Το ποιητικό αντικείμενο υπερβαίνει τα όρια του συστήματος στο οποίο εντοπίζεται διότι είναι δείκτης μιας ευρύτητας, μιας αλλότητας, στις οποίες το σύστημα εμπεριέχεται. Το ποίημα, δηλαδή, εντοπίζεται εκεί όπου δημιουργείται, όπως και καθώς δημιουργείται, για όσο δημιουργείται -η διάρκεια αυτή υπερβαίνει, κάποιες φορές, τη διάρκεια της γραφής του- δεν δημιουργείται, δεν αξιοποιείται εκεί όπου αυθαίρετα τοποθετείται ή σύρεται από κάποιον ο οποίος το διαβάζει, σε αντίθεση με τον αναγνώστη, αυτόν δηλαδή που εντοπίζεται, είτε για μία στιγμή είτε σε μεγαλύτερη διάρκεια, εντός της δημιουργίας του ποιήματος και γι’ αυτό καταφέρνει να κάνει ανάγνωση. Αυτή η μεταξύ τους διαφορά είναι το άλφα και το ωμέγα, καθορίζει τι είναι και τι δεν είναι ποίηση σήμερα. Το κοινώς θεωρούμενο ποίημα είναι ληγμένο, ολοκληρωμένο, γιατί εμπίπτει αξιοποιητικά, επιδραστικά, σε κάποια από τις πτυχές της απολυτοποιημένης πραγματικότητας. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι τόσο η αναγνώριση της ποίησης ως ποίηση μα η αναγνώριση της απολυτοποιημένης συνθήκης στην οποία είναι εγκλωβισμένη η ανθρωπότητα.
Το αντιληπτικό χάσμα περιγράφεται από τους σοβαρότερους ως κάτι σταθερό στα άκρα του οποίου δένεται μια αιώρα επιτευγμάτων. Ο βαθμός φαιδρότητας αυτής της εντύπωσης δεν μου επιτρέπει να σχολιάσω περαιτέρω.
Έχει καθιερωθεί μία συνάφεια μεταξύ πρόθεσης και στόχευσης στον τομέα της ποίησης, η οποία προέχει δυναμικά -δεν το αρνούμαι μολονότι δεν την αποδέχομαι- εκτιμώ όμως πως η πρόθεση και η στόχευση αποτελούν προϊόντα κατεσταλμένης σκέψης και απλώς απαθανατίζουν οτιδήποτε ανήκει σ’ αυτή τη βαθιά καταστολή, η οποία διακοσμείται με πέπλο νεωτερισμού. Η συνάφεια αυτή φέρει ασφαλώς ένα ερώτημα, μόνο που αυτό αφορά μεμονωμένα το είδος της.
Όποιος έχει ζήτημα με τη φωνή ας γίνει τραγουδιστής.
Αυτό που ονομάζεται ποιητής σήμερα, μοιάζει τρομερά με αστυνομικό που δίνει αναφορά.
Οι πλέον αποδεκτές υποδηλώσεις έχουν να κάνουν με την ειδησιακή σεπτότητα.
Δεν μπορεί παρά να δυσανασχετεί κανείς με τους ποιητές εφόσον αρνείται να ανεχθεί το ανεμπίπτον και το αναντικατάστατο.
Έχουμε διακρίνει έως σήμερα κάτι ελάχιστο από το δημιουργούμενο εύρος της ποίησης και όσα δεν διακρίναμε ακόμη άπτονται διαφορικά των όσων έχουμε διακρίνει.
Η ποίηση έχει πάψει να αποτελεί στοίχημα, αναπαράσταση, αποκάθαρση, αποτελείωμα ή διακύβευμα, τουλάχιστον από την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτά τα χαρακτηριστικά εντοπίζονται σε ποιήσεις οι οποίες ανήκουν στη συγκεκριμένη περίοδο ασχέτως του ότι συνεχίζουν να γράφονται σήμερα. Βεβαίως αυτού του είδους οι ποιήσεις απηχούν έντονα τις τριβές και τις ανησυχίες της πλειονότητας των αναγνωστών, συνεπώς η σημασία τους είναι μεγάλη στο επίπεδο της τρέχουσας έννοιας της ποίησης, μα όχι έξω, πέρα απ’ αυτή. Στο επίπεδο της μη τρέχουσας έννοιας συναντώνται διαφορετικά φαινόμενα. Εκεί, ας πούμε, δεν γράφονται ελεγείες για την καταρροή ενώ το πρόβλημα είναι η αρρώστια που την προκαλεί – για να το πω όσο πιο απλά γίνεται.
Πιστεύω ότι στον χώρο της λογοτεχνίας επικρατεί μία συνειδητή αποφυγή του μέτρου, κατά κύριο λόγο διότι επικρατεί επίσης η αβάσιστη άποψη πως το μέτρο είναι περιοριστικό και πως η αντικατάστασή του από μία γιγάντωση κοινωνικής ή ψυχολογικής σκοπιμότητας είναι αναγκαία. Θα συμφωνήσω, πάντως, με τους αποφυγόντες πως η δυσκολία αναγνώρισης του μέτρου είναι αξιοσημείωτη, κατά πρώτο γιατί το μέτρο είναι μεταβλητό – άρα στην ποιητική τέχνη λίαν απαιτητό– και κατά δεύτερο γιατί κάθε κοινωνική και ψυχολογική σκοπιμότητα αποτελεί παιχνιδολογία.
Δίνονται μεγάλες στιχικές μάχες να καταστούν τα δεδομένα της ύπαρξης ανώδυνα, ή τουλάχιστον ανωδυνότερα, ώστε γράφοντες και αναγνώστες να μετατρέπονται σε ολοένα πιο ισχυρούς παραχαράκτες της αλήθειας.
Δεν είναι δυνατό ν’ αναγνωρίσει κανείς κάτι που δεν αντιλαμβάνεται, ούτε και υποχρεούται να το αναγνωρίσει ή να το αντιληφθεί με το ζόρι. Συνεπώς κάθε ποιητής έχει τον σκοπό του και κάθε ποιητής κάνει τη δουλειά του.
Μη ποιητές εκδίδονται, επιβραβεύονται ή απορρίπτονται ταυτόχρονα, μαζί, με ποιητές, αυτό εκφράζει στην τελειότητά του τον αποκαλούμενο «κοινωνικό χαρακτήρα» της ποίησης.
Δεν είναι ανατρεπτικό το πνεύμα όταν διαθέτει για μοχλό την απολογία.
Προσπαθούν εντέλει να συγκεκριμενοποιήσουν αυτό που ζητούν, αυτό που πιστεύουν πως έχουν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ανάγκη, μα είτε αποφεύγουν την απόπειρα να συγκεκριμενοποιήσουν το ολικό υπάρχον, το αυτό –στο οποίο εμπεριέχονται οι μικρότερες αναζητήσεις και ανάγκες– είτε δεν έχουν επίγνωση πως αυτό υπάρχει και πως οι ίδιοι υπάρχουν μέσα αυτό.
Διανοούμενοι, κριτικοί, λογοτέχνες, για να καθιστούν διαυγέστερα τα συναισθήματα και τα δικαιώματά τους, αποκρύπτουν όλο και πιο συστηματικά πως έχουν μετατραπεί σε ερμηνευτικές μαριονέτες των οποίων ο πόθος για απόδραση είναι απόλυτα συνυφασμένος με τα ένστικτα και τις παρορμήσεις των χειριστών τους, που είναι εντέλει οι ίδιοι.
Πέραν της ετερότητας, οι ποιητές διακρίνονται σε κάτι ακόμη, στο πως η πνευματική τους δημιουργία έχει ξεκινήσει απ’ την επιλογή τους να παραιτηθούν από αντιπρόσωποι της ευαγούς ερμηνείας.
Αφότου πάψει κανείς να αισθάνεται και να διανοείται εκτός ποιημάτων, προσπαθεί να μετατρέψει την ποίηση σε άμβωνα ψυχολογικών κηρυγμάτων ή έδρα δημηγοριών.
Η ποίηση δεν αντιτίθεται στην κοινωνική και την πολιτισμική βιωσιμότητα, μα στις αρχές που καθορίζουν το όλον μέσα στο οποίο η κοινωνική και η πολιτισμική βιωσιμότητα συντηρούν τα λαγούμια τους.
Το μη ποιητικό περιορίζεται στη δομική και τη μηνυματική διαύγεια.
Η αποθέωση της ομολογίας, οποιασδήποτε ομολογίας, της οργής αλλά και της χαλαρότητας οι οποίες δεν προέρχονται από νεωτερικό ένστικτο, από ειλικρινή θεώρηση της καθημερινότητας, μα από τον πανικό που έχει προξενήσει η σύγχρονη πραγματικότητα, οδηγεί αργά ή γρήγορα σε επιβράβευση.
Εάν οι ποιητές δεν αρκούν επειδή είναι ελάχιστοι, οι ποιητές αρκούν με το παραπάνω γιατί είναι πολλοί.
Η έκφραση της ιδιότητας του πολίτη εγκυροποιείται μέσω μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς απέναντι στην κοινότητα και τούμπαλιν. Δεν έχει παρά να παρατηρήσει διεξοδικά κανείς αυτές τις συμπεριφορές στον τομέα της ποίησης.
Δεν είναι λίγοι οι όροι και οι ορισμοί που χρησιμοποιούνται στον τομέα της ποίησης οι οποίοι είναι βαθιά προβληματικοί. Ο όρος παράδοση, λόγου χάρη –όπως έχω ήδη εξηγήσει γραπτώς το γιατί– ως επί το πλείστον εκφράζει την ορθοχρησία συμβάσεων.
Ένα ακόμη παράδειγμα, η σύγχυση των όρων λέξη και γλώσσα. Ο λεξικός παράγοντας, η λεξική χρήση και σημασία, είναι απολύτως αντίθετος του γλωσσικού, της γλωσσικής χρήσης και σημασίας.
Ο Πάουντ και ο Έλιοτ, επέβαλλαν έναν μοντερνισμό που ήταν στραμμένος προς τα πίσω, ενώ ο γνήσιος μοντερνισμός ήταν στραμμένος προς το πουθενά. Κι οι δύο αυτοί ποιητές εξήραν τον υψηλό βαθμό επικέντρωσης στο ποιητικό αντικείμενο ως επίπτωση της παραδοσιακής μίμησης. Επαναφορά πραγμάτων, ιδεών, στην αρχή, μα διόλου ένα ας πάρουμε τα πράγματα, τις ιδέες, από την αρχή. Αυτή η αυτανάθεση είναι ζήτημα ουσίας στην ποίηση.
Η ποίηση δεν είναι ένα φαινόμενο διαδοχών, όσο κι αν μοιάζει ορισμένες φορές πως είναι, μα αποτελεί φαινόμενο μεταβολών. Με απλά λόγια, η ποίηση σήμερα δεν σχετίζεται με το πως γράφει κανείς και με τον τρόπο που γράφει, μα με τις διαγραφές και τις προσθήκες περιεχομένου. Εξ ου και η σπανιότητά της.
Στις δύο βασικότερες κατακλείδες της μη ποίησης, την ελπίδα και την ανοησία, ενυπάρχουν εναλλακτικές επιλογές: εφεδρικά σχέδια δράσης, κάποιο ιδανικό παρέρχεσθαι: το Κακό φέρει σκοτεινιές, το Καλό φωτεινότητες.
Γενικότερα, καλό θεωρείται το ποίημα που αφότου το διαβάσει κανείς μπορεί να επιστρέψει ψυχολογικά ανανεωμένος ή και ενισχυμένος, εκεί όπου βρισκόταν, στην οριοθετημένη ποιότητα μέσω της οποίας ένιωθε σωματικά και πνευματικά ζωντανός. Γνωσιακά, ή έστω διανοητικά ανανεωμένος ή και ενισχυμένος, όμως, δεν επιστρέφει, καθώς το ποίημα που οδηγεί σε γνωσιακή ή διανοητική ανανέωση ή ενίσχυση, ταυτόχρονα αποριοθετεί την προϋπάρχουσα ποιότητα σε τέτοιο βαθμό που χάνεται το εκεί, σε τέτοιο βαθμό που η ψυχολογική κατάσταση καθίσταται ασήμαντη∙ δεν επιστρέφει κανείς, μα οδηγείται σε εκ νέου οριοθέτηση της έδρας του, της ζωής του. Καλό ποίημα, με λίγα λόγια, είναι εκείνο που η ανάγνωσή του οδηγεί σε απουσία σταθερού σημείου, που οδηγεί σε κατάσταση οριακής γνωσιακής, ή διανοητικής, ισορρόπησης, όπου ο αναγνώστης απομένει εκτεθειμένος σε ένα δημιουργούμενο κενό.
Το κενό περιέχει εξίσου το σύστημα και το χάος.
Στην ποίηση, όπως την αντιλαμβάνονται σήμερα οι περισσότεροι, υπάρχει μία και μόνη διαμορφωτική διαδικασία λεκτικής αναπαράστασης όσων νιώθει, ζει ή πιστεύει κανείς, το όλο πράγμα σταματά εκεί. Αυτό, κατά συνέπεια, εξαρτάται σημαντικά από μία σχέση αναπαραστατικής ομοιότητας, δηλαδή μια σχέση εξάρτησης μεταξύ αναπαριστώντων. Αυτό το πράγμα φέρει μια δική του, αποκλειστικά δική του, κριτική ταυτότητα: οι γράφοντες δεν είναι ποιητές διότι όχι μόνο δεν δημιουργούν μα επιπρόσθετα διότι δεν είναι διόλου ανεξάρτητοι από το αντικείμενό τους.
Το υπόλοιπο νοήματος ανταριάζεται από το δεδομένο υπολοίπου, το δεδομένο υπολοίπου, όχι.
_______
Σημ. Ορισμένα από τα θραύσματα δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά στο ιστολόγιο του ποιητή, κατά την περίοδο 2011-2013.