«Μνήμα τυλόμενο»

Ο ρινηλάτης Βίτγκενσταϊν
Ο ρινηλάτης Βίτγκενσταϊν

Υπάρ­χουν χω­ρο­τα­ξι­κά σύ­νο­ρα που δεν συ­νει­δη­το­ποιού­νται κι ένα απ’ αυ­τά εί­ναι το ανέκ­κλη­το δό­μη­μα που δη­μιουρ­γεί­ται ανά­με­σα των κτι­σμά­των του άστε­ως, εν­δια­μέ­σως των πο­λυ­κα­τοι­κιών, εκεί όπου ένα ανα­γκα­στι­κό κε­νο­τά­φιο ανα­γεί­ρε­ται μπρο­στά από πυ­λω­τές και δί­πλα απ’ τα κλι­μα­κο­στά­σια, πί­σω από αυ­λές και σι­μά υπε­ρυ­ψω­μέ­νων ισο­γεί­ων.
Πό­σες ώρες την ημέ­ρα ένα αστι­κό πλά­σμα δεν κα­τα­να­λώ­νει κοι­τώ­ντας ένα τέ­τοιο αμά­λα­γο σύ­νο­ρο χω­ρίς να το συ­νει­δη­το­ποιεί; Μέ­σα σ’ αυ­τόν τον στε­νό και - κα­τά έναν πα­ρά­δο­ξο τρό­πο - πά­ντο­τε εν εξε­λί­ξει χώ­ρο, υπάρ­χει πα­ρα­με­θό­ρια ομορ­φιά που βιώ­νε­ται σαν απο­θα­νόν πά­τω­μα, τό­πος που πο­τέ τί­πο­τα εμ­φα­νές δεν συμ­βαί­νει.
Το πε­ριε­χό­με­νο του; Λί­θοι και πλίν­θοι και ξύ­λα και κέ­ρα­μοι ατά­κτως ερ­ριμ­μέ­να.
Αυ­τός ο εν­διά­με­σος τό­πος έχει όλες τις ιδιό­τη­τες ενός μνή­μα­τος αλ­λά και μιας εν δυ­νά­μει χω­μα­τε­ρής. Μέ­ρος με­τά­βα­σης από έναν σκυ­ρο­δε­μι­κό κό­σμο σ’ έναν άλ­λο, από μία πο­λυ­κα­τοι­κία σε μία άλ­λη.
Μα­κά­ρι όμως να ‘ταν όλα τό­σο εύ­κο­λα κι απλά για να τα δε­χτεί κα­νείς και να πά­ει για ύπνο ήσυ­χος.
Βρί­σκου­με εξαίφ­νης ομπρός μας μία αι­σθη­μα­το­ποι­η­μέ­νη γερ­μα­νι­κή λέ­ξη που ίσως κα­τα­φέρ­νει να πε­ρι­γρά­ψει αυ­τόν το χώ­ρο κά­πως ορ­θά αλ­λά όχι επα­κρι­βώς: häuserschluchten.
H λέ­ξη κυ­ριο­λε­κτι­κά ση­μαί­νει οι­κια­κές χα­ρά­δρες, υπο­δη­λώ­νο­ντας το κα­τά συμ­βε­βη­κός σι­βυλ­λι­κό κε­νό ανα­με­σίς κτη­ρί­ων που πολ­λά­κις αυ­το-δη­μιουρ­γεί­ται, τε­μα­χί­ζο­ντας τα ψα­χνά του τσι­μέ­ντου. Κε­νά σκυ­ρο­δέ­μα­τος ή φυ­σι­κές αστε­α­κές λει­ψα­νο­θή­κες που ανα­κοι­νώ­νουν την παύ­ση μί­ας αρ­χι­τε­κτο­νι­κής οπτι­κής γω­νί­ας και την ίδια στιγ­μή δια­τυ­μπα­νί­ζουν την αρ­χή μί­ας άλ­λης όψης, ελα­φρώς πα­ρό­μοιας.
Στις δυ­τι­κές πο­λε­ο­δο­μί­ες το όριο του πλά­τους αυ­τής της από­στα­σης εί­ναι σχε­δόν δύο μέ­τρα. Συ­νή­θως αυ­τά τα αστι­κά φα­ράγ­για εί­ναι αδιέ­ξο­δα και κού­φια. Πο­λε­ο­δο­μι­κά θε­ω­ρού­νται νε­κρός χώ­ρος κι εί­ναι ικα­νά να με­ταλ­λα­χθούν τε­χνηέ­ντως σε με­τα­φυ­σι­κά σκάμ­μα­τα.
Τι μπο­ρεί όμως ν’ αντι­προ­σω­πεύ­ει ένας τέ­τοιος φθο­ρο­ποιός κι εγκάρ­σιος κε­νός τύμ­βος για κά­ποιον που δια­θέ­τει ένα βλέμ­μα λί­γο πιο κα­λό­βου­λα κι ακού­σια σκω­πτι­κό; Για αρ­χή μάλ­λον τί­πο­τα. Εί­ναι ένας χώ­ρος αδιά­φο­ρος, απα­ρα­τή­ρη­τος κι αχρη­σι­μο­ποί­η­τος, πε­ντα­βρό­μι­κος απ’ τη σκό­νη, γε­μά­τος δύ­σο­σμα στρώ­μα­τα απο­σύν­θε­σης δε­κα­ε­τιών∙ ένα πα­χύ λι­γδε­ρό έδα­φος όπου αν­θρώ­που πό­δι δεν πα­τά και βρί­σκου­με εκεί μό­νο ότι εκεί­νος απορ­ρί­πτει.
Συ­σκευα­σί­ες, μπου­κά­λια, υπο­δή­μα­τα, ρού­χα, ανα­μνή­σεις, ακό­μη και τον ίδιο τον νε­ό­τευ­κτο θά­να­το σε μία ιδε­α­τή μορ­φή του. Ένα τέ­τοιο μνή­μα εμπε­ριέ­χει κι αντα­να­κλά όλη την τύρ­βη του άστε­ως.
Σ’ αυ­τό το μέ­ρος ο οφθαλ­μός πε­ρι­δια­βαί­νει εις το κρα­νίο δια­στελ­λό­με­νος –στα­θε­ρός μέ­σα απ’ το διά­φα­νο γυα­λί ενός πα­ρα­θύ­ρου– συ­νή­θως αδιά­φο­ρα, σπα­σμω­δι­κά, άτε­χνα ή εντε­λώς τυ­χαία.
Ίσως μό­νο κά­ποια κοι­νά εί­δη πτη­νών να στέ­κουν εκεί για λί­γο παίρ­νο­ντας μία ανά­σα, ένα δύο πε­ρα­στι­κά αι­λου­ροει­δή και κά­ποιο λα­δω­μέ­νο τρω­κτι­κό.
Τ’ αλου­μι­νέ­νια κου­τιά του ζύ­θου ανα­φαν­δόν πε­σμέ­να απ’ τα πά­νω μπαλ­κό­νια, μας μοιά­ζουν τώ­ρα με χρυ­σούς κά­λυ­κες με­γά­λου πυ­ρο­βό­λου όπλου, ένα ξε­θω­ρια­σμέ­νο πλα­στι­κό κα­πά­κι απορ­ρυ­πα­ντι­κού, ένα ξε­πα­τω­μέ­νο πα­πού­τσι, μία κομ­μέ­νη σω­λή­να πλυ­ντη­ρί­ου που θυ­μί­ζει το κυ­κλο­δί­ω­κτο έντε­ρο κά­ποιου με­τα­γε­νέ­στε­ρου πο­λυ­με­ρούς Πο­λύ­φη­μου, υπο­λείμ­μα­τα μία σκι­σμέ­νης, κά­πο­τε πορ­το­κα­λί, φλο­κά­της κι απο­μει­νά­ρια απ’ τον ισχνό σκε­λε­τό κά­ποιου ζώ­ου που ‘χει απο­βιώ­σει χρό­νια τώ­ρα, ολό­κλη­ρος σχε­δόν κα­λυμ­μέ­νος απ’ τα χι­λιά­δες απο­συ­ντι­θέ­με­να φύλ­λα που ξα­πλώ­νουν αιω­νί­ως τρι­γύ­ρω.
Αυ­τός ο εγκά­θειρ­κτος χώ­ρος εί­ναι στην ου­σία του ανύ­παρ­κτος, απο­κλί­νων, διά­φα­νος στους οφθαλ­μούς των κα­τοί­κων – ένα μνή­μα τυ­λό­με­νο, όπως δι­πλώ­νει και ξε­φορ­τώ­νε­ται κα­νείς το αντα­να­κλώ­με­νο πρό­σω­πο του μέ­σα στο πο­λυ­με­ρές. Αν ο χώ­ρος αυ­τός αντι­προ­σώ­πευε κά­ποιο χρώ­μα σί­γου­ρα αυ­τό θα ήταν ένα ενα­γώ­νιο λευ­κό. Αν ένα βλέμ­μα θα έσπευ­δε να τον πε­ρι­γρά­ψει κα­τάλ­λη­λα αυ­τό τό­τε θα έπα­σχε από αχρω­μα­το­ψία.

Κά­ποιος που πε­ρι­γρά­φει τα «φαι­νό­με­να της αχρω­μα­το­ψί­ας», πε­ρι­γρά­φει, όντως, μο­νά­χα τους τρό­πους με τους οποί­ους το άτο­μο με αχρω­μα­το­ψία απο­κλί­νει από το φυ­σιο­λο­γι­κό, όχι και την όρα­ση του εν γέ­νει. […] Μπο­ρεί κά­ποιος να με δι­δά­ξει ότι βλέ­πω ένα δέ­ντρο; Και τι εί­ναι ένα «δέ­ντρο», και τι το «να βλέ­πεις»; [Λού­ντ­βιχ Βίττ­γκεν­σταϊν, Πα­ρα­τη­ρή­σεις πά­νω στα χρώ­μα­τα, μτ­φρ. Μ.Ν. Θε­ο­δο­σί­ου, Πα­νε­πι­στη­μια­κές Εκ­δό­σεις Κρή­της, σελ. 95.]

Αντι­κα­θι­στώ­ντας τώ­ρα την ατο­πι­κή, για το πα­ρά­δειγ­μα μας, λέ­ξη δέ­ντρο, με την λέ­ξη μνή­μα στην, κα­τά τ’ άλ­λα, εν­δια­φέ­ρου­σα πρό­τα­ση του Βίτ­γκεν­σταϊν έχου­με:
Μπο­ρεί κά­ποιος να με δι­δά­ξει ότι βλέ­πω ένα μνή­μα; Και τι εί­ναι ένα «μνή­μα», και τι το «να βλέ­πεις»;
Ένα μνή­μα εί­ναι ένα πρό­σφο­ρο σύ­νο­ρο. Ο θελ­χθείς Από­κε­ντρος εκ του ορί­ου τού­του μάλ­λον πως εί­ναι ανα­γκαίο να σκορ­πί­σει σαν σκά­για τις ώρες του ανα­με­σίς τοι­χί­ων, χω­ρίς όμως ο ίδιος να ‘ναι πε­πε­ρα­σμέ­νος, ού­τε το ίδιο το μνή­μα να τον απο­μυ­ζή­σει. Μό­νον ο απο­θα­νών οφεί­λει να δια­σχί­ζει ετού­το το πο­λύ­τρο­πο τέλ­μα κι ένας αστός τυ­χαί­ως κα­θί­στα­ται γό­νι­μος να το δια­γου­μί­σει νοη­τι­κά ανα­λύ­ο­ντας το σε θραύ­σμα­τα, να το αρ­χειο­θε­τή­σει και να το κα­τα­στή­σει ευ­θαρ­σώς γη πα­ρά-λο­γι­σμού
Τι ση­μαί­νει εντού­τοις το βλέ­πω; Για να δια­σχί­σου­με την κρυ­ψί­νοια της από­στα­σης που χορ­ταί­νει βά­ναυ­σα απ’ την τύ­φλω­ση, θε­ω­ρη­τι­κά μι­λώ­ντας, χρειά­ζε­ται να συμ­βεί του­λά­χι­στον μία γέν­νη­ση ή αλ­λιώς μία ανά­στα­ση. Ένα τυ­χαίο σφάλ­μα της νό­η­σης μπο­ρεί πολ­λές φο­ρές να μας γκρε­μο­τσα­κί­σει στην από­κρη­μνη πα­ρα­τή­ρη­ση ενός μο­να­δι­κού φαι­νο­μέ­νου.
Κα­θώς στε­κό­μα­στε στ’ αλ­γει­νά και φω­σφο­ρί­ζο­ντα εντό­σθια ενός δια­νυ­κτε­ρεύ­ο­ντος το­πι­κού μπα­κά­λι­κου με­τρώ­ντας τα πράγ­μα­τα που ‘χει ενα­πο­θέ­σει πά­νω στον πά­γκο του τα­μεί­ου ο μπρο­στι­νός πε­λά­της, συ­νει­δη­το­ποιού­με πως ωσάν κα­τα­δι­κα­σμέ­νοι στην ειρ­κτή του πο­λυ­με­ρούς και της φρι­κί­α­σης των ανα­γκών μας –ανά­γκες που κάλ­λι­στα τυ­λί­γο­νται υπε­ρή­φα­να και υπο­χρε­ω­τι­κά σε μία ιστο­ρία των μο­ντέρ­νων μνη­μά­των ή των εφή­με­ρων αρ­χι­τε­κτο­νη­μά­των μας– εί­μα­στε σχε­δόν υπό­χρε­οι ν’ ανα­γνω­ρί­ζου­με τους απα­ντα­χού τά­φους των αν­θρώ­πων και των πό­λε­ων σ’ όλες τις μορ­φές τους, ακό­μη κι όταν η αρ­χή μιας τέ­τοια συλ­λο­γι­στι­κής ξε­κι­νά από ένα κοι­νό τυ­πο­ποι­η­μέ­νο προ­ϊ­όν που μό­λις αγο­ρά­σα­με κι ενα­πο­θέ­σα­με πά­νω στο κό­ντρα πλα­κέ ενός τραυ­λού τερ­μα­τι­κού.
Κι εδώ κεί­ται η πε­ρι­πί­πτου­σα ου­σία της πα­ρα­τή­ρη­σης που διε­νερ­γεί­ται επί του τα­μεί­ου: με­ρι­κά σφάλ­μα­τα εί­ναι συ­νη­θι­σμέ­να –πα­ρα­δο­σια­κά θα λέ­γα­με αστειευό­με­νοι– άλ­λα εί­ναι μό­νο ανα­γκα­στι­κά και σε σπά­νιες πε­ρι­πτώ­σεις έχου­με να κά­νου­με με λε­χώ­νες συγ­χύ­σεις που εί­ναι τό­σο κα­τα­το­πι­στι­κές όσο μία άγνω­στη και πα­ρά­ται­ρη πο­λε­ο­δο­μία που ξαφ­νι­κά σου φα­νε­ρώ­νε­ται, κυ­ριο­λε­κτι­κά απ’ το που­θε­νά.

Υπάρ­χουν, σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, σφάλ­μα­τα που τα θε­ω­ρώ κοι­νό­το­πα, και άλ­λα που έχουν δια­φο­ρε­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα και τα οποία πρέ­πει να δια­κρι­θούν από τις υπό­λοι­πες κρί­σεις μου ως προ­σω­ρι­νές συγ­χύ­σεις. Αλ­λά δεν υπάρ­χουν και με­τα­βα­τι­κές πε­ρι­πτώ­σεις με­τα­ξύ των δύο; (Στο ίδιο, σελ. 136.)

Ανα­πε­μπό­μα­στε πά­νω απ’ το διά­φα­νο του πο­λυ­με­ρούς κα­θη­με­ρι­νά, διά­φα­νο που όμως δεν εί­ναι πο­τέ λευ­κό. Πί­σω απ’ την δια­φά­νεια βρί­σκου­με το ίδιο το πρό­σω­πο μας, ακρι­βώς όπως όταν, πα­ρα­τη­ρώ­ντας τον αδρα­νή χώ­ρο στις τε­τρα­γω­νι­σμέ­νες μα­σχά­λες των κτι­ρί­ων, μέ­σα απ’ το διά­φα­νο του πα­ρα­θύ­ρου μας, αντα­να­κλά­ται πά­ραυ­τα σ’ αυ­τόν τον άχρη­στο χώ­ρο, η κε­φα­λή μας ή ακό­μη κι όλος ο κορ­μός.
Ο ρι­νη­λά­της Βίτ­γκεν­σταϊν ανα­ρω­τιέ­ται αν υπάρ­χουν με­τα­βα­τι­κά στά­δια σφαλ­μά­των ανα­με­σίς των ίδιων των σφαλ­μά­των. Αυ­τό εί­ναι κα­τα­πλη­κτι­κό. Όπως ακρι­βώς υπάρ­χουν επαρ­χια­κά κε­νά αέ­ρος μέ­σα σ’ ένα κε­ντρο­φό­ρο ζω­ο­φό­ρο πλέγ­μα, έτσι βρί­σκου­με άρ­ρη­τα σύ­νο­ρα που εί­ναι πα­ρο­πλι­σμέ­να από κά­θε χρή­ση μέ­σα σ’ άλ­λα σύ­νο­ρα που τε­λούν χρέη ενερ­γών φρου­ρών ή προ­σω­ρι­νών πο­λε­ο­δο­μι­κών «κλη­ρω­τών φα­ντά­ρων» που φυ­λά­νε σκο­πιά στο πα­ρα­με­θό­ριο νό­η­μα του άστε­ως.
Αν στο μό­νι­μα δό­κι­μο πα­ρόν η χρή­ση των häuserschluchten (οι­κια­κών φα­ραγ­γιών-χα­ρα­δρών-σφαλ­μά­των) εί­ναι φαι­νο­με­νι­κά πα­ρο­πλι­σμέ­νη, έτσι ακρι­βώς άχρη­στη τεί­νει να γί­νε­ται και η ίδια η πε­ραι­τέ­ρω πο­λε­ο­δο­μία σε μία μεί­ζο­να κλί­μα­κα, αν θε­ω­ρή­σου­με πως οι πό­λεις εί­ναι σύ­νο­ρα για κά­τι που δεν δια­κρί­νει ο οφθαλ­μός λό­γω αυ­ξα­νό­με­νης πνευ­μα­τι­κής ασι­τί­ας.
Κα­θώς προ­χω­ρά­με στον βίο μας διε­νερ­γού­με συ­να­ντή­σεις που μας δια­περ­νά­νε και που μας δια­φω­τί­ζουν εκτε­νέ­στε­ρα στο θέ­μα των απα­ντα­χού «τε­χνι­τών κε­νών». Πα­ρελ­θο­ντι­κές στιγ­μές από επο­χές και­ρό τώ­ρα πε­ρα­σμέ­νες και σχε­δόν πλή­ρως λη­σμο­νη­μέ­νες, βιω­μέ­νες από αν­θρώ­πους που τεί­νουν σύ­ντο­μα προς την εξα­φά­νι­ση, μας δι­δά­σκουν πολ­λά πά­νω στο θέ­μα μας.
Το λευ­κό του μνή­μα­τος και το διά­φα­νο του κα­θρε­φτί­σμα­τος του εαυ­τού, συμ­φύ­ρο­νται.
Ένας τέ­τοιος πλά­νης πρό­φτα­σε να μας ενη­με­ρώ­σει πως προ εξή­ντα ετών και βά­λε, πά­νω απ’ τα μνή­μα­τα μιας ιδιά­ζου­σας επαρ­χια­κής Ελ­λά­δος —χω­ριά που ακό­μη με­τρού­σαν τις αι­τί­ες αφα­νι­σμού των κα­τοί­κων στα δύο δά­χτυ­λα του ενός χε­ριού— φύ­τρω­ναν κλή­μα­τα που έδι­ναν τα πιο γευ­στι­κά στα­φύ­λια που έχει πο­τέ δο­κι­μά­σει αν­θρώ­πι­νη γλώσ­σα και ου­ρα­νί­σκος. Η αρ­χαιό­θεν πραγ­μα­τι­κή αι­τία της νο­στι­μιάς των καρ­πών εκεί­νων ακό­μη και σή­με­ρα πα­ρα­μέ­νει άγνω­στη.
Κά­τι τέ­τοιοι ενα­πο­μεί­να­ντες ρο­μα­ντι­κοί υπο­στή­ρι­ξαν πως έφται­γε το λί­πα­σμα των εναλ­λασ­σό­με­νων και πα­τι­κω­μέ­νων οστών που ‘χε κα­τα­κά­τσει για δε­κα­ε­τί­ες εκεί, ανα­με­μειγ­μέ­να με το χώ­μα του μνή­μα­τος απ’ τ’ απα­λό χέ­ρι του χρό­νου. Άλ­λοι, πιο ορ­θο­λο­γι­στές, προ­σπά­θη­σαν να βρουν αν το οστε­ο­φυ­λά­κιο συν­δε­ό­ταν με κά­ποια απο­συ­νά­γω­γη φλέ­βα νε­ρού κά­τω απ’ την εκ­κλη­σία του κοι­μη­τη­ρί­ου για να επε­ξη­γή­σουν λο­γι­κά τ’ ανε­ξή­γη­τα. Φυ­σι­κά οι έρευ­νες όλες απέ­τυ­χαν ή απλά λη­σμο­νή­θη­καν με το χρό­νο και με το ανα­γκα­στι­κό πέ­ρα­σμα των αν­θρώ­πων εκεί­νων.
Δεν παύ­ει όμως ο Από­κε­ντρος πλά­νης —κι όταν εδώ λέ­με από­κε­ντρος το εν­νο­ού­με κυ­ρί­ως πνευ­μα­τι­κά— να πα­λεύ­ει διαρ­κώς ν’ απο­κα­λύ­ψει μυ­στι­κές ει­σό­δους μέ­σα στο σπαρ­γά­νω­μα της πό­λης, πα­ρό­λη τη ζο­φε­ρό­τη­τα που τον πε­ρι­τρι­γυ­ρί­ζει.

«All entrances must be uncovered» όπως κά­πως ευ­χά­ρι­στα επι­μέ­νει ο δη­μο­σιο­γρά­φος Tom Ellen στο εν­δια­φέ­ρον άρ­θρο[1] του για τρεις πο­λύ ση­μα­ντι­κούς αστε­α­κούς ιε­ράρ­χες της δη­μο­φι­λούς κουλ­τού­ρας: Ο αλ­χη­μι­στής του αγνώ­στου William Blake, οι λαν­θά­νο­ντες ρή­το­ρες εκ Staten Island, Wu Tang κι ο ημι­πα­ρά­φρων σκα­πα­νέ­ας της φρί­κης Mark E. Smith. Ετού­τη η πα­ρά­ξε­νη συ­ντε­χνία συ­γκρο­τεί ένα σώ­μα που ανα­ζη­τά μία δεύ­τε­ρη πό­λη, ένα κρυ­πτόν άστυ πέ­ρα απ’ τα τε­τριμ­μέ­να κι ανια­ρά αστι­κά συμ­βά­ντα. Αυ­τοί οι τρεις ογκό­λι­θοι με­του­σιώ­νο­νται σ’ ένα αιχ­μη­ρό τρυ­πά­νι έτσι ώστε να σκά­ψουν το αδιά­φο­ρο σκυ­ρό­δε­μα και να διαρ­ρή­ξουν την πίσ­σα, κα­τα­βε­βλη­μέ­νοι από έναν σχε­δόν θρη­σκευ­τι­κό πυ­ρε­τό. Ο ένας εξ αυ­τών μας υπεν­θυ­μί­ζει —μέ­σα απ’ τις κού­τσα­βλες κι ιδιαι­τέ­ρως στρε­βλές του στι­χο­μυ­θί­ες, ένας Smith μό­νι­μος κά­τοι­κος μί­ας εν γέ­νει μη­τρο­πο­λι­τι­κής και βιο­μη­χα­νι­κής Μαγ­χε­στρί­ας— πως πά­ντα υπάρ­χουν «εί­σο­δοι» που εκλι­πα­ρούν να μας κά­νουν μάρ­τυ­ρες των απο­κα­λυ­πτη­ρί­ων τους:

Entrances uncovered
Street signs you never saw
[The Fall - 'Winter']

Αυ­τοί οι κλυ­δω­νι­σμοί της όρα­σης εί­ναι πο­λύ κο­ντά σ’ αυ­τό που εμείς ονο­μά­ζου­με μνή­μα­τα. Άλ­λω­στε τι εί­ναι το μνή­μα; Σί­γου­ρα μία εί­σο­δος προς το ανε­πί­στρε­πτο της λή­θης ή και όχι μό­νο. Μία φυ­σι­κή κα­τά­λη­ξη του βί­ου αλ­λά και μία πα­τρο­γο­νι­κή αι­τία σύγ­χυ­σης. Όπως εκεί­νος ο γεν­ναί­ος βέ­βη­λος που από­κα­με μ’ ανα­κο­πή καρ­διάς όταν, μπρο­στά στους συ­ντρό­φους του μία νύ­χτα στο κοι­μη­τή­ριο του χω­ριού και με­τά που βά­λα­νε στοί­χη­μα πως μπο­ρεί να κοι­μη­θεί μέ­σα στον τά­φο της πο­θα­μέ­νης θειάς του, πιά­στη­κε το μα­νί­κι του σα­κα­κιού του από ένα πα­λιό καρ­φί του μνή­μα­τος, κι εκεί­νος έμει­νε στον τό­πο θαρ­ρώ­ντας πως η από και­ρό λιω­μέ­νη θεία τον κα­λό­πια­σε για να τον τρα­τά­ρει το κυ­δώ­νι του κά­τω κό­σμου.
Πλέ­ον ένα τέ­τοιο, με­τα­φυ­σι­κού τύ­που, πε­ρι­στα­τι­κό μας ακού­γε­ται κα­τα­φα­νώς αστείο, ίσως και μοι­ραία γε­λοίο ή «σαλ­τι­μπα­γκι­κό». Ένα εί­ναι σί­γου­ρο εδώ. Το κέ­ντρο έχει πλέ­ον νι­κή­σει τα άκρα, η ύπαι­θρος έχει ερη­μω­θεί για χά­ριν της κο­σμό­πο­λης.

Η αυ­στη­ρή με­τα­φυ­σι­κή έχει πλέ­ον εξα­ντλή­σει τις δυ­να­τό­τη­τες της. Η κο­σμό­πο­λη, έχει υπερ­νι­κή­σει ορι­στι­κά την ύπαι­θρο και το πνεύ­μα της, πλά­θει τώ­ρα μία δι­κή της, μη­χα­νι­στι­κή και άψυ­χη θε­ω­ρία, κα­τ’ ανά­γκη στραμ­μέ­νη προς τα έξω. Κά­πως δι­καιο­λο­γη­μέ­να οι άν­θρω­ποι λέ­νε πλέ­ον «εγκέ­φα­λος» αντί για «ψυ­χή».[2]

Πα­ρό­λα αυ­τά, όταν τα επι­νοη­μέ­να μας σύ­νο­ρα αδρά­χνουν τον εγκέ­φα­λο μας (και ίσως και την ψυ­χή ή ότι έχει απο­μεί­νει απ’ αυ­τήν) κά­πως βί­αια και υπο­δό­ρια, κα­λό εί­ναι να υπάρ­χει εκ μέ­ρους μας ένας κα­θώς πρέ­πει σε­βα­σμός, μία τα­πει­νή εν­συ­ναί­σθη­ση της με­γά­λης νοη­τι­κής από­στα­σης που μας χω­ρί­ζει απ’ αυ­τά, ενώ ταυ­τό­χρο­να εί­ναι εδώ μα­ζί μας, δί­πλα μας, απέ­να­ντι απ’ το πα­ρά­θυ­ρο μας ή κά­τω απ’ τη μύ­τη μας, σαν αδιά­φο­ρα κι ανα­γκα­στι­κά πο­λε­ο­δο­μή­μα­τα.
Οι αστε­α­κές χα­ρά­δρες, τα εν­διά­με­σα αρ­χι­τε­κτο­νι­κά φα­ράγ­για όπου κα­νείς γροι­κά να μέλ­πουν σι­μά του, δί­πλα της απλω­μέ­νης μπου­γά­δας ή κά­τω απ’ το μπαλ­κό­νι του, τε­λούν χρέη ει­σό­δων αλ­λά και συ­νό­ρων την ίδια στιγ­μή, τό­ποι που κα­νείς εν­δέ­χε­ται, αν έχει τους εσω­τε­ρι­κούς αι­σθη­τή­ρες του ενερ­γο­ποι­η­μέ­νους, να ιδεί ή να γευ­τεί αυ­θω­ρεί καρ­πούς και στιγ­μιαία θαύ­μα­τα σπά­νιας ομορ­φιάς.
Διό­τι αν μία προ­σω­πι­κή μας με­τα­φυ­σι­κή σκυ­λο­μουρ­γά­ται[3] και πο­λε­μά μα­νια­σμέ­να ενά­ντια στην μη­τρο­πο­λι­τι­κή ανία, βα­στώ­ντας αγ­χέ­μα­χα όπλα, τού­το τε­λεί­ται μό­νο για το γνή­σια στιγ­μιαίο κάλ­λος του πα­ρά­λο­γου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: