Η ποιητική συλλογή Άλογα στο στήθος της Μαρίας Σφήκα με εξώφυλλο τον πίνακα της Andrea Lehmann «Horse 1» όπου απεικονίζεται μια φιγούρα μισή άλογο μισή γυναίκα είναι ένα πολύ όμορφο βιβλίο τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο. Αυτό είναι το τρίτο βιβλίο της ποιήτριας. Έχει εκδώσει δύο ακόμη συλλογές, τον «Υποκειμενικό Κήπο» (εκδ. Οιωνός 2006) και την «Εισαγωγή στις πονηρίες της χαράς» (εκδ. Οιωνός 2011).
Τα ποιήματα της Σφήκα λειτουργούν σαν βαλβίδες εκτόνωσης που, λόγω της ειρωνείας και του υποδόριου σαρκασμού και χωρίς καταγγελτικές ευκολίες βγάζουν «πολιτισμένο» ήχο. Δεκαπέντε, ως επί το πλείστον εκτενή, στοχαστικά ποιήματα, τα περισσότερα σε σπονδυλωτή αφήγηση. Σ’ όλα τα ποιήματα υπάρχουν τίτλοι, σε ορισμένα και δεύτερος τίτλος σε παρένθεση. Οι τίτλοι παρόλο που δεν τους συναντούμε ως στίχους στο σώμα του ποιήματος, θεωρούνται αναπόσπαστο κομμάτι του, κάτι σαν υπογραφή, σαν ερμηνευτικό αντικλείδι· ο αναγνώστης ενίοτε επιστρέφει στον τίτλο για να αναπροσαρμόσει την ερμηνεία του ποιητικού κειμένου. Η ποιήτρια επιλέγει να γράφει δίστιχα ή τρίστιχα ακόμη και στίχους μονοσύλλαβους για να ελέγχει και να συμπυκνώνει το νόημα. Η απόσταση ανάμεσα στους στίχους είναι για την ανάσα, που έχει ανάγκη, όταν διαβάζουμε τα ποιήματα, να παίρνει η ψυχή μας. Ο ρυθμός τους από τη μία προσδίδει μουσικότητα στους στίχους σαν να καλπάζουν «άλογα στο στήθος» και από την άλλη κάνει το ποίημα διαδραστικό· η συλλογή «Άλογα στο στήθος» παίζει με τον εγκέφαλο του αναγνώστη.
Ποιήματα με κοινωνικό έρεισμα που αντιδρούν στην ευτέλεια και την παρακμή και καυτηριάζουν το «δήθεν», την υποκρισία και τη λανθασμένη ερμηνεία του «politically correct». Η Σφήκα κλείνει το μάτι στα στερεότυπα γελοιοποιώντας με ευρηματικό τρόπο την ουσία του συντηρητισμού. Είναι θυμωμένη, εξανίσταται κατά της αδικίας, «καλπάζουν άλογα στο στήθος της» αλλά επιτυγχάνει να διαχειριστεί τον θυμό της. Αλλού τρυφερά, αλλού ευθύβολα και κάποιες φορές ωμά, αυτά που περιγράφει, μας αφορούν. Τα ζήσαμε, τα ζούμε, ή /και θα τα ζήσουμε.
Από τον πρώτο στίχο της συλλογής, του ποιήματος «Πλήθος (Μetropolis)» η ποιήτρια
είν’ ο κανένας / που φοράει χίλια πρόσωπα
που μας προ-καλεί, μας καλεί να νιώσουμε ότι ο ένας «Ούτις» ή ο ένας κανένας ή ο άλλος κανένας ή ο τρίτος κανένας μέσα στο πλήθος ισούται με το πλήθος. Ένα δαιμονικό πλήθος που δεν έχει σταθερή ταυτότητα. Ο τίτλος Μetropolis παραπέμπει στην ομώνυμη ταινία όπου με απίστευτη διαίσθηση ο εξπρεσιονιστής σκηνοθέτης Φριτζ Λανγκ το 1927 προφήτεψε το ναζισμό. Στην ταινία στα έγκατα της γης, κάτω από την πόλη με την έντονη ζωή, βρίσκονται στρατιές εργατών που ζουν και χειρίζονται τις μηχανές, ώστε όλα να λειτουργούν ρολόι στην επιφάνεια της γης.
Υπόγειες είναι οι πηγές, / αόρατες:
οι ίδιες που τροφοδοτούν, / οι ίδιες καταπίνουν.
Επάνω φτάνει / μόνον η βοή, / η περιδίνηση, / και κάποια λόγια σκόρπια, / ακατάληπτα,
που επιπλέουν ξεκομμένα, ακαλαίσθητα στο φως, / σα λύματα·
ήπια ναυτία— / κι αμφιβάλλω
αν έστω κι ένας πια / μπορεί να θυμηθεί / πώς είναι
τα πόδια να στεριώνεις / όλο κόντρα
και να κρατιέσαι / ενάντια στο ρεύμα (σελ. 10)
Το πλήθος που έχει μάτια αόμματα για τον έναν και μοναδικό που κρατιέται ενάντια στο ρεύμα, για τον έναν και μοναδικό που προβάλλει αντίσταση. Το πλήθος που τον προσπερνάει αυτόν που έχει όνομα και πρόσωπο, χωρίς καν να παραμερίσει. Σαν αυτός να σβήνει και να εξαφανίζεται μπροστά στα μάτια του πλήθους. Όπως στον Αόρατο άνθρωπο, το διάσημο μυθιστόρημα του Ραλφ Έλισον (1952) όπου ο κεντρικός ήρωας είναι άνθρωπος με σάρκα και οστά, δεν είναι ούτε φάντασμα ούτε φιγούρα στο κινηματογραφικό πανί και όμως δεν τον βλέπει κανείς. Δεν τον βλέπει το πλήθος γιατί δεν είναι φτιαγμένος κατ’ εικόνα του πλήθους. Δεν τον βλέπει το πλήθος γιατί το πλήθος βλέπει μόνο τον εαυτό του. Γιατί το πλήθος δεν θέλει να βλέπει άσχημους ανθρώπους όπως διαβάζουμε στο κατακερματισμένο ποίημα «Αληθινή ζωή»:
Εδώ δεν βλέπεις άσχημους ανθρώπους: / τους κρύβουν πίσω απ’ τη σκηνή.
Για λίγο μόνο, ίσα-ίσα / το πλάνο μην καταστραφεί
Ατέλειες και δυσμορφίες / -μια στραβή μύτη, / μια ουλή-
ανηλεώς υπενθυμίζουν / τα απευκταία και ατυχή
και ο θεατής εδώ έχει έρθει / κυρίως για να ξεχαστεί (σελ. 12)
Από τα πιο όμορφα της συλλογής, σ’ αυτό το ποίημα επαληθεύεται η γνωστή ρήση ότι η αληθινή ζωή ξεπερνάει το θέατρο. Η Σφήκα κάνει ντοκιμαντέρ με κρυφή κάμερα στις μύχιες σκέψεις και το εσωτερικό δράμα των συντελεστών μιας θεατρικής παράστασης ή μιας τηλεοπτικής παραγωγής σε πλατό με τις παρεμβαλλόμενες διαφημίσεις για «Το λευκότερο λευκό»:
Είναι πανίσχυρο, / για όλους τους λεκέδες.
Στη μνήμη/ τίποτα, τελικά, δε μένει:
Όλα —και τα χειρότερα— / ξεχνιούνται (σελ. 30)
Μετά τις διαφημίσεις η παρουσιάστρια κάνει ενδοσκόπηση και αναρωτιέται
δεν είναι / δεν μπορεί να είναι,
(με μια φορά / που ακούμπησε βιβλίο)
ενδιαφέρουσα, / έγκυος στη σκέψη (σελ. 17)
Και οι θεατές:
Νυστάζουν· το έργο το ‘χουν δει / σ’ όλες τις δυνατές παραλλαγές:
δράμα ή κωμωδία, / πάντα στο τέλος
η αυλαία πέφτει οριστικά
μ’ άγαρμπη φόρα / ακονισμένης γκιλοτίνας (σελ. 24)
Ακόμη και τα ποιήματα που απομακρύνονται από τον κοινωνικό άξονα όπως εκείνα που αφορούν τις προσωπικές σχέσεις και στα οποία η ποιήτρια γράφει κυρίως σε πρώτο και δεύτερο πρόσωπο, αποφεύγεται η αυτοαναφορικότητα. Με αιχμηρούς καυστικούς στίχους αποτυπώνεται η μακροχρόνια συζυγική σχέση σε όλο της το μεγαλείο στη σπονδυλωτή σύνθεση 15 σελίδων «Συμβιωτική αναπηρία»!
Τίποτα δεν ξεχνιέται μπαίνει απλώς στην άκρη για την ώρα, / ως κρατούμενο.
Η οφειλόμενη / χρεωστική μονάδα
πίσω αποδίδεται συνήθως, / στο ακέραιο
τόσες φορές στη μνήμη / ανατοκισμένη,
που γίνεται από μόνη της / κεφάλαιο
(«Λογιστική», σελ. 69)
και παρακάτω αναφερόμενη στη βέρα που φορούν οι παντρεμένοι:
Φέρει εσωτερική επιγραφή / που μάλλον είναι
του έρωτα / η ημερομηνία λήξης
(«Βέρα», σελ. 72)
και από το τελευταίο ποίημα της σύνθεσης («Το διπλανό μαξιλάρι», σελ. 81)
(Μα μέχρι τότε όμως, / δος μου την ευχαρίστηση
πάντα εγώ να σου στερώ / ό,τι ακριβώς χρειάζεσαι:
άλλος δεν θα μπορέσει / να σε πονέσει εκεί ακριβώς
-σε ξέρω περισσότερο.)
Ιδιαίτερο είναι το ποίημα για την αγαπημένη Σύλβια Πλαθ η οποία αυτοκτόνησε πολύ νέα βάζοντας το κεφάλι της στον φούρνο του γκαζιού αφού είχε ετοιμάσει πρώτα πρωινό για τα παιδιά της. Στο ποίημα «Σύλβια» η Σφήκα με έξοχο τρόπο αναφέρεται τόσο στην Πλαθ - ποιήτρια όσο στη Σύλβια - γυναίκα και εμμέσως στις γυναίκες των οποίων
αχειροκρότητοι, / αόρατοι περνούν
—ελλείψει αυτόπτη μάρτυρα—
όλοι εκείνοι οι άθλοι,
οι καθ’ υπέρβαση εαυτού / απελπισμένες Έξοδοι
στην άλλη άκρη, / της φθοράς,
όλες οι καθημερινές, / ήσυχες γενναιότητες
που τις ωθεί η απόγνωση (σελ. 66)
Στις γυναίκες των οποίων
ο σύζυγος / πάλι στη δουλειά / —πολλή δουλειά—
Το φαγητό / στο μάτι ξεχασμένο, / παραδομένο στον βρασμό, / να σώνεται,
να σώνεται όπου να ’ναι / το νερό,
η υπομονή, / η αντοχή,
να ’χει χωρίσει ήδη
το κρέας / απ’ τα κόκαλα
σχεδόν το σώμα / απ’ την ψυχή,
να έχουν λιώσει όλα, / να έχουν εξαφανιστεί,
— σειρά να ’χουν τα όνειρα (σελ. 63-64)
Σε κάθε σελίδα του βιβλίου αυτού φαίνεται ότι η ποίηση για τη Μαρία Σφήκα είναι υπαρξιακή ανάγκη. Στο ποίημα «Αυτοί που δε διαβάζουν Ποίηση» υπογραμμίζει τα αρνητικά χαρακτηριστικά όσων την απαρνιούνται. Αυτοί δεν διαθέτουν
τον εξελικτικό εξοπλισμό / για τα μεγάλα βάθη
που ’χει η ψυχή / και η θάλασσα·
είναι άνθρωποι κανονικοί / -τόσο εξωφρενικά κανονικοί, / που καταντούν / αφύσικοι (σελ.46)
Θεωρεί, επίσης, την αυτοκριτική και τον αυτοσαρκασμό ως τρόπο για να γίνει ο ποιητικός λόγος καλύτερος. Κι αυτό συμβαίνει όταν ο ποιητής δεν αξιώνει μέσω της ποίησης ύμνους και κολακείες. Διαβάζουμε στο ποίημα «Τα ανίψια»:
όσο κι αν προσπαθώ, / δεν το ’χω με τους κήπους:
οι λέξεις, κι αν ανθίζουν, / δεν καρπίζουν,
ποιήματα όλο φύλλωμα, / και μήλο πουθενά· (σελ. 57)
Κι όμως η Σφήκα, σαν επίμονος κηπουρός που είναι, καταφέρνει οι λέξεις της
να σπαν χαλίκι / προσπαθώντας να εξηγήσουν
το γρανιτένιο, / μέγα νόημα των βράχων
έτσι ώστε ο καθένας / να μπορέσει να χωρέσει / μες στο μυαλό του / ένα μικρό βουνό.
(«Για την παραμέληση των στίχων», σελ. 88)
Και οι μόνοι τελικά που αξίζουν να τους παραχωρήσει «τα τιμαλφή των λέξεών της» είναι «οι ειλικρινά και εντόνως φωνασκούντες» όπως διαβάζουμε στο ποίημα που χάρισε και τον τίτλο του στο βιβλίο:
—λέξεις ιδίως / σαν τη λέξη «ελευθερία»:
από την κόψη πάντα, / όχι απ’ τη λαβή (σελ. 92)
Άλλωστε απ’ άκρη σ’ άκρη στη συλλογή αυτή κυριαρχεί το όραμα, το δικαίωμα και το αίτημα για ελευθερία τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό βίο.
Και φτάνοντας στο «Ακροτελεύτιο», τελευταίο ποίημα της συλλογής, η Σφήκα μπορεί να μην αναζητά τη μικρή παραμυθία που μνημονεύει ο Καβάφης στο «Επέστρεφε» αλλά ζητά από τους μελλοντικούς κατοίκους «του οικοδομήματος της ποίησης» να είναι σεβαστικοί προς τους προγενέστερους γιατί πολύ απλά το οικοδόμημα αυτό «στέγασε τη ζωή μας».
Ανακεφαλαιώνοντας, η Σφήκα εξερευνά την πραγματικότητα, προσηλωμένη στις λέξεις της. Αποφεύγει τις λυρικές αοριστίες και τη σοβαροφάνεια. Δεν μεταμφιέζει τα δυσάρεστα. Αντίθετα, με εξωστρεφώς δυναμική φωνή, καθαρή γραφή, δουλεμένη γλώσσα, συνειδητά η ποιήτρια αυτοεκτίθεται στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Στους στίχους του Μιχάλη Κατσαρού από το ποίημα «Τυφλές εποχές» («Τα Μείζονα Ποιητικά του Μιχάλη Κατσαρού (1920-1998)», εκδ. Τόπος, 2018)
αν έχετε κλειστές τις πόρτες / ούτε οράματα / ούτε μαρμαρυγές / εξακοντίζονται
η Μαρία Σφήκα με σθένος και επιμονή, όρθια, μπροστά από την κλειστή πόρτα συμπληρώνει
Στου κουφού την πόρτα.
Και μια, / και δυο, / και τρεις φορές.
Ώσπου ν’ ακούσει κάποιος.