«Από αυτούς»

«Από αυτούς»

Μαρία Δ. Σφήκα, «Άλογα στο στήθος», ΑΩ Εκδόσεις, 2022


Η ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Άλο­γα στο στή­θος της Μα­ρί­ας Σφή­κα με εξώ­φυλ­λο τον πί­να­κα της Andrea Lehmann «Horse 1» όπου απει­κο­νί­ζε­ται μια φι­γού­ρα μι­σή άλο­γο μι­σή γυ­ναί­κα εί­ναι ένα πο­λύ όμορ­φο βι­βλίο τό­σο στη μορ­φή όσο και στο πε­ριε­χό­με­νο. Αυ­τό εί­ναι το τρί­το βι­βλίο της ποι­ή­τριας. Έχει εκ­δώ­σει δύο ακό­μη συλ­λο­γές, τον «Υπο­κει­με­νι­κό Κή­πο» (εκδ. Οιω­νός 2006) και την «Ει­σα­γω­γή στις πο­νη­ρί­ες της χα­ράς» (εκδ. Οιω­νός 2011).

Τα ποι­ή­μα­τα της Σφή­κα λει­τουρ­γούν σαν βαλ­βί­δες εκτό­νω­σης που, λό­γω της ει­ρω­νεί­ας και του υπο­δό­ριου σαρ­κα­σμού και χω­ρίς κα­ταγ­γελ­τι­κές ευ­κο­λί­ες βγά­ζουν «πο­λι­τι­σμέ­νο» ήχο. Δε­κα­πέ­ντε, ως επί το πλεί­στον εκτε­νή, στο­χα­στι­κά ποι­ή­μα­τα, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα σε σπον­δυ­λω­τή αφή­γη­ση. Σ’ όλα τα ποι­ή­μα­τα υπάρ­χουν τί­τλοι, σε ορι­σμέ­να και δεύ­τε­ρος τί­τλος σε πα­ρέν­θε­ση. Οι τί­τλοι πα­ρό­λο που δεν τους συ­να­ντού­με ως στί­χους στο σώ­μα του ποι­ή­μα­τος, θε­ω­ρού­νται ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι του, κά­τι σαν υπο­γρα­φή, σαν ερ­μη­νευ­τι­κό αντι­κλεί­δι· ο ανα­γνώ­στης ενί­ο­τε επι­στρέ­φει στον τί­τλο για να ανα­προ­σαρ­μό­σει την ερ­μη­νεία του ποι­η­τι­κού κει­μέ­νου. Η ποι­ή­τρια επι­λέ­γει να γρά­φει δί­στι­χα ή τρί­στι­χα ακό­μη και στί­χους μο­νο­σύλ­λα­βους για να ελέγ­χει και να συ­μπυ­κνώ­νει το νό­η­μα. Η από­στα­ση ανά­με­σα στους στί­χους εί­ναι για την ανά­σα, που έχει ανά­γκη, όταν δια­βά­ζου­με τα ποι­ή­μα­τα, να παίρ­νει η ψυ­χή μας. Ο ρυθ­μός τους από τη μία προσ­δί­δει μου­σι­κό­τη­τα στους στί­χους σαν να καλ­πά­ζουν «άλο­γα στο στή­θος» και από την άλ­λη κά­νει το ποί­η­μα δια­δρα­στι­κό· η συλ­λο­γή «Άλο­γα στο στή­θος» παί­ζει με τον εγκέ­φα­λο του ανα­γνώ­στη.

Ποι­ή­μα­τα με κοι­νω­νι­κό έρει­σμα που αντι­δρούν στην ευ­τέ­λεια και την πα­ρακ­μή και καυ­τη­ριά­ζουν το «δή­θεν», την υπο­κρι­σία και τη λαν­θα­σμέ­νη ερ­μη­νεία του «politically correct». Η Σφή­κα κλεί­νει το μά­τι στα στε­ρε­ό­τυ­πα γε­λοιο­ποιώ­ντας με ευ­ρη­μα­τι­κό τρό­πο την ου­σία του συ­ντη­ρη­τι­σμού. Εί­ναι θυ­μω­μέ­νη, εξα­νί­στα­ται κα­τά της αδι­κί­ας, «καλ­πά­ζουν άλο­γα στο στή­θος της» αλ­λά επι­τυγ­χά­νει να δια­χει­ρι­στεί τον θυ­μό της. Αλ­λού τρυ­φε­ρά, αλ­λού ευ­θύ­βο­λα και κά­ποιες φο­ρές ωμά, αυ­τά που πε­ρι­γρά­φει, μας αφο­ρούν. Τα ζή­σα­με, τα ζού­με, ή /και θα τα ζή­σου­με.

Από τον πρώ­το στί­χο της συλ­λο­γής, του ποι­ή­μα­τος «Πλή­θος (Μetropolis)» η ποι­ή­τρια

εί­ν’ ο κα­νέ­νας / που φο­ρά­ει χί­λια πρό­σω­πα

που μας προ-κα­λεί, μας κα­λεί να νιώ­σου­με ότι ο ένας «Ού­τις» ή ο ένας κα­νέ­νας ή ο άλ­λος κα­νέ­νας ή ο τρί­τος κα­νέ­νας μέ­σα στο πλή­θος ισού­ται με το πλή­θος. Ένα δαι­μο­νι­κό πλή­θος που δεν έχει στα­θε­ρή ταυ­τό­τη­τα. Ο τί­τλος Μetropolis πα­ρα­πέ­μπει στην ομώ­νυ­μη ται­νία όπου με απί­στευ­τη διαί­σθη­ση ο εξ­πρε­σιο­νι­στής σκη­νο­θέ­της Φριτζ Λανγκ το 1927 προ­φή­τε­ψε το να­ζι­σμό. Στην ται­νία στα έγκα­τα της γης, κά­τω από την πό­λη με την έντο­νη ζωή, βρί­σκο­νται στρα­τιές ερ­γα­τών που ζουν και χει­ρί­ζο­νται τις μη­χα­νές, ώστε όλα να λει­τουρ­γούν ρο­λόι στην επι­φά­νεια της γης.

Υπό­γειες εί­ναι οι πη­γές, / αό­ρα­τες:
οι ίδιες που τρο­φο­δο­τούν, / οι ίδιες κα­τα­πί­νουν.
Επά­νω φτά­νει / μό­νον η βοή, / η πε­ρι­δί­νη­ση, / και κά­ποια λό­για σκόρ­πια, / ακα­τά­λη­πτα,
που επι­πλέ­ουν ξε­κομ­μέ­να, ακα­λαί­σθη­τα στο φως, / σα λύ­μα­τα·
ήπια ναυ­τία— / κι αμ­φι­βάλ­λω
αν έστω κι ένας πια / μπο­ρεί να θυ­μη­θεί / πώς εί­ναι
τα πό­δια να στε­ριώ­νεις / όλο κό­ντρα
και να κρα­τιέ­σαι / ενά­ντια στο ρεύ­μα (σελ. 10)

Το πλή­θος που έχει μά­τια αόμ­μα­τα για τον έναν και μο­να­δι­κό που κρα­τιέ­ται ενά­ντια στο ρεύ­μα, για τον έναν και μο­να­δι­κό που προ­βάλ­λει αντί­στα­ση. Το πλή­θος που τον προ­σπερ­νά­ει αυ­τόν που έχει όνο­μα και πρό­σω­πο, χω­ρίς καν να πα­ρα­με­ρί­σει. Σαν αυ­τός να σβή­νει και να εξα­φα­νί­ζε­ται μπρο­στά στα μά­τια του πλή­θους. Όπως στον Αό­ρα­το άν­θρω­πο, το διά­ση­μο μυ­θι­στό­ρη­μα του Ραλφ Έλι­σον (1952) όπου ο κε­ντρι­κός ήρω­ας εί­ναι άν­θρω­πος με σάρ­κα και οστά, δεν εί­ναι ού­τε φά­ντα­σμα ού­τε φι­γού­ρα στο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό πα­νί και όμως δεν τον βλέ­πει κα­νείς. Δεν τον βλέ­πει το πλή­θος για­τί δεν εί­ναι φτιαγ­μέ­νος κα­τ’ ει­κό­να του πλή­θους. Δεν τον βλέ­πει το πλή­θος για­τί το πλή­θος βλέ­πει μό­νο τον εαυ­τό του. Για­τί το πλή­θος δεν θέ­λει να βλέ­πει άσχη­μους αν­θρώ­πους όπως δια­βά­ζου­με στο κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νο ποί­η­μα «Αλη­θι­νή ζωή»:

Εδώ δεν βλέ­πεις άσχη­μους αν­θρώ­πους: / τους κρύ­βουν πί­σω απ’ τη σκη­νή.
Για λί­γο μό­νο, ίσα-ίσα / το πλά­νο μην κα­τα­στρα­φεί
Ατέ­λειες και δυ­σμορ­φί­ες / -μια στρα­βή μύ­τη, / μια ου­λή-
ανη­λε­ώς υπεν­θυ­μί­ζουν / τα απευ­κταία και ατυ­χή
και ο θε­α­τής εδώ έχει έρ­θει / κυ­ρί­ως για να ξε­χα­στεί (σελ. 12)

Από τα πιο όμορ­φα της συλ­λο­γής, σ’ αυ­τό το ποί­η­μα επα­λη­θεύ­ε­ται η γνω­στή ρή­ση ότι η αλη­θι­νή ζωή ξε­περ­νά­ει το θέ­α­τρο. Η Σφή­κα κά­νει ντο­κι­μα­ντέρ με κρυ­φή κά­με­ρα στις μύ­χιες σκέ­ψεις και το εσω­τε­ρι­κό δρά­μα των συ­ντε­λε­στών μιας θε­α­τρι­κής πα­ρά­στα­σης ή μιας τη­λε­ο­πτι­κής πα­ρα­γω­γής σε πλα­τό με τις πα­ρεμ­βαλ­λό­με­νες δια­φη­μί­σεις για «Το λευ­κό­τε­ρο λευ­κό»:

Εί­ναι πα­νί­σχυ­ρο, / για όλους τους λε­κέ­δες.
Στη μνή­μη/ τί­πο­τα, τε­λι­κά, δε μέ­νει:
Όλα —και τα χει­ρό­τε­ρα— / ξε­χνιού­νται (σελ. 30)

Με­τά τις δια­φη­μί­σεις η πα­ρου­σιά­στρια κά­νει εν­δο­σκό­πη­ση και ανα­ρω­τιέ­ται

δεν εί­ναι / δεν μπο­ρεί να εί­ναι,
(με μια φο­ρά / που ακού­μπη­σε βι­βλίο)
εν­δια­φέ­ρου­σα, / έγκυος στη σκέ­ψη (σελ. 17)

Και οι θε­α­τές:

Νυ­στά­ζουν· το έρ­γο το ‘χουν δει / σ’ όλες τις δυ­να­τές πα­ραλ­λα­γές:
δρά­μα ή κω­μω­δία, / πά­ντα στο τέ­λος
η αυ­λαία πέ­φτει ορι­στι­κά
μ’ άγαρ­μπη φό­ρα / ακο­νι­σμέ­νης γκι­λο­τί­νας (σελ. 24)

Ακό­μη και τα ποι­ή­μα­τα που απο­μα­κρύ­νο­νται από τον κοι­νω­νι­κό άξο­να όπως εκεί­να που αφο­ρούν τις προ­σω­πι­κές σχέ­σεις και στα οποία η ποι­ή­τρια γρά­φει κυ­ρί­ως σε πρώ­το και δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο, απο­φεύ­γε­ται η αυ­το­α­να­φο­ρι­κό­τη­τα. Με αιχ­μη­ρούς καυ­στι­κούς στί­χους απο­τυ­πώ­νε­ται η μα­κρο­χρό­νια συ­ζυ­γι­κή σχέ­ση σε όλο της το με­γα­λείο στη σπον­δυ­λω­τή σύν­θε­ση 15 σε­λί­δων «Συμ­βιω­τι­κή ανα­πη­ρία»!

Τί­πο­τα δεν ξε­χνιέ­ται μπαί­νει απλώς στην άκρη για την ώρα, / ως κρα­τού­με­νο.
Η οφει­λό­με­νη / χρε­ω­στι­κή μο­νά­δα
πί­σω απο­δί­δε­ται συ­νή­θως, / στο ακέ­ραιο
τό­σες φο­ρές στη μνή­μη / ανα­το­κι­σμέ­νη,
που γί­νε­ται από μό­νη της / κε­φά­λαιο

(«Λο­γι­στι­κή», σελ. 69)

και πα­ρα­κά­τω ανα­φε­ρό­με­νη στη βέ­ρα που φο­ρούν οι πα­ντρε­μέ­νοι:

Φέ­ρει εσω­τε­ρι­κή επι­γρα­φή / που μάλ­λον εί­ναι
του έρω­τα / η ημε­ρο­μη­νία λή­ξης

(«Βέ­ρα», σελ. 72)

και από το τε­λευ­ταίο ποί­η­μα της σύν­θε­σης («Το δι­πλα­νό μα­ξι­λά­ρι», σελ. 81)

(Μα μέ­χρι τό­τε όμως, / δος μου την ευ­χα­ρί­στη­ση

πά­ντα εγώ να σου στε­ρώ / ό,τι ακρι­βώς χρειά­ζε­σαι:

άλ­λος δεν θα μπο­ρέ­σει / να σε πο­νέ­σει εκεί ακρι­βώς

-σε ξέ­ρω πε­ρισ­σό­τε­ρο.)

Ιδιαί­τε­ρο εί­ναι το ποί­η­μα για την αγα­πη­μέ­νη Σύλ­βια Πλαθ η οποία αυ­το­κτό­νη­σε πο­λύ νέα βά­ζο­ντας το κε­φά­λι της στον φούρ­νο του γκα­ζιού αφού εί­χε ετοι­μά­σει πρώ­τα πρω­ι­νό για τα παι­διά της. Στο ποί­η­μα «Σύλ­βια» η Σφή­κα με έξο­χο τρό­πο ανα­φέ­ρε­ται τό­σο στην Πλαθ - ποι­ή­τρια όσο στη Σύλ­βια - γυ­ναί­κα και εμ­μέ­σως στις γυ­ναί­κες των οποί­ων

αχει­ρο­κρό­τη­τοι, / αό­ρα­τοι περ­νούν
—ελ­λεί­ψει αυ­τό­πτη μάρ­τυ­ρα—
όλοι εκεί­νοι οι άθλοι,
οι κα­θ’ υπέρ­βα­ση εαυ­τού / απελ­πι­σμέ­νες Έξο­δοι
στην άλ­λη άκρη, / της φθο­ράς,
όλες οι κα­θη­με­ρι­νές, / ήσυ­χες γεν­ναιό­τη­τες
που τις ωθεί η από­γνω­ση (σελ. 66)

Στις γυ­ναί­κες των οποί­ων

ο σύ­ζυ­γος / πά­λι στη δου­λειά / —πολ­λή δου­λειά—
Το φα­γη­τό / στο μά­τι ξε­χα­σμέ­νο, / πα­ρα­δο­μέ­νο στον βρα­σμό, / να σώ­νε­ται,
να σώ­νε­ται όπου να ’ναι / το νε­ρό,
η υπο­μο­νή, / η αντο­χή,
να ’χει χω­ρί­σει ήδη
το κρέ­ας / απ’ τα κό­κα­λα
σχε­δόν το σώ­μα / απ’ την ψυ­χή,
να έχουν λιώ­σει όλα, / να έχουν εξα­φα­νι­στεί,
σει­ρά να ’χουν τα όνει­ρα (σελ. 63-64)

Σε κά­θε σε­λί­δα του βι­βλί­ου αυ­τού φαί­νε­ται ότι η ποί­η­ση για τη Μα­ρία Σφή­κα εί­ναι υπαρ­ξια­κή ανά­γκη. Στο ποί­η­μα «Αυ­τοί που δε δια­βά­ζουν Ποί­η­ση» υπο­γραμ­μί­ζει τα αρ­νη­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά όσων την απαρ­νιού­νται. Αυ­τοί δεν δια­θέ­τουν

τον εξε­λι­κτι­κό εξο­πλι­σμό / για τα με­γά­λα βά­θη
που ’χει η ψυ­χή / και η θά­λασ­σα·
εί­ναι άν­θρω­ποι κα­νο­νι­κοί / -τό­σο εξω­φρε­νι­κά κα­νο­νι­κοί, / που κα­τα­ντούν / αφύ­σι­κοι (σελ.46)

Θε­ω­ρεί, επί­σης, την αυ­το­κρι­τι­κή και τον αυ­το­σαρ­κα­σμό ως τρό­πο για να γί­νει ο ποι­η­τι­κός λό­γος κα­λύ­τε­ρος. Κι αυ­τό συμ­βαί­νει όταν ο ποι­η­τής δεν αξιώ­νει μέ­σω της ποί­η­σης ύμνους και κο­λα­κεί­ες. Δια­βά­ζου­με στο ποί­η­μα «Τα ανί­ψια»:

όσο κι αν προ­σπα­θώ, / δεν το ’χω με τους κή­πους:
οι λέ­ξεις, κι αν αν­θί­ζουν, / δεν καρ­πί­ζουν,
ποι­ή­μα­τα όλο φύλ­λω­μα, / και μή­λο που­θε­νά· (σελ. 57)

Κι όμως η Σφή­κα, σαν επί­μο­νος κη­που­ρός που εί­ναι, κα­τα­φέρ­νει οι λέ­ξεις της

να σπαν χα­λί­κι / προ­σπα­θώ­ντας να εξη­γή­σουν
το γρα­νι­τέ­νιο, / μέ­γα νό­η­μα των βρά­χων
έτσι ώστε ο κα­θέ­νας / να μπο­ρέ­σει να χω­ρέ­σει / μες στο μυα­λό του / ένα μι­κρό βου­νό.

(«Για την πα­ρα­μέ­λη­ση των στί­χων», σελ. 88)

Και οι μό­νοι τε­λι­κά που αξί­ζουν να τους πα­ρα­χω­ρή­σει «τα τι­μαλ­φή των λέ­ξε­ών της» εί­ναι «οι ει­λι­κρι­νά και εντό­νως φω­να­σκού­ντες» όπως δια­βά­ζου­με στο ποί­η­μα που χά­ρι­σε και τον τί­τλο του στο βι­βλίο:

—λέ­ξεις ιδί­ως / σαν τη λέ­ξη «ελευ­θε­ρία»:
από την κό­ψη πά­ντα, / όχι απ’ τη λα­βή (σελ. 92)

Άλ­λω­στε απ’ άκρη σ’ άκρη στη συλ­λο­γή αυ­τή κυ­ριαρ­χεί το όρα­μα, το δι­καί­ω­μα και το αί­τη­μα για ελευ­θε­ρία τό­σο στον δη­μό­σιο όσο και στον ιδιω­τι­κό βίο.

Και φτά­νο­ντας στο «Ακρο­τε­λεύ­τιο», τε­λευ­ταίο ποί­η­μα της συλ­λο­γής, η Σφή­κα μπο­ρεί να μην ανα­ζη­τά τη μι­κρή πα­ρα­μυ­θία που μνη­μο­νεύ­ει ο Κα­βά­φης στο «Επέ­στρε­φε» αλ­λά ζη­τά από τους μελ­λο­ντι­κούς κα­τοί­κους «του οι­κο­δο­μή­μα­τος της ποί­η­σης» να εί­ναι σε­βα­στι­κοί προς τους προ­γε­νέ­στε­ρους για­τί πο­λύ απλά το οι­κο­δό­μη­μα αυ­τό «στέ­γα­σε τη ζωή μας».

Ανα­κε­φα­λαιώ­νο­ντας, η Σφή­κα εξε­ρευ­νά την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, προ­ση­λω­μέ­νη στις λέ­ξεις της. Απο­φεύ­γει τις λυ­ρι­κές αο­ρι­στί­ες και τη σο­βα­ρο­φά­νεια. Δεν με­ταμ­φιέ­ζει τα δυ­σά­ρε­στα. Αντί­θε­τα, με εξω­στρε­φώς δυ­να­μι­κή φω­νή, κα­θα­ρή γρα­φή, δου­λε­μέ­νη γλώσ­σα, συ­νει­δη­τά η ποι­ή­τρια αυ­το­ε­κτί­θε­ται στο κοι­νω­νι­κό γί­γνε­σθαι. Στους στί­χους του Μι­χά­λη Κα­τσα­ρού από το ποί­η­μα «Τυ­φλές επο­χές» («Τα Μεί­ζο­να Ποι­η­τι­κά του Μι­χά­λη Κα­τσα­ρού (1920-1998)», εκδ. Τό­πος, 2018)

αν έχε­τε κλει­στές τις πόρ­τες / ού­τε ορά­μα­τα / ού­τε μαρ­μα­ρυ­γές / εξα­κο­ντί­ζο­νται

η Μα­ρία Σφή­κα με σθέ­νος και επι­μο­νή, όρ­θια, μπρο­στά από την κλει­στή πόρ­τα συ­μπλη­ρώ­νει

Στου κου­φού την πόρ­τα.
Και μια, / και δυο, / και τρεις φο­ρές.
Ώσπου ν’ ακού­σει κά­ποιος.




 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: