Η νέα ποιητική συλλογή του Αχιλλέα Κατσαρού Ζαριά στο πιθάρι από τις εκδόσεις Θράκα είναι ένα αντιπολεμικό μανιφέστο. Φόρος τιμής στους ρημαγμένους της υφηλίου και ιστορική ίσως μαρτυρία, πλεγμένη όμως με την ποιητική μαγεία αρχαιοελληνικού μύθου. Πιθανώς και να εκληφθεί ως το μικρό εγχειρίδιο της θλίψης κάποιου που επιβίωσε στη μάχη κι «αξιώθηκε» τη ζοφερή επαύριον.
«Εγχειρίδιο» λοιπόν, ερμηνεύοντας το βιβλίο με αισθητικά κριτήρια. Κίτρινη ώχρα ντυμένο, όπως φαντάζομαι τον κουρνιαχτό της αντάρας. Κι αυτή η αμιγώς προσωπική πρόσληψη έρχεται να συνταιριάξει με την ποιητική εικαστικότητα του εξωφύλλου: πασσαλόξυλα γερτά, ημιβυθισμένα στον υγρότοπο, σε μια μάλλον οριακή ισορροπία. Η σκιαγράφηση από τον φωτογραφικό φακό θυμίζει κάννες κυνηγετικών όπλων, απόμαχων ή σε ετοιμότητα. Εμφανής η ειρωνεία της εικόνας καθώς αποδημητικοί κορμοράνοι ξαποσταίνουν πάνω τους. Νίκη της ειρήνης επί του ολετήρα ή ένα παιχνίδι με τη φωτιά; Συγκερασμός διττός και άρτιος που εξεικονίζει εκ προοιμίου την κεντρική αντιπολεμική ιδέα της διαχρονικής ποίησης του Κατσαρού.
Για να προχωρήσω βαθύτερα, πιάνομαι από τον τίτλο της συλλογής «Ζαριά στο πιθάρι». Συνειρμικά, οδηγούμαι στον γνωστό αρχαιοελληνικό μύθο του πίθου των Δαναΐδων, όπου οι νύμφες, μετά θάνατόν, καταδικάστηκαν αιωνίως να χύνουν νερό σε διάτρητο πιθάρι, λόγω της επονείδιστης συζυγοκτονίας που διέπραξαν. Η ατέρμονη ματαιοπονία, ενδεχομένως να λειτουργεί ως αλληγορικός παραλληλισμός με την ανθρώπινη ιστορία, τον επαναλαμβανόμενο κύκλο αίματος ως και σήμερα. Το ενδιαφέρον όμως εδώ είναι πως ο Κατσαρός προσφύει και τη ρίψη ζαριών, επιτείνοντας το δράμα αφού, μέσα από το πρίσμα της τυχαιότητας, βαραίνει εμμέσως το ανυπολόγιστο αποτέλεσμα, το μετέωρο βήμα της ανθρωπότητας. Και συνάμα, η αδυναμία, η απουσία και ίσως μια αποκαθήλωση του Σωτήρα Θεού που, κατά Steven Hawking, «όχι μόνον ρίχνει ζάρια αλλά δεν ξέρει και πού τα ρίχνει».
Η αναφορά τεσσάρων γεωγραφικών τοπόσημων-επικεφαλίδων χαρτογραφεί νοητά μια «εγγεγραμμένη σταυροειδή» συλλογή που προσομοιάζει την αρχιτεκτονική ενός ναού που στεγάζει τη μυστηριακή γραφή του ποιητή. Δηλαδή, μέσα στον ελλειπτικό πλανήτη, ο Κατσαρός εγχαράσσει διαλυμένο σταυρό –οι πάσσαλοι του εξωφύλλου;– όπου ως κορυφές ορίζονται τα εν λόγω σημεία του χάρτη με ακριβείς μάλιστα συντεταγμένες. Τέσσερις πόλεις σεπτές όπου αντιστοιχούν στις ισάριθμες ενότητες του βιβλίου. Ας σημειωθεί πως η εκάστοτε πόλη είναι κυρίως το έναυσμα μιας συλλογιστικής πορείας του ποιητή και πως σε καθεμιά υπάρχουν τροχιοδρομικές διασυνδέσεις με άλλους προορισμούς. Αυτή η αναφορική ευελιξία του ποιητή δημιουργεί μια οικουμενικότητα στον μύθο του. Ίσως επαληθεύει και την ιδέα της καβαφικής Πόλης με τον γνωστό στίχο «σ’ όλη τη γη την χάλασες». Ο Κατσαρός ενδύεται τον ρόλο ενός ταξιδιώτη–προσκυνητή στους αγίους του τόπους και γίνεται τελικά ο Προμηθέας που πασχίζει να ξανανάψει τη σβησμένη φωτιά της ελπίδας.
Διατρέχοντας συνοπτικά τα ποιήματα, αρχικά βρισκόμαστε στο Deadhorse της Alaska. Στον συμβολικό τόπο με την πεισιθάνατη ονομασία, ο ποιητής αναμετριέται με χιόνι και κρύο θάνατο που αφανίζει τα πάντα. Κι ύστερα θα αναρωτηθεί για ποιον και για τι δόθηκε η μάχη. Πλάγιο υπαρξιακό ερώτημα με πολιτικές ίσως διαστάσεις και στον αντίποδα η ποίηση, ερχόμενη σαν το φιλί της ζωής, ηδονή που τρώγεται ωμή και μας θρέφει.
Θα έλεγε έπειτα κανείς πως ο εξαίρετος στίχος «τούτη η πόλη είναι νάρκη στα χέρια του θεού» δεν θα μπορούσε να αναφέρεται σε κανέναν άλλο τόπο παρά στην Ιερουσαλήμ, τη δεύτερη ενότητα της συλλογής. Ο διακτινισμός του ποιητή στο άλλο άκρο της υφηλίου τρόπον τινά ενισχύει μια παγκοσμιοποιημένη ανάγνωση, αφού έξω από το τείχος βρίσκεις ψαλμωδίες ανάμεικτες για την Παλαιστίνη, το Ισραήλ, τη Σρεμπρένιτσα, την Καντίς, το Γκουαντάναμο, τη Φαλούζα, τα κρεματόρια.
Στο τρίτο σκέλος του βιβλίου ο ποιητής ξυπνά στη Λίμα του Περού, μέλος μιας αγέλης λύκων απ’ την κόλαση. Η ενότητα, χωρισμένη σε επτά ημέρες, ακολουθεί την εβδομάδα των Παθών. Ευλαβική λιτανεία, μια νεκρώσιμη πομπή που στο τέλος μονάχα, όταν όλα θα έχουν ειπωθεί και θα έχουν συντελεστεί, θα μάθουμε ποιος είναι μέσα στο φέρετρο. Μυροφόρες η Σαπφώ και η Μήδεια, υπόμνηση του σώματος και του πάθους στην ποιητική διεργασία. Εμφανέστερος λυρισμός και ωδή σε μια παλιά, χαμένη ομορφιά.
Τελευταίος σταθμός ο «επαναπατρισμός», η Μινωική Κρήτη. Με ένα τρίπτυχο ποίημα, ο Κατσαρός, αν και επισημαίνει με αστερίσκο την επίκληση στο ποίημα του Jorge de Sena –και δομικά μα και στο πλαίσιο της υπαρξιακής αμφισβήτησης– κάνει μια άμεση αποφώνηση προς στον αναγνώστη, στρέφεται προσωπικά στο ακροατήριο, γεγονός που προσδίδει όχι μόνο μια αίσθηση ολοκλήρωσης στην παρούσα συλλογή αλλά και μια ταυτότητα σε όλες τις δουλειές του.
Η νέα ποιητική συλλογή του Αχιλλέα Κατσαρού είναι ένα δείγμα απαιτητικής γραφής, ο αναγνώστης ενδεχομένως να την θεωρήσει πρόκληση. Αγκάθι στο δέρμα της ανθρωπότητας, που μας θέτει όλους προ «καζαντζακικής» ευθύνης. Δεν είναι εύκολος ο δρόμος μα ο Κατσαρός ούτως ή άλλως δεν μας έχει συνηθίσει σε εύπεπτες αναγνώσεις. Μας χαρίζει όμως έναν αυθεντικό ποιητικό λόγο, κατάθεση με κάλλος και ευστοχία. Πολλάκις σταμάτησα την ανάγνωση, πλην των απαραίτητων εγκυκλοπαιδικών αναζητήσεων, για να απολαύσω την ηδύτητα των λέξεων. Είναι μείζον, ας μην το αμελούμε στην ποίηση.