Δεν υπάρχει συναρπαστικότερο μυθιστόρημα από ένα λεξικό (Κ.Χ.)
Το θέμα μας είναι η γλώσσα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη∙ η γλώσσα η ελληνική. Η Γλώσσα του μύθου και της ιστορίας, του βιβλίου και της εμπειρίας. Ο Διονύσιος Σολωμός στους Στοχασμούς του συμβούλευε τον ποιητή εαυτό του να παρακολουθεί την ανάπτυξη του έργου «από τον σπόρο … σε όλους τους βαθμούς του ξετυλιγμού, όλες τες φυτικές μορφές, δηλαδή τη ρίζα, τον κορμό, τα φύλλα, τ' άνθη και τους καρπούς» και επέμενε: «Πρόσεξε ώστε τούτο το έργο να γένεται δίχως ποσώς να διακόπτεται». Αυτή την τελευταία φράση της συμβουλής ιδιαιτέρως κράτησε κατά γράμμα ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης.
Έτσι από το Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ Ελευθερία και Γλώσσα του Σολωμού και το Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου του Οδυσσέα Ελύτη, προσδιορίζοντας ως πρώτη ανάγκη ο ένας — τη γλώσσα για να εκφράσει την Ελευθερία και ο άλλος την ιθαγένεια, φτάνουμε στον Χαραλαμπίδη που χωρίς να απομακρύνεται καθόλου από τα μεγάλα αγκωνάρια της ελληνικής ποίησης, αρχίζοντας επίσης από τον γενάρχη Όμηρο που έριξε πρώτος τον σπόρο, πάλεψε με τις λέξεις, όπως ο καλός λιθοξόος με τις πέτρες, και έφτιαξε τη δική του γλώσσα, αλλιώτικη και πλήρως προσδιορίσιμη ως ταυτόσημό του.
Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης ό,τι και να γράφει, ποίηση γράφει, με αίσθηση ευθύνης μεγίστη για το εργαλείο που χειρίζεται. Προβάλλοντας την καταγωγή, την ιθαγένεια και την ηλικία της γλώσσας και του τόπου, μετεξελίσσει τον μύθο ώστε να τον προσαρμόσει στην εποχή μας προβάλλοντας την ιστορία και συνδέοντας πάθη παλαιά και νέα σε καινούργια σύνθεση, πρόσωπα μυθικά και πραγματικά σε νέα κατασκευή. Είναι ένας Πρωτέας γλωσσικός.
Ως ιστορικός και ως αρχαιολόγος, ως φιλόλογος και ως ποιητής ως άνθρωπος του παρελθόντος αλλά και της σημερινής εποχής, ο Χαραλαμπίδης, δεν χρησιμοποίησε τη γλώσσα για να αναδείξει την ποίησή του, αλλά χρησιμοποίησε την ποίηση του για να αναδείξει τη γλώσσα. Διάβασε καλά, μελέτησε σε βάθος και την είδε να αναδύεται σαν Αφροδίτη, μέσα από την κυματόεσσα θάλασσα, μύθος λαμπρός με χιούμορ και επικαιρότητα, ιστορία αιματοβαμμένη, στο στόμα μιας γιαγιάς σ’ ένα χωριό, πέρα από τα πολλά φώτα και τους γραμματιζούμενους.
Θα συμφωνήσουμε μαζί του, χωρίς οίηση, ότι «Δεν υπάρχει συναρπαστικότερο μυθιστόρημα από ένα λεξικό», Θα παρακολουθήσουμε, λοιπόν, τη γλώσσα του, «σε όλους τους βαθμούς του ξετυλιγμού» της, δηλαδή στις ποιητικές του συλλογές και τα πεζά του φανερώματα.
Ξεκίνησε να γράφει από παιδί, διάβασε ό,τι προϋπήρξε, μελέτησε καλά και αφομοίωσε τα πάντα γι’ αυτό συχνά θα μας θυμίσει τον Σεφέρη και τον Καβάφη, αυτούς τους μεγάλους μας ποιητές που από την περιφέρεια της Ελλάδας στέλνουν τα μηνύματα των παθών της. Θα μας επαναλάβει συχνά τη γλώσσα του Ομήρου, των τραγικών ποιητών και του Θουκυδίδη, τον οποίο θα δικαιώσει η ιστορική επικαιρότητα: «καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει» (Βιβλίο τρίτο, 82, 4) που σημαίνει πως «για να δικαιώσουν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα το νόημα των λέξεων». Έχοντας αυτό στο νου του ο Χαραλαμπίδης σχολίασε με ένα ποίημά του την προκλητική φράση τους Άγγλου Sir Ian Gimour: the Turkish army arrived in Cyprus. “Invation” /means different things to different people, όπου βλέπουμε πως για τον Sir Ian Gimour η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο ήταν απλό «φθάσιμο». Και να είναι τόσο αφελής ώστε να νομίζει πως θα μας πείσει πως για ένα «φθάσιμο» είναι απαραίτητα τα όπλα, ο στρατός, τα τανξ και οι σκοτωμοί! διαφορετικά πράγματα, διαφορετικοί άνθρωποι, λέει ο Σερ Gimour, Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος λέει ο Πρωταγόρας, ήτοι ο καθείς από την πλευρά του και τα συμφέροντά του.
Πόσο παραστατικοί είναι οι στίχοι του Χαραλαμπίδη που σαν δημοτικός τραγουδιστής αποδίδει τη συμφορά του νησιού του:
Ένα καράβι μπήκε στη στεριά
και προχωρεί με θάλασσα από πίσω.
Σιγά σιγά τ’ αυλάκι μεγαλώνει
και κάνει δυο νησιά- κακό καράβι
(«Εισβολή – Εκβολή»).
Το θέμα επανέρχεται σε οικογενειακό επίπεδο: Είναι η περίπτωση της κατάληψης του πατρικού σπιτιού από μια Τουρκάλα:
Να της μιλήσω Τουρκικά δεν ήξερα.
– Μιλάτε Αγγλικά;
– Καταλαβαίνω.
– Αυτό είναι το σπίτι μου;
– Αυτό είναι το σπίτι σου.
Κι αρχίνησα ένα κλάμα μες στον ύπνο μου. Εκείνο του αποχαιρετισμού. Μα τ’ αναφιλητά μου μ’ ανασήκωναν σαν καρυδότσουφλο και ξύπνησα, Πυλάδη.
[...]
Και όμως το ξωπόρτιν ήταν το ίδιο, το στενοσόκακο ίδιο, ο λάκκος ήταν ίδιος, η τερατσιά, ο φούρνος, το τρακτέρ, η μάντρα ήταν ίδια. Κι εγώ καμιά σχέση με το σπίτι. Δεν τ’ αναγνώριζα. Στεκόμουν στην αυλή μου κι ένιωθα τόσον άβολα˙ στοιχηματίζω, αν με θωρούσες, θα ’βαζες τα κλάματα.
Μες στην αυλή μου και δεν ήμουν πια στο σπίτι μου, δεν ήμουν στο χωριό μου –ένας ξένος, που η ψυχή του αναπαμό δεν είχε.
– Τι φης; Απέξω από το σπίτι σου κι ούτε που τ’ αναγνώριζες, αλήθεια;
– Δεν ήτανε δικό μου πια, δεν ήταν. Το σπίτι που γεννήθηκα, Πυλάδη! Και μάλιστα τη ρώτησα: Κυρία, αυτό είναι το σπίτι που γεννήθηκα; Is this the house I was born? Και μού ’πεν η Τουρκάλα: «Ναι, αυτό είναι».
Με δυο λέξεις εδώ, ο Χαραλαμπίδης συνδέει τον αρχαίο μύθο με τη σύγχρονη Ιστορία. Η μία είναι το όνομα «Πυλάδης», αλλά και ο ξένος, που εννοείται, μπροστά στο σπίτι του και δεν είναι άλλος από τον Ορέστη. Κι ακόμα ένα ρήμα -«τι φης»- και το κενό του χρόνου γέμισε λέξεις. Και ένα στοιχείο επιπλέον∙ ενώ στο ποίημα μιλάει ελληνικά -αρχαία και σύγχρονα- μιλάει κυπριακά –λάκκος, ξωπόρτιν, τερασιά-, μιλάει αγγλικά, πολύ σοφά αποφεύγει να μιλήσει τουρκικά: δεν ήξερα, λέει. Δεν ήθελα, θα έλεγε, αν ήθελε να πει. Και ο χρόνος τρέχει και το θέμα επανέρχεται σε νεότερη εκδοχή μόνο που η ένοικος δεν είναι η Τουρκάλα αλλά ο Τούρκος φύλακας που εμπόδισε τον ιδιοκτήτη (που είχε μαζί του φυλαγμένο πάντα το κλειδί) να μπει στο σπίτι, όταν οι Τούρκοι επέτρεψαν στους ΄Έλληνες Κυπρίους να περάσουν τα σύνορα και να επισκεφθούν τα χωριά τους και τα σπίτια τους. Εκείνος άφησε μερικά λουλούδια στα σκαλοπάτια σαν σε τάφο. Το σπίτι μιλάει όπως ο αρχαίος νεκρός από το ταφικό μνημείο, «διαβάτη στάσου» ή «διαβάτη μη σταθείς» (ο Σεφέρης στο επίγραμμα της Τούτης). Η αρχαία παράδοση συνεχίζεται αλλιώς. Ο πραγματικός ένοικος του σπιτιού πέρασε τα σύνορα και βρέθηκε από την άλλη μεριά της γης του, όπως και εκείνος ο πατέρας που πέρασε τα σύνορα του θανάτου για να παρευρεθεί «Στα στέφανα της κόρης του». Είναι πολλοί οι τρόποι, όπως και οι δρόμοι, που εκκινούν πάντα και τελειώνουν εκεί που η καρδιά και η ιστορική μνήμη έχουν βάλει οδόσημο. Το ποίημα είναι αφιερωμένο στην αδελφή του Έλλη:
«Επιτύμβιο για ένα σπίτι στην Αμμόχωστο»
Στην αδελφή μου Έλλη
Εγώ που βλέπεις, ξένε, είμαι το σπίτι
που κάποιος νοικοκύρης μού πέρασε κλειδί
για χρόνια φυλαγμένο στην πικρή του τσέπη.
Κι ως άνοιξα, με είδε αγέλαστος φρουρός,
από ψηλά και η κάμερα, και με σκυλόβρισαν.
Μόνη μου παρηγόρια ο νοικοκύρης
που πρόλαβε τουλάχιστον στην πόρτα ν’ αποθέσει
λίγα λουλούδια. Σε φιλώ, Επιτάφιε.
Και βέβαια δεν μας διαφεύγει η επιλογή των λέξεων: «νοικοκύρης», «πικρή τσέπη», «αγέλαστος φρουρός» (σαν Χάρος), η κάμερα (η εξέλιξη της τεχνολογίας), ν’ αποθέσει. Λέξεις και αισθήματα αρχαία αρμονικά συνταιριάζοντας τα δυσαρμονικά σε ένα ποίημα ή πονεμένο σώμα του ποιητή ή άψυχο του σπιτιού που όμως έχει ψυχή και φωνή. Και ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω.
Και από τα βαθιά στα ρηχά, γιατί ο Χαραλαμπίδης δεν γράφει μόνο σαν εθνικός ποιητής, αλλά και σαν άνθρωπος που βλέπει, χαίρεται, κρίνει, σχολιάζει, σατιρίζει, γελάει. Με χιούμορ και ειρωνεία, με κατανόηση για τα ευτράπελα της ζωής μας, συνομιλεί με τα τραγούδια της τάβλας, αλλιώς «Του τραπεζιού», από όπου απομονώνω δυο στίχους: «Στη μια μεριά είν’ ο Λούκουλος, στην άλλη ο Κορνάρος, τρώνε και πίνουν και λαλούν, παίδεψη να ’χει ο Χάρος» — και με έναν διασκελισμό θεόρατο, σαν του Διγενή, μας εξακτίνωσε στην αρχαία Ρώμη, στην αναγεννησιακή Κρήτη, στην παραδοσιακή Ελλάδα με τα τραγούδια της τάβλας, συμπυκνώνοντας μέσα σε δυο δεκαπεντασύλλαβους το μέγα θέμα που είναι η αγάπη για τη ζωή, με αντίβαρο, στον κακό Χάρο που παραφυλάει τη ζωή μας, το γλέντι, το φαγητό, το κρασί την κουβέντα. Γενικώς, αγγίζει με σεβασμό τα πάντα και δεν λερώνει τη γλώσσα του με τίποτα.
Συχνά, πάλι, μας εκπλήσσει με την ενημέρωση που έχει ακόμα και στην σύγχρονη τεχνολογία, της οποίας δείγμα μας έδωσε ήδη και μας ξαναδίνουν οι παρακάτω στίχοι, στους οποίους στήνει θεατρική σκηνή - ο Χαραλαμπίδης ή ο Ήφαιστος- για να αποκαλύψει στους άλλους θεούς τη συνεύρεση της Αφροδίτης με τον Άρη: «ο κουτσοπόδαρος / Ήφαιστος, ο ακάματος πυγμαίος/ με γοργό ευρεσίτεχνο μυαλό,/ τα χέρια τα επιδέξια, την ακρίβεια/ του πράττειν και του κρύβειν […] Πήρε κι έφτιαξε/ λεπτότατο ένα δίχτυ – κορυφαίο επίτευγμα/ μοριακής νανοτεχνολογίας». Με αυτό συνέλαβε «τον Άρη ένα κουβάρι/ ξανθά μαλλιά και ιεροί φαλλοί/ που προεξείχαν με το πρώτο φως του ήλιου)/ την άπιστη γυναίκα του, Αφροδίτη.// Κι ευτύς συγκάλεσε πορνοσκοπία».
Πόσες λέξεις χρησιμοποίησε το ευρεσίτεχνο μυαλό του Χαραλαμπίδη, συνυφαίνοντας όρους επιστημονικούς: «νανοτεχνολογία», καθομιλουμένης: «κουτσοπόδαρος», της αρχαίας: «του πράττειν και του κρύβειν» και μια δική του δημιουργία -«πορνοσκοπία»- ή μήπως κι είναι παλαιότερη; Ο Μάνος Χατζιδάκις πάντως είχε μιλήσει για «πορνογραφία» η οποία συνίσταται στο «υποκατάστατο της αλήθειας... Πορνογραφία είναι η δημιουργία ενός απέραντου στρατοπέδου απελπισμένων» και ακόμα «Πορνογραφία δε σημαίνει συνουσία αλλά το αφήσαμε γιατί ταίριαζε» είχε πει κάποτε ο συνθέτης σε μια ζωντανή παρουσίαση του τραγουδιού, πράγμα που σημαίνει πως ο μουσικός πήρε τη λέξη και την ε[εξέτεινε σε όλα τα πεδία που διαβλέπει την «πορνογραφία». Παρεμφερώς ο Χαραλαμπίδης σε συνέντευξη του κατέθεσε: «έχουμε χρέος να οδηγούμε τις λέξεις πιο πέρα από το σημείο που μας δόθηκαν».
Ας σταθούμε λίγο ακόμα στον έρωτα. Στη συλλογή Ίμερος χρησιμοποιεί ως μότο μια πλατωνική φράση:
«Έρως δ’ εστίν έρως περί το καλόν, ώστε αναγκαίον Έρωτα φιλόσοφον είναι». Και ο έρωτας του Χαραλαμπίδη είναι και «καλός», αφού μας πληροφορεί πως Η μουσική ούτως ή άλλως είναι δέρας ονείρου, κάλλους διαστολή»∙ είναι και φιλόσοφος, αφού «Με σάλπιγγες στα τείχη κυβερνιέται η τύχη»∙ είναι και εξαιρετικά καλλιτεχνικός, αφού «Χορεύει ο νους στις μύτες των ποδιών». Χορεύει ο μύθος, χορεύει ο στίχος, χορεύει και κι ο δικός μας νους, επειδή ο Χαραλαμπίδης ανήκει στη «μυστική μετοχική κοινή συμπολιτών της Ποιήσεως» κι επειδή τους αληθινούς ποιητές
χάρις του Δία τους άγγιξε, τους πέρασε/ στον τράχηλο τον οίστρο.
Φυσικά και δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε όλους εκείνους με τους οποίους συνομίλησε, μοναδικοποιώντας τη στιγμή. Είναι η ώρα της βυζαντινής στιγμής: Στην aula του Πανεπιστημίου στου Ζωγράφου και στο Παλαιό Πανεπιστήμιο στην Πλάκα, παίχτηκε συναυλία του συμπατριώτη του Μάριου Τόκα με τραγούδια βασισμένα στη συλλογή του Αμμόχωστος Βασιλεύουσα. Στη Μονή Δαφνίου, με τον Γιώργο Μπαμπινιώτη και άλλους «καλοφωνάρηδες», έψαλε τροπάρια του Ακαθίστου Ύμνου. Στην Παναγία των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη, έψαλε Τη Υπερμάχω Στρατηγώ. Στη Λογγοβάρδα της Πάρου, το τροπάριο Επεσκέψατο εξ ύψους ο Σωτήρ, ανατολή ανατολών» και όπως επεξηγεί: «Χρειάστηκα τα όπλα της τεχνολογίας, για να καταλάβω τι έλεγε ο ποιητής, και τι το τροπάριο. Και τότε είδα μια εικόνα της Γέννησης με το άστρο πάνω από το Σπήλαιο, και αμέσως κατάλαβα τον ποιητή: από τον φεγγίτη πάνω από την κόγχη του ναού, είδα να ευθυγραμμίζεται με τα τελούμενα, και με του τροπαρίου τον λόγο, ένα αστέρι που τρεμόσβηνε στον ουρανό». Εν ολίγοις, ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι «Ο άνθρωπος, τα έργα και το σύμπαν βρίσκονται σε τριγωνική μεταξύ τους σχέση». «Βασιλεύουσα», «Καλοφωνάρηδες» «Τη Υπερμάχω», «Λογγοβάρδα», «Επεσκέψατο» και εισέβαλε στο λόγο το Βυζάντιο γιατί, θες δεν θες «ο μηδενισμός δεν βρίσκεται στο γκρέμισμα των συμβόλων παρά στην απώλεια της πίστης στον εαυτό μας». Η πίστη είναι δόρυ στο οποίο στηρίζεται, καθώς «και άλλα καρτερικά ονόματα», ηρώων και πόλεων που αντιστέκονται στον χρόνο, στη μόδα και στην αλλοτρίωση, αυτά που δεν «ξέρουν πια πώς να πεθάνουν», όπως θα έλεγε ο Σεφέρης, που νομίζω πως εννοεί ότι κρατάμε ζωντανούς μέσα μας αυτούς που για μας δεν πεθαίνουν.
Θα κλείσω με την άποψη της ομότιμης καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών Άντας Κατσίκη-Γκίβαλου, η οποία, προεξαγγελτικά, σε συνέντευξη που είχε με τον ποιητή είχε συνοψίσει τα χαρακτηριστικά της ποίησής του ως εξής:
«Η ποίηση του Χαραλαμπίδη διακρίνεται για τον μοντερνιστικό χαρακτήρα της, για τον ανατρεπτικό, συχνά, «χειρισμό» της ιστορίας και γενικότερα του μυθολογικού και ιστορικού παρελθόντος, για την καίρια παρέμβασή του ως εθνικού ποιητή στα νεότερα και σύγχρονα γεγονότα της Κύπρου, για την αναγωγή της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Κύπρου, σε παγκόσμια πατρίδα. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του και ευρύτερα του ελληνισμού».
Είναι ο ποιητής που ανανέωσε τον ποιητικό λόγο στην Κύπρο και στην Ελλάδα, γιατί γράφει Ελληνικά κι ελληνικά «λαλεί», βάζοντας πάντα σε ό,τι και αν γράφει το δακτυλικό αποτύπωμά του, τη σφραγίδα του, που είναι η ιδιάζουσα –Ελληνική μας– γλώσσα του.