Διεθνές στυλ και νέα φιλολογία

Διεθνές στυλ και νέα φιλολογία

Εκλε­κτι­κές συγ­γέ­νειες

Μό­λις δια­σχί­σει κα­νείς τα βαλ­κα­νι­κά σύ­νο­ρά μας, αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι η Ελ­λη­νι­κή «λαϊ­κή ποπ» εί­ναι μια διε­θνής τέ­χνη. Αν ανοί­ξεις την τη­λε­ό­ρα­ση της βαλ­κα­νι­κής χώ­ρας και πέ­σεις επά­νω σε βί­ντεο-κλιπ, στο εθνι­κό τους μου­σι­κό κα­νά­λι, βρί­σκε­σαι πλέ­ον σε πο­λύ γνω­στά νε­ρά. Οι μου­σι­κές εί­ναι ίδιες, η αν­θρω­πο­λο­γία των τρα­γου­δι­στών και των τρα­γου­δι­στριών, των χο­ρευ­τών και των χο­ρευ­τριών επί­σης. Μό­νο η γλώσ­σα αλ­λά­ζει αλ­λά οι στί­χοι δεν παί­ζουν με­γά­λο ρό­λο και δεν συ­νι­στούν άλ­λο από πα­ραλ­λα­γές, όχι πο­λύ ευ­φά­ντα­στες, του ίδιου θέ­μα­τος (αν κρί­νει κά­ποιος από την υπό­θε­ση των βί­ντεο-κλιπ). Και η μου­σι­κή δεν εί­ναι τό­σο ποι­κί­λων θε­μά­των, αντί­θε­τα εί­ναι πε­ριο­ρι­σμέ­νης συν­θε­τι­κής φα­ντα­σί­ας και μάλ­λον δεν κά­νει άλ­λο από το να εξυ­πη­ρε­τεί την επί­σης στε­ρε­ό­τυ­πη στι­χουρ­γία. Επο­μέ­νως, δεν γί­νε­ται πα­ρά να οδη­γη­θείς στο ακό­λου­θο συ­μπέ­ρα­σμα: η λαϊ­κή ποπ μας εί­ναι από τις πλέ­ον διε­θνείς τέ­χνες που δια­θέ­του­με ή, μάλ­λον, εί­ναι η ελ­λη­νι­κή εκ­δο­χή μιας τέ­τοιας τέ­χνης υπό την έν­νοια της βαλ­κα­νι­κής δι-εθνι­κής δη­μο­φι­λούς μου­σι­κής. Θα μπο­ρού­σε κα­νείς να μι­λή­σει, εδώ, για μια πε­ρι­φέ­ρεια του τρα­γου­διού (εφ’ όσον η μη­τρό­πο­λη εί­ναι Αγ­γλο-αμε­ρι­κά­νι­κη), η οποία όμως εί­ναι το ίδιο πα­γκο­σμιο­ποι­η­μέ­νη.

Δυο πα­ρα­τη­ρή­σεις θα μπο­ρού­σε να γί­νουν σε αυ­τό το ση­μείο: πρώ­τον, η εν λό­γω πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση οφεί­λε­ται στις τε­χνο­λο­γι­κές δυ­να­τό­τη­τες των νέ­ων μέ­σων μα­ζι­κής επι­κοι­νω­νί­ας. Με­τά, η δευ­τε­ρεύ­ου­σα αυ­τή πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση αφο­ρά σε συ­γκε­κρι­μέ­νες, και­νο­τό­μες φι­λο­λο­γί­ες (υπό την ευ­ρεία έν­νοια της καλ­λι­τε­χνί­ας και της έκ­φρα­σης οι οποί­ες εντάσ­σο­νται πλή­ρως στο πλαί­σιο πα­ρα­γω­γής των νέ­ων αυ­τών μέ­σων). Η μα­ζι­κό­τη­τα εί­ναι, όμως, μό­νο η μια πλευ­ρά του νο­μί­σμα­τος. Η δευ­τε­ρεύ­ου­σα αυ­τή πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση εί­ναι αυ­τό-ανα­φο­ρι­κή, κλει­στή στον εαυ­τό της, και θέ­λει να κα­λύ­πτει το σύ­νο­λο των εκ­φρα­στι­κών προ­σπα­θειών που γί­νο­νται εντός της χω­ρίς να επι­τρέ­πει σε άλ­λες αι­σθη­τι­κές φι­λο­δο­ξί­ες να υπει­σέρ­χο­νται. Υπό αυ­τή την έν­νοια, πρό­κει­ται για μια λαϊ­κι­στι­κή πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση, κα­τά την αντί­λη­ψη του Ernesto Laclau, στο μέ­τρο που δη­λώ­νει το μέ­ρος που τεί­νει να εμ­φα­νι­στεί ως το όλον, θε­με­λιω­μέ­νη επά­νω σε μια κε­νό­τη­τα του νο­ή­μα­τος για την οποία θα μι­λή­σου­με πιο κά­τω.

Στη συ­νέ­χεια θα επι­χει­ρη­θεί να γί­νει η εν­δει­κτι­κή γε­νε­α­λο­γία αυ­τής της δευ­τε­ρεύ­ου­σας πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης.

Το «Κόκ­κι­νο Κα­λο­καί­ρι»

Στο άλ­μπουμ Festivál των Santana, δί­σκο του 1977, το πέμ­πτο κομ­μά­τι της πρώ­της πλευ­ράς έχει τον τί­τλο Verão Vermelho (= Κόκ­κι­νο Κα­λο­καί­ρι). Πρό­κει­ται για δια­σκευή της μου­σι­κής των τί­τλων της ομώ­νυ­μης βρα­ζι­λιά­νι­κης τη­λε­ο­πτι­κής σει­ράς του κα­να­λιού Rede Globo, μια σύν­θε­ση του Nonato Buzar. Η σει­ρά δεν παί­χθη­κε στην Ελ­λά­δα, οι λε­πτο­μέ­ρειες δεν γί­νο­νται γνω­στές εδώ πριν από τις ερ­χό­με­νες δε­κα­ε­τί­ες και χά­ρη στο δια­δί­κτυο μό­νο. Η σει­ρά προ­βλή­θη­κε τη σε­ζόν 1969-1970 σε 209 επει­σό­δια και ήταν μια από τις πολ­λές που συ­νέ­γρα­ψε ο πα­ρα­γω­γι­κό­τα­τος Dias Gomes (1922-1999), δη­μιουρ­γός με­ρι­κών από τις με­γα­λύ­τε­ρες επι­τυ­χί­ες της βρα­ζι­λιά­νι­κης τη­λε­ό­ρα­σης. Το σε­νά­ριο της σει­ράς Verão Vermelho, που πα­ρα­τί­θε­ται με στό­χο την κα­λή κα­τα­νό­η­ση του ύφους της, έχει ως εξής:

Η Αντριά­να πα­ντρεύ­ε­ται τον Κάρ­λος Σε­ρά­νο και πά­ει να ζή­σει μα­ζί του στη Μπα­ΐα. Ο Κάρ­λος απο­δει­κνύ­ε­ται ένας σκλη­ρό­καρ­δος άν­δρας που τον κά­νει ότι θέ­λει η μη­τέ­ρα του Για­ντί­ρα. Αυ­τή η τε­λευ­ταία δεν συ­μπα­θεί την Αντριά­να και θέ­λει να χω­ρί­σει το ζευ­γά­ρι. Συ­νά­μα, ο αδελ­φός τού Κάρ­λος, ο Ιρι­νέ­ου, ένα κά­θαρ­μα που πε­ρι­τρι­γυ­ρί­ζε­ται από μπρά­βους, ενο­χλεί κι αυ­τός την Αντριά­να. Η νέα σύ­ζυ­γος έχει ακό­μη να αντι­με­τω­πί­σει την Σέλ­μα, την πα­λιά μνη­στή του Κάρ­λος, που όλο επι­σκέ­πτε­ται το αρ­χο­ντι­κό των Σε­ρά­νο προ­σπα­θώ­ντας να ελ­κύ­σει ξα­νά τον πα­λιό μνη­στή­ρα της.
Σο­κα­ρι­σμέ­νη, η Αντριά­να πά­ει στον μπα­μπά της, τον φτω­χό τσα­γκά­ρη Νό­νιο, που τη συμ­βου­λεύ­ει να γυ­ρί­σει στον άντρα της, αφού μά­λι­στα εί­ναι έγκυος. Στο τρέ­νο του γυ­ρι­σμού, γνω­ρί­ζει τον Φλά­βιο, ένα νε­α­ρό για­τρό, με τον οποίο αι­σθά­νε­ται άνε­τα. Ωστό­σο τον απω­θεί, απο­φα­σι­σμέ­νη να υπε­ρα­σπι­στεί τον γά­μο της (το κα­θή­κον μιας γυ­ναί­κας, σκέ­πτε­ται, εί­ναι το σπί­τι της). Τυ­χαία, οι δυο τους συ­να­ντιού­νται ξα­νά και μια κά­ποια τρυ­φε­ρό­τη­τα ανα­πτύσ­σε­ται με­τα­ξύ τους.
Οι Σε­ρά­νο τα βά­ζουν με την αντα­γω­νι­στι­κή οι­κο­γέ­νεια γαιο­κτη­μό­νων, τους Μο­ράις. Οι μπρά­βοι του Ιρι­νέ­ου, με εντο­λή της Για­ντί­ρα, ξε­κλη­ρί­ζουν την αντί­πα­λη οι­κο­γέ­νεια και μό­νο ένα δε­κά­χρο­νο αγο­ρά­κι, ο Ρα­ούλ, σώ­ζε­ται. Η Αντριά­να κρύ­βει τον Φλά­βιο που τον ανα­ζη­τά ο Ιρι­νέ­ου για να τον εκ­δι­κη­θεί επει­δή δεν τον πε­ρι­ποι­ή­θη­κε όταν πλη­γώ­θη­κε κα­τά την επί­θε­ση ενά­ντια στους Μο­ράις. Η Σέλ­μα ανα­κα­λύ­πτει και προ­δί­δει το μυ­στι­κό της Αντριά­να στον Κάρ­λος που παίρ­νει την κό­ρη τους Πα­τρί­σια από τη μη­τέ­ρα για να ζή­σει με την Για­ντί­ρα. Αρ­γό­τε­ρα λο­γι­κεύ­ε­ται. Φεύ­γουν οι τρεις τους για την πό­λη του μπα­μπά της Αντριά­να, το Σαλ­βα­ντόρ, ώστε να ζή­σουν ως πραγ­μα­τι­κή οι­κο­γέ­νεια.
Τα χρό­νια περ­νούν και ο γά­μος τους γί­νε­ται όλο και πιο δυ­στυ­χι­σμέ­νος. Η Πα­τρί­σια που έχει με­γα­λώ­σει, ερω­τεύ­ε­ται τον Φλά­βιο ο οποί­ος την απο­διώ­χνει επει­δή εί­ναι ακό­μη ερω­τευ­μέ­νος με την Αντριά­να. Ο Κάρ­λος γί­νε­ται φί­λος με τον Φλά­βιο και τα έχει ξα­να­βρεί με τη Σέλ­μα που εί­ναι πια ερω­μέ­νη του. Ο Φλά­βιο εί­ναι ο κη­δε­μό­νας του 25χρο­νου πια Ρα­ούλ που θέ­λει να κι­νη­θεί ενά­ντια στους Σε­ρά­νο για να εκ­δι­κη­θεί τον χα­μό της οι­κο­γέ­νειάς του, των Μο­ράις. Προ­σπα­θώ­ντας να δο­λο­φο­νή­σει τον Ιρι­νέ­ου, συλ­λαμ­βά­νε­ται και ρί­χνε­ται στη φυ­λα­κή αλ­λά δρα­πε­τεύ­ει. Στην εξέ­λι­ξη της ιστο­ρί­ας, ο Ιρι­νέ­ου ανα­γνω­ρί­ζει τον Φλά­βιο και ρί­χνε­ται στην κα­τα­δί­ω­ξή το και ο για­τρός δια­φεύ­γει στην Ευ­ρώ­πη. Η Πα­τρί­σια ερω­τεύ­ε­ται τον Ρα­ούλ που εί­ναι πια αρ­χη­γός των εξε­γερ­μέ­νων χω­ρι­κών. Η Αντριά­να τε­λι­κά χω­ρί­ζει τον Κάρ­λος.

Οπωσ­δή­πο­τε, κά­τι μας θυ­μί­ζει όλο αυ­τό. Ο Días Gomes εί­ναι κά­πως σαν τον Νί­κο Φώ­σκο­λο της Βρα­ζι­λί­ας (μοιά­ζουν και εμ­φα­νι­σια­κά αν εμπι­στευ­θού­με τις φω­το­γρα­φί­ες τους στο δια­δί­κτυο). Βρι­σκό­μα­στε, άρα, μπρο­στά σε ένα δείγ­μα της δευ­τε­ρεύ­ου­σας πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης για την οποία μι­λή­σα­με και την οποία θα μπο­ρού­σα­με να απο­κα­λέ­σου­με και αρ­χε­τυ­πι­κή. Εί­ναι τέ­τοια για­τί, αν και υπάρ­χουν πα­ρό­μοια πα­ρα­δείγ­μα­τα στον κι­νη­μα­το­γρά­φο, η δι­κτύ­ω­ση της τη­λε­ό­ρα­σης έχει τέ­τοια έντα­ση ώστε δι­καί­ως να μι­λού­με για μια πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση πο­λύ υψη­λό­τε­ρου βαθ­μού. Στη συ­νέ­χεια του κει­μέ­νου, θα εξη­γή­σου­με με συ­ντο­μία τους λό­γους για τους οποί­ους η πε­ρί­πτω­ση αυ­τή μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί πα­ρα­δειγ­μα­τι­κή.

Paulo Goulart, Dina Sfat, Jardel Filho, Arlete Salles Cedoc



Πέ­ρα από το με­λό­δρα­μα

Για­τί να μι­λού­με για μια δευ­τε­ρεύ­ου­σα πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση και όχι για την κα­θο­λι­κό­τη­τα του γνω­στού, πα­λιού με­λο­δρά­μα­τος η οποία θα μπο­ρού­σε επί­σης να ερ­μη­νεύ­σει τις ομοιό­τη­τες τις οποί­ες δια­κρί­να­με ανω­τέ­ρω; Αυ­τό συμ­βαί­νει επει­δή εμ­μέ­νου­με σε μια προ­σπά­θεια να εξει­δι­κεύ­σου­με, υπερ­βαί­νο­ντας τις κα­θο­λι­κές εν­νοιο­δο­τή­σεις. Ένας άλ­λος λό­γος εί­ναι πως η ανα­φο­ρά στο με­λό­δρα­μα εί­ναι χρο­νι­κή, πα­ρα­πέ­μπο­ντας σε ένα ιστο­ρι­κό εί­δος, ενώ η δι­κτύ­ω­ση που γεν­νά το εν λό­γω διε­θνές στυλ εί­ναι κυ­ρί­ως χω­ρι­κή και ευ­νο­εί τη δι-εθνι­κό­τη­τα. Το διε­θνές στυλ της δευ­τε­ρεύ­ου­σας πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης βα­σί­ζε­ται στην πλη­ρο­φο­ρία και στην αυ­τό-κα­τα­νά­λω­σή του κοι­νού μέ­σα από αυ­τήν. Η τε­λευ­ταία οδη­γεί στην ακύ­ρω­ση των αντι­τι­θέ­με­νων τά­σε­ων που πε­ρι­γρά­φο­νται μέ­σα στην ίδια πλη­ρο­φο­ρία (στην πε­ρί­πτω­ση του «Κόκ­κι­νου Κα­λο­και­ριού», πρό­κει­ται για τις αντι­πα­ρα­θέ­σεις των προ­σώ­πων). Η κοι­νω­νι­κή ηθι­κή ανα­πα­ρί­στα­ται ως αυ­τή ενός κοι­νού αγα­θού. Όμως, εί­ναι ένα αγα­θό των ητ­τη­μέ­νων, ένα αγα­θό που κερ­δί­ζει μό­νο ει­κο­νι­κά. Στο ση­μείο αυ­τό, πρέ­πει να απο­φεύ­γε­ται κά­θε μα­νι­χαϊ­σμός στην ανά­λυ­ση ο οποί­ος θα ανα­πα­ρή­γα­γε τον μα­νι­χαϊ­σμό της αφή­γη­σης: το κοι­νό αγα­θό χρη­σι­μεύ­ει όχι τό­σο ως αντι­κεί­με­νο κα­ταγ­γε­λί­ας αλ­λά ως ευ­διά­κρι­το σύ­νο­ρο που χω­ρί­ζει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα από την φα­ντα­σία και κα­τα­με­ρί­ζει αυ­τό που θα μπο­ρού­σε να πε­ρι­μέ­νει κα­νείς στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και αυ­τό στο οποίο χρη­σι­μεύ­ει η φα­ντα­σία. Η ει­κο­νι­κό­τη­τα του μέ­σου εμπλέ­κε­ται εδώ ως φυ­σι­κή αντί­λη­ψη που εί­ναι αυ­τα­πό­δει­κτη, πέ­ρα από την όποια επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία, ακό­μη και αυ­τή της αφη­γη­μα­τι­κής ανά­πτυ­ξης, η οποία μπο­ρεί να εμ­φα­νί­ζε­ται όσο μη-συ­νε­κτι­κή και αντι­φα­τι­κή επι­θυ­μεί κα­νείς. Αντί για το εί­δος του με­λο­δρά­μα­τος, κα­λύ­τε­ρο εί­ναι να εστιά­ζει κα­νείς στις δια­δι­κα­σί­ες κοι­νω­νιο­γέ­νε­σης, που δη­μιουρ­γούν το γε­νι­κό και τα επι­μέ­ρους κοι­νά.


Διε­θνές στυλ

Η πλη­ρο­φο­ρία που εί­ναι η ου­σία και η ύπαρ­ξη της φι­λο­λο­γί­ας για την οποία μι­λού­με εί­ναι κε­νή νο­ή­μα­τος. Εί­ναι η κε­νό­τη­τα μιας πλη­ρο­φο­ρί­ας που διαρ­κώς ανα­κυ­κλώ­νε­ται. Η εθνι­κό­τη­τα της φι­λο­λο­γί­ας δια­μέ­σου της κε­νό­τη­τας της πλη­ρο­φο­ρί­ας τε­λι­κώς διε­θνο­ποιεί­ται. Ένας τρό­πος δια­σφά­λι­σης της κε­νό­τη­τας εί­ναι η εμ­μο­νή στο στοι­χείο του εφή­με­ρου. Το διε­θνές στυλ επι­τί­θε­ται με αγριό­τη­τα στις μορ­φές της διάρ­κειας ή στις υλι­κό­τη­τες που θε­με­λιώ­νουν την όποια διάρ­κεια. Το έρ­γο τέ­χνης πα­ρα­πέ­μπει στην ιδέα της συ­ντή­ρη­σης, όμως η πλη­ρο­φο­ρία, εδώ, υπε­ρέ­χει σε εξαι­ρε­τι­κό βαθ­μό του έρ­γου τέ­χνης. Η δε­κα­ε­τία του 1970 μοιά­ζει να προ­ε­τοι­μά­ζει εντε­λώς την τη­λε­ο­πτι­κή και ηλε­κτρο­νι­κή πα­ρο­χή πλη­ρο­φο­ριών της νέ­ας επο­χής στις χώ­ρες της δευ­τε­ρεύ­ου­σας πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης. Ο μι­κρο­πρε­πής ρο­μα­ντι­σμός του με­λο­δρά­μα­τος υπο­χω­ρεί μπρο­στά στην πα­θη­τι­κό­τη­τα του δέ­κτη, που απο­βαί­νει η νέα εγκα­τε­στη­μέ­νη ψυ­χο­λο­γία του κοι­νού. Το διε­θνές στυλ εί­ναι μια τέ­χνη της μι­κρο­γρα­φί­ας κα­τά την οποία οι ήρω­ες του δρά­μα­τος (ή της κω­μω­δί­ας αντί­στοι­χα) δεν απο­τε­λούν πα­ρά απλές δια­με­σο­λα­βή­σεις ανά­με­σα στην αμε­σό­τη­τα του αι­σθή­μα­τος και την ει­κό­να, συμ­βάλ­λο­ντας στην υπο­κα­τά­στα­ση του πρώ­του από τη δεύ­τε­ρη. Ο Αρι­στο­τέ­λης τό­νι­ζε ότι ένας μύ­θος οφεί­λει να έχει αρ­χή, μέ­ση και τέ­λος όπως κά­θε άλ­λη ορ­γα­νι­κή μορ­φή. Αντί­θε­τα, στο διε­θνές στυλ, η ορ­γα­νι­κό­τη­τα των ανα­πα­ρι­στώ­με­νων θε­με­λιώ­νε­ται επά­νω στην κα­τα­να­γκα­στι­κή εμ­μο­νή στο σχή­μα αρ­χή-μέ­ση-τέ­λος. Η ηθι­κό­τη­τα εί­ναι ένα μέ­σο σύν­δε­σης των με­ρών αυ­τών, αφού κά­θε άλ­λο τέ­τοιο εκλεί­πει.

Νί­κος Φώ­σκο­λος

Ο μύ­θος

Ο σύ­νο­λος μη­χα­νι­σμός που μό­λις πε­ρι­γρά­φη­κε πα­ρα­πέ­μπει σε μια μυ­θο­λο­γία. Στις αρ­χαί­ες κο­σμο­γο­νί­ες, οι μυ­θο­λο­γι­κές με­τα­μορ­φώ­σεις πα­ρα­πέ­μπουν σε δια­δι­κα­σί­ες της σκέ­ψης. Το διε­θνές στυλ, όμως, ως νέα μυ­θο­λο­γία, πα­ρα­πέ­μπει σε συ­νή­θειες. Πράγ­μα­τι, η πα­λαιά μυ­θο­λο­γι­κή έκ­φρα­ση (αφή­γη­ση) που συν­δέ­ει τη σκέ­ψη με τη γλώσ­σα αντι­κα­θί­στα­ται τώ­ρα από την πα­θη­τι­κή θέ­ση του σώ­μα­τος και την μο­νο­σή­μα­ντη οπτι­κή του θε­α­τή. Η αφή­γη­ση απο­βαί­νει άλ­λο­θι, δεν εί­ναι πλέ­ον πε­ριε­χό­με­νο αλ­λά μορ­φή που επι­τρέ­πει να κοι­νω­νη­θεί το νέο πε­ριε­χό­με­νο. Η αγκυ­λω­μέ­νη στά­ση και η υπό­κρι­ση ότι κα­νείς συμ­με­ρί­ζε­ται ή συμ­με­τέ­χει εί­ναι η νέα πρέ­που­σα συ­μπε­ρι­φο­ρά. Η ανά­σχε­ση που επι­τε­λεί­ται έτσι των λει­τουρ­γιών του ανα­γνώ­στη, του ακρο­α­τή της μου­σι­κής, του θε­α­τή του θε­ά­τρου και του κι­νη­μα­το­γρά­φου έχει επι­ση­μαν­θεί στο πα­ρελ­θόν και από πολ­λούς ανα­λυ­τές. Η ανα­φο­ρά σε κόκ­κι­να κα­λο­καί­ρια και άλ­λα πά­θη μπο­ρεί να εκλη­φθεί απο­κλει­στι­κά ως πα­ρω­δια­κή. Μό­νο η ιστο­ρι­κό­τη­τα του νέ­ου μύ­θου, η ανά­λυ­ση του διε­θνούς στυλ μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί ως εστία ενός νέ­ου λο­γο­τε­χνι­κού πά­θους, ενώ η θε­ω­ρία ως πρά­ξη δεν μπο­ρεί να υπο­κα­τα­στα­θεί από κα­μιά άλ­λη έκ­κλη­ση σε δρά­ση. Κα­λή λο­γο­τε­χνία και θε­ω­ρη­τι­κή μο­ντε­λο­ποί­η­ση συ­νι­στούν πλέ­ον, υπό αυ­τή την έν­νοια, σύμ­φυ­τες δια­δι­κα­σί­ες.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: