μνήμη Κικής Δημουλά
Χάσαμε την Κική Δημουλά στις 22 Φεβρουαρίου του 2020, λίγες μέρες προτού επικρατήσει στη χώρα μας και σε όλο τον κόσμο ο εφιάλτης του εγκλεισμού λόγω της πανδημίας. Σκέφτομαι σήμερα πόσα ποιήματα μείναν με την απώλειά της αγέννητα. Σε πόσα από αυτά η Δημουλά, προικισμένη με τη μαγική ικανότητα να δέχεται και αυτομάτως να μετασχηματίζει τα μηνύματα του παρόντος, θα έδινε υπόσταση ποιητική σ’ αυτήν την οικουμενική περιπέτεια πότε καταφεύγοντας στη σοφία του ιδιότυπου χιούμορ της και πότε ξορκίζοντας ομοιοπαθητικά τον ανθρώπινο φόβο με τη λυτρωτική χάρη της ανατρεπτικής ποιητικής της γλώσσας.
Η Δημουλά γεννήθηκε το 1931, έζησε τα παιδικά και νεανικά της χρόνια την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του σπαρακτικού εμφυλίου, παντρεύτηκε τον ποιητή Άθω Δημουλά σε ηλικία 23 ετών, απέκτησε παιδιά κι εγγόνια, μοίρασε τη ζωή της ανάμεσα σε οικογενειακές υποχρεώσεις και υπαλληλικά καθήκοντα στην Τράπεζα της Ελλάδος. Και παρόλο που το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα των Γραμμάτων, συνολικά ο βίος της —επιφανειακά τουλάχιστον—παραπέμπει σε μια ζωή μετρημένη και απλή, παρόμοια με αυτή που οι ζουν οι περισσότερες γυναίκες του τόπου μας. Κι ενώ είχε δεχθεί τη μαγική ευλογία της ποίησης και τα απόκρυφα δώρα —την ακοή που ενωτίζεται τη γλώσσα της βροχής και την όραση που βλέπει τα μη αισθητά—, ποτέ δεν την έθελξε η επιδεικτική λογιοσύνη και ουδέποτε απίστησε προς τον μικρόκοσμο της γυναικείας καθημερινότητας. Αντίθετα ανέτρεψε το στερεότυπο του ποιητή που έχει μιαν αφ’ υψηλού εποπτεία στα ανθρώπινα, ανακαλύπτοντας αντεστραμμένους ουρανούς (σκύβοντας ουρανό ατένιζα που έφτιαχνα από πτώσεις), ακούγοντας κελαηδισμούς πουλιών στην έρημο της πόλης, καλλιεργώντας κήπους παράξενους ονείρων μέσα σε κάμαρες κλειστές διαμερισμάτων και, κυρίως, αναγνωρίζοντας πως όλα τα ταπεινά, τα άνευ σημασίας, πράγματα και αντικείμενα, που στοιχειοθετούν την εικόνα του καθημερινού βίου μπορούν να αποκτήσουνε μυστική ζωή, αρκεί να εμφυσηθεί σ’ αυτά η κοσμογονική πνοή της γλώσσας. Έτσι ο ταπεινός μικρόκοσμος έγινε ένα σύμπαν.
Εν αρχή είναι οι λέξεις: λόγιες και αντιποιητικές, αντλημένες από τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα και τη δημοσιογραφία και άλλες καθημερινές οικείες εκφράσεις που εξ ορισμού θα τις εξόριζε μια διανοούμενη ποίηση. Είναι όλες ευπρόσδεκτες. Δεν αναζητούν εξάλλου τα πράγματα το νόημά τους στις λέξεις, αλλά το αντίστροφο: οι λέξεις αναζητούν το νόημά τους στα πράγματα· για την ακρίβεια, πρωτόπλαστες λέξεις αναζητούν τον απολεσθέντα παράδεισο του νοήματος:
«οι λέξεις φταίνε
αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν»
(Ενός λεπτού μαζί)
Στερεότυπες εκφράσεις κατά κανόνα ταπεινές, παροιμίες, αποφθέγματα, στίχοι ακόμα και τραγουδιών του συρμού («και βάφω τις κουρτίνες στο χρώμα που μισούσες») ή κάποτε και διαφημιστικά μηνύματα ή λέξεις κενές πλέον νοήματος λόγω πολυχρησίας —συνδυαζόμενες συχνά με σπιτικές έννοιες που έχουν εισαχθεί στην «κωμική» καθημερινότητά μας ως δεδομένες και μη αμφισβητούμενες— ανανοηματοδοτούνται και αντιστρέφονται αποκαλύπτοντας την τραγική τους πλευρά. Έτσι από την ταπεινή παροιμία «τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια» αναδύεται ο έξοχος στίχος «Τον έχεις γραμμένο το θάνατο στα παλιά σου τα μάτια» (Χαίρε Ποτέ, 1988), ως ένας πικρός στοχασμός για την εγγεγραμμένη πάνω στο πρόσωπο της ζωής αναπότρεπτη μοίρα του θανάτου. Ή από την επιγραφή ΜΗ ΚΟΠΤΕΤΕ ΤΑ ΑΝΘΗ το παιγνιώδες: Μη κόπτετε τα σύμβολα. Πρόκειται για τα λεκτικά παρά προσδοκίαν σχήματα, που συνιστούν ένα από τα θελκτικότερα μυστικά της γοητείας της:
«Θε μου τι δεν μας περιμένει ακόμα»
(Χαίρε Ποτέ)
ή
«Απαγορεύεται η ρίψις δακρύων»
(Ενός λεπτού μαζί)
Από εδώ εκπορεύεται και ο μηχανισμός της προσωποποιητικής λειτουργίας της ποιητικής της γλώσσας. Οι αφηρημένες έννοιες αποκτούν διάσταση υποκειμενική, που τους επιτρέπει να κυριαρχούν καταλυτικά στο σώμα του ποιήματος⸱ κάποτε μοιάζουν σαν σκιές και άλλοτε σαν θλιβερές καρικατούρες, συχνά ιλαροτραγικές, σαν να είναι αντίγραφα ενός μακρινού αρχετύπου, χαρακτηριζόμενες μάλιστα από μία αέναη κινητικότητα προσιδιάζουσα σε δρώντα και πάσχοντα πρόσωπα· πρωταγωνίστριες που εκτοπίζουν το ποιητικό εγώ σε περιθωριακό παρατηρητή των ίδιων των συναισθημάτων του. Σαν να είναι ολόκληρη η ζωή μες στην οποία ζούμε ένα τεράστιο, ατέρμονο και ρευστό σχήμα μεταφοράς:
«Τα όνειρα που είδα / αποδειχτήκαν ανυπόληπτα: / πήγαν και μ' άλλους ύπνους»
(Το λίγο του κόσμου)
Από την ασίγαστη, σχεδόν οργασμική, σχέση της Δημουλά με τη γλώσσα γεννήθηκε η παράξενη ποιητική «γραμματική» της, που νομοθετεί με τους δικούς της ανατρεπτικούς κανόνες καθιερώνοντας το ανυπεράσπιστο ως το νέο γραμματικό γένος του έρωτα — και όλων των ερώτων. Η γραμματική αυτή λατρεύει το προσηγορικό ουσιαστικό[1] κι έχει την τάση να ουσιαστικοποιεί άκλιτα και κλιτά μέρη του λόγο⸱ επιρρήματα και επιφωνήματα, επίθετα, αντωνυμίες, ακόμα και ρήματα, όλα γίνονται ουσιαστικά:
«σαν αίφνης που αίρει το λίγο του κόσμου» (Το λίγο του κόσμου)
«πάντα το ασύμπτωτο ερωτευμένο μ’ ένα άλλο» (Χαίρε Ποτέ)
«ο κόμπος στο λαιμό του αχ» (Ενός λεπτού μαζί)
Χαρακτηριστικό το ποίημα «Οι λυπημένες φράσεις»,[2] σχόλιο για τον καθημερινό βίο μιας εργαζόμενης γυναίκας στις αρχές της δεκαετίας του ’70, που υπερβαίνει μια ηθογραφική αποτύπωση των κυριακάτικων συνηθειών και εγγράφει ένα αίτημα για αυθεντική ζωή. Στο παρακάτω απόσπασμα εμφαίνεται και η τάση της Δημουλά να παγιδεύει στοιχεία του προφορικού λόγου για τη διαμόρφωση της ποιητικής της γλώσσας:
«Στις γειτονιές
περνάνε γύφτισσες να πω το ριζικό σου,
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα, ριζικά.
Πιο πέρα κάποιο ντέφι, έν’ αρκουδάκι
δείξε πώς βάζουν πούδρα τα κορίτσια
στον καθρέφτη, πώς γδύνεται η Μονρόε...
Mη γελάς. Βρέθηκε κάποτε νεκρή η Μονρόε.
Mε πράγματα που δεν αντέχουν μη γελάς.
Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες
στους δρόμους τούς εμπορικούς, τις Κυριακές»
Η Δημουλά δεν δραπετεύει από τον χώρο της⸱ δραπετεύει μαζί με τον χώρο της, κουβαλώντας δηλαδή και τα οικιακά της σκεύη. Χαρακτηριστική από την άποψη αυτή είναι η «Σκόνη», ποίημα που καταλαμβάνει εξ απροόπτου τον ανυποψίαστο αναγνώστη της παγιδεύοντάς τον μέσα στον οικείο χώρο ενός μικροαστικού νοικοκυριού, όπου βασιλεύει το αγνοημένο και το ελάχιστο. Η πονηριά της συνίσταται στο ότι η σκόνη συμβολοποιείται καθώς βαθμιαία μεταφέρεται από τα έπιπλα στις ανθρώπινες σχέσεις, ενώ η μάχη μαζί της από οικιακή ενασχόληση μετατρέπεται σε πόλεμο με τη φθορά του χρόνου:
«Λυπάμαι τις νοικοκυρές
έτσι που αγωνίζονται
κάθε πρωί να διώχνουν απ’ το σπίτι τους τη σκόνη,
σκόνη, ύστατη σάρκα του άσαρκου.
Σκούπες σκουπάκια,
ρουφηχτήρια φτερά τιναχτήρια
ξεσκονόπανα κουρελόπανα κλόουν
θόρυβοι και τρόποι ακροβάτες,
μαστίγιο πέφτουν οι κινήσεις
πάνω στην κατοικίδια σκόνη.
Κάθε πρωί μπαλκόνια και παράθυρα
ακρωτηριάζουνε μια δράση και μιαν έξαψη:
ασώματα κεφάλια χοροπηδάνε σα γιογιό,
χέρια εξέχουν και σφαδάζουν
σαν κάτι να τα σφάζει από μέσα,
σπασμένα σώματα μισά
που τα πριόνισε το σκύψιμο».[3]
Και όλα αυτά με υλικό μια μοναδική ποιητική γλώσσα την οποία κράτησε σε διαρκή διέγερση οικοδομώντας μαζί της σχέση ερωτική και σχεδόν μεταφυσική — σαν να μην είναι η Δημουλά που εμπιστεύτηκε τη γλώσσα, αλλά η γλώσσα τη Δημουλά:
Γράφω γιατί αυτό έτυχε να είναι το μόνο υψωματάκι που μου παραχωρήθηκε, όπου κυματίζουν θαρρετά, πλησίστια οι βαθιές ρίζες της γλώσσας από την οποία κατάγομαι. Τη μιλώ όταν εκείνη πνέει, όταν βγαίνει από την εσωστρέφειά της και τη δυστροπία της. Τότε με αφήνει να παίζω μαζί της, να πειράζω τα σύμφωνα και να γελάνε τα φωνήεντα, να ξεφυλλίζω την πολύτομη αδίδακτη χρήση της, ν’ ανοίγω τα σεντούκια της, γεμάτα με τους ανθηρούς αιώνες της ηλικίας της.[4]
Δεν είναι μόνο ο στίχος «Σε προσκυνώ γλώσσα, πολλά τα θαύματά σου»[5] που καθώς αποκαλύπτει την ιερότητα αυτής της σχέσης ανακαλεί τη γνωστή επίκληση των ποιητών προς τη Μούσα, αλλά και οι συχνές στο σύνολο της ποίησής της παρεμβάσεις ακόμα και σε θέματα που αφορούν τη γραφή και την απλούστευσή της μετά την υιοθέτηση του μονοτονικού συστήματος:
«Σκέψου την ψιλή και τη δασεία
τι μοναξιά να στερηθούν
τη ζωτική τους έχθρα – γύριζε η μια
την πλάτη της στην άλλη αποκρύβοντας
ποιον κανόνα γόη εξ αποστάσεως
η καθεμιά αγαπούσε.
Ιδού
σε τι εξανέμιση περιέπεσε ο κατσαρομάλλης
ωραίος μουτζούρης καπνός της περισπωμένης
από τότε που έγινε ηλεκτροκίνητο
βαγόνι η λέξη».[6]
Τα όρια των γλωσσικών επιλογών της Δημουλά εκτείνονται πέραν εκείνων του μοντερνισμού. Στον Σεφέρη λ.χ. πάσχει μια συλλογική συνείδηση. Στη Δημουλά ένα λυρικό εγώ. Στον Σεφέρη η ποιητική ύλη έχει το βάρος της ιστορικότητας. Στη Δημουλά πίσω από την επικαιρικότητα κυριαρχεί η θλίψη για την υπερχρονική αλήθεια της φθοράς και του θανάτου. Πρόκειται για μια έκφραση του μεταμοντέρνου, η οποία επισφραγίζεται με την υιοθέτηση μιας τολμηρής γλώσσας που ενσωματώνει στο λεκτικό της λέξεις και φράσεις της προφορικής ομιλίας τις οποίες θα εξόριζε ένας γλωσσικός καθωσπρεπισμός.
Στην προτελευταία της συλλογή (Δημόσιος Καιρός, Ίκαρος 2014), η σπηλαιώδης μοναξιά του πληγωμένου σωματικά και ηθικά Φιλοκτήτη βρίσκει το ανάλογό της στην αντιηρωική, βαθύτατα όμως ανθρώπινη καθημερινότητα της επίσης πληγωμένης από την αρρώστια μοναχικής γυναίκας.
«Για φαντάσου
ύστατος σύντροφος της επιβίωσής μου
ένας βηματοδότης».
Η Δημουλά, αυτοβιογραφούμενη εδώ, όπως και στο σύνολο του έργου της, τολμά και εισάγει ένα ιατρικής φύσεως θέμα αριστοτεχνικά αποφορτισμένο μέσω του αυτοσαρκασμού από τη βαθιά μελαγχολία του. Έτσι, θα περίμενε κανείς, με δεδομένη μάλιστα την έντονα λυρική ατμόσφαιρα για την οποία προδιαθέτει ο υπότιτλος «Είπε η άνοιξη στα λουλούδια», να κυριαρχήσει στην έσχατη ενότητα του ποιήματος «Αντίκτυπος» (Δημόσιος Καιρός, Ίκαρος 2014), γλώσσα εκλεπτυσμένη που να αίρεται πάνω από τις ταπεινές μέριμνες του κόσμου τούτου. Αντ’ αυτής εισβάλλει στο ποίημα το σκληρό λεξιλόγιο της αγοράς βεβαρημένο με τα αντιποιητικά φορτία των οικονομικών συναλλαγών και των νεολογισμών που έχει εισαγάγει η οικονομική κρίση, ώστε να αποτελέσουν από κοινού την ύλη ενός ιδιότυπου μεταφορικού σχήματος που κάνει τραγικότερη την κορύφωση του θείου πάθους της Σταύρωσης, καθώς προβάλλει τον συμβολισμό της στα ανθρώπινα πάθη:
«είπε η άνοιξη στα λουλούδια
φέτος η Σταύρωση θα γίνει
με την επιβεβλημένη λιτότητα
δεν θα πιούν άλλο αίμα τα καρφιά
αρκετά αιμορραγούν
τα πράγματα έξω
έξω στα σκαλιά της εκκλησίας.
Επείγει μόνο να πάρουμε
πίσω τα τριάκοντα αργύρια
αρκετά θησαύρισε εις βάρος μας
το δούναι.
Με τριάκοντα αργύρια σήμερα
προμηθεύεσαι ένα έστω
μειωμένο λαβείν».[7]
Δεν γνωρίζω περίπτωση άλλου ποιητή της γενιάς της που να φιλοξενεί στο έργο τόσο πολλά ρεαλιστικά στοιχεία του καθημερινού βίου, κάποτε τόσο λεπτομερειακά αξιοποιημένα μέχρι του σημείου ανάδειξης νατουραλιστικών λεπτομερειών. Ακόμα και ο κόσμος των μικρών πραγμάτων που κυριαρχεί στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου θα λέγαμε πως καθαγιάζεται από την πρόθεσή του για εξιδανίκευση του λαϊκού στοιχείου. Στη Δημουλά αντιθέτως —καθώς ο ρεαλισμός της έχει μεν καρυωτακική καταγωγή αλλά μια ολότελα αυτονομημένη εξέλιξη— η πραγματικότητα όχι μόνον δεν εξιδανικεύεται, αλλά αντιμετωπίζεται με συσσωρευμένα τα ταπεινά, κάποτε και ασήμαντα αντικείμενά της ως μια παρωδία, ένα απείκασμα, ως ένα «πρόσχημα» για ανάδειξη της υπαρξιακής αγωνίας.
Αν αναγνωρίζουμε στον Καβάφη την τόλμη του να δώσει υπόσταση ποιητική στη μνήμη των ατελών του ερώτων, αντίστοιχα τη λυρική τόλμη της Δημουλά θα πρέπει να την αναζητήσουμε στο ότι ανέβασε με αξιοπρέπεια στη σφαίρα της ποίησης το περιφρονημένο κατά κανόνα καθημερινό γυναικείο βίωμα.[8] Μοναδικό στην ιστορία της ποίησής μας το ποιητικό της παράδειγμα, συνίσταται στην ηρωική έξοδο που επιχείρησε, μαζί με όλα τα φορτία της οικοσκευής της, από τον ταπεινό κόσμο του νοικοκυριού προς μια πνευματική κατάδυση στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης, δίνοντας συνεχώς με γενναιότητα τη μάχη κατά της φθοράς και του θανάτου: της μνήμης ενάντια στα ερέβη της λήθης. Και αυτό συνιστά την ουσία της προσφοράς της.