Εἶτα Εὔα

Εικόνα από την "Historia Plantarum" ( Μιλάνο 1395/1400) εικονογραφημένο από τους Giovannino και Salomone de' Grassi
Εικόνα από την "Historia Plantarum" ( Μιλάνο 1395/1400) εικονογραφημένο από τους Giovannino και Salomone de' Grassi

H μεταβιβλική ποίηση της Μαίρης Κλιγκάτση

Εί­ναι η σπο­δός σου, ο Αδάμ, ο νέ­ος πα­τέ­ρας.
Χόρ­χε Λουίς
Μπόρ­χες, «Ο Αδάμ εί­ναι η σπο­δός σου»

Τα με­τα­βι­βλι(α)κά


Η Μαί­ρη Κλι­γκά­τση (γεν. 1985) εμ­φα­νί­στη­κε στο λο­γο­τε­χνι­κό στε­ρέ­ω­μα σχε­τι­κά πρό­σφα­τα· το 2015 κυ­κλο­φό­ρη­σε η ποι­η­τι­κή της συλ­λο­γήΠλευ­ρι­κά από τις εκ­δό­σεις Γα­βρι­η­λί­δης και τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα άκου­σε το «τυ­πω­θή­τω» ο Νυμ­φώ­νας της από τον ίδιο εκ­δο­τι­κό.[1] Ο Ζ. Δ. Αϊ­να­λής, χαρ­το­γρα­φώ­ντας την ποι­η­τι­κή πα­ρά­γω­γη νέ­ων δη­μιουρ­γών, γεν­νη­μέ­νων στο τε­λευ­ταίο τέ­ταρ­το του 20ού αιώ­να, χω­ρί­ζει χο­ντρι­κά τους δη­μιουρ­γούς, οι οποί­οι αριθ­μούν πά­νω από εκα­τόν εί­κο­σι, πα­ρα­τη­ρεί τη με­γά­λη ανο­μοιο­μορ­φία που πα­ρου­σιά­ζουν, την αδυ­να­μία, δη­λα­δή, έντα­ξής τους σε κά­ποιο γε­νε­α­λο­γι­κό σχή­μα από εκεί­να που έχου­με συ­νη­θί­σει να χρη­σι­μο­ποιού­με στη φι­λο­λο­γι­κή κρι­τι­κή, πα­ρά τις όποιες ομοιό­τη­τές τους.[2] Οι ποι­η­τές αυ­τές έρ­χο­νται να εμ­φα­νι­στούν στο λο­γο­τε­χνι­κό προ­σκή­νιο οπλι­σμέ­νοι όχι μό­νο με το κλη­ρο­δο­τη­μέ­νο υλι­κό από τους προ­κα­τό­χους τους, αλ­λά και με μια υπερ­πλη­θώ­ρα πλη­ρο­φο­ριών και γνώ­σε­ων, προ­ερ­χό­με­νων από το άνοιγ­μα στην ψη­φια­κή επο­χή. Τι ση­μα­σία έχει αυ­τή η πα­ρα­τή­ρη­ση για εμάς; Μι­λά­με για ποι­η­τές και ποι­ή­τριες που διά­βα­σαν και στά­θη­καν δη­μιουρ­γι­κά απέ­να­ντι στα δια­βά­σμα­τά τους, κα­θι­στώ­ντας το βί­ω­μα, που κυ­ριάρ­χη­σε ώς ένα βαθ­μό σε πα­λαιό­τε­ρες ποι­η­τι­κές γε­νιές, λι­γό­τε­ρο εμ­φα­νές και αρ­δεύ­ο­ντας από τη με­γά­λη και πολ­λα­πλώς προ­σβά­σι­μη βι­βλιο­γρα­φι­κή δε­ξα­με­νή που εί­χαν μπρο­στά τους. Κά­νου­με λό­γο, λοι­πόν, για βι­βλια­κή ποί­η­ση, για ποί­η­ση του έχει ως πρώ­τη ύλη της κά­ποιο διά­βα­σμα, για ποί­η­ση που συ­νο­μι­λεί διαρ­κώς.[3]

Τι κα­θι­στά, όμως, ιδιαί­τε­ρη και άξια με­λέ­της την πε­ρί­πτω­ση της Κλι­γκά­τση; Για­τί μας εν­δια­φέ­ρει; Ήδη από την πρώ­τη της εμ­φά­νι­ση η ποι­ή­τρια ‘άνοι­ξε τα χαρ­τιά’ της στους ανα­γνώ­στες της, ή κα­λύ­τε­ρα άνοι­ξε μπρο­στά τους τη Βί­βλο. Τι ση­μαί­νει αυ­τό; Η Κλι­γκά­τση και στις δύο συλ­λο­γές της πα­τά διαρ­κώς σε βι­βλι­κό υπό­στρω­μα· από τη Γέ­νε­σι μέ­χρι τον ευαγ­γε­λι­κό λό­γο, το βι­βλι­κό δια­κεί­με­νο εί­ναι διαρ­κώς και πολ­λα­πλώς πα­ρόν, ιδιαι­τέ­ρως αν ανα­λο­γι­στεί κα­νείς και την τρι­βή της ποι­ή­τριας με τη σχε­τι­κή βι­βλιο­γρα­φία,[4] όπως θα φα­νεί στη συ­νέ­χεια της διε­ρεύ­νη­σής μας. Για τον λό­γο αυ­τό εντάσ­σου­με την ποί­η­σή της στο ευ­ρύ φά­σμα των με­τα-βι­βλι­κών σπου­δών,[5] των σπου­δών, δη­λα­δή, που έδω­σαν μια νέα προ­ο­πτι­κή ανά­γνω­σης της Βί­βλου από τη με­ριά των αφη­γη­μα­το­λο­γι­κών σπου­δών.[6] Για την Κλι­γκά­τση η ιε­ρό­τη­τα του κει­μέ­νου δεν το κα­θι­στά απλώς ανα­γνώ­σι­μο· η βι­βλι­κή πρω­το­λο­γι­κή αφή­γη­ση εί­ναι κα­θό­λα εγ­γρά­ψι­μη.[7]

Πα­ραλ­λάσ­σο­ντας κά­πως τη γνω­στή ρή­ση για τον Levinas, θα λέ­γα­με ότι η Κλι­γκά­τση «γρά­φει με τη Βί­βλο ανοι­χτή δί­πλα της». Κι αυ­τή την πα­ράλ­λη­λη σχέ­ση θα θέ­σου­με ως κέ­ντρο του προ­βλη­μα­τι­σμού μας. Στην πα­ρού­σα με­λέ­τη, λοι­πόν, τρεις θα εί­ναι οι βα­σι­κοί άξο­νες επά­νω στους οποί­ους θα ανα­ζη­τή­σου­με τα βι­βλι­κά ίχνη στην ποί­η­ση της Μαί­ρης Κλι­γκά­τση: α) η πα­ρου­σία των γυ­ναι­κεί­ων μορ­φών της Αγί­ας Γρα­φής, και ιδιαί­τε­ρα της Εύ­ας, στις δύο συλ­λο­γές, β) ο λό­γος πε­ρί (θρη­σκευ­τι­κής) γλώσ­σας και οι πολ­λα­πλές ση­μάν­σεις του και γ) ο διά­λο­γος της ποι­ή­τριας με την υπαρ­ξι­στι­κή χρι­στια­νι­κή φι­λο­σο­φία της Simone Weil.[8]


Η Εύα και οι κό­ρες της

Στο πρώ­το κε­φά­λαιο της Γε­νέ­σε­ως δια­βά­ζου­με για το πώς ο Θε­ός δη­μιούρ­γη­σε τον κό­σμο, τα άψυ­χα και τα έμ­ψυ­χα στοι­χεία του. Στους στί­χους 1:26-28 ο γρα­φέ­ας ανα­φέ­ρε­ται στην πλά­ση του αν­θρώ­που: ο Θε­ός πλά­θει τον άν­θρω­πο, ταυ­τό­χρο­να άρ­σεν και θή­λυ (1:27). Ωστό­σο, στο επό­με­νο κε­φά­λαιο η πε­ρι­γρα­φή της πλά­σης θα γί­νει πιο λε­πτο­με­ρής· εκεί δια­βά­ζου­με τη γνω­στή ιστο­ρία με τον Θεό να πλά­θει την Εύα από το πλευ­ρό του Αδάμ, τον οποίο έχει προη­γου­μέ­νως κοι­μί­σει, για να μη νιώ­θει μό­νος σε ολό­κλη­ρη την Κτί­ση. Βλέ­που­με, όμως, την εκ­δο­χή αυ­τή να χρη­σι­μο­ποιεί και ο συγ­γρα­φέ­ας της Α΄ πρὀς Τι­μό­θε­ον επι­στο­λής του Απο­στό­λου Παύ­λου για να συν­δέ­σει την υπα­κοή της γυ­ναί­κας στον άν­δρα με τη σει­ρά πλά­σης τους. «Άδὰμ γὰρ πρῶτος ἐπλά­σθη, εἴτα Εῦα» (Πρὸς Τι­μό­θε­ον Α΄, 2:13). Πώς αλ­λιώς, όμως, μπο­ρεί να δια­βα­στεί η βι­βλι­κή δι­ή­γη­ση; Εί­ναι γνω­στή η κα­τα­νο­μή της σχε­τι­κής αφή­γη­σης της Βί­βλου με τη δη­μιουρ­γία του αν­θρώ­που και την πτώ­ση σε έντε­κα ση­μεία από τον Phyllis Trible, ο οποί­ος τη δια­βά­ζει υπό το πρί­σμα της σε­ξουα­λι­κό­τη­τας. Επι­γραμ­μα­τι­κά: ο άντρας-Θε­ός δη­μιουρ­γεί τον άντρα και κα­τό­πιν τη γυ­ναί­κα από τα πλευ­ρά του. Η γυ­ναί­κα τον οδη­γεί στην πτώ­ση, η οποία συν­δέ­ε­ται με την δη­μιουρ­γία μιας κοι­νω­νί­ας πα­τριαρ­χι­κής. Η γυ­ναί­κα κα­τα­δι­κά­ζε­ται για την πρά­ξη της και πο­ρεύ­ε­ται φέ­ρο­ντας, σαν άλ­λος Κάιν, έστω κι αν το δι­κό της εί­ναι αό­ρα­το, το στίγ­μα της, που με­τα­δί­δε­ται από γυ­ναί­κα σε γυ­ναί­κα.[9]
Η Εύα, η οποία στην πα­τε­ρι­κή γραμ­μα­τεία εί­ναι άμε­σα συν­δε­δε­μέ­νη με το πρό­σω­πο της Θε­ο­τό­κου Μα­ρί­ας, που, ως γυ­ναί­κα, αί­ρει την αμαρ­τία που ει­σήλ­θε στον κό­σμο δια της πρώ­της γυ­ναι­κός. Φαί­νε­ται, όμως, πως για να φτά­σου­με στο συμ­βο­λι­κό αυ­τό επί­πε­δο συ­νο­λι­κά, στο οποίο οι Πα­τέ­ρες έφτα­σαν από πο­λύ νω­ρίς, χρειά­στη­κε μία με­γά­λη κι επί­πο­νη για την Εύα και τις ομό­φυ­λές της πο­ρεία. Στο έρ­γο του Πε­ρί κα­λύ­πτρας γυ­ναι­κός ο Τερ­τυ­λια­νός (155/160-220) θα χα­ρα­κτη­ρί­σει όλες τις γυ­ναί­κες Εύ­ες (1:10) και θα πει πως σε όλες τους υπάρ­χει η αμαρ­τία, με την έν­νοια της χρέ­ω­σης του προ­πα­το­ρι­κού αμαρ­τή­μα­τος απο­κλει­στι­κά στην Εύα. Αρ­γό­τε­ρα, στον κα­θο­λι­κό Με­σαί­ω­να, η Εύα, και κα­τά συ­νέ­πεια όλες οι γυ­ναί­κες, θα γί­νει συ­νώ­νυ­μη του ίδιου του κα­κού (Βερ­νάρ­δος του Κλερ­βό). Θα πρέ­πει να πε­ρά­σουν αιώ­νες για να φτά­σου­με στη σύγ­χρο­νη φε­μι­νι­στι­κή θε­ο­λο­γία, η οποία θα δει την Πα­λαιά Δια­θή­κη ως ένα «ανοι­χτό κεί­με­νο» που επι­δέ­χε­ται διά­φο­ρες ερ­μη­νεί­ες. Το δεύ­τε­ρο και το τρί­το κε­φά­λαιο της Γε­νέ­σε­ως θα δε­χτούν τη συ­στη­μα­τι­κό­τε­ρη κρι­τι­κή από τις (με­τα)φε­μι­νί­στριες θε­ο­λό­γους[10], οι οποί­ες στο­χεύ­ουν στο να από-πα­τριαρ­χι­κο­ποι­ή­σουν (depatriarchalizing) ολό­κλη­ρο το βι­βλι­κό κεί­με­νο, αρ­χί­ζο­ντας από τη πη­γή: την Εύα. Αυ­τό που επί­σης επι­ση­μαί­νουν εί­ναι πως η έν­νοια του φύ­λου στη Βί­βλο δεν έρ­χε­ται με τον Αδάμ, αλ­λά με την Εύα· το μό­ριο που προη­γεί­ται του ονό­μα­τος στα εβραϊ­κά δε δη­λώ­νει το αρ­σε­νι­κό. Μό­νο όταν το θή­λυ κά­νει την εμ­φά­νι­σή του μπο­ρού­με να μι­λά­με για άν­δρα και γυ­ναί­κα.[11]
Η Εύα των Πλευ­ρι­κών βα­δί­ζει μπρο­στά στον ανα­γνώ­στη στο πλευ­ρό μί­ας άλ­λης γυ­ναί­κας με ση­μαί­νο­ντα ρό­λο στην Αγία Γρα­φή και τη χρι­στια­νι­κή θε­ο­λο­γία και κο­σμο­α­ντί­λη­ψη: της Μα­ρί­ας. Στον πρώ­το οί­κο («Άγ­γε­λος πρω­το­στά­της…») του Ἀκα­θί­στου Ὕμνου ο ψαλ­μω­δός ανα­φέ­ρε­ται στην Πα­να­γία ως «τῶν δα­κρύ­ων τῆς Εὔας ἡ λύ­τρω­σις». Σύμ­φω­να με τη χρι­στια­νι­κή θε­ο­λο­γία στο πρό­σω­πο της Θε­ο­τό­κου βρή­κε η αν­θρώ­πι­νη φύ­ση τη λύ­τρω­ση από την αμαρ­τία που έφε­ρε το προ­πα­το­ρι­κό αμάρ­τη­μα. Αν η γυ­ναί­κα-Εύα οδή­γη­σε στην πτώ­ση και την έξω­ση από τον Πα­ρά­δει­σο, η γυ­ναί­κα-Μα­ριάμ οδη­γεί στην ανύ­ψω­ση του αν­θρω­πί­νου γέ­νους και ανοί­γει και πά­λι τις πόρ­τες του Πα­ρα­δεί­σου, γεν­νώ­ντας τον Ιη­σού. Όταν, όμως, κοι­τά­ξου­με τη σχέ­ση των δύο αυ­τών γυ­ναι­κών κα­λύ­τε­ρα, θα δια­πι­στώ­σου­με μία με­γά­λη σει­ρά γε­γο­νό­των που με­σο­λά­βη­σαν μέ­χρι να φτά­σου­με από την Εύα στη Μα­ρία. Εξη­γού­μαι· η κα­θο­λι­κή Σύ­νο­δος του Τρι­δέ­ντου (Concilium Tridentinum, 1545-1563) συ­γκα­λεί­ται για να απο­φα­σί­σει για μια σει­ρά ζη­τη­μά­των που προ­έ­κυ­ψαν από τους Με­ταρ­ρυθ­μι­στές. Ανά­με­σα σε αυ­τά ήταν και το ζή­τη­μα του έχειν ή μη έχειν οι γυ­ναί­κες ψυ­χή, μιας και δεν πλά­στη­καν απευ­θεί­ας από τον Θεό, όπως υπο­στή­ρι­ζαν πολ­λοί θε­ο­λό­γοι, αλ­λά από ένα μέ­ρος του Αδάμ.[12] 
Η γυ­ναί­κα, λοι­πόν, θα απο­κτή­σει ψυ­χή πο­λύ αρ­γό­τε­ρα από τον άν­δρα, κι αυ­τό χά­ρη στην Πα­να­γία· στην τε­λευ­ταία θα επι­βε­βαιώ­σει η Σύ­νο­δος τη συγ­χώ­ρε­ση του προ­πα­το­ρι­κού αμαρ­τή­μα­τος. «Το ζή­τη­μα», όπως πα­ρα­τη­ρεί η Δή­μη­τρα Τζα­νά­κη, «εί­ναι η θέ­ση της Πα­να­γί­ας. Εί­ναι το νέο υπο­κεί­με­νο το οποίο ει­σά­γε­ται μέ­σα από τη συγ­χώ­ρε­ση του προ­πα­το­ρι­κού αμαρ­τή­μα­τος και αφο­ρά την ιδιό­τη­τα της αν­θρώ­πι­νης υπό­στα­σης της γυ­ναί­κας»[13]. Η ίδια με­λε­τή­τρια κα­τα­λή­γει πως με την πρά­ξη της αυ­τή η Σύ­νο­δος, ενώ σε πρώ­τη ανά­γνω­ση συγ­χώ­ρε­σε την Εύα για την αμαρ­τία της, την κα­τα­δί­κα­σε «στη λη­σμο­νιά ή κα­λύ­τε­ρα [την] πε­ριό­ρι­σε στις πα­ρυ­φές της μνή­μης για να θυ­μί­ζει ότι η ανυ­πα­κοή μπο­ρεί να οδη­γή­σει στο χά­ος»[14]. Μή­πως, συ­μπλη­ρώ­νου­με εμείς, ταυ­τό­χρο­να την κα­τέ­στη­σε πιο προ­σι­τή στη δη­μιουρ­γι­κή φα­ντα­σία;
Η Εύα απο­μα­κρύ­νε­ται από το προ­σκή­νιο και τη θέ­ση της έρ­χε­ται να κα­τα­λά­βει η Μα­ρία. Πλέ­ον δεν υπάρ­χει λό­γος να ανα­φέ­ρε­ται η Εύα· το αμάρ­τη­μα έχει συγ­χω­ρε­θεί, ο άν­θρω­πος και πά­λι μπο­ρεί να επι­στρέ­ψει στις πα­τρι­κές αγκά­λες με τη με­σι­τεία της Θε­ο­τό­κου. Πα­ρα­τη­ρεί, λοι­πόν, η Τζα­νά­κη μία μεί­ω­ση τό­σο στις ανα­φο­ρές, όσο και στις απει­κο­νί­σεις της Εύ­ας, στο δυ­τι­κό, βέ­βαια, γί­γνε­σθαι. Στην Ανα­το­λι­κή Εκ­κλη­σία λεί­πουν ανά­λο­γες συ­ζη­τή­σεις. Η θέ­ση της γυ­ναί­κας έχει οι­κο­δο­μη­θεί επά­νω σε άλ­λες βά­σεις.[15] Η Εύα και η Θε­ο­τό­κος στην ανα­το­λι­κή θε­ο­λο­γι­κή σκέ­ψη βα­δί­ζουν πα­ράλ­λη­λα. Η ανα­φο­ρά, ωστό­σο, στις θέ­σεις που εξέ­φρα­σε η Κα­θο­λι­κή Εκ­κλη­σία στο Τρι­δέ­ντο έχει ση­μα­σία, με την έν­νοια ότι προ­σεγ­γί­ζει τις σχέ­σεις των δύο μορ­φών-συμ­βό­λων για τη θε­ο­λο­γία υπό άλ­λο πρί­σμα. Οι γυ­ναί­κες πλέ­ον παύ­ουν να θε­ω­ρού­νται από­γο­νοι της Εύ­ας, προ­ϊ­ό­ντα, δη­λα­δή, της αμαρ­τί­ας· πλέ­ον εί­ναι από­γο­νοι της Πα­να­γί­ας.
Επι­στρέ­φου­με στο κεί­με­νο της Κλι­γκά­τση· το δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο της συλ­λο­γής ξε­κι­νά με προ­με­τω­πί­δα: «Έπει­τα η Αυ­τή, που Εύα ονο­μά­στη­κε από τον Άντρα, δη­λα­δή Ζωή, κλεί­νει το βι­βλίο της Γέ­νε­σης και κου­λου­ριά­ζε­ται γύ­ρω απ’ τα πλευ­ρά της. Χω­ρά έτσι στο δε­ξί χέ­ρι μιας Άλ­λης που όνο­μα δε φέ­ρει, μό­νο μύ­θο και μή­τρα» («γεν­νη­θή­τω», Πλευ­ρι­κά, σ. 27). Δεν εί­ναι δύ­σκο­λο για τον υπο­ψια­σμέ­νο ανα­γνώ­στη να δια­κρί­νει πί­σω από τη δεύ­τε­ρη γυ­ναι­κεία μορ­φή την Πα­να­γία. Η ει­κό­να της τε­λευ­ταί­ας πε­ριό­δου, μά­λι­στα, θα μπο­ρού­σε κάλ­λι­στα να έχει ως ση­μείο ανα­φο­ράς κά­ποια απει­κό­νι­ση της Πα­να­γί­ας να κρα­τά την Εύα στο δε­ξί της χέ­ρι. Δεν εί­ναι όμως μό­νο αυ­τό· σε ολό­κλη­ρη τη συλ­λο­γή η ει­κό­να της Εύ­ας πε­ρι­πλέ­κε­ται με εκεί­νη της Πα­να­γί­ας. Έτσι, δια­βά­ζου­με μια σει­ρά από προσ­διο­ρι­σμούς, όμοιους με τα χι­λιά­δες ονό­μα­τα που έχουν δο­θεί στην Πα­να­γία εί­τε από τους υμνω­δούς εί­τε από τον λαό, να ανα­φέ­ρο­νται στην Εύα: «Λέ­ξη κή­πος μου και πύ­λη ανοι­χτή, λέ­ξη άπλε­τη, […] λέ­ξη των λέ­ξε­ών Του η ευ­λο­γία, λέ­ξη η προ­στα­σία» («[γλώσ­σα αμί­λη­τη]», Πλευ­ρι­κά, σ. 25). Αλ­λού, οι προει­κο­νί­σεις της Πα­να­γί­ας στην Πα­λαιά Δια­θή­κη, ρη­τές ή υπόρ­ρη­τες, προσ­διο­ρί­ζουν την Εύα: «η Εύα ως φλε­γό­με­νη βά­τος·/ η Εύα ως μή­τρα συ­σπώ­με­νη· η Εύα ως φύ­λο δια­βρω­μέ­νο απ’ τη ροή του κόλ­που» («no existe el tiempo», Πλευ­ρι­κά, σ. 30). Η Εύα στα Πλευ­ρι­κά ξε­κι­νά με δε­δο­μέ­νη μία με­τα­πτω­τι­κή αν­θρώ­πι­νη φύ­ση, την οποία κα­λεί σε επα­να­δια­πραγ­μά­τευ­ση. Η Πα­να­γία, όπως την αντι­λή­φθη­καν οι δυ­τι­κοί θε­ο­λό­γοι, εδώ δεν χω­ρά. Η Κλι­γκά­τση βρί­σκε­ται επά­νω στα πα­τή­μα­τα της ανα­το­λι­κής θε­ο­λο­γί­ας: η Πα­να­γία έρ­χε­ται να άρει όσα χρε­ώ­θη­κε η Εύα, να γί­νει η λύ­τρω­σις του Ἀκα­θί­στου Ὕμνου. Σε ολό­κλη­ρη τη σύν­θε­ση οι δύο αυ­τές αρ­χε­τυ­πι­κές γυ­ναι­κεί­ες μορ­φές θα κι­νού­νται πα­ράλ­λη­λα. Η Γιώ­τα Τε­μπρί­δου, με τρό­πο εύ­γλωτ­το, συ­νο­ψί­ζει το πε­ριε­χό­με­νο της συλ­λο­γής ως εξής: «Τα Πλευ­ρι­κά ξύ­νουν τις μή­τρες και σκα­λί­ζουν τα μή­λα του Αδάμ. Ανα­πα­ρι­στούν μια δια­δι­κα­σία κυο­φο­ρί­ας, γέν­νη­σης και μορ­φο­ποί­η­σης»[16]. Μια δια­δι­κα­σία που θα ολο­κλη­ρω­θεί (;) τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα.
Τι συμ­βαί­νει όταν με­τα­κι­νη­θού­με στα χω­ρι­κά ύδα­τα της δεύ­τε­ρης συλ­λο­γής και ανοί­ξου­με την πόρ­τα του Νυμ­φώ­να; Η συλ­λο­γή, ας το­νι­στεί εξαρ­χής, διαρ­θρώ­νε­ται σε τρία μέ­ρη, τα οποία χω­ρί­ζο­νται από την πα­ρά­θε­ση βι­βλι­κών στί­χων. Κά­θε μέ­ρους προη­γεί­ται η πα­ρά­θε­ση στί­χων που αφο­ρούν δύο γυ­ναι­κεία πρό­σω­πα της βι­βλι­κής αφή­γη­σης. Έτσι, η Εύα και η Μα­ρία, η Θά­μαρ και η Ρα­χάβ, η Ρουθ και η Βηρ­σα­βεέ απο­τε­λούν τους πυ­λώ­νες του οι­κο­δο­μή­μα­τος του Νυμ­φώ­να. Έξι πα­ρα­θέ­μα­τα, έξι γυ­ναί­κες των οποί­ων «τα πλευ­ρά […] έσχι­σε αί­μα», μο­τί­βο που αρ­μό­ζει τις σχέ­σεις των δύο συλ­λο­γών, όπως δια­βά­ζου­με στην αρ­χή της συλ­λο­γής:

[γη μία και τά­φος]

Αυ­το­ε­ξο­ρί­στη­καν, διώ­χτη­καν, φυ­γα­δεύ­τη­καν, κα­τη­γο­ρή­θη­καν για πόρ­νες και μοι­χα­λί­δες, τα πλευ­ρά τους έσχι­σε αί­μα. Στις αφη­γή­σεις που τις αφο­ρούν ανα­φέ­ρε­ται ή υπο­νο­εί­ται το ρή­μα «γνω­ρί­ζω». Υπά­κου­σαν, συ­νευ­ρέ­θη­καν, κά­πο­τε γέν­νη­σαν άν­δρες με­γά­λους και σο­φούς. Τα έμ­μη­νά τους πλή­ρω­σαν τη λί­μνη της Φυ­λής.
Έπει­τα άδεια­σαν. Ντύ­θη­καν γά­ζες, λού­στη­καν νάρ­δο, κα­τέ­βη­καν ορ­θές την κα­τη­φό­ρα, κο­λύ­μπη­σαν σε τά­φους, υπο­δέ­χτη­καν ήδη θαμ­μέ­νους.

Οι έξι τώ­ρα λα­θρο­κοι­μού­νται
τη χα­ρά της νυ­φι­κής πα­στά­δας.
Πά­νω στα χόρ­τα, πά­νω τους
άν­δρες θρη­νο­λο­γούν το θά­μα.
(Νυμ­φώ­νας, σ. 9)

Ήδη οι πα­ρα­πά­νω στί­χοι μάς απο­κα­λύ­πτουν πολ­λά. Θέ­του­με το ερώ­τη­μα: τι κοι­νό έχουν οι έξι γυ­ναί­κες σύμ­φω­να με τη βι­βλι­κή αφή­γη­ση και τι αρ­μό­ζει τις σχέ­σεις τους κα­τά την ποι­ή­τρια; Εί­δα­με τη σχέ­ση της Εύ­ας με την Πα­να­γία· ποιες εί­ναι οι άλ­λες τέσ­σε­ρις γυ­ναι­κεί­ες μορ­φές; Προ­φα­νώς και η επι­λο­γή τους δεν εί­ναι τυ­χαία. Ανά­με­σα στα γυ­ναι­κεία πρό­σω­πα της βι­βλι­κής αφή­γη­σης, οι τέσ­σε­ρις αυ­τές γυ­ναί­κες ξε­χω­ρί­ζουν κα­θώς τα ονό­μα­τά τους εί­ναι τα μό­νο γυ­ναι­κεία που απα­ντώ­νται στον γε­νε­α­λο­γι­κό κα­τά­λο­γο του Ιη­σού, όπως τον πα­ρα­δί­δει σε μας η ευαγ­γε­λι­κή αφή­γη­ση του Ματ­θαί­ου (Κα­τά Ματ­θαί­ον, 1:1-17). Από τις ποι­κί­λες ερ­μη­νεί­ες που δό­θη­καν για την πα­ρου­σία τους στις στή­λες του Ματ­θαί­ου[17], δύο εί­ναι εκεί­νες οι οποί­ες προ­σφέ­ρουν στην επι­χει­ρού­με­νη ανά­γνω­σή μας: η πρώ­τη, η οποία απο­τε­λεί πα­ραλ­λα­γή μί­ας άλ­λης ερ­μη­νεί­ας, υπο­στη­ρί­ζει πως οι γυ­ναί­κες αυ­τές υπάρ­χουν στον γε­νε­α­λο­γι­κό κα­τά­λο­γο εκ­προ­σω­πώ­ντας την «ιε­ρή αντι­κα­νο­νι­κό­τη­τα». Κα­θε­μιά τους δια­δρα­μά­τι­σε έναν ιδιαί­τε­ρα ση­μα­ντι­κό ρό­λο στο σχέ­διο της Θεί­ας Οι­κο­νο­μί­ας κά­τω από αντί­ξο­ες μά­λι­στα συν­θή­κες.[18] Αυ­τή η «αντι­κα­νο­νι­κό­τη­τά» τους εί­ναι άρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νη με το ‘σκάν­δα­λο’ της αμώ­μου συλ­λή­ψε­ως και την ίδια τη Μα­ρία, που γί­νε­ται η Πέμ­πτη στη σει­ρά. Η δεύ­τε­ρη προ­έρ­χε­ται από τη με­ριά των φε­μι­νι­στριών κρι­τι­κών της Και­νής Δια­θή­κης και υπο­στη­ρί­ζει ότι και οι τέσ­σε­ρις γυ­ναί­κες αντι­προ­σω­πεύ­ουν κά­τι το αδύ­να­μο, κά­τι που βρί­σκε­ται στο πε­ρι­θώ­ριο και χρειά­ζε­ται βο­ή­θεια.[19]

Στις σε­λί­δες της συλ­λο­γής οι έξι αυ­τές γυ­ναί­κες αμ­φι­σβη­τούν ό,τι το πα­ρα­δε­δο­μέ­νο.

IV. Αμ­φι­σβη­τού­με με ποι­κί­λους τρό­πους τις ανα­λο­γί­ες του αν­δρι­κού και του γυ­ναι­κεί­ου σώ­μα­τος. Αιώ­νες τώ­ρα αμ­φι­σβη­τού­με, που ση­μαί­νει πως ού­τε το ίδιο μας το σώ­μα δεν μας πεί­θει. («[ουκ ένι άρ­σεν και θή­λυ]», Νυμ­φώ­νας, σ. 13)

Η Εύα των Πλευ­ρι­κών ‘ανοί­γε­ται’, γί­νε­ται με­τω­νυ­μία και πε­ρι­λαμ­βά­νει όλες τις γυ­ναί­κες: «Έπει­τα γρά­φω λί­γα λό­για για τη με­τα­πτω­τι­κή κα­τά­στα­ση: // “Δεν με λέ­νε Εύα, έχω δια­κό­σια πε­ρί­που οστά, εί­κο­σι τέσ­σε­ρα πλευ­ρά και αύ­ριο γί­νο­μαι τριά­ντα” («[non existe el tiempo]», Πλευ­ρι­κά, σ. 32). Στον Νυμ­φώ­να, χω­ρίς να κα­το­νο­μά­ζε­ται, ‘γεν­νά’ τις πέ­ντε γυ­ναί­κες που ανα­φέ­ρο­νται ρη­τά και μία έκτη, η οποία υπο­νο­εί­ται: τη Μα­ρία Μα­γδα­λη­νή.
Στα πε­ριε­χό­με­να του Νυμ­φώ­να ο ανα­γνώ­στης θα συ­να­ντή­σει δύο φο­ρές τον ίδιο τί­τλο: «[οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ]»: δε­κα­εν­νιά αριθ­μη­μέ­νες στι­χι­κές ενό­τη­τες, άνι­σες με­τα­ξύ τους, μοι­ρα­σμέ­νες στα δύο ποι­ή­μα­τα. Στις ενό­τη­τες XIII και XIV με­τα­φε­ρό­μα­στε στην Ανά­στα­ση του Χρι­στού και στη συ­νά­ντη­ση των μυ­ρο­φό­ρων με τον άγ­γε­λο:

XIII. Ο Μάρ­κος μας πλη­ρο­φο­ρεί πως ο Άγ­γε­λος πα­ράγ­γει­λε στις Μυ­ρο­φό­ρες να με­τα­φέ­ρουν το ευαγ­γέ­λιο της νί­κης και της χα­ράς στον Πέ­τρο και στους μα­θη­τές. Αυ­τές «ἔφυ­γον ἀπὸ τοῦ μνη­μεί­ου […] καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφο­βοῦντο γάρ». Πα­ρά­κου­σαν. Ή μή­πως όχι; Η δι­πλή άρ­νη­ση υπο­μνη­μα­τί­ζει και επι­κυ­ρώ­νει το ρή­μα «εἶπον». Δεν μί­λη­σαν με λό­για. Μί­λη­σαν.

XIV. Τα νέα γρή­γο­ρα μα­θεύ­τη­καν από μια άλ­λη γυ­ναί­κα, αυ­τήν που αγά­πη­σε πο­λύ ο πρω­τα­γω­νι­στής της αφή­γη­σης κι αυ­τή που ανα­φέ­ρε­ται στους γνω­στι­κούς ως σύ­ζυ­γός του. Η αφή­γη­ση επέ­τρε­ψε την ενό­τη­τα των δύο σω­μά­των. Ένω­σε τα διε­στώ­τα. («[οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ]», Νυμ­φώ­νας, σ. 49)

Τι κά­νει επο­μέ­νως η Κλι­γκά­τση με τα γυ­ναι­κεία πρό­σω­πα που έχει μπρο­στά της; Πρό­σω­πα διό­λου τυ­χαία, όλα συν­δε­δε­μέ­να με ‘σκάν­δα­λα’: από την πτώ­ση και τη με­τα­πτω­τι­κή τύ­χη της γυ­ναί­κας, μέ­χρι το σκάν­δα­λο της «γυ­ναί­κας του Ιη­σού», οι έξι συν μία γυ­ναί­κες που συ­να­ντώ­νται στις σε­λί­δες της γί­νο­νται συ­γκοι­νω­νού­ντα δο­χεία. Η ποι­ή­τρια έχει μό­λις δη­μιουρ­γή­σει ένα κόκ­κι­νο νή­μα, κόκ­κι­νο από το αί­μα, το διαρ­κώς επα­νερ­χό­με­νο μο­τί­βο στις δύο συλ­λο­γές, που συρ­ρά­πτει τις γυ­ναί­κες αυ­τές. Γυ­ναί­κες που απο­δε­σμευ­μέ­νες από το αρ­χι­κό τους συ­γκεί­με­νο, δια­κρι­τό ωστό­σο και στον μη υπο­ψια­σμέ­νο ανα­γνώ­στη, ανα­λαμ­βά­νουν να αφη­γη­θούν την ‘ιστο­ρί­α’ τους, της οποί­ας μέ­χρι πρό­τι­νος ήταν απλοί ακρο­α­τές, όπως φαί­νε­ται από τους γε­μά­τους ει­ρω­νεία στί­χους:

Οι άν­δρες αυ­τοί σί­γου­ρα
ξέ­ρουν να μου πουν
πό­τε, πού, πώς έζη­σα. («[τα ονο­μα­στή­ρια]»,
Νυμ­φώ­νας, σ. 15)

Συ­νο­ψί­ζο­ντας· οι φε­μι­νι­στι­κές θε­ο­λο­γι­κές σπου­δές από τη δε­κα­ε­τία του 1980 στρά­φη­καν στη λο­γο­τε­χνία και ανα­ζή­τη­σαν στις σε­λί­δες της πρώ­τη ύλη.[20][21] Ιδιαί­τε­ρα τα πρώ­τα κε­φά­λαια της Γε­νέ­σε­ως τέ­θη­καν υπό εξέ­τα­ση και τα πο­ρί­σμα­τα ήταν ποι­κί­λα.[22] Η αφή­γη­ση του πα­τέ­ρα-Θε­ού πρέ­πει να ει­πω­θεί ξα­νά, αυ­τή τη φο­ρά όχι από το δι­κό Του στό­μα ή από την πλευ­ρά μιας κυ­ρί­αρ­χης αφή­γη­σης.[23] Πρέ­πει να ει­πω­θεί ξα­νά από το στό­μα των γυ­ναι­κών αυ­τών. Η Εύα στα Πλευ­ρι­κά και οι έξι γυ­ναί­κες έν­δον του Νυμ­φώ­νος παίρ­νουν η μία από την άλ­λη τη σκυ­τά­λη και μι­λούν: γέν­νη­ση, ζωή, ύπαρ­ξη και θά­να­τος. Για να υπάρ­ξει, όμως, αφή­γη­ση, πρέ­πει να υπάρ­ξει πρώ­τα κα­τάλ­λη­λος Λό­γος. Κι αυ­τός ο λό­γος, όπως έχει δεί­ξει η φε­μι­νι­στι­κή θε­ο­λο­γία, δεν μπο­ρεί να ανή­κει στους άντρες· «με τα ερ­γα­λεία του αφέ­ντη, δεν γκρε­μί­ζεις το σπί­τι του»[24]. Προ­τε­ραιό­τη­τα λοι­πόν η δη­μιουρ­γία Λό­γου.

Καὶ ἐκά­λε­σεν Ἀδὰμ τὸ ὄνο­μα τῆς γυ­ναι­κός αὐτοῦ Ζωή

Με το πα­ρα­πά­νω πα­ρά­θε­μα από τη Γέ­νε­σι (3:20) ως προ­με­τω­πί­δα ανοί­γουν τα Πλευ­ρι­κά. Το ζή­τη­μα εδώ εί­ναι η ονο­μα­το­θε­σία· ορ­θό­τε­ρα, το ζή­τη­μα εδώ εί­ναι ο λό­γος. Εί­ναι ο λό­γος της Εύ­ας και ο λό­γος του Αδάμ-Αντρός. Ο τε­λευ­ταί­ος θα την κα­λέ­σει στα Πλευ­ρι­κά, όπως ακρι­βώς και στη Βί­βλο· ταυ­τό­χρο­να, όμως, θα αυ­το­κλη­θεί κι ο ίδιος: «Εί­σαι Ζωή, / λέ­ει και / ιδού, εγώ, ο Αδάμ ο Αφα­νέ­ρω­τός σου» («[ο Με­ρι­στής κι η ασπαρ­τά­μη]», Πλευ­ρι­κά, σ. 34). Η κλή­ση (;) αυ­τή ανά­γε­ται σε κομ­βι­κό ση­μείο για το ποι­η­τι­κό σύ­μπαν της Κλι­γκά­τση. Ας δού­με από πιο κο­ντά το βι­βλι­κό αυ­τό εδά­φιο. Ενώ μέ­χρι τον στί­χο 20 πα­ρα­κο­λου­θού­με τον λό­γο του Θε­ού, πα­ρεμ­βάλ­λο­νται οι στί­χοι 20 και 21, των οποί­ων η θέ­ση μοιά­ζει πιο ται­ρια­στή με­τά τον 24. Στον 20ό στί­χο έχου­με να κά­νου­με με τις με­τα­πτω­τι­κές σχέ­σεις των δύο φύλ­λων: «[μ]ε την ονο­μα­το­δο­σία», πα­ρα­τη­ρεί ο Μιλ­τιά­δης Κων­στα­ντί­νου, «υπο­γραμ­μί­ζε­ται με τον πιο πα­ρα­στα­τι­κό τρό­πο η με­τα­τρο­πή της αρ­χι­κής σχέ­σης ισό­τη­τας ανά­με­σα στον άν­δρα και τη γυ­ναί­κα (β΄ 23) σε σχέ­ση δου­λι­κής υπο­τα­γής και εξάρ­τη­σης της δεύ­τε­ρης από τον πρώ­το»[25]. Στη με­τα­πτω­τι­κή κα­τά­στα­ση ο λό­γος δια­χω­ρί­ζει αυ­τό που πριν ήταν ένα· η ονο­μα­το­δο­σία συ­νι­στά το πέ­ρα­σμα από την εδε­μι­κή στην με­τα­πτω­τι­κή κα­τά­στα­ση.
Σε ποιον ανή­κει ο ρό­λος του ονο­μα­το­δό­τη; Ποιος βα­πτί­ζει στα νά­μα­τα μιας πα­τριαρ­χι­κής φω­νής τις γυ­ναί­κες της Κλι­γκά­τση; Το ίδιο το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο βρί­σκε­ται σε κρί­ση: «Δεν ξέ­ρω πώς με λέ­νε. Ού­τε πώς θα μπο­ρού­σε. Εκ­παι­δεύ­ο­μαι όμως χρό­νια στις ανα­πα­ρα­στά­σεις» («[no existe el tiempo]», Πλευ­ρι­κά, σ. 30). Στις φε­μι­νι­στι­κές θε­ο­λο­γι­κές σπου­δές ση­μείο εκ­κί­νη­σης απο­τε­λεί η πα­ρα­δο­χή πως στη δυ­τι­κή σκέ­ψη τη νόρ­μα της ανά­γνω­σης των γρα­φών, αλ­λά και της πο­λι­τι­σμι­κής διά­θλα­σής τους, την έχει δώ­σει ένα πα­τριαρ­χι­κά δο­μη­μέ­νο σύ­στη­μα[26]. Η Εύα και οι ‘κό­ρε­ς’ της στη δυ­τι­κή πο­λι­τι­σμι­κή σκέ­ψη εί­ναι προ­ϊ­ό­ντα ενός πα­τριαρ­χι­κού λό­γου. Οι γυ­ναι­κεί­ες φω­νές έχουν πά­ψει να ακού­γο­νται, έχουν φι­μω­θεί τα στό­μα­τα· το υλι­κό που πα­ρα­δό­θη­κε στις φε­μι­νί­στριες κρι­τι­κούς έχει στε­γα­νά, τα οποία κα­λού­νται να υπερ­κε­ρά­σουν.
«Δί­χως αμ­φι­βο­λία,», γρά­φει η Julia Kristeva, «εί­μα­στε διαρ­κώς υπο­κεί­με­να μιας ομι­λί­ας που μας κρα­τά­ει. Αλ­λά υπο­κεί­με­να εν κρί­σει, που χά­νου­με αδιά­κο­πα την ταυ­τό­τη­τά μας, αστα­θή από τις δια­κυ­μάν­σεις αυ­τής της ίδιας της σχέ­σης με τον άλ­λον, όπου μια κά­ποια ομοιο­στα­σία μάς δια­τη­ρεί πα­ρ’ όλα αυ­τά ενο­ποι­η­μέ­νους»[27]. Ας πά­με στο βι­βλι­κό κεί­με­νο και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να στην αφή­γη­ση για τη δη­μιουρ­γία του κό­σμου· μό­λις ολο­κλη­ρώ­σει κά­θε ένα δη­μιούρ­γη­μά του, ο Θε­ός το ονο­μα­τί­ζει («και εκά­λε­σεν…»). Ο Θε­ός-Δη­μιουρ­γός δί­νει, λοι­πόν, το όνο­μα σε κά­θε «ποί­η­μα των χει­ρών Του»· όχι, όμως, και στην Εύα. Την Εύα θα την ονο­μά­σει «Ζωή» ο Αδάμ, ο άντρας-δη­μιουρ­γός. Η Κλι­γκά­τση, ωστό­σο, θα αφή­σει την Εύα να κα­τα­θέ­σει, θα την κα­λέ­σει άλ­λο­τε Εύα, άλ­λο­τε Ζωή κι άλ­λο­τε Γυ­ναί­κα. «[…] Εύα με λέ­νε όμως, ωραίο όνο­μα το Εύα, ωραίο ως όναρ» («[χαῖρε, τοῦ πε­σό­ντος Ἀδὰμ ἡ ἀνά­κλη­σις]», Πλευ­ρι­κά, σ. 48). Οι τρεις αυ­τοί προσ­διο­ρι­σμοί συν­δέ­ο­νται στε­νά με τρία στρώ­μα­τα της ζω­ής της: το βι­βλι­κό Εύα, η Ζωή, το όνο­μα που της δί­νει ο Αδάμ και η κο­ρύ­φω­σή τους, η Γυ­ναί­κα, με κε­φα­λαίο το αρ­χι­κό, με­τω­νυ­μία ενός συ­νό­λου. Πη­γαί­νου­με στη «Με­γα­γλώσ­σα» της συλ­λο­γής, όπου δια­βά­ζου­με:

Κα­τοι­κεί μια γλώσ­σα κά­τω απ’ τη γλώσ­σα της. Εί­ν’ Αυ­τή η γλώσ­σα κι εί­μαι Εγώ τ’ αμί­λη­το νε­ρό που πί­νει, το νε­ρό που ξε­δι­ψά­ει τ’ αμί­λη­τό της. Κι εί­ναι το στό­μα της Βα­βέλ και οι φω­νές χι­λιά­δες: Λευί­τες, Σα­μα­ρεί­τες, Αρ­χαί­οι, Βυ­ζα­ντι­νοί κι Έλ­λη­νες. Κι εί­ν’ η αυ­το­α­να­φο­ρά Ζωή που γρά­φε­ται στο πε­ρι­θώ­ριο της πα­λά­μης μας, και γί­νο­νται οι γλώσ­σες τό­τε, γί­νε­ται Αυ­τή και το Εγώ ψα­λί­δι ένα, ακο­νι­σμέ­νο κι έτοι­μο να κό­ψει πια αυ­τό που ενώ­νει.
Αυ­τό που ενώ­νει ό,τι εί­ναι μ’ ό,τι πε­ρι­γρά­φει.
(Πλευ­ρι­κά, σ. 48)

Ο βι­βλι­κός εαυ­τός συ­νυ­πάρ­χει με τον με­τα­πτω­τι­κό εαυ­τό, τον εαυ­τό που τι­μω­ρεί­ται για την ανυ­πα­κοή απέ­να­ντι στο Θεό, που γεν­νά με πό­νο κι υπο­μέ­νει τον πό­νο. Αν ο προ-πτω­τι­κός εαυ­τός εί­ναι η Ζωή, ο με­τα­πτω­τι­κός εί­ναι η Γυ­ναί­κα (διά­βα­ζε: γυ­ναί­κες).

[γυ­ναί­κα]

Αυ­τή που κά­πο­τε ήταν Εύα, όταν κοι­τά­ζει τον κα­θρέ­φτη αι­σθά­νε­ται πως εί­ναι κα­θρέ­φτης του κα­θρέ­φτη της. Όταν πλε­ξού­δες πλέ­κει τα μαλ­λιά της θυ­μά­ται τη μη­τέ­ρα της κι όταν ο άντρας της έρ­χε­ται σπί­τι τού λέ­ει πέ­ρα­σε, πέ­ρα­σε να σε χα­ρώ, όμως για πες μου, η Κυ­ρια­κή εί­ναι πριν την Πέμ­πτη ή με­τά την Τρί­τη;
Γυ­ναί­κα ή Εύα, Τρί­τη, Πέμ­πτη ή Κυ­ρια­κή: κά­τι ψελ­λί­ζουν για το χρό­νο.
(Πλευ­ρι­κά, σ. 38)

Ποια εί­ναι, λοι­πόν, η ομι­λία που «κρα­τά­ει», όπως το θέ­τει η Kristeva, την Εύα; Σί­γου­ρα όχι ο βι­βλι­κός λό­γος, που συ­χνά το ίδιο το κεί­με­νο υπο­νο­μεύ­ει· ο Θε­ός-Δη­μιουρ­γός πλά­θει, στην Πα­λαιά Δια­θή­κη, την Εύα, κι ο άντρας-δη­μιουρ­γός την ονο­μά­ζει Ζωή. Στην ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση, ωστό­σο, η ίδια η Εύα εί­ναι αυ­τή που εκ­φέ­ρει τον κυ­ρί­αρ­χο λό­γο, τον λό­γο που την προσ­διο­ρί­ζει και την απε­γκλω­βί­ζει από τα βι­βλι­κά στε­γα­νά. Τι συ­νι­στά, όμως, αυ­τός ο απε­γκλω­βι­σμός της; Η ορι­σμέ­νη διά του λό­γου του Λό­γου και το Άν­δρα Εύα, μέ­σα από το δι­κό της λό­γο, γί­νε­ται η Γυ­ναί­κα-με­τω­νυ­μία όλων των γυ­ναι­κών.
Το ζή­τη­μα του λό­γου, όμως, δια­περ­νά και τον Νυμ­φώ­να, τον οποίο κα­τα­κλύ­ζει. Οι γυ­ναί­κες για τις οποί­ες κά­να­με λό­γο ενοι­κούν τον νυμ­φώ­να ως μέ­λη μιας φυ­λής που έρ­χε­ται να διεκ­δι­κή­σει τη θέ­ση και τις ρί­ζες της: 

ΧΙΙ. Ο μύ­θος της Βα­βέλ ως μια κα­το­πτρι­κή ανα­λο­γία του αρ­χαιό­τε­ρου χρέ­ους: να γί­νει ο Λό­γος κοι­νά χέ­ρια και μά­τια, να γί­νει ξα­νά η γλώσ­σα της Φυ­λής, να ομι­λη­θεί. («[οὐκ ἔνι ἄρσεν καῖ θῆλυ]», Νυμ­φώ­νας, σ. 49).

Σε ποιον ανή­κει ο κυ­ρί­αρ­χος λό­γος στο ποι­η­τι­κό σύ­μπαν της Κλι­γκά­τση; Ο αν­δρι­κός λό­γος και Λό­γος εί­ναι πά­ντα (ωσεί) πα­ρών, υπάρ­χει, οδη­γεί κά­πο­τε, επι­μέ­νει, αντέ­χει. Στον αντί­πο­δά του ορ­θώ­νε­ται το (γλωσ­σι­κό) οι­κο­δό­μη­μα της Φυ­λής. Το κλη­ρο­δο­τη­μέ­νο αλ­λά­ζει χέ­ρια:

Κα­νέ­ναν λό­γο που τον ξέ­ρεις ήδη δεν θέ­λω να σου πω
Κα­μία σιω­πή· μή­τε αμήν συλ­λα­βι­σμέ­νο από χι­λιά­δες
αγ­γέ­λων και μυ­ριά­δες αρ­χαγ­γέ­λων τη φω­νή
Θέ­λω να πω απλώς και να το κα­τα­λά­βεις
Να γί­νεις λί­γο πιο αν­θρώ­πι­νος και πά­σχων
Να πω αυ­τό που που­θε­νά δεν φτά­νει
Μό­νο που μπλέ­κε­ται σε ρά­σα και περ­βά­ζια ου­ρα­νί­ων («[ερ­γό­χει­ρο]»,
Πλευ­ρι­κά, σ. 45)

Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με πως στις σε­λί­δες της Κλι­γκά­τση βρί­σκουν εφαρ­μο­γή τα ζη­τού­με­να των φε­μι­νι­στριών θε­ο­λό­γων: ο κυ­ρί­αρ­χος λό­γος ενέ­χει δύ­να­μη και εκεί­νος που τον κα­τέ­χει έχει τη δύ­να­μη να «ονο­μά­σει» πρώ­τος, να πα­γιώ­σει την εξου­σία του. Στον «[επί­λο­γο]» των Πλευ­ρι­κών δια­βά­ζου­με:

Μια γυ­ναί­κα πά­ντα
Όνο­μα δια­φο­ρε­τι­κό
Τό­πος και χρό­νος αμ­φί­βο­λοι
Εν­δο­γλωσ­σι­κοί
Πά­ντα μια γυ­ναί­κα χω­ρίς πα­τέ­ρα
Δί­χως από­γο­νο
Η ίδια ο τό­κος της
Άλ­λο­τε Εύα
Ζωή άλ­λο­τε
Αυ­τή ή εγώ
Πρό­σω­πα ιστο­ρι­κά ή / και μυ­θι­κά
Γεν­νιού­νται και αφη­γού­νται
Ανα­ζη­τούν
Γλώσ­σα πρω­τό­πλα­στη
Λέ­ξη ταυ­τό­τη­τα
Γί­νο­νται και γεν­νιού­νται
(Πλευ­ρι­κά, σ. 55)

Η στρο­φή της φε­μιν­σι­τι­κής θε­ο­λο­γι­κής κρι­τι­κής στη γλώσ­σα εκ­κι­νεί από τη λέ­ξη-κλει­δί: «εμπει­ρία»[28]. Σε ποιον ανή­κει η εμπει­ρία λοι­πόν; Στα Πλευ­ρι­κά η εμπει­ρία της πτώ­σης και της με­τα­πτω­τι­κής κα­τά­στα­σης, η οποία συ­νε­χί­ζε­ται και στον Νυμ­φώ­να, ανά­γε­ται σε κοι­νή εμπει­ρία όλων των γυ­ναι­κών, οι οποί­ες απο­κτούν τη δι­κή τους φω­νή, για να ‘κρα­τη­θού­ν’ από τη φω­νή της Φυ­λής. Ο Νυμ­φώ­νας εί­ναι ένα ‘δι­κό του­ς’ δω­μά­τιο, για να θυ­μη­θού­με όχι μό­νο την Woolf, αλ­λά και τη φε­μι­νί­στρια θε­ο­λό­γο Monika Fander.[29]

Η βα­ρύ­τη­τα και η Simone Weil

Η φω­νή αυ­τή της Φυ­λής εί­ναι προ­ϊ­όν πολ­λών άλ­λων φω­νών, που ενώ­νο­νται και σχη­μα­τί­ζουν το τε­λι­κό πο­λυ­φω­νι­κό απο­τέ­λε­σμα των δύο συλ­λο­γών. Μία από τις φω­νές αυ­τές που ακού­γε­ται ξε­κά­θα­ρη ανή­κει στη φι­λό­σο­φο Simone Weil (1909-1943), με την οποία η Κλι­γκά­τση δια­τη­ρεί εκλε­κτι­κές συγ­γέ­νειες. Με την πα­ρα­τή­ρη­ση αυ­τή ερ­χό­μα­στε ενώ­πιον της διαρ­κώς δια­λε­γό­με­νης φύ­σης της ποί­η­σης της Κλι­γκά­τση· στί­χοι των Ευαγ­γε­λί­ων και της χρι­στια­νι­κής γραμ­μα­τεί­ας, στί­χοι μυ­στι­κών ποι­η­τών (Άγιος Ιω­άν­νης του Σταυ­ρού), πα­λαιό­τε­ρων και νε­ό­τε­ρων ποι­η­τών, Ελ­λή­νων και ξέ­νων υπάρ­χουν, εμ­φα­νώς ή λαν­θα­νό­ντως, υπο­νο­ού­νται ή πα­ρα­τί­θε­νται, οδη­γούν την ανά­γνω­ση.
Τη Weil, λοι­πόν, τη συ­να­ντά­με για πρώ­τη φο­ρά στις σε­λί­δες των Πλευ­ρι­κών και στο ποί­η­μα «[η βα­ρύ­τη­τα και η χά­ρη]»:[30]

Η Σι­μό­νη κα­τοι­κεί στο ίδιο δια­μέ­ρι­σμα με μέ­να. Της δί­νω μο­λύ­βι, μου δί­νει χαρ­τί. Η λέ­ξη, μου εξη­γεί, ισού­ται με το πη­λί­κο της χά­ρης προς τη βα­ρύ­τη­τα. Μό­νο τη χά­ρη ψά­ξε, λέ­ει η Σι­μό­νη. Η βα­ρύ­τη­τα μέ­γε­θος απροσ­διό­ρι­στο, λέ­ει. Τις νύ­χτες δεν μι­λά­με κα­θό­λου. Επι­λέ­γει ένα βι­βλίο και μου δεί­χνει πού να ψά­ξω: αντι­κει­με­νι­κό-υπο­κει­με­νι­κό, απο­φα­τι­κό-κα­τα­φα­τι­κό, ιε­ρό-βέ­βη­λο, εν­διά­με­σα γκρί­ζες ζώ­νες. Αυ­τή με το μο­λύ­βι κρα­τά το ίσο.
Τις νύ­χτες δεν μι­λά­νε οι άν­θρω­ποι. Μό­νο δεί­χνουν.

«Σαν τις λέ­ξεις». (Πλευ­ρι­κά, σ. 40)

Η Weil ανα­λαμ­βά­νει τον ρό­λο της κα­θο­δή­γη­σης της ποι­ή­τριας. Οδεύ­ουν με ανοι­χτό μπρο­στά τους το βι­βλίο της Η βα­ρύ­τη­τα και η χά­ρη (La pesanteur et la grâce). Το ίδιο ακρι­βώς βι­βλίο θα συ­να­ντή­σου­με και στις σε­λί­δες του Νυμ­φώ­να, αυ­τή τη φο­ρά με τρό­πο λι­γό­τε­ρα πρό­δη­λο: «Θυ­μά­μαι να έρα­ψα ξα­νά επά­νω μου την πτώ­ση. / Ας πού­με πως βα­φτί­στη­κε / “Η βα­ρύ­τη­τα και η χά­ρη”» («[αυ­τός που δεν έγρα­ψε ποι­ή­μα­τα]», Νυμ­φώ­νας, σ. 20).
Για να κα­τα­λά­βου­με τον ιδιαί­τε­ρο ρό­λο που η Γαλ­λί­δα φι­λό­σο­φος κα­λεί­ται να παί­ξει στις συλ­λο­γές της Κλι­γκά­τση και τη σχέ­ση της με τις γυ­ναί­κες των Πλευ­ρι­κών και του Νυμ­φώ­να, θα πρέ­πει πρώ­τα να δώ­σου­με ορι­σμέ­νους άξο­νες της σκέ­ψης της. Για τη Weil η σχέ­ση της με τον Θεό και τη θε­ό­τη­τα περ­νά δια­μέ­σου του προ­σώ­που.[31] Πλέ­ου­με στα βα­θιά νε­ρά του γαλ­λι­κού περ­σο­να­λι­σμού[32], μό­νο που εδώ θα στα­θού­με απο­κλει­στι­κά στη σχέ­ση της Weil με τα πρό­σω­πα της Γρα­φής και ιδιαί­τε­ρα αυ­τό του Χρι­στού. Τη Weil δεν την εν­δια­φέ­ρει η δύ­να­μη του ανα­στη­μέ­νου Ιη­σού, εί­τε κά­ποια άλ­λη φα­νέ­ρω­ση της Θε­ό­τη­τάς Του. Εκεί­νο που την εν­δια­φέ­ρει εί­ναι ο Ιη­σούς ως πά­σχον σώ­μα[33]. Η οδύ­νη του εί­ναι η μο­να­δι­κή πη­γή σω­τη­ρί­ας[34]. Με τους όρους του Jaques Julliard, «[π]ερισ­σό­τε­ρο χρι­στια­νι­κή πα­ρά κα­θο­λι­κή και πε­ρισ­σό­τε­ρο φι­λό­χρι­στη πα­ρά χρι­στια­νι­κή, η θρη­σκεία της Σι­μόν Βέιλ εί­ναι πά­νω απ’ όλα μια θρη­σκεία του Ιη­σού Χρι­στού»[35]. Η φι­λό­σο­φος ανα­ζη­τά τις αν­θρώ­πι­νες ρί­ζες της βι­βλι­κής μορ­φής Του, όπως ακρι­βώς και η Κλι­γκά­τση στα ποι­ή­μα­τά της απο­γυ­μνώ­νει τις γυ­ναί­κες από τα βι­βλι­κά (και πα­τε­ρι­κά) πέ­πλα τους· «Να γί­νεις πιο αν­θρώ­πι­νος και πά­σχων» εί­δα­με στο πα­ρα­πά­νω ποί­η­μα. Ιδιαί­τε­ρα στην πε­ρί­πτω­ση των Πλευ­ρι­κών, η Εύα προ­σφέ­ρει το κα­λύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα.
Στο ποί­η­μα που πα­ρα­θέ­σα­με νω­ρί­τε­ρα η Weil ορί­ζει τις σχέ­σεις της ποι­ή­τριας με τον κό­σμο των Γρα­φών. Η βα­ρύ­τη­τα, «[γ]ενι­κά, αυ­τό που πε­ρι­μέ­νου­με από τους άλ­λους προσ­διο­ρί­ζε­ται από τα απο­τε­λέ­σμα­τα της βα­ρύ­τη­τας επά­νω τους»[36], πρέ­πει να φύ­γει ως μέ­γε­θος απροσ­διό­ρι­στο και να μεί­νει μό­νο η ανα­ζή­τη­ση της χά­ρης. Για να επέλ­θει αυ­τή ο άν­θρω­πος πρέ­πει να απο­γυ­μνω­θεί πλή­ρως από ό,τι το τε­χνη­τό και επί­γειο, να «απο­δη­μιουρ­γη­θεί» (decreated). Το δη­μιουρ­γη­θέν πρέ­πει να επι­στρέ­ψει σε μια προ­τε­ραία κα­τά­στα­ση μη-δη­μιουρ­γή­μα­τος, να αγ­γί­ξει την πρω­ταρ­χι­κό­τη­τά του, να οι­κο­δο­μη­θεί εξ αρ­χής[37]. Με τους ίδιους όρους η Κλι­γκά­τση θέ­τει τη Δη­μιουρ­γία και τη χρι­στια­νι­κή πρω­το­λο­γία στο επί­κε­ντρο της ποί­η­σής της. Η Εύα πρώ­τα ως δη­μιούρ­γη­μα ενός λ/Λό­γου και κα­τό­πιν οι λοι­πές γυ­ναί­κες απο­δε­σμεύ­ο­νται από τον πε­ρί δη­μιουρ­γί­ας (τους) λό­γο και ανα­δει­κνύ­ε­ται η ‘αν­θρώ­πι­νη’ διά­στα­σή τους.
«Δεν υπάρ­χουν», γρά­φει η Weil, «πα­ρά δυο μο­νά­χα στιγ­μές τέ­λειας γυ­μνό­τη­τας και αγνό­τη­τας στην αν­θρώ­πι­νη ζωή: η γέν­νη­ση κι ο θά­να­τος»[38]. Η λα­τρεία του Θε­ού, για τη φι­λό­σο­φο, πρέ­πει να σχε­τί­ζε­ται με την κα­θα­ρό­τη­τα του νε­ο­γέν­νη­του και τη γυ­μνό­τη­τα του ετοι­μο­θά­να­του. Η ζ/Ζωή και ο θά­να­τος επα­νέρ­χο­νται συ­χνά στις δύο συλ­λο­γές, άρ­ρη­κτα δε­μέ­νοι με τη Γυ­ναί­κα. Κλεί­νο­ντας τον Νυμ­φώ­να, το ποι­η­τι­κό προ­σω­πείο ανα­γνω­ρί­ζει τις οφει­λές του· γέν­νη­ση και θά­να­τος, γλώσ­σα και ονο­μα­το­δο­σία συ­γκοι­νω­νούν· πα­ρα­τί­θε­ται το πρώ­το μέ­ρος από το ποί­η­μα «[γη μία και τά­φος]»:

Εδώ πα­ρέ­δω­σα προ­φυ­λαγ­μέ­να τα ολί­γι­στα θά­μα­τα που αξιώ­θη­κα: άν­δρες οκτώ, σο­φούς και πα­ρα­στά­τες, άκλαυ­τους κι άθα­φτους, φο­βι­σμέ­νους και γεν­ναί­ους, άγιους και παρ­θέ­νους. Σ’ αυ­τόν τον τό­πο που κυ­κλώ­θη­κε από λέ­ξεις, με χω­ρίς πα­ρά­θυ­ρα, μό­νο με χέ­ρια, οι άν­δρες μου προ­σήλ­θαν αυ­το­βού­λως και κα­τα­γρά­φη­καν με λε­πτο­με­ρείς πε­ρι­γρα­φές. Ονο­μά­τι­σαν και άγ­γι­ξαν και εί­δαν πώς μπλέ­κε­ται ο σταυ­ρός και ο θά­να­τος μέ­σα στο ίδιο σώ­μα. Πώς όνο­μα και ονο­μα­στής δια­φέ­ρουν. (Νυμ­φώ­νας, σ. 51)


Το τέ­λος ή η αρ­χή της ιστο­ρί­ας

Τι μας έχει κλη­ρο­δο­τή­σει η Γέ­νε­σις; Ποια, δη­λα­δή, η επιρ­ροή που το πρώ­το βι­βλίο του αγιο­γρα­φι­κού κα­νό­να άσκη­σε στον δυ­τι­κό πο­λι­τι­σμό και το φα­ντα­σια­κό του ως προς τη σχέ­ση των δύο φύ­λων; Εί­ναι γνω­στό το ερώ­τη­μα που έθε­σαν οι φε­μι­νί­στριες θε­ο­λό­γοι: «τι θα γί­νει αν αφαι­ρέ­σου­με από τη βι­βλι­κή αφή­γη­ση το φί­δι, το δέ­ντρο και τη γυ­ναί­κα;». Θα πρέ­πει να αρ­κε­στού­με σε μία αφή­γη­ση μο­νο­διά­στα­τη, θα απα­ντού­σε κα­νείς, σε μία μο­να­χι­κή εδε­μι­κή ύπαρ­ξη που θα ονο­μά­ζε­ται Αδάμ. «Βγά­λε τον όφι, το δέ­ντρο και τη γυ­ναί­κα από την ει­κό­να και δεν θα έχου­με ού­τε πτώ­ση, ού­τε ορ­γι­σμέ­νο κρι­τή, ού­τε κό­λα­ση, ού­τε αιώ­νια τι­μω­ρία –άρα ού­τε ανά­γκη Σω­τή­ρος. Έτσι, φεύ­γει ο πά­τος κά­τω απ’ όλη τη χρι­στια­νι­κή θε­ο­λο­γία».[39]
Τι βγά­ζει η Κλι­γκά­τση έξω από τον χώ­ρο των Πλευ­ρι­κών και του Νυμ­φώ­να; Βγά­ζει τις γυ­ναί­κες και τις προ­σεγ­γί­ζει εκτός συ­στή­μα­τος, εκτός του οι­κεί­ου για τους πολ­λούς χώ­ρου τους, εκτός του αυ­στη­ρά οριο­θε­τη­μέ­νου και πα­τριαρ­χι­κά δο­μη­μέ­νου οι­κο­δο­μή­μα­τος. Απο­δη­μιορ­γία; Επα­να­ση­μα­σιο­δό­τη­ση; Επα­νερ­μη­νεία ή επα­νά­γνω­ση; Η Κλι­γκά­τση, όπως εί­πα­με στην αρ­χή, γρά­φει με τη Βί­βλο ανοι­χτή δί­πλα της. Προ­σεγ­γί­ζει το βι­βλι­κό κεί­με­νο με κρι­τι­κή διά­θε­ση, οπλι­σμέ­νη με τα ερ­γα­λεία της φε­μι­νι­στι­κής θε­ο­λο­γί­ας. Η Εύα, η Μα­ρία, οι τέσ­σε­ρις γυ­ναί­κες του Νυμ­φώ­να, η Μα­ρία η Μα­γδα­λη­νή, πλή­ρως ενταγ­μέ­νες και ταυ­τό­χρο­να απο­μα­κρυ­σμέ­νες από το συ­γκεί­με­νό τους, υπάρ­χουν έξω του, διεκ­δι­κούν τον δι­κό τους λό­γο και συν­θέ­τουν τη δι­κή τους αφή­γη­ση.
Η αφή­γη­ση των αν­δρών πρέ­πει να λά­βει τέ­λος, να ει­πω­θεί από την αρ­χή, η ιστο­ρία πρέ­πει να γρα­φεί ξα­νά. Αυ­τόν τον ρό­λο ανα­λαμ­βά­νει το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο της Κλι­γκά­τση στο όνο­μα μιας Φυ­λής. Δια­βά­ζου­με στο «[οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θή­λυ]» του Νυμ­φώ­να:

XIV. Ξα­να­γρά­φω, αγα­πώ­ντας σας, το Τέ­λος της Ιστο­ρί­ας. (Νυμ­φώ­νας, σ. 50).

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: