Η ψυχή θα πρέπει να μένει πάντα μισάνοιχτη
Έμιλι Ντίκινσον
Πιστή στην κατεύθυνση του ψυχογραφικού κειμένου που ερευνά τις περιοχές της ανθρώπινης συνείδησης, αλλά και τους σκοτεινούς χώρους του ασυνειδήτου, η Εύα Στάμου συνεχίζει σταθερά τη συγγραφική της πορεία. Το θέμα του αποκλεισμού, ως ψυχοπαθολογία των σχέσεων, την έχει απασχολήσει και στο βιβλίο της Μεσημβρινές συνευρέσεις. Ήταν η πρώτη συγγραφική της απόπειρα, για την οποία μάλιστα κέρδισε υποψηφιότητα στα βραβεία του Διαβάζω. Ακολούθησαν και άλλα έργα: Μυθιστορήματα, διηγήματα, και το πολύ ενδιαφέρον δοκίμιο Η επέλαση της Ροζ Λογοτεχνίας (μια μελέτη για την παραλογοτεχνία, το φαινόμενο της ροζ κουλτούρας, τη γυναικεία γραφή, τα ευπώλητα βιβλία, τις διακρίσεις των ειδών κ.λπ.)
Η ζωή δεν είναι παρά μια σειρά από απώλειες, διαβάζουμε στο νέο βιβλίο της Στάμου Η Επίσκεψη. Την ιστορία αυτών των απωλειών επιχειρεί να συνοψίσει εδώ η συγγραφέας μέσα από τους γυναικείους χαρακτήρες της, όμως, στην ουσία δεν μιλά για όσα χάνονται βαθμιαία στην πορεία του βίου – ταλέντα, δυνάμεις, δεξιότητες, μνήμη. Μιλά για εκείνο ακριβώς το στοιχείο που θα ονόμαζα «απώλεια του εαυτού». Όχι με τον τρόπο που το εννοεί ο Λακάν στο γνωστό Σεμινάριο Encore («Η γυναίκα δεν υπάρχει»), αναφερόμενος στις συγκεκριμένες ελλείψεις που στερούν από το θήλυ το βίωμα της ταυτότητάς του ως Όλον. Αλλά για την καταστροφή της βασικής δυνατότητας του σχετίζεσθαι. (Υπάρχω, θα πει, συνυπάρχω). Μια καταστροφή, η οποία, βεβαίως, αφορά και στα δυο φύλα.
Tο βιβλίο περιλαμβάνει δεκαέξι διηγήματα και χωρίζεται σε δύο μεγάλες θεματικές ενότητες. Κατά την αίσθησή μου, αναπτύσσεται επίσης σε δύο παράλληλα επίπεδα. Στο πρώτο, παρακολουθούμε τη χαίνουσα πληγή της εσωτερικής ζωής, το ρήγμα που ευθύνεται για την απομόνωση του υποκειμένου: Ζοφερές σκέψεις και αισθήματα, απουσία ισορροπίας, τακτικές υποχώρησης, όλα όσα ο φόβος επινοεί για να χτίσει αποστάσεις, αλλοιώνοντας την αληθινή εικόνα του κόσμου. Εδώ κυριαρχούν οι ατμόσφαιρες του γκρίζου και του μαύρου, χωρίς άλλες ενδιάμεσες αποχρώσεις.
Σε δεύτερο επίπεδο, η συγγραφέας απλώνεται πιο πέρα από τις ατομικές περιπτώσεις των ηρώων της, προσθέτοντας στο κάδρο ένα ισχυρό κοινωνικό πλαίσιο και ένα ευρύτερο ανθρωπιστικό αίσθημα. Έτσι η συλλογή αποχτά γερά στηρίγματα, το ειδικό ρεαλιστικό θεμέλιο που δίνει βαρύτητα στις αφηγήσεις, απαθανατίζοντάς τες ως ειδικές περιπτώσεις μέσα στην Ιστορία. Το προσφυγικό ζήτημα, τα hot spot, οι αναφορές στους μετανάστες, τα συμβάντα με τους νεκρούς των ναυαγίων, η απώλεια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στα στρατόπεδα, το υπαρξιακό αντίκτυπο στους διασώστες, ο ηθικός διαχωρισμός ανάμεσα στην ανθρωπιστική προσφορά και στον ίδιο τον άνθρωπο, είναι μερικά από τα θέματα που ευθύνονται για ανάλογους νοηματικούς πυρήνες.
Το μεγαλύτερο προσόν του βιβλίου, οι καλοδουλεμένοι χαρακτήρες. Η Στάμου ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τις γυναίκες. Γυναίκες σύγχρονες, με διαφορετικές κοινωνικές ταυτότητες, διαφορετικούς καθημερινούς ρόλους, όμως συν-εμπλεκόμενες στα ίδια γρανάζια της ήττας. Γυναίκες διαταραγμένες, εμμονικές, αφανισμένες από κακές γονεϊκές σχέσεις ή από την εξουσία του αρσενικού, γυναίκες νάρκισσοι, γυναίκες εκδικητικές ή συναισθηματικά ψυχρές, κι άλλοτε ποδοπατημένες απ’ τον οπισθοδρομικό περίγυρο, απρόθυμες για διακινδύνευση και αλλαγή.
Στις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις η Στάμου κατορθώνει να ταυτίζεται τόσο καλά με τις ηρωίδες της, ώστε σχεδόν μας πείθει ότι περιγράφει καθαρά προσωπικά βιώματα. Η μέθοδός της: επικέντρωση στο θέμα με ψυχρό βλέμμα, για την αποφυγή κάθε περιττού συναισθηματισμού. Η γλώσσα της απλή, καθημερινή, είναι φορτισμένη από βαθύτερα ψυχικά σημεία και γι’ αυτό καταλήγει ιδιαίτερα επικοινωνιακή. Οι χαμηλοί τόνοι κυριαρχούν. Υπάρχουν και αρκετά κρεσέντο, κυρίως προς το τέλος της εκάστοτε πλοκής. Όπως είναι φυσικό, η αισθητική αξία των αφηγημάτων δεν βρίσκεται στο ίδιο ύψος. Το ύφος τους όμως διαθέτει ομοιογένεια και κοινές θεματικές αναφορές (έμμεσες ή άμεσες), πράγμα που υποστηρίζει και το συνολικό διακύβευμα για μια ομοιογενή συλλογή.
Το μοτίβο του ψυχικού εγκλεισμού πρωταγωνιστεί και στη δεύτερη ενότητα του βιβλίου, όπου τα πρόσωπα (τουλάχιστον φαινομενικά) κινούνται προς μια έξοδο μέσω της ανθρωπιστικής τους δράσης. Γίνεται όμως φανερό ότι η «προσφορά στο Άλλο» δεν αποτελεί κάποιου είδους θεραπευτική αγωγή (την αποκατάσταση του τραύματος), αλλά μάλλον ένα περιστασιακό παυσίλυπον. Η πάσχουσα ύπαρξη παραμένει να θεάται τη σταθερή της ήττα.
Και, βεβαίως, μέσα σε όλη αυτή τη σκηνογραφία του γκρίζου, αναδύεται συμπληρωματικά μια πιο συλλογική κατάσταση: H ασθένεια του σύγχρονου πολιτισμού, το καθολικό κοινωνικό τραύμα, που εκδηλώνεται σήμερα με την ολοκληρωτική καταστροφή της «κοινότητας», τη διάλυση της βασικής επικοινωνιακής δομής από την οποία γεννήθηκαν κάποτε η «συμπάθεια», η εμπιστοσύνη, η φιλία.
Αντίβαρο στο γενικό κλίμα αποτελεί το αφήγημα «Χωρίς αποσκευές», το οποίο εκπέμπει λίγο φως, μια υπόσχεση ελπίδας για την ανθρώπινη προοπτική. (Εδώ παρεμβάλλεται και η μοναδική μεταφυσική χροιά του βιβλίου. Ή καλύτερα να πω, η μοναδική μεταφυσική χροιά σε ολόκληρο το έργο της Στάμου). Η συγγραφέας θα χρησιμοποιήσει αυτό το τόσο διαφορετικό υλικό ως ένα είδος γέφυρας ανάμεσα στις δύο μεγάλες θεματικές της ενότητες, χωρίς, εντούτοις, να μας οδηγήσει τελικά σε φωτεινές περιοχές.
Ένα συγγραφικό εγχείρημα που αθροίζει την Ιστορία και την Κοινωνιολογία στην υπαρξιακή περιπέτεια και τις απόκρυφες ανθρώπινες διαδρομές, χωρίς να εμπλέκεται στην εύκολη συγκίνηση.