Περγάμου-Δικελή υπερογδοήκοντα πτωμάτων των ανδρών της εφοδιοπομπής και της σταλείσης ενισχύσεως άτινα ακόμη ακρωτηριασμένα, πεταλωμένα γυμνά και εις στάσεις ανηθίκους, εύρηνται άταφα και άμορφα με όλην την έκφρασιν των βασανιστηρίων τα οποία υπέστησαν.[8]

Σήμερα μπορεί οι παραπάνω γραμμές να μας φαίνονται σκληρές. Τι θα λέγαμε όμως για τις παρακάτω που αναφέρονται στο ίδιο ακριβώς γεγονός; Είναι γραμμές που προκαλούν κάτι σαν αμηχανία όταν κανείς επιχειρεί να τις διαβάσει υψηλόφωνα:

Αλησμόνητη θα μου μείνει η φρικώδης θέα των Κρητών οπλιτών του τάγματος Σεμαρκέζη, οι οποίοι είχαν πέσει στο δρόμο στα χέρια των Τούρκων. Σχεδόν όλοι είχαν ριχθή μπρούμυτα και με την περισκελίδα βγαλμένη άφιναν να φαίνεται ο πρωκτός των, φοβερά αλλοιωμένος από ασχημοσύνης πράξεις, και συνάμα τις κνήμες τους και τους μηρούς των ξεσχισμένους με μαχαίρι, τα δε γεννητικά των μόρια κομμένα και βαλμένα στο στόμα, με εξορυγμένους συνάμα τους οφθαλμούς
.[9]

Όπως και ο Πρινιωτάκις έτσι και ο αυτόπτης των παραπάνω Μανόλης Σοφούλης είχε ξεκινήσει σπουδές Νομικής πριν καταταγεί το 1912 ως εθελοντής. Ξεκινά από δεκανέας, το 1919 στη Σμύρνη έχει προαχθεί σε υπολοχαγό. Γενικώς από οπλίτες και κατώτερους αξιωματικούς έχουμε τις πιο ωμές περιγραφές των ακροτήτων κι από τις δύο πλευρές. Ίσως η πλέον ενδιαφέρουσα πάντως περίπτωση ανάμεσα στις μαρτυρίες της κατηγορίας αυτής είναι το ημερολόγιο του Χρήστου Καραγιάννη.[10] Ξεκίνησε να πολεμά το 1918 στο Μακεδονικό μέτωπο και συνέχισε υπό τον Γεώργιο Κονδύλη στην Ουκρανία. Ξανά κάτω από τις διαταγές του βρίσκεται το 1919 στην ανακατάληψη του Αϊδινίου. Αφήνω στην άκρη τα “έκτροπα” που διαπράττει η μονάδα του έχοντας το ελεύθερο από τον Κονδύλη που τους “δίνει το δικαίωμα να πράξουν ό,τι βαστάει η ψυχή” τους και για τα οποία ο Καραγιάννης είναι μάλλον φειδωλός και πιάνω μια εγγραφή του που προέρχεται από τον Αύγουστο του 1921. Εδώ ξεδιπλώνεται η περιγραφική του δεινότητα. Είναι μια στιγμή κατά την οποία ο ελληνικός στρατός απείχε λίγες ώρες από την Άγκυρα που όμως μετά τις αιματηρές μάχες και τις μεγάλες απώλειες έμοιαζε πλέον πολύ μακριά. Η δυσοίωνη ατμόσφαιρα είναι προφανώς αποτέλεσμα και της αναδρομικής ματιάς που πέφτει στις σημειώσεις από το μέτωπο κάποια χρόνια μετά.

27 Αυγούστου. Και αντί να καταλάβουμε την Άγκυρα, φτιάξαμε μόνοι τον τάφο μας. […] Και με το ξημέρωμα τα κοράκια γύριζαν πάνω από τα κεφάλια μας, έκρωζαν και κατέβαιναν όλα μαζί στο ίδιο σημείο. Ύστερα χαμηλοπετούσαν με ένα κομμάτι κρέας στο ράμφος τους. Πήγα από περιέργεια να δω από που έπαιρναν την τροφή τους. Είδα ενα κορμί διαλυμένο: το ένα πόδι είχε αποσυνδεθεί από τη λεκάνη από το τράβηγμα των κορακιών και είχε απομακρυνθεί από το σώμα. Το κεφάλι ήταν με ένα μάτι και δίχως μύτη. Στο μεσιανό δάχτυλο του αριστερού χεριού φορούσε δαχτυλίδι, όπου το δαχτυλίδι δεν διακρινόταν καλά επειδή τα δάχτυλα είχαν πρηστεί. Και πιο πέρα ήταν στο χώμα ένας σταυρός, που στο πίσω μέρος έγραφε: “ο νονός σου Διονύσιος”. Δεν είχε φυλάξει τον μακαρίτη ο σταυρός.
[11]

Η εξονυχιστική περιγραφή της φρίκης που διατηρεί την ωμή της αλήθεια παρά την εξομάλυνση του επιμελητή της συγκεκριμένης έκδοσης μάς προκαλεί τη δυσάρεστη υποψία ότι ο ήρωάς μας δεν γύρισε πίσω με άδειες τσέπες. Η δύναμη της αφήγησης έχει αντισταθεί στην αυτολογοκριτική διάθεση και στην τάση προς λείανση των αιχμών που διακρίνει κάθε παρόμοια μαρτυρία που ξαναγράφεται χρόνια μετά την αρχική της καταγραφή.
Ανάμεσα στην οπτική του παντογνώστη, παντεπόπτη αφηγητή που διαβάζει στο πεδίο τι θα γίνει μέχρι το μικροσκοπικό κοίταγμα (και ψάξιμο) των νεκρών σωμάτων στο πεδίο της μάχης από εξαθλιωμένους οπλίτες που αγωνίζονται να επιβιώσουν μέρα με τη μέρα ανοίγεται στα μικρασιατικά εδάφη μεταξύ 1919-1922 ένα μεγάλο πλήθος από ματιές και οι αντίστοιχες περιγραφές τους. Διαφορετικό είναι κάθε φορά το ύφος, διαφέρει κι η απόσταση από τα πράγματα. Πρόκειται για πολυάριθμα παραδείγματα μιας εξιστόρησης “από τα κάτω” που εκτιμάται για την “καθαρότητα του βλέμματος” η οποία οφείλεται στο ότι “η επιβίωση είναι το κυρίαρχο δεδομένο της ψυχής και του λόγου” όπως το θέτει ο επιμελητής του ημερολογίου του Καραγιάννη Φίλιππος Δρακονταειδής.[12] Στις αναφορές του είδους που εξαντλούνται στην αγωνιώδη διαχείριση της καθημερινότητας με τις πολλές βασανιστικά αργόσυρτες ώρες όπου ο στρατιώτης δεν μπορεί να σταματήσει να σκέφτεται την πείνα και την κούραση και τις κορυφώσεις των μαχών για τις οποίες μπορεί κανείς να σκεφτεί νηφάλια μόνο όταν μένει μόνος για να γράψει δεν υπάρχει συνήθως χώρος για μια συνολική αποτίμηση με όρους (γεω)πολιτικής και διεθνών σχέσεων. Είναι ακριβώς η πτυχή που έχει αναδειχτεί πρόσφατα μέσα από το έργο μελετητών όπως η Μαργαρίτα Δαλεζίου που έχει μελετήσει αυτήν ακριβώς τη “σωματική” όψη της ιστορίας του πολέμου σε ημερολόγια στρατιωτών κι έχει κάνει ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις ως προς την (ανα)συγκρότηση του εαυτού μέσα από το προσωπικό ημερολόγιο.[13]
Στην πρωτογενή αυτή σωματικότητα θα είχε ενδιαφέρον ίσως να αντιπαρατεθούν δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις από το μέτωπο. Επιλέγω ως χαρακτηριστικές εκείνες του δημοσιογράφου Κώστα Μισαηλίδη. Ο Μισαηλίδης γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Βιθυνίας, σπούδασε στην Αθήνα, αρθρογράφησε σε εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης και αργότερα της Σμύρνης όπου και κατοικούσε μόνιμα από ένα σημείο και μετά.[14] Θα ήθελα να σταθώ ξανά στο θέμα που κατ’ εξοχήν προσπαθούν με κάθε τρόπο να αποσιωπήσουν οι επίσημες αναφορές κάθε είδους, στον θάνατο. Σ’ αυτό δηλαδή ακριβώς στο οποίο με μια σχεδόν νοσηρή ωμότητα στέκονται οι “από τα κάτω” περιγραφές κατώτερων αξιωματικών και οπλιτών. Λίγες μέρες πριν ξεκινήσουν οι μάχες στην περιοχή του Σαγγάριου ο Μισαηλίδης φτάνει με αυτοκινητοπομπή 100 περίπου οχημάτων στην είσοδο του χωριού Ακ- σου όπου κατά τις επιχειρήσεις του Δεκεμβρίου είχαν σκοτωθεί Έλληνες στρατιώτες.
Στην είσοδο του χωριού αυτού, αριστερά, ένα περίφραγμα από συρματοπλέγματα περιτριγυρίζει τους τάφους των τιμημένων νεκρών του ηρωικού αυτού συν/τος, κατά τας επιχειρήσεις του Δεκεμβρίου 1920.
Κατεβαίνω από το αυτοκίνητο και πλησιάζω να προσκυνήσω τους ταπεινούς αυτούς τάφους, που κλείουν κάποιους αφανείς ήρωες. Στο μέσον ένα κενοτάφιον απλούστατον με τις λιτές αυτές περιγραφές στα πλευρά τους.

27-28 Δεκεμβρίου 1920
6ον Αρχιπελάγους
Έπεσαν για την Πατρίδα
[15]

Ο τάφος του αφανούς ήρωα, του αγνώστου στρατιώτη είναι ο κοινός τόπος συνάντησης του θανάτου στις ανταποκρίσεις του Μισαηλίδη. Λίγους μήνες πριν, τον Μάρτη του 1921, αντιμέτωπος ξανά με νεκρούς στρατιώτες έγραφε:

Θάβουμε τους τιμημένους νεκρούς μας. Σε λίγο κάποιοι πρόχειροι Σταυροί γεμίζουν τον χώρον αυτόν. Ευλαβικά σκύβω στον κάθε σταυρό και διαβάζω τα περήφανα ονόματα των υπέρ πατρίδος πεσόντων.
Με σταματά η επιγραφή ενός σταυρού:
            «ΑΓΝΩΣΤΟΣ»
Άγνωστος! Η θυσία του μου φαίνεται τώρα πιο μεγάλη. Πιο βαθυστόχαστη. Άγνωστος. Τράβηξε κι αυτός μπρος με τους συντρόφους του. Πολέμησε κι έπεσε. Τον πήραν οι τραυματιοφορείς και τον έφεραν εδώ. Έψαξαν τις τσέπες του. Κανένα δελτίο, καμμία σημείωσις.
Τίποτε ένα φυλακτό βρήκαμε μονάχα. Ποιος ξέρει ποιο τφερό χέρι του το έδωκε
![16]                

Για ευνόητους λόγους η εικόνα του αγνώστου στρατιώτη που έπεσε ηρωικά για την πατρίδα είναι η πλέον ανώδυνη (γιατί είναι παρηγορητική) για να μιλήσεις για την οριστική απώλεια ανθρώπων. Δεν θα δούμε σ’ αυτήν διαμελισμένα σώματα, εύκολη λεία για σκύλεμα. Θα δούμε απλώς σύμβολα μνήμης: σταυρούς, κενοτάφια κι αργότερα ηρώα πεσόντων. Θα είχε επίσης ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι κατά την ανάγνωση του Μισαηλίδη η θυσία του αγνώστου φαντάζει πιο “μεγάλη” και “βαθυστόχαστη” γιατί κατά κάποιο τρόπο πριν αυτός καταλήξει αφηρημένη ιδέα στην επιγραφή ενός σταυρού έζησε στην απόλυτη σιωπή. Σε αντίθεση με τους οπλίτες που συναντήσαμε παραπάνω δεν έγραψε τίποτε, δεν νοιάστηκε λοιπόν ν’ αφήσει κάτι πίσω του, μια γραπτή έστω εικόνα του εαυτού του και της ιστορίας του. Την ιστορία του τη γράφει ο δημοσιογράφος που αναλαμβάνει να μιλήσει εκ μέρους του. Σε α’ ενικό πρόσωπο που όμως είναι σαν να εκφράζει το α΄ πληθυντικό του έθνους.


Αφανείς ήρωες (που δεν νικήθηκαν)

Οι ανταποκρίσεις του Μισαηλίδη λειτουργούν συμπληρωματικά με τις φωτογραφικές και ζωγραφικές αποτυπώσεις μαχών και της στρατιωτικής ζωής από τον ζωγράφο Γεώργιο Προκοπίου, στις οποίες θα αναφερθώ στη συνέχεια. Άλλωστε οι δυο τους συνυπήρξαν σε ορισμένες περιπτώσεις που μαρτυρούνται στις ανταποκρίσεις του δημοσιογράφου από την Προύσα, το καλοκαίρι του 1920 και από την Κοβαλίτσα, την άνοιξη της επόμενης χρονιάς.[17] Η αναφορά στο έργο του βοηθά εκτός των άλλων να δούμε τι μπορεί να (ανα)δείξει το κάθε μέσο. Πού σιωπά και πού είναι εύγλωττο ή και ρητορικό. Ο γενημμένος στο Μπουρνόβα της Σμύρνης Γεώργιος Προκοπίου ανέλαβε να ζωγραφίσει, να φωτογραφίσει και να κινηματογραφήσει την εκστρατεία κατόπιν ανάθεσης του αρχιστράτηγου Λεωνίδα Παρασκευόπουλου το 1920.[18] Ο ριψοκίνδυνος χαρακτήρας του Προκοπίου ήταν θρυλικός. Το μαρτυρούν τούτο πέρα από τις αφηγήσεις του ιδίου που διασταυρώνονται με εκείνες άλλων γι’ αυτόν και ορισμένες από τις φωτογραφίες του. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο που δείχνουν τον εχθρό κυριολεκτικά επελαύνοντα προς την κατεύθυνση του καλλιτέχνη που στέκεται και τον φωτογραφίζει. Πρόκειται για εικόνες που λόγω της κατάστασης της στιγμής είναι κουνημένες, κακής ποιότητας από άποψη καθαρότητας αλλά ταυτόχρονα μοναδικά ντοκουμέντα. Στη μία περίπτωση έχουμε το τουρκικό ιππικό σε απόσταση λίγων μέτρων σε μια φωτογραφία που τραβήχτηκε πιθανώς στις επιχειρήσεις του καλοκαιριού του 1921. Στα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν τη συγκεκριμένη λήψη ο καταγραφέας κόντεψε να χάσει τη ζωή του σύμφωνα με την αφήγηση του ίδιου από το σπαθί του ιππέα που διακρίνεται να κραδαίνει το ξίφος του στ’ αριστερά. Τον έσωσε το κουτί της μηχανής κι ότι έκανε τον νεκρό.[19] Η άλλη μάς δείχνει αχνές, δισδιάκριτες φιγούρες Τούρκων στα ερείπια της Σμύρνης έναν χρόνο μετά.[20] Το υλικό που προέκυψε στη Μικρά Ασία (κιβώτια με καμβάδες, φωτογραφικό και κινηματογραφικό υλικό) σώθηκε κι αυτό με μυθιστορηματικό τρόπο. Στον ημερήσιο τύπο διαβάζουμε χαρακτηριστικά ότι “από τον κατακλυσμό της Σμύρνης, μέσα από το σωρό των πτωμάτων και των ερειπίων εξέφυγε μια ιερά κιβωτός, γεμάτη με όλα τα εθνικά μας σκεύη, μ’ ένα Νώε γενειοφόρον”.[21] Τούτο δεν είναι βεβαίως ακριβές καθώς ο Νώε που βρέθηκε στις τουρκικές φυλακές από τις οποίες δραπέτευσε έφτασε μετά το υλικό το οποίο σώθηκε με τη μεσολάβηση του Γάλλου πρόξενου.[22]
Με τρόπο περίτεχνο ο Προκοπίου κατάφερε να αποδώσει ένα πάνθεον ηρώων της εκστρατείας ξεκινώντας από τον εαυτό του (τον οποίο παρουσίασε με το έργο του και τις ιστορίες του). Ζωγράφισε κατ’ αρχάς τους δύο κατ’ εξοχήν διασωθέντες από τη γενική απαξίωση και κατόπιν θρύλους της εκστρατείας τους συνταγματάρχες τότε Πλαστήρα και Κονδύλη. Φιλοτέχνησε όμως κατ’ εξοχήν και κατέγραψε σε πλάκες και φιλμ πορτρέτα αφανών ηρώων. Οι πολυβολητές κι οι εύζωνοί του μάχονται μέχρις εσχάτων τυλιγμένοι σε μια γκριζογάλανη αχλύ. Οι ζωγραφικές του συνθέσεις βασίζονται σε φωτογραφίες, οπότε μπορούν όντως να θεωρηθούν πιστές καταγραφές των γεγονότων. Αξίζει, ωστόσο, ενδεικτικά να αντιπαραβληθούν κάποιες για να δούμε που ακριβώς σταματά η τεκμηρίωση και αρχίζει η ηρωοποίηση του άσημου στρατιώτη που γίνεται αφανής ήρωας. Ο πίνακας με τον στρατιώτη που σηκώνει ψηλά το παγούρι για να πιει νερό είναι μια από τις γνωστότερες εικόνες από τη σειρά, αριθμεί δε τρεις παραλλαγές. Βασίζεται σε μια φωτογραφία που έχει εντυπωσιακές εκ πρώτης όψεως ομοιότητες με τη ζωγραφική εκδοχή. Η κεντρική μορφή είναι σχεδόν απαράλλαχτη, αλλά έχουν απαλειφθεί οι σκηνές του καταυλισμού εκτός από μία στο βάθος δεξιά. Έχει απαλειφθεί και ο στρατιώτης μπροστά και αριστερά κάτω. Στη θέση του έχει έρθει από τα δεξιά η μικρότερη μορφή του άλλου στρατιώτη. Αντί για το, μάλλον άχαρο επίπεδο έδαφος μπροστά και δεξιά έχει ζωγραφιστεί ένα αρκετά πιο βραχώδες τοπίο με ένα ρυάκι που κυλά στα πόδια του όρθιου στρατιώτη. Μια άλλη εκδοχή είναι πιο πιστή στην πραγματικότητα με τη μορφή στα αριστερά να υφίσταται, με τη δεύτερη, ωστόσο, να εξαφανίζεται και με το ρυάκι να μην τρέχει πλέον στα πόδια του κεντρικού ήρωα. Ο συνολικός χειρισμός έχει προφανώς ως στόχο κάθε φορά τη μνημειοποίηση της κεντρικής μορφής που αποκτά και γιγαντιαίες ηθικές διαστάσεις. Αυτό δε που μας φαίνεται ως στιγμιότυπο δεν είναι μάλλον ακριβώς στιγμιότυπο, προηγήθηκε κατά πάσα πιθανότητα συνεννόηση με τους ήρωες, πιθανώς ο ζωγράφος, εξοπλισμένος με μια μηχανή που για να “γράψει” καθαρά έπρεπε να στηθεί, επομένως δεν περνούσε απαρατήρητη ώστε να συλλάβει τα πρόσωπα εν αγνοία τους, έστησε και το μοντέλο του.
Το ίδιο μάλλον έχει γίνει και σε σκηνές μάχης όπου ο φωτογράφος αποτυπώνει τη δράση από πίσω και όπου θέμα είναι συχνά η δράση πολυβολητών. Μορφές στρατιωτών ξαπλωμένες κάτω μάχονται γύρω από ένα πολυβόλο απέναντι σε έναν αόρατο εχθρό. Ο εχθρός είναι αντιστοίχως αόρατος και στις ζωγραφικές συνθέσεις που βασίζονται στις φωτογραφίες, σε μία μόνο διαγράφονται αμυδρά κάποιες φιγούρες σε απόσταση λίγων μέτρων από τους Έλληνες πολεμιστές (“Μέχρις Εσχάτων-η γιγαντομαχία του Σεϊντή Γαζή στις 8 Ιουλίου 1921”). Ο ζωγράφος δεν χρειάζεται τους εχθρούς για να δοξάσει τη δράση των αφανών πρωταγωνιστών του. Ακολουθεί και καταγράφει φωτογραφικά και ζωγραφικά τους πολυβολητές στη μάχη, τη μεταφορά του πυροβολικού με τους ανθρώπους να σπρώχνουν τα κάρα με τον βαρύ εξοπλισμό, τους στρατιώτες να επιδένουν τραύματα μόνοι τους ή και να αναπαύονται ή να γράφουν γράμματα. Όπως και οι εχθροί έτσι και οι νεκροί παρουσιάζονται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Αλλά κι εκεί που κάνουν την εμφάνισή τους δεν έχουν πρόσωπο, είναι σαν τον “Άγνωστο” πεσόντα του Μισαηλίδη. Είναι για παράδειγμα ενδεικτικό ότι ο πίνακας «Συντρίμμια του πολέμου» που απεικονίζει μνημειακά αν και σε μικρές διαστάσεις ένα νεκρό άλογο και πίσω του με δυσκολία να διακρίνεται έναν πεσμένο στρατιώτη, ζωγραφίστηκε μετά τον πόλεμο το 1925.
Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι το ζωγραφικό έργο του Προκοπίου έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην καλλιέργεια αυτού που ονομάζεται από τους ιστορικούς «υβριδική κουλτούρα νίκης», στην καλλιέργεια με άλλα λόγια της ψευδαίσθησης ότι η Ελλάδα δεν νικήθηκε στην πραγματικότητα, ότι απλώς προδόθηκε από το πολιτικό της (αντιβενιζελικό) προσωπικό.[23] Της ιδέας ότι οι απλοί στρατιώτες έπραξαν το καθήκον τους, αποδείχτηκαν αντάξιοι των προγόνων τους. Εμβληματικός απ’ αυτήν την άποψη είναι ο πίνακάς του με τον χαρακτηριστικό τίτλο σχεδόν σύνθημα της εποχής «Εμείς δεν νικηθήκαμε».[24] Εδώ για μοναδική ίσως φορά ο Προκοπίου τοποθετεί τον εαυτό του εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει ο εχθρός για να δείξει κατά μέτωπο τους ηρωικούς πολεμιστές. Η κεντρική μορφή δεμένη με επίδεσμο στο μέτωπο κοιτάζει αγέρωχα εμπρός, η μορφή του στρατιώτη στ’ αριστερά της πυροβολεί προς την κατεύθυνσή μας. Είναι δε σαν να απαντούν σε κάποιου είδους μομφή από την πλευρά μας, την πλευρά των “άκαπνων”. Ο πίνακας χρονολογείται στα χρόνια της εκστρατείας αλλά ο τίτλος του αν μη τι άλλο προϋποθέτει γνώση της τελικής έκβασης του πολέμου.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη εδώ που θα άξιζε να σημειωθεί με βάση την παρατήρηση ότι το έργο είναι ένα από τα ελάχιστα της σειράς της μικρασιατικής εκστρατείας που δείχνει τα πρόσωπα των πολεμιστών. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις που εξετάστηκαν δεν φαίνονται πρόσωπα καθώς όπως είδαμε ο ζωγράφος γενικώς ζωγραφίζει τις πολεμικές σκηνές από τη θέση αυτού που ακολουθεί. Που σημαίνει ότι πλην του εχθρού και των νεκρών αφανείς είναι και οι άσημοι στρατιώτες. Η ανωνυμία τους, το απρόσωπο της εικονογραφίας τους, είναι εύγλωττα ειδικά αν αντιπαραβληθούν με τα πορτρέτα του Πλαστήρα και του Κονδύλη. Το να μην έχουν αυτοί οι άνθρωποι πρόσωπο είναι ίσως προϋπόθεση για να γίνουν από άσημοι στρατιώτες αφανείς ήρωες, προκειμένου να μπορεί να ταυτιστεί ο καθένας μαζί τους.


Οι ηττημένοι διπλανοί

Θα κλείσω με φωτογραφίες ανθρώπων στον αντίποδα των παραπάνω οι οποίοι βρίσκονται στον πάτο της ιεραρχίας των άσημων. Δεν πρόκειται ακριβώς για τους εχθρούς που αντιμετωπίζονται στο πεδίο της μάχης και στους οποίους οι μαρτυρίες και όχι τόσο οι εικόνες όπως είδαμε συχνά αναφέρονται δεν είναι λοιπόν οι απέναντι, οι κατ’ εξοχήν αφανείς αλλά οι διπλανοί, αυτοί που ζούσαν κοντά στους χριστιανικούς πληθυσμούς. Το αρχειακό υλικό που μελέτησα αναδεικνύει δύο κατηγορίες για τις οποίες παραδόξως ενώ δεν έχουμε καμία μαρτυρία έχουμε τα πρόσωπά τους. Πρόκειται κατ’ αρχάς για χιλιάδες μουσουλμάνους κρατούμενος των φυλακών Σμύρνης που βρίσκονταν σην άκρη της πόλης δίπλα στους στρατώνες και οι οποίοι φωτογραφήθηκαν για λόγους που δεν μας είναι ακόμη απολύτως σαφείς και οι εικόνες τους έφτασαν μέσα σε εκατοντάδες φακελάκια μέχρι εμάς. Και είναι και, λιγότεροι αυτοί, άνθρωποι που παρουσιάζονται στις αρχές ζητώντας άδεια μετακίνησης και υποχρεώνονται να προσκομίσουν φωτογραφία. Στις εικόνες αυτές ειδικά οι μουσουλμάνες συνοδεύονται από αρσενικά μέλη της οικογένειας για να ταυτιστούν καθώς από το καλυμμένο πρόσωπο τους φαίνονται μόνο τα μάτια και τίποτε άλλο. Οι κατ’ εξοχήν αφανείς είναι δηλαδή αυτοί που δεν έχουν φωνή καθώς δεν γνωρίζουν συνήθως καν γραφή κι ενίοτε υπογράφουν με το αποτύπωμα του δείκτη τους. Αυτοί που δεν υπάρχουν σε ημερολόγια κι αυτοβιογραφίες, δεν είχαν ποτέ και κανένα δικαίωμα στην εικόνα τους, φωτογραφίζονται δηλαδή χωρίς να το επιλέξουν οι ίδιοι και κατά τρόπο που επίσης επιβάλλεται και δεν επιλέγεται. Η εικόνα όμως αυτών των απολύτως αόρατων κατά τ’ άλλα ανθρώπων μέσα από άπειρες δραματικές συγκυρίες που έχουν να κάνουν με τη διάσωση και μεταφορά των αρχείων της Ύπατης Αρμοστείας Σμύρνης έχει επιβιώσει μέχρις τις μέρες μας.
Το συγκεκριμένο αρχειακό υλικό προέρχεται από τη Διεύθυνση Δικαιοσύνης και τη Διεύθυνση Εσωτερικών της Ύπατης Αρμοστείας Σμύρνης και φυλάσσεται στην Κεντρική Υπηρεσία των ΓΑΚ στην Αθήνα. Στη Διεύθυνση Δικαιοσύνης υπάγονταν οι Κεντρικές Φυλακές της Σμύρνης. Για λόγους που δεν μου είναι ακόμη απολύτως ξεκάθαροι κι έχουν να κάνουν είτε με τη συνέχιση και συστηματοποίηση μιας προϋπάρχουσας στο Οθωμανικό Κράτος πρακτικής (αν και σε μάλλον περιορισμένη κλίμακα) είτε με την προσπάθεια καλύτερου ελέγχου μιας μερίδας του οθωμανικού πληθυσμού, είτε με συνδυασμό των παραπάνω λόγων αλλά και άλλων ακόμη που εξακολουθώ να διερευνώ, στις Κεντρικές Φυλακές της Σμύρνης εφαρμόστηκε συστηματικά η φωτογράφιση των κρατουμένων, αποκλειστικά δε των μουσουλμάνων υποδίκων και καταδίκων σε μια έκταση που δεν συναντούμε στην Ελλάδα παρά μόνο μεταπολεμικά.[25] Δεν τηρούνται αυστηρά τα πρωτόκολλα της δικαστικής φωτογραφίας έτσι όπως τυποποιούνται στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου στη Δυτική Ευρώπη, δεν υπάρχει φωτογραφία σε προφίλ, μάλιστα οι κρατούμενοι φωτογραφίζονται για λόγους χρόνου και κόστους δύο- δύο και το τύπωμα σε χαρτί προορισμένο για καρτ ποστάλ κόβεται στα δύο με αποτέλεσμα μέρη του σώματος, συνήθως οι ώμοι, του ενός να διεισδύουν στην εικόνα του άλλου. Στο κάτω μέρος υπάρχουν οι πληροφορίες που αφορούν τον κάθε εικονιζόμενο: ονοματεπώνυμο, οικογενειακή και επαγγελματική κατάσταση, ηλικία, αριθμός και ημερομηνία εισαγωγής, αρμόδιο στρατοδικείο (αν και δεν ενέπιπταν όλες οι υποθέσεις στην αρμοδιότητα της στρατιωτικής δικαιοσύνης). Ο όγκος του υλικού αυτού είναι μεγάλος. Υπολογίζω πρόχειρα τις φωτογραφίες σε 2000 περίπου.[26]
Σε σχέση με αυτό το υλικό με απασχόλησε από την αρχή ένα ακόμη ζήτημα πέρα από την σκοπιμότητα του μέτρου. Το πώς μπορεί το υλικό να αναδειχθεί χωρίς να προκληθεί η νοσηρή περιέργεια που αντίστοιχες εκδόσεις με mug shots κρατουμένων προκαλούν και έχει να κάνει με την προσπάθεια να φανταστείς το άτομο πίσω από την εικόνα, εν είδει βιογραφίας ενός τέρατος. Να διευκρινίσω εδώ ότι η πλειοψηφία των κρατουμένων ήταν μάλλον άνθρωποι που κρατούνταν για εξύβριση των αρχών, μικροκλοπές κλπ. Γι’ αυτό υπάρχει και μεγάλος αριθμός ανήλικων παιδιών που συνήθως κατηγορούνταν ή καταδικάζονταν για ζωοκλοπές. Η μεγάλη πρόκληση λοιπόν εδώ είναι μελετώντας τις περιπτώσεις τους μία μία με βάση το υλικό της δικογραφίας, τα ίχνη που άφησαν στον διοικητικό μηχανισμό της φυλακής, να πάρουμε μια αίσθηση για την καθημερινότητα όχι μόνο της φυλακής αλλά και της ίδιας της πόλης ή των αγρών κυριολεκτικά “από τα κάτω”. Να δούμε κυριολεκτικά ανθρώπους από τα κατώτερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα και να αποκτήσουμε μια γνώση για τη ζωή τους μέσα από τη γραφειοκρατία της Διεύθυνσης Δικαιοσύνης. Να συναντήσουμε τους ανθρώπους με τους οποίους οι Έλληνες της Σμύρνης και της ευρύτερης περιοχής συνυπήρχαν. Από το χαρτοβασίλειο του αρχείου μπορούμε να καταλάβουμε λοιπόν αρκετά για τη συνύπαρξη αυτή, για τις τριβές, τις εντάσεις κοινώς την καθημερινότητα. Υπάρχει η δυνατότητα φυσικά να ποσοτικοποιηθεί το υλικό και να φωτίσει συγκεκριμένες πτυχές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής αλλά σε συνέχεια των παραπάνω θα πρότεινα μια ποιοτική διερεύνηση που θα εστιάζεται στο άτομο. Είναι τα πρόσωπα, νομίζω, που ωθούν στην αντιμετώπιση αυτή τ’ ότι έχουμε μπροστά μας σχεδόν απτές ανθρώπινες παρουσίες. Με βάση τα έγγραφα που συνοδεύουν καθένα από τα πρόσωπα αυτά στη φυλακή θα είχε λοιπόν νόημα να επιχειρήσει κανείς να σκιαγραφήσει προσωπικές ιστορίες άσημων ανθρώπων.
Το υλικό από τη φυλακή μπορεί να συνδυαστεί και με το υλικό της Διεύθυνσης Εσωτερικών που επίσης περιέχει πορτρέτα εν προκειμένω μάλιστα ομαδικά.[27] Πρόκειται για έγγραφα είτε στα ελληνικά είτε στο οθωμανικό αλφάβητο που αποτελούν βεβαιώσεις των εκάστοτε τοπικών αρχών για τον φιλήσυχο χαρακτήρα ανθρώπων που ζητούν άδεια να μετακινηθούν απέναντι, συνήθως στη Μυτιλήνη, εκεί όπου έχουν συγγενείς. Συνημμένη πάνω αριστερά στο έγγραφο υπάρχει φωτογραφία των υποβαλλόντων την αίτηση που συχνά δεν είναι εγγράμματοι και πρέπει να υπογράψει κάποιος άλλος αντ’ αυτών. Οι γυναίκες, των οποίων συχνά μόνο τα μάτια είναι ορατά, συνοδεύονται αναγκαστικά από άρρενες, συζύγους και παιδιά για να υπάρξει η ταύτιση.
Στις δύο αυτές κατηγορίες αρχειακού υλικού έχουμε επομένως ανθρώπους και τα ίχνη τους στο κοινωνικό περιβάλλον, είτε στον μικρόκοσμο της φυλακής αλλά και έξω απ’ αυτήν. Δεν είναι στην κυριολεξία αφανείς ούτε και ήρωες, έχουμε την τύχη να μας έχουν σωθεί τα πρόσωπά τους σε αντίθεση με την περίπτωση των “αφανών ηρώων” του μετώπου. Είναι επίσης άνθρωποι που δεν είχαν ποτέ δικαίωμα και ευκαιρία να φιλοτεχνήσουν την εικόνα τους όπως οι αυτοβιογραφούμενοι στο μέτωπο, να αφηγηθούν την ιστορία τους. Δεν υπήρχε επίσης ποτέ περίπτωση, πέρα ίσως από τις λογοτεχνικές αναπαραστάσεις, οι βίοι τους να ενδιαφέρουν τον οποιονδήποτε.[28]
Η αναζήτηση των ιχνών άσημων ανθρώπων σε αναπαραστάσεις κάθε είδους δεν στοχεύει απλώς στην αποκατάσταση αδικιών. Η δε έννοια της (α)ορατότητας πέρα από ηθικές προεκτάσεις μπορεί ν’ αποτελέσει έναυσμα και για μια μεθοδολογική συζήτηση. Όταν αναζητούμε αφανή δρώντα πρόσωπα σε κάτι που εκλαμβάνεται ως καταστροφική εξέλιξη ενός πολέμου αντιμετωπίζουμε διαρκώς το άμεσα συναρτώμενο ζήτημα της ορατότητας και των άλλων, των εχθρών στο μέτωπο, των δίπλα πίσω εκεί όπου η ζωή συνεχιζόταν κανονικά. Το αίτημα για ορατότητα δεν μπορεί να είναι επιλεκτικό. Από εκεί και μετά έχουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της αναπαράστασης αυτού που αγνοήθηκε από τις προηγούμενες αναπαραστάσεις. Μπορούν να βιογραφηθούν οι άσημοι και πώς; Αν αποφύγουμε κάποιου είδους βιογραφία πώς μπορούμε να μιλήσουμε για τη ζωή τους; Διαβάζοντας πρόσφατες μελέτες που έχουν στόχο μια εξιστόρηση της εκστρατείας “από τα κάτω” δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε το εξής. Οι αναφορές στους στρατιώτες των οποίων τα παραδείγματα κινητοποιούνται για να γραφτεί μια τέτοια ιστορία υποβιβάζονται συχνά σε περιπτώσεις περιορισμένες σε λίγες σειρές στις οποίες χωρά μόνο ονοματεπώνυμο και ημερομηνία γέννησης.[29] Υπάρχει άραγε τρόπος να αναδειχθούν αυτοί οι άνθρωποι μέσα από μια διαφορετική θεώρηση ως ανθρώπινα πρόσωπα με κάποιου είδους ατομικά χαρακτηριστικά χωρίς βεβαίως να εγκλωβιστούμε στην κατηγορία της συμβατικής βιογραφίας που ούτως ή άλλως στην περίπτωσή τους θα ήταν αδύνατη ελλείψει επαρκών στοιχείων; Στη συγκεκριμένη περίπτωση μια απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι ειδικά εκεί όπου υπάρχουν ημερολόγια, αυτοβιογραφίες ή οποιουδήποτε είδους μαρτυρίες θα υπήρχε η δυνατότητα όλα αυτά να χρησιμοποιηθούν για να σκιαγραφηθεί έστω και αδρά μέσα από τις γραμμές αυτές ένας ανθρώπινος χαρακτήρας. Θα μπορούσαν να μην χρησιμοποιούνται λοιπόν απλώς τα ονόματα ως περιπτώσεις για να τεκμηριωθεί κάτι, ως απλά μέσα επομένως αλλά πριν απ’ αυτό να αντιμετωπιστούν ως άτομα με αυταξία. Και μόνο η χρήση παραθεμάτων από τα κείμενά τους—εκεί όπου αυτά υπάρχουν—με κάποια έκταση μεγαλύτερη από τη συνήθη θα μπορούσε να είναι ένα βήμα προς την κατεύθυνση αυτή της ανάδειξης χαρακτήρων, της ορατότητας τελικά προσώπων με χαρακτηριστικά έστω και αμιγώς κειμενικού χαρακτήρα. Στην περίπτωση τώρα των ανθρώπων με πρόσωπο που έχει σωθεί σε φωτογραφίες θα πρέπει να δουλέψουμε διαβάζοντας προσεκτικά, εκ του σύνεγγυς, και αναζητώντας το νήμα σ’ ένα κουβάρι εγγραφών γραφειοκρατικού χαρακτήρα μέσα από τις οποίες προκύπτει μια καθημερινότητα και βέβαια κατά συνέπεια μια άλλου είδους βιογραφία.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: