ΣΚΗΝΗ Ι
Ο Άλλος.
Στο βάθος της σκηνής, κυκλικός ολόσωμος καθρέπτης, που τον κρύβει ένα παραβάν∙ ο Άλλος κάνει βόλτες με το κεφάλι σκυφτό και χειρονομώντας σαν κάποιος που μιλάει μόνος του, μέχρι που τελικά τραβάει το παραβάν αποφασιστικά και σταματάει μπροστά στον καθρέφτη, σταυρώνει τα χέρια και κοιτάζεται για ένα λεπτό. Καλύπτει το πρόσωπό του με τα χέρια του, τα κοιτάζει, έπειτα τα απλώνει προς την εικόνα που αντανακλάται σαν για να την πιάσει από τον λαιμό, όμως όταν βλέπει αυτά τα άλλα χέρια να τον πλησιάζουν, τα στρέφει προς τον εαυτό του, στον ίδιο του τον λαιμό σαν να θέλει να πνιγεί. Ύστερα, θύμα υπέρτατης οδύνης, πέφτει στα γόνατα μπροστά στον καθρέπτη, στηρίζει το κεφάλι του στο τζάμι και, κοιτάζοντας στο πάτωμα, ξεσπάει σε γοερό κλάμα.
ΣΚΗΝΗ ΙΙ
Ο Άλλος και η Λάουρα.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται η Λάουρα, που σταματάει και παρατηρεί. Νυχοπατώντας, τον πλησιάζει από πίσω και βάζει το χέρι της στον ώμο του.
ΑΛΛΟΣ: [Ενώ γυρίζει ξαφνιασμένος.] Ποιος;
ΛΑΟΥΡΑ: Εγώ, η Λάουρά σου…
ΑΛΛΟΣ: Εσύ…, η…, η τι…; Η…
ΛΑΟΥΡΑ: Ναι, η Λάουρά σου!
ΑΛΛΟΣ: Εσύ, γυναίκα μου;
ΛΑΟΥΡΑ: Ναι, δεν είσαι εσύ ο άντρας μου;
ΑΛΛΟΣ: Ο άντρας μου; Ο άντρας μου…, όχι! Ναι… ο δολοφόνος μου! Και δεν ξέρω αν ήμουν δολοφόνος ή αυτόχειρας.
ΛΑΟΥΡΑ: Μην το σκέφτεσαι αυτό, άφησε τον νεκρό και…
ΑΛΛΟΣ: Ποιος είναι ο νεκρός; Ο αδερφός σου χρίστηκε δεσμοφύλακάς μου, μέχρι να ξεκαθαριστούν τα πράγματα. Αλλά εγώ…
ΛΑΟΥΡΑ: [Κάνοντάς τον να σηκωθεί από το πάτωμα.] Πρώτα απ’ όλα, άσε τον καθρέφτη και μην βασανίζεσαι έτσι… Μην κοιτάζεσαι, μην κοιτάζεσαι…
ΑΛΛΟΣ: [Ενώ σηκώνεται.] Τον νεκρό!
ΛΑΟΥΡΑ: [Παίρνει το παραβάν και ξανακαλύπτει τον καθρέφτη. Πηγαίνει τον Άλλο σε έναν καναπέ, όπου τον βάζει να καθίσει.] Μην ξανακοιταχτείς…, μην σκοτώνεις έτσι τον εαυτό σου…, ζήσε, ζήσε, ζήσε… Εγώ ξέρω καλά ποιος είσαι εσύ…
ΑΛΛΟΣ: Αφού το βλέπεις, ο αδερφός σου, ο Ερνέστο, ο κουνιάδος μου…
ΛΑΟΥΡΑ: Ο κουνιάδος σου; Άρα εγώ είμαι η γυναίκα σου;
ΑΛΛΟΣ: Κάνε λογαριασμό, και ας είμαι εγώ όποιος να ‘ναι…
ΛΑΟΥΡΑ: Μα εσύ είσαι…
ΑΛΛΟΣ: Ο άλλος, σου το έχω ήδη πει. Ο αδερφός σου χρίστηκε δεσμοφύλακάς μου, τρελογιατρός μου, μέχρι να ξεκαθαριστούν τα πράγματα. Αλλά εγώ…
ΛΑΟΥΡΑ: Εσύ…, εγώ ξέρω καλά ποιος είσαι… Δεν χρειάζεται να το ξέρω καν! Και εγώ είμαι η γυναίκα σου…
ΑΛΛΟΣ: Ας είμαι όποιος να ‘ναι…
ΛΑΟΥΡΑ: Ναι, όποιος και αν ήσουνα, γιατί… [Τρυπώνει στην αγκαλιά του χαδιάρα και τον χαϊδεύει, ενώ αυτός τη φιλάει στο κεφάλι.] Κοίτα, εφόσον έλαβα το πρώτο σου φιλί μετά από το… γεγονός…
ΑΛΛΟΣ: Το έγκλημα… Πες το με το όνομά του!
ΛΑΟΥΡΑ: Μετά από εκείνο, που ξέρω ότι χρειάστηκε να το κάνεις σε αυτοάμυνα.
ΑΛΛΟΣ: Όλα τα εγκλήματα διαπράττονται σε αυτοάμυνα. Όλοι οι δολοφόνοι δολοφονούν αμυνόμενοι. Αμύνονται ενάντια στον ίδιο τους τον εαυτό…
ΛΑΟΥΡΑ: Άσε αυτές τις σκέψεις και έλα…
ΑΛΛΟΣ: Ναι, σε εσένα. Εσύ θέλεις να ξεχάσω…
ΛΑΟΥΡΑ: Φυσικά!
ΑΛΛΟΣ: Γιατί δεν μπορώ να ξεχάσω…
ΛΑΟΥΡΑ: Από τότε που έλαβα το πρώτο σου φιλί, Νταμιάν…
ΑΛΛΟΣ: [Σπρώχνοντάς την.] Ε! Εγώ δεν είμαι ο Νταμιάν…, εγώ δεν είμαι ο Κόσμε, σου το έχω ήδη πει…
ΛΑΟΥΡΑ: [Κολλάει πάνω του ξανά.] Όχι, αλλά δεν με ξεγελάς…, αφού σε ξέρω… Εκείνο το φιλί είχε γεύση αίματος, και ξέρω ότι τον σκότωσες…
ΑΛΛΟΣ: Για σένα, έτσι;
ΛΑΟΥΡΑ: Ναι, για μένα.
ΑΛΛΟΣ: Δεν σε αναγνωρίζω, ποια είσαι;
ΛΑΟΥΡΑ: Η Λάουρα, η Λάουρά σου…
ΑΛΛΟΣ: Η Λάουρά μου!, αλλά ποιανού;
ΛΑΟΥΡΑ: Οποιουδήποτε από τους δύο… Η δική σου!
ΑΛΛΟΣ: Αυτό που θέλεις εσύ είναι να μάθεις τι γεύση έχουν τα φιλιά του άλλου, θέλεις τον Κάιν και όχι τον Άβελ, αυτόν που σκότωσε…
ΛΑΟΥΡΑ: Για μένα!
ΑΛΛΟΣ: Και αν ήταν ο δικός σου, αυτός που σκότωσε τον άντρα της άλλης, για να την απολαύσει;
ΛΑΟΥΡΑ: Αδύνατον! Αδύνατον! Αν και… δεν ξέρω…
ΑΛΛΟΣ: Πόσα ξέρεις! Για να ξέρεις, μια ερωτευμένη γυναίκα… Κι έπειτα ήσουν ερωτευμένη με τον Νταμιάν, όχι με τον Κόσμε, όχι με τον Κόσμε σου; Έλα, απάντησε! Ήσουν ερωτευμένη με τον ξένο σύζυγο; Απάντησε, Λάουρα!
ΛΑΟΥΡΑ: Εγώ… μαζί σου!
ΑΛΛΟΣ: Λέγε, αφού έφτασες εσύ στη Ρενάδα, όταν σε διεκδικήσαμε, σχεδόν σε απαιτήσαμε ερωτικά και οι δύο, ποιος από τους δυο μας σε γοήτευσε; Και οι δύο;
ΛΑΟΥΡΑ: Έτσι όπως δεν σας ξεχώριζα…!
ΑΛΛΟΣ: Ναι αλλά η αγάπη οφείλει να ξεχωρίζει…
ΛΑΟΥΡΑ: Μα αφού δεν διαφέρατε…!
ΑΛΛΟΣ: Όχι, ε; Αχ, τρομερό μαρτύριο να γεννιέσαι διπλός! Να μην είσαι πάντα ένας και πάντα ο ίδιος!
ΛΑΟΥΡΑ: Και γι’ αυτό αρχίσατε να μισείτε ο ένας τον άλλο;
ΑΛΛΟΣ: Και ο καθένας τον εαυτό του. Ο ζηλιάρης μισεί τον εαυτό του. Μισεί τον εαυτό του αυτός που δεν νιώθει να διαφέρει. Και εσύ…, εσύ…, εσύ… [Σφίγγοντάς της το κεφάλι.] Εσύ ποθούσες…
ΛΑΟΥΡΑ: Εσένα!
ΑΛΛΟΣ: Όχι, τον άλλο! Πάντα αυτόν που δεν είχες μπροστά σου, τον απόντα και, όταν μας έβλεπες μαζί, μας μισούσες και τους δύο. Αλλά ποιον ποθούσες; Έλα, ποιον;
ΛΑΟΥΡΑ: Εσένα! Αφού σου το είπα ήδη, εσένα, εσένα, εσένα, εσένα, τον άλλο!
ΑΛΛΟΣ: Πάντα επιθυμούμε αυτόν που δεν έχουμε… Και τώρα;
ΛΑΟΥΡΑ: Τώρα…
ΑΛΛΟΣ: Τώρα, ναι…
ΛΑΟΥΡΑ: Εσένα, εσένα, εσένα, πάντα εσένα!
ΑΛΛΟΣ: Όχι εμένα, τον νεκρό…, τον άλλο!
ΛΑΟΥΡΑ: Όμως ο άλλος…
ΑΛΛΟΣ: Σωστά, είμαι εγώ!
ΛΑΟΥΡΑ: Δικός μου…, δικός μου…, δικός μου…
ΑΛΛΟΣ: Δικός σου… Ποιος;
ΛΑΟΥΡΑ: Εσύ.
ΑΛΛΟΣ: Κι εγώ, ποιος; Πόσο με ξέρεις; Πού το σημάδι; [Η Λάουρα προσπαθεί παίζοντας να του γυμνώσει το στήθος.] Κράτα τα χέρια σου!
ΛΑΟΥΡΑ: Δεν με αφήνεις να το ψάξω;
ΑΛΛΟΣ: Ναι, ναι, γυναίκα τελικά, πιο πολύ περίεργη από ερωτική. Πώς να είναι ο άλλος εσωτερικά; Σε τι διαφέρουν; Πού να είναι η ελιά, το κρυφό στίγμα που τους διαφοροποιεί; Και πού ξέρεις αν ο άλλος δεν έχει το ίδιο σημάδι;
ΛΑΟΥΡΑ: Το σημάδι που έκανα εγώ;
ΑΛΛΟΣ: Κράτα τα…, κράτα τα χέρια σου! Γι’ αυτό δεν έμεινα ποτέ γυμνός και κοιμισμένος δίπλα σου. Κράτα τα χέρια σου! Αχ!, οι γυναίκες είσαστε σκέτος δόλος…
ΛΑΟΥΡΑ: Όπως τότε, από εκείνη τη μέρα…
ΑΛΛΟΣ: Δηλαδή, δεν με γνωρίζεις εμένα, τον δολοφόνο…
ΛΑΟΥΡΑ: Ε, ναι, σε γνωρίζω!
ΑΛΛΟΣ: [Καθώς σηκώνεται.] Αλήθεια με γνωρίζεις; Έλα εδώ. [Πιάνει το κεφάλι της στα χέρια του και την κοιτάει στα μάτια.] Δες με καλά, τι βλέπεις;
ΛΑΟΥΡΑ: Αίμα!
ΑΛΛΟΣ: Γνωρίζεις τον Κάιν;
ΛΑΟΥΡΑ: Νταμιάν! Κόσμε!
ΑΛΛΟΣ: Γνωρίζεις τον Άβελ!
ΛΑΟΥΡΑ: Κόσμε! Νταμιάν!
ΑΛΛΟΣ: Γνωρίζεις τον άλλο;
ΛΑΟΥΡΑ: Με σκοτώνεις…, με σκοτώνεις… Και να που την ακούω εκείνη…, την άλλη!
Φεύγει εσπευσμένα.
ΑΛΛΟΣ: Η άλλη!
ΣΚΗΝΗ ΙΙΙ
Ο Άλλος και η Νταμιάνα.
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Αυτό πρέπει να τελειώσει…
ΑΛΛΟΣ: Όχι, να αρχίσει!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ακριβώς, αυτό πρέπει να αρχίσει, Κόσμε…
ΑΛΛΟΣ: Κόσμε; Όχι, εσύ ξέρεις καλά ότι είμαι…
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ο άντρας μου!
ΑΛΛΟΣ: Ο άντρας σου, ναι, αυτός που κατάκτησες, τρομερή γυναίκα, γυναίκα από αίμα…
Κάθονται. Η Νταμιάνα εξουσιαστική τον παίρνει στην ποδιά της και τον χαϊδεύει όπως ένα παιδί.
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Αφού βλέπω πόσο υποφέρεις… Και για μένα! Για μένα τον σκότωσες!
ΑΛΛΟΣ: Σώπα, γυναίκα!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Γιατί δεν με φωνάζεις Νταμιάνα;
ΑΛΛΟΣ: Αυτό το όνομα…
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Σου θυμίζει…, ξέρω τι σου θυμίζει.
ΑΛΛΟΣ: Τον άλλο! Εμένα!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Από τότε που σε γνώρισα, όταν ήρθες στον γάμο μας, δεν μπόρεσα να ησυχάσω από τον πόθο. Ήμουν στην αγκαλιά του άλλου και έλεγα στον εαυτό μου: «Πώς να είναι ο άλλος; Πώς τα φιλιά του; Να είναι το ίδιο;»
ΑΛΛΟΣ: Δηλαδή, όταν μου παραδόθηκες δεν ήσουν δική μου;
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Αφού εσύ είσαι…
ΑΛΛΟΣ: Ο άλλος!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Όποιος κι αν είσαι… Ο άντρας μου!
ΑΛΛΟΣ: Αλλά ποιος είμαι; Ξέρεις;
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Είμαι σίγουρη!
ΑΛΛΟΣ: Εγώ λοιπόν όχι! Λένε ότι το να τρελαίνεσαι είναι να αποξενώνεσαι, να γίνεσαι ξένος, άλλος…
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Μα ακόμη δεν βρεθήκαμε…, δηλαδή, δεν ξαναβρεθήκαμε…, δεν βρεθήκαμε ακόμα μόνοι, εντελώς μόνοι…
ΑΛΛΟΣ: Ναι, δεν βρεθήκαμε και… δεν αγγιχτήκαμε! Μόνοι και γυμνοί!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ναι, πρέπει να σε γδύσω, σαν μικρό παιδί∙ για να σε κοιμίσω, για να σε νανουρίσω…
ΑΛΛΟΣ: Για να ψάξεις το σημάδι!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Μα αφού δεν το χρειάζομαι! Αφού το βλέπω μέσα από τα ρούχα σου…, το σημάδι μου!
ΑΛΛΟΣ: Αλήθεια; Και τι σημάδι; Τι στίγμα;
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Αυτό του άντρα μου!
ΑΛΛΟΣ: Και οι δυο μαζί με σκοτώνετε… Και οι δυο σκοτώσατε τον έναν…, και οι δυο θα σκοτώσετε τον άλλο… [Ξεσπάει σε κλάματα.]
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Τι αδύναμος! Ναι λοιπόν, θα σε σκοτώσω. Είμαι διατεθειμένη να σε σκοτώσω, να σε σκοτώσω από οδύνη, από τύψεις, αν δεν ομολογήσεις ότι είσαι ο άντρας μου, αυτός που εγώ κατάκτησα, αν δεν φύγεις από αυτό το απεχθές σπίτι, του πεθαμένου, της Λάουρας, αν δεν την αφήσεις αυτήν, αν δεν έρθεις μαζί μου και μόνο για μένα, μόνο για μένα, μόνο για μένα… Άφησε τον νεκρό, άφησε τη γυναίκα του, τη χήρα, άφησε τον τρελογιατρό και έλα μαζί μου, οι δυο μας μόνοι… Αυτή είναι η χήρα… Όποιου κι αν είναι! Γιατί… τώρα, που είμαστε πια μόνοι, όλη την αλήθεια: εγώ σας σαγήνεψα και τους δυο, σας έκανα δικούς μου και τους δυο. Κι εσύ δεν αποκαλύπτεσαι, δεν ομολογείς ποιος είσαι, γιατί είσαι δειλός. Δειλέ! Δειλέ!
ΑΛΛΟΣ: Εσύ μας έκανες να μισούμαστε, εσύ μας έκανες να σκοτωθούμε!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Εγώ ή… η άλλη;
ΑΛΛΟΣ: Ζηλεύεις;
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ναι, τρομερά! Εσύ, ο ένας ή ο άλλος, δεν μπορείς να είσαι δικός της. Εγώ σας τράβηξα απ’ αυτήν! Την κατακτήσατε για να χωριστείτε, για να μισηθείτε, και εγώ σας κατάκτησα για να σας ενώσω στην αγάπη μου…
ΑΛΛΟΣ: Εσύ μας χώρισες, εσύ… Εσύ μας δηλητηρίασες τη ζωή…
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Όχι εγώ, η άλλη!
ΑΛΛΟΣ: Και οι δύο είσαστε η άλλη! Και δεν διαφοροποιείστε σε τίποτα∙ γυναίκες και οι δύο, στην τελική. Όλες οι γυναίκες μία είναι. Το ίδιο κάνει του Κάιν ή του Άβελ. Δεν διαφοροποιείστε σε τίποτα… Η ίδια μέγαιρα…
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Δηλαδή μας μισείς πια…
ΑΛΛΟΣ: Τόσο όσο μισώ και τον εαυτό μου…
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: [Πλησιάζει στο αφτί του.] Αλλά εσύ με έχεις… με έχεις στην κατοχή σου. Όχι: σε έχω…, σε έχω στην κατοχή μου.
ΑΛΛΟΣ: Τι, δεν ξέρεις; Δεν με ξέρεις;
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ναι, σε έχω στην κατοχή μου!
ΑΛΛΟΣ: Ε, τότε δεν θα ήθελες πια και τόσο πολύ να με ξαναποκτήσεις…
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Γι’ αυτό!
ΑΛΛΟΣ: Όχι, Νταμιάνα, όχι! Μην προδίνεις τον εαυτό σου…!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Γιατί η άλλη…
ΑΛΛΟΣ: Βέβαια! Ας είμαι εγώ όποιος να ‘ναι, ο Κόσμε ή ο Νταμιάν, αυτός που έχεις ή δεν έχεις στην κατοχή σου, αυτό που θέλεις είναι να μου αφαιρέσεις την άλλη…
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Μα αφού εγώ, εκείνες τις μέρες που ακολούθησαν τον γάμο, θυμάσαι…; Γιατί τώρα, σε αυτή τη στιγμή των μεγαλύτερων εκμυστηρεύσεων, πρέπει να τα εξομολογηθούμε όλα: εκείνες τις πρώτες μέρες του μήνα του μέλιτος…
ΑΛΛΟΣ: Του μήνα της πίκρας!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Σας είχα και τους δυο, σας απόλαυσα και τους δυο, και εσένα και τον άλλο, σας απάτησα και τους δυο…
ΑΛΛΟΣ: Αυτό νόμισες εσύ∙ αλλά μεταξύ μας συμφωνήσαμε να σε εξαπατήσουμε και προσποιηθήκαμε ότι πιστέψαμε την απάτη σου. Και απόλαυσες μόνο τον έναν. Γιατί έτσι όπως και οι δύο θελήσαμε να κατακτήσουμε την άλλη, και από εκεί γεννήθηκε το από κοινού μίσος μας, έτσι και οι δύο θελήσαμε να προστατευτούμε από την οργή σου… Αυτός που ενέδιδε εκείνες τις μέρες ήταν ο άντρας σου, καημενούλης!, και εκείνος που σε απέρριπτε προσποιούμενος τον κουρασμένο και βαριεστημένο, ήταν ο άλλος, καημενούλης επίσης! Και οι δύο τρέμαμε την οργή σου…
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Την αγάπη μου!
ΑΛΛΟΣ: Αγάπη για… τον εαυτό σου! Και ήταν μία τραγική διαμάχη. Και, όταν νόμιζες ότι απολάμβανες και τους δύο, απολάμβανες τον έναν μόνο.
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Και τον άλλο!
ΑΛΛΟΣ: Όπως θέλεις…
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Εσένα!
ΑΛΛΟΣ: Δεν λες λοιπόν πως ξέρεις…;
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Αχ, αχ, θα τρελαθώ!
ΑΛΛΟΣ: Και όχι από αγάπη… Δηλαδή, ναι, από αγάπη για τον εαυτό σου…, από γυναικεία περηφάνεια…
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Κοίτα, εσύ… Τώρα θα σου δώσω την απόδειξη ότι εσύ, όποιος κι αν είσαι, πρέπει να είσαι ο άντρας μου…
ΑΛΛΟΣ: Απόδειξη;
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ναι, απόδειξη.
ΑΛΛΟΣ: Δώσε μού τη.
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Θα γίνω μητέρα.
ΑΛΛΟΣ: [Τρομοκρατημένος.] Τι; Τι λες;
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ότι θα γίνω μητέρα, ότι είμαι έγκυος από…
ΑΛΛΟΣ: Από ποιον;
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Από σένα.
ΑΛΛΟΣ: Από μένα ή από τον άλλο;
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Και από τους δύο, από τον ένα που είσαστε. Και ποιος ξέρει, μπορεί να γεννήσω δυο…, γιατί τους νιώθω να παλεύουν.
ΑΛΛΟΣ: Δυο; Κι άλλοι δυο; Αμάν!, πάει τρελαθήκαμε…
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Μόνο οι τρελοί γεννούν.
ΑΛΛΟΣ: Και σκοτώνουν. Και ο Θεός δεν μπορεί, δεν πρέπει να με καταδικάσει έτσι, ώστε να έχω παιδιά, να ξαναγίνω πάλι… άλλος.
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Λοιπόν θα γίνεις. Γιατί θα σου δώσω… άλλον έναν, άλλον έναν εσύ.
ΑΛΛΟΣ: Ξανά; Να ξαναγεννηθώ; Να ξαναπεθάνω; Ωχ, όχι, όχι, όχι!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ποιανού είναι το παιδί, για πες;
ΑΛΛΟΣ: Εγώ δεν μπορώ να κάνω παιδιά. Ο Θεός δεν μπορεί να με καταδικάσει έτσι, ώστε να κάνω παιδιά…, να ξαναγίνω πάλι άλλος.
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Και η Λάουρα;
ΑΛΛΟΣ: Α, η άλλη…! Και οι δυο τους είναι άλλη! Πάψε πια!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Της το λες αυτό της άλλης;
ΑΛΛΟΣ: Της άλλης… Και οι δυο είστε άλλη!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ας έρθει λοιπόν, να τελειώνουμε. Μπροστά και στις δυο…, διάλεξε! Και οι δυο μαζί θα σε γδύσουμε. Πάω να τη φέρω!
ΑΛΛΟΣ: [Προσπαθεί να τη σταματήσει.] Όχι, όχι, μην τη φέρεις, όχι! Δεν θέλω να σας δω μαζί!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Άσε με, Κάιν, Κάιν μου!
ΣΚΗΝΗ IV
Ο Άλλος μόνος.
ΑΛΛΟΣ: Κάιν! Κάιν! Κάιν! Και τώρα παραδομένος στις Ερινύες, στις δυο Ερινύες, σε αυτή την Ερινύα πάνω απ’ όλα. Και οι δυο μαζί, η σαγηνευμένη και η σαγηνεύτρα, η κατακτημένη και η κατακτήτρια, θα με σκοτώσουν…
ΣΚΗΝΗ V
Ο Άλλος, η Νταμιάνα και η Λάουρα.
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Αυτό πρέπει να τελειώσει, Λάουρα, πρέπει να τελειώσει. [Απευθύνεται στον Άλλο.] Εσύ…
ΑΛΛΟΣ: Ποιος;
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Κάιν! Όποιος κι αν είσαι! Κάιν, Κάιν μου, γιατί εσύ είσαι ο Κάιν μου, αφού για χάρη μου σκότωσες…
ΛΑΟΥΡΑ: Όχι, σκότωσε για χάρη μου και σε αυτοάμυνα…
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Σε αυτοάμυνα ή σε επίθεση, τι σημασία έχει; Εξάλλου αυτός πρέπει να το αποφασίσει. Εσύ, Κάιν, κράτησε τη μία, εμένα, τη μητέρα, και την άλλη διώξε την ή… σκότωσέ την! Εσύ με τη μητέρα του παιδιού σου.
ΑΛΛΟΣ: Εγώ…, ο άλλος, θα κρατήσω την άλλη!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Και ποια είναι αυτή;
ΑΛΛΟΣ: Η γυναίκα μου!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ ΚΑΙ ΛΑΟΥΡΑ: [Ταυτόχρονα.] Εγώ…, εγώ…, εγώ…
ΑΛΛΟΣ: Αυτή που μισεί τον εαυτό της όπως με μισώ και εγώ ο ίδιος, αυτή που νιώθει πάνω της το έγκλημα…
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Εγώ το νιώθω, εγώ! Και σαν απόδειξη ότι το νιώθω σκότωσέ την. Γιατί, αν δεν τη σκοτώσεις εσύ, εγώ…
ΑΛΛΟΣ: Κι άλλο θάνατο;
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ναι, κι άλλο θάνατο! Το αίμα διαγράφεται μόνο με αίμα. Σκότωσέ την και θάψε την εκεί κάτω, εκεί που είναι ο νεκρός∙ με τον άλλο, με τον άντρα της… Γιατί αυτή είναι η γυναίκα του νεκρού, του ηττημένου, όποιος κι αν είναι…
ΑΛΛΟΣ: Ο ηττημένος; Και ποιος είναι ο ηττημένος; Αυτός ή εγώ;
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Εσύ είσαι ο ζωντανός, εσύ είσαι ο πατέρας!
ΛΑΟΥΡΑ: Και ποιος είναι ο πατέρας;
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Όχι ο άντρας σου.
ΑΛΛΟΣ: Όχι, εγώ είμαι ο πιο νεκρός!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Καλά λοιπόν, αν είσαι ο πιο νεκρός, σκότωσέ την!
ΛΑΟΥΡΑ: Α, όχι, όχι, όχι! Φτάνει! Με σκοπό να ζήσει και να μην ανακαλυφθεί το έγκλημα, όποιος και αν είναι ο φονιάς -που εγώ ξέρω καλά ποιος είναι-, εγώ θα φύγω… Τον αφήνω σε σένα… Δεν μπορούμε να τον μοιραστούμε… Σου τον χαρίζω…
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Όπως στη σολομώντεια λύση, ε; Καλέ, η έξυπνη, η ιδιοφυία, η γενναιόδωρη! Όπως όλες οι δειλές, όπως όλες οι κατακτημένες, όπως όλες οι σαγηνευμένες, όπως όλες οι αγαπητικές…
ΛΑΟΥΡΑ: Εγώ…; Εγώ… αγαπητικιά;
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ναι, εσύ, η αγαπητικιά!
ΛΑΟΥΡΑ: Κι εσύ;
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Εγώ; Εγώ η κατακτήτρια∙ εγώ, η σαγηνεύτρα∙ εγώ, αυτή που αγαπάει∙ εγώ… η γυναίκα! Η γυναίκα και του ενός και του άλλου, και των δύο! Και εσύ μόνο η αγαπητικιά! Ο Κάιν δεν είχε αγαπητικιά, είχε γυναίκα, γυναίκα που αγαπούσε και τον κατάκτησε! Η αγαπητικιά ήταν του Άβελ… ο Άβελ ήταν ο κατακτητής∙ ο Κάιν, ο καημενούλης, ο καημενούλης ο Κάιν ο κατακτημένος, ο σαγηνευμένος, ο… αγαπητικός! Ο Άβελ δεν ήξερε να υποφέρει! Εσύ δεν είχες παρά μόνο τον έναν, και ήταν εκείνος αυτός που σε είχε, ενώ εγώ τους είχα και τους δύο, και τους δύο, αυτόν που σε έκανε δική του και τον άλλο…, και τους δύο!
ΛΑΟΥΡΑ: Λες ψέματα…, λες ψέματα…, λες ψέματα…!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Και οι δυο ήταν δικοί μου…, για μένα σκοτώθηκαν… Και είναι πιο δικός μου αυτός, αυτός που ζει, γιατί είχε περισσότερη δύναμη ή περισσότερη τύχη, γιατί κατάφερε να σκοτώσει τον άλλο. Και κατάφερε να τον σκοτώσει, για να γίνει πιο δικός μου. Εγώ του έδωσα δύναμη ή τύχη. Έχω εδώ στα σπλάχνα μου… Και τώρα πρέπει να εκδικηθούμε αυτόν τον θάνατο… Και ένας θάνατος εξιλεώνεται μόνο…
ΑΛΛΟΣ: Με άλλον…, ξέρω!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Λοιπόν;
ΛΑΟΥΡΑ: Με σκοτώνετε…, με σκοτώνετε… Σκοτώνεις τη Λάουρά σου…
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Λάουρά του…; Είναι δικός μου, δικός μου, δικός μου…, ο άντρας μου…, ο Κάιν μου…, το έγκλημα τον έκανε δικό μου…
ΑΛΛΟΣ: Μην φωνάζετε, γιατί θα μας ακούσει ο δεσμοφύλακας, ο τρελογιατρός… Και θα μας ακούσει το Πεπρωμένο, ο Άλλος εκεί πάνω [Δείχνοντας τον ουρανό.] και εκεί κάτω [Δείχνοντας τη γη.].
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ας ακούσει και ας έρθει, και ας τελειώσει αυτό επιτέλους… Γιατί όλοι έχουμε τρελαθεί πια εδώ πέρα…
ΣΚΗΝΗ VI
Οι παραπάνω και ο Ερνέστο.
ΕΡΝΕΣΤΟ: [Μπαίνοντας.] Ήρθε και ο τρελογιατρός!
ΑΛΛΟΣ: Και δεσμοφύλακας και ανακριτής για το έγκλημα!
ΕΡΝΕΣΤΟ: Θα μάθουμε ποτέ την αλήθεια;
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Αυτή, η αδερφή σου, η κατακτημένη, η σαγηνευμένη, η αγαπητικιά, η ψόφια γατούλα, εξώθησε τον Νταμιάν μου να σκοτώσει τον Κόσμε της. Ήθελε να ξέρει τι γεύση έχει ο άλλος…
ΛΑΟΥΡΑ: Όχι, αυτή ήταν, η κατακτήτρια, η λυσσασμένη θηλυκιά τίγρη, που, ερωτευμένη με τον Κόσμε μου, ήθελε να τον κάνει αγαπητικό της και έστειλε τον άντρα της, για να σκοτωθεί από τον δικό μου. Αυτή ήθελε να ξέρει τι γεύση έχει ο άλλος….
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Το ήξερα!
ΕΡΝΕΣΤΟ: [Στον Άλλο.] Και εσύ;
ΑΛΛΟΣ: Εγώ; Εγώ δεν μπορώ άλλο με τον εαυτό μου και φεύγω. Η μια κρατιέται από τον έναν, η άλλη από τον άλλο, και οι δύο μαζί με ξεσκίζουν. Είναι φρικτό να πρέπει να σέρνεις μαζί σου αυτές τις Ερινύες της Μοίρας, του Πεπρωμένου, αμολημένες… Είναι φρικτό να πρέπει να κουβαλάς στην πλάτη σου έναν νεκρό και πάνω του δυο γυναίκες… Και η τιμωρία του άντρα που κατακτά μια γυναίκα είναι να κατακτιέται από άλλη. Ο σαγηνευτής καταλήγει σαγηνευμένος. Και είναι φοβερό πράγμα να μην μπορείς να είσαι ένας, ένας, πάντα ένας και ο ίδιος, ένας… Να γεννιέσαι μόνος για να πεθαίνεις μόνος! Να πεθαίνεις μόνος, μόνος, μόνος…! Να πρέπει να πεθαίνεις με άλλον, με τον άλλο, με τους άλλους… Με σκοτώνει ο άλλος, με σκοτώνει… Αλλά, τέλος πάντων, γεννηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης! Και για εκεί φεύγω!
Φεύγει.
ΣΚΗΝΗ VΙΙ
Ο Ερνέστο, η Λάουρα και η Νταμιάνα.
ΕΡΝΕΣΤΟ: Να σας πω, Νταμιάνα, αυτό δεν μπορεί ούτε πρέπει να συνεχίσει έτσι. Αυτό, σπίτι μου τώρα πια, δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι ένα σπίτι τρελών και ένα νεκροταφείο… Και μια κόλαση… Θα θάψουμε το έγκλημα και τον νεκρό, αλλά…
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Και πρέπει να φύγω χωρίς τον… Κάιν μου; Όχι, όχι, αυτό δεν γίνεται, δεν πρέπει να γίνει! Θα πάρω μαζί μου αυτόν που μου ανήκει, τον… αγαπητικό μου, μακριά, πολύ μακριά, και αυτή θα μείνει εδώ χήρα, με τον νεκρό, με τον σύζυγό της…
ΛΑΟΥΡΑ: Πάρε τον, σου το είπα!
ΕΡΝΕΣΤΟ: Όχι! Δεν θα τον πάρει…, δεν μπορεί να τον πάρει…
ΛΑΟΥΡΑ: Θα χάσω τον άντρα μου.
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Άντρα σου; Το έγκλημα, όποιος κι αν είναι ο δολοφόνος, τον έκανε δικό μου, δικό μου, δικό μου… Έλα εδώ. [Πιάνοντάς της τα μπράτσα και κοιτάζοντάς την στα μάτια.] Δεν τον βλέπεις; Δεν τον βλέπεις;
ΛΑΟΥΡΑ: Άσε με, δαίμονα!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Δεν τον βλέπεις; Δεν βλέπεις τη σκηνή; Δεν βλέπεις αυτόν που σε κατάκτησε, τον έναν ή τον άλλο, κατακτημένο από εμένα, να μένει μόνος και ακέραιος για μένα; Γιατί όταν ήρθα εγώ, με είχε καλέσει ο… Κάιν.
ΛΑΟΥΡΑ: Λες ψέματα, λες ψέματα, λες ψέματα!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Πώς λέω ψέματα; Όχι, είναι η αλήθεια! Το ότι δεν απαντούσε τα γράμματά μου βέβαια και ήταν ψέμα! Με κάλεσε…
ΛΑΟΥΡΑ: Λες ψέματα, λες ψέματα, λες ψέματα!
ΕΡΝΕΣΤΟ: Εδώ λέτε όλοι ψέματα και ούτε υπάρχει τρόπος να μάθουμε την πραγματική αλήθεια. Μόνο ένα πράγμα είναι βέβαιο και ολοφάνερο και είναι ότι, όποιος θέλει ας είναι…, ετούτος είναι ένας αδελφοκτόνος που έφερε την πιο ζοφερή κόλαση σε αυτό το σπίτι, και σύμφωνα με τη θεία δίκη του αξίζει…
ΑΛΛΟΣ: [Από μέσα.] Ο θάνατος! Να πεθάνεις Κάιν! Κάιν, Κάιν, Κάιν, τι έκανες στον αδερφό σου; [Ο Ερνέστο συγκρατεί τις δυο γυναίκες που θέλουν να τρέξουν σ’ αυτόν κλείνοντάς τους τον δρόμο.]
ΑΛΛΟΣ: [Από μέσα.] Λάουρα!
ΛΑΟΥΡΑ: Η φωνή του!
ΑΛΛΟΣ: [Από μέσα.] Νταμιάνα!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Αυτή βέβαια είναι η φωνή του.
ΑΛΛΟΣ: [Από μέσα.] Ναμιάνα! Εκεί σου αφήσαμε την καταραμένη μας σπορά, εκεί συνεχίζουν να υπάρχουν κι άλλοι από μας… Οι Ερινύες…, οι Ερινύες! Να πεθάνεις Κάιν! Να πεθάνεις Άβελ! Με κλειδί ή με καθρέφτη, να πεθάνετε! [Ακούγεται ένα σώμα να πέφτει, ενώ οι γυναίκες στέκονται τρομοκρατημένες. Ο Ερνέστο τρέχει να δει τι έγινε.]
ΣΚΗΝΗ VΙΙΙ
Η Λάουρα και η Νταμιάνα.
ΛΑΟΥΡΑ: Εσύ τον σκότωσες…, τον άντρα μου!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Δικοί μου ήταν και οι δύο! [Συγκρατώντας τη Λάουρα, που θέλει να βγει.] Γιατί; Για να δεις τον άλλο νεκρό; Τώρα σίγουρα είναι ένας και οι δυο μαζί∙ και οι δυο νεκροί… Άφησε τους νεκρούς στην ησυχία τους!
ΛΑΟΥΡΑ: Εσύ τον σκότωσες…
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Μπα! Αυτοί σκοτώθηκαν, αυτοί…, καημενούληδες! Εγώ είμαι η μητέρα.
ΛΑΟΥΡΑ: Και ποιος ο πατέρας; Είσαι σίγουρη ότι αυτό το παιδί που περιμένεις…
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Που το έχω ήδη…
ΛΑΟΥΡΑ: Είναι του… συζύγου σου;
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Του δικού μου ή του δικού σου, το ίδιο κάνει.
ΛΑΟΥΡΑ: Φρίκη! Φρίκη!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Με φρίκες υφαίνεται η ευτυχία, που είναι ο θρίαμβος. Είναι η ζωή, καημενούλα Αβελίνα αρσενικοθήλυκη, είναι η ζωή! Όταν δίνεις ζωή δίνεις θάνατο! Ένας μητρικός κόλπος είναι λίκνο.
ΛΑΟΥΡΑ: Ο δικός σου είναι τάφος.
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ο τάφος είναι λίκνο και το λίκνο τάφος, που δίνει ζωή σε έναν άντρα για να ονειρεύεται τη ζωή -μόνο το όνειρο είναι ζωή-, δίνει θάνατο σε έναν άγγελο που κοιμόταν σε μια φρικτή αιώνια ευτυχία…, αιώνια, γιατί είναι άδεια. Το λίκνο είναι τάφος, τα μητρικά σπλάχνα είναι μνήμα.
ΣΚΗΝΗ ΙΧ
Οι παραπάνω, η Παραμάνα και μετά ο Ερνέστο.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Τι έγινε; Λύθηκε; [Πηγαίνει προς το δωμάτιο όπου κείτεται ο Άλλος.] Γιε μου! Γιε μου! Το φοβόμουν…
ΕΡΝΕΣΤΟ: [Επιστρέφει.] Ποιος είναι;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Τώρα; Ο άλλος! Και οι δύο! Να τους θάψουμε μαζί τώρα.
ΛΑΟΥΡΑ: [Στην Νταμιάνα.] Φόνισσα! Φόνισσα! Φόνισσα! Καΐνα! Εσύ τους σκότωσες και τους δύο, εσύ, Καΐνα!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Καημενούλα… θύμα! Καημενούλα… αγαπητικιά! Καημενούλα… χήρα και των δυο! Καημενούλα Αβελίνα αρσενικοθήλυκη! Αβελίνα η αθώα, η αποπλανημένη βοσκοπούλα, η ερωτευμένη βοσκοπούλα! Το ίδιο της έκανε ο ένας ή ο άλλος…∙ ήτανε του πρώτου που θα την έπαιρνε…∙ θήραμα του πρώτου αρπακτικού… Φτωχό πράο αρνάκι! Φτωχούλα Αβελίνα! Καημένη ερωτευμένη βοσκοπούλα! Άντε, άντε, πρόσφερε στον Θεό σου τους αμνούς σου, καημενούλα Αβελίνα…! Εγώ φεύγω με τον δικό μου, με τον γιo μου… ή γιους…, και παίρνω και τον πατέρα τους…
ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Θα σωπάσετε επιτέλους, Ερινύες; Αφήστε ήσυχους τους νεκρούς!
ΕΡΝΕΣΤΟ: Οι νεκροί είναι που δεν αφήνουν ήσυχους τους ζωντανούς, είναι οι νεκροί μας… οι άλλοι!
ΛΑΟΥΡΑ: Εγώ θέλω να πεθάνω… Γιατί να ζω πια…;
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Εγώ, όχι! Εγώ πρέπει να ζήσω για να δώσω ζωή σε κάποιον άλλο: στον γιο… ή γιους… Πού να ξέρω μήπως κουβαλάω δύο…!
ΛΑΟΥΡΑ: Φρίκη!
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Φρίκη; Δύο, όπως ο Ησαύ και ο Ιακώβ. Μα πες μας, παραμάνα, μήπως δεν μάλωναν και εκείνοι στα σπλάχνα της μάνας τους, για το ποιος θα έβγαινε πρώτος στον κόσμο;
ΛΑΟΥΡΑ: Και πώς το ξέρεις;
ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Γιατί νιώθω μάχη στα σπλάχνα μου. Για το ποιος θα βγει πρώτος στον κόσμο για να βγάλει έπειτα πρώτος τον άλλο από τον κόσμο… Εσύ νανούρισε τους νεκρούς σου, κι εγώ θα νανουρίσω τους ζωντανούς μου. Εσύ, αφού δεν υπήρξε κανείς άντρας σου, δεν θα δώσεις ζωή σε κανέναν άλλο. Η ζωή σκοτώνει, αλλά δίνει ζωή, δίνει ζωή στον ίδιο τον θάνατο. [Κοιτάζοντας την κοιλιά της και σταυρώνοντας τα χέρια πάνω της.] Τι ηρεμία τώρα, γιε μου, τι γλυκιά και θλιβερή ηρεμία άνευ περιεχομένου! Ο… νεκρός μου, και εσύ ο ζωντανός μου!, ζωή μου!, γιε μου! [Στη Λάουρα.] Φύγε ειρηνικά με τον αδερφό σου. Εγώ κατάφερα τη μητρότητα με πόλεμο, και δεν περιμένω πια ειρήνη. Εδώ σε αυτή την ψευδοειρήνη στα σπλάχνα μου, λίκνο και τάφο, ξαναγεννιέται η αιώνια αδελφική διαμάχη. Εδώ περιμένουν να αποκοιμηθούν και να αρχίσουν να ονειρεύονται… άλλοι.
Αυλαία.