Υπάρχουν χωροταξικά σύνορα που δεν συνειδητοποιούνται κι ένα απ’ αυτά είναι το ανέκκλητο δόμημα που δημιουργείται ανάμεσα των κτισμάτων του άστεως, ενδιαμέσως των πολυκατοικιών, εκεί όπου ένα αναγκαστικό κενοτάφιο αναγείρεται μπροστά από πυλωτές και δίπλα απ’ τα κλιμακοστάσια, πίσω από αυλές και σιμά υπερυψωμένων ισογείων.
Πόσες ώρες την ημέρα ένα αστικό πλάσμα δεν καταναλώνει κοιτώντας ένα τέτοιο αμάλαγο σύνορο χωρίς να το συνειδητοποιεί; Μέσα σ’ αυτόν τον στενό και - κατά έναν παράδοξο τρόπο - πάντοτε εν εξελίξει χώρο, υπάρχει παραμεθόρια ομορφιά που βιώνεται σαν αποθανόν πάτωμα, τόπος που ποτέ τίποτα εμφανές δεν συμβαίνει.
Το περιεχόμενο του; Λίθοι και πλίνθοι και ξύλα και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα.
Αυτός ο ενδιάμεσος τόπος έχει όλες τις ιδιότητες ενός μνήματος αλλά και μιας εν δυνάμει χωματερής. Μέρος μετάβασης από έναν σκυροδεμικό κόσμο σ’ έναν άλλο, από μία πολυκατοικία σε μία άλλη.
Μακάρι όμως να ‘ταν όλα τόσο εύκολα κι απλά για να τα δεχτεί κανείς και να πάει για ύπνο ήσυχος.
Βρίσκουμε εξαίφνης ομπρός μας μία αισθηματοποιημένη γερμανική λέξη που ίσως καταφέρνει να περιγράψει αυτόν το χώρο κάπως ορθά αλλά όχι επακριβώς: häuserschluchten.
H λέξη κυριολεκτικά σημαίνει οικιακές χαράδρες, υποδηλώνοντας το κατά συμβεβηκός σιβυλλικό κενό αναμεσίς κτηρίων που πολλάκις αυτο-δημιουργείται, τεμαχίζοντας τα ψαχνά του τσιμέντου. Κενά σκυροδέματος ή φυσικές αστεακές λειψανοθήκες που ανακοινώνουν την παύση μίας αρχιτεκτονικής οπτικής γωνίας και την ίδια στιγμή διατυμπανίζουν την αρχή μίας άλλης όψης, ελαφρώς παρόμοιας.
Στις δυτικές πολεοδομίες το όριο του πλάτους αυτής της απόστασης είναι σχεδόν δύο μέτρα. Συνήθως αυτά τα αστικά φαράγγια είναι αδιέξοδα και κούφια. Πολεοδομικά θεωρούνται νεκρός χώρος κι είναι ικανά να μεταλλαχθούν τεχνηέντως σε μεταφυσικά σκάμματα.
Τι μπορεί όμως ν’ αντιπροσωπεύει ένας τέτοιος φθοροποιός κι εγκάρσιος κενός τύμβος για κάποιον που διαθέτει ένα βλέμμα λίγο πιο καλόβουλα κι ακούσια σκωπτικό; Για αρχή μάλλον τίποτα. Είναι ένας χώρος αδιάφορος, απαρατήρητος κι αχρησιμοποίητος, πενταβρόμικος απ’ τη σκόνη, γεμάτος δύσοσμα στρώματα αποσύνθεσης δεκαετιών∙ ένα παχύ λιγδερό έδαφος όπου ανθρώπου πόδι δεν πατά και βρίσκουμε εκεί μόνο ότι εκείνος απορρίπτει.
Συσκευασίες, μπουκάλια, υποδήματα, ρούχα, αναμνήσεις, ακόμη και τον ίδιο τον νεότευκτο θάνατο σε μία ιδεατή μορφή του. Ένα τέτοιο μνήμα εμπεριέχει κι αντανακλά όλη την τύρβη του άστεως.
Σ’ αυτό το μέρος ο οφθαλμός περιδιαβαίνει εις το κρανίο διαστελλόμενος –σταθερός μέσα απ’ το διάφανο γυαλί ενός παραθύρου– συνήθως αδιάφορα, σπασμωδικά, άτεχνα ή εντελώς τυχαία.
Ίσως μόνο κάποια κοινά είδη πτηνών να στέκουν εκεί για λίγο παίρνοντας μία ανάσα, ένα δύο περαστικά αιλουροειδή και κάποιο λαδωμένο τρωκτικό.
Τ’ αλουμινένια κουτιά του ζύθου αναφανδόν πεσμένα απ’ τα πάνω μπαλκόνια, μας μοιάζουν τώρα με χρυσούς κάλυκες μεγάλου πυροβόλου όπλου, ένα ξεθωριασμένο πλαστικό καπάκι απορρυπαντικού, ένα ξεπατωμένο παπούτσι, μία κομμένη σωλήνα πλυντηρίου που θυμίζει το κυκλοδίωκτο έντερο κάποιου μεταγενέστερου πολυμερούς Πολύφημου, υπολείμματα μία σκισμένης, κάποτε πορτοκαλί, φλοκάτης κι απομεινάρια απ’ τον ισχνό σκελετό κάποιου ζώου που ‘χει αποβιώσει χρόνια τώρα, ολόκληρος σχεδόν καλυμμένος απ’ τα χιλιάδες αποσυντιθέμενα φύλλα που ξαπλώνουν αιωνίως τριγύρω.
Αυτός ο εγκάθειρκτος χώρος είναι στην ουσία του ανύπαρκτος, αποκλίνων, διάφανος στους οφθαλμούς των κατοίκων – ένα μνήμα τυλόμενο, όπως διπλώνει και ξεφορτώνεται κανείς το αντανακλώμενο πρόσωπο του μέσα στο πολυμερές. Αν ο χώρος αυτός αντιπροσώπευε κάποιο χρώμα σίγουρα αυτό θα ήταν ένα εναγώνιο λευκό. Αν ένα βλέμμα θα έσπευδε να τον περιγράψει κατάλληλα αυτό τότε θα έπασχε από αχρωματοψία.
Κάποιος που περιγράφει τα «φαινόμενα της αχρωματοψίας», περιγράφει, όντως, μονάχα τους τρόπους με τους οποίους το άτομο με αχρωματοψία αποκλίνει από το φυσιολογικό, όχι και την όραση του εν γένει. […] Μπορεί κάποιος να με διδάξει ότι βλέπω ένα δέντρο; Και τι είναι ένα «δέντρο», και τι το «να βλέπεις»; [Λούντβιχ Βίττγκενσταϊν, Παρατηρήσεις πάνω στα χρώματα, μτφρ. Μ.Ν. Θεοδοσίου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 95.]
Αντικαθιστώντας τώρα την ατοπική, για το παράδειγμα μας, λέξη δέντρο, με την λέξη μνήμα στην, κατά τ’ άλλα, ενδιαφέρουσα πρόταση του Βίτγκενσταϊν έχουμε:
Μπορεί κάποιος να με διδάξει ότι βλέπω ένα μνήμα; Και τι είναι ένα «μνήμα», και τι το «να βλέπεις»;
Ένα μνήμα είναι ένα πρόσφορο σύνορο. Ο θελχθείς Απόκεντρος εκ του ορίου τούτου μάλλον πως είναι αναγκαίο να σκορπίσει σαν σκάγια τις ώρες του αναμεσίς τοιχίων, χωρίς όμως ο ίδιος να ‘ναι πεπερασμένος, ούτε το ίδιο το μνήμα να τον απομυζήσει. Μόνον ο αποθανών οφείλει να διασχίζει ετούτο το πολύτροπο τέλμα κι ένας αστός τυχαίως καθίσταται γόνιμος να το διαγουμίσει νοητικά αναλύοντας το σε θραύσματα, να το αρχειοθετήσει και να το καταστήσει ευθαρσώς γη παρά-λογισμού.
Τι σημαίνει εντούτοις το βλέπω; Για να διασχίσουμε την κρυψίνοια της απόστασης που χορταίνει βάναυσα απ’ την τύφλωση, θεωρητικά μιλώντας, χρειάζεται να συμβεί τουλάχιστον μία γέννηση ή αλλιώς μία ανάσταση. Ένα τυχαίο σφάλμα της νόησης μπορεί πολλές φορές να μας γκρεμοτσακίσει στην απόκρημνη παρατήρηση ενός μοναδικού φαινομένου.
Καθώς στεκόμαστε στ’ αλγεινά και φωσφορίζοντα εντόσθια ενός διανυκτερεύοντος τοπικού μπακάλικου μετρώντας τα πράγματα που ‘χει εναποθέσει πάνω στον πάγκο του ταμείου ο μπροστινός πελάτης, συνειδητοποιούμε πως ωσάν καταδικασμένοι στην ειρκτή του πολυμερούς και της φρικίασης των αναγκών μας –ανάγκες που κάλλιστα τυλίγονται υπερήφανα και υποχρεωτικά σε μία ιστορία των μοντέρνων μνημάτων ή των εφήμερων αρχιτεκτονημάτων μας– είμαστε σχεδόν υπόχρεοι ν’ αναγνωρίζουμε τους απανταχού τάφους των ανθρώπων και των πόλεων σ’ όλες τις μορφές τους, ακόμη κι όταν η αρχή μιας τέτοια συλλογιστικής ξεκινά από ένα κοινό τυποποιημένο προϊόν που μόλις αγοράσαμε κι εναποθέσαμε πάνω στο κόντρα πλακέ ενός τραυλού τερματικού.
Κι εδώ κείται η περιπίπτουσα ουσία της παρατήρησης που διενεργείται επί του ταμείου: μερικά σφάλματα είναι συνηθισμένα –παραδοσιακά θα λέγαμε αστειευόμενοι– άλλα είναι μόνο αναγκαστικά και σε σπάνιες περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με λεχώνες συγχύσεις που είναι τόσο κατατοπιστικές όσο μία άγνωστη και παράταιρη πολεοδομία που ξαφνικά σου φανερώνεται, κυριολεκτικά απ’ το πουθενά.
Υπάρχουν, σε κάθε περίπτωση, σφάλματα που τα θεωρώ κοινότοπα, και άλλα που έχουν διαφορετικό χαρακτήρα και τα οποία πρέπει να διακριθούν από τις υπόλοιπες κρίσεις μου ως προσωρινές συγχύσεις. Αλλά δεν υπάρχουν και μεταβατικές περιπτώσεις μεταξύ των δύο; (Στο ίδιο, σελ. 136.)
Αναπεμπόμαστε πάνω απ’ το διάφανο του πολυμερούς καθημερινά, διάφανο που όμως δεν είναι ποτέ λευκό. Πίσω απ’ την διαφάνεια βρίσκουμε το ίδιο το πρόσωπο μας, ακριβώς όπως όταν, παρατηρώντας τον αδρανή χώρο στις τετραγωνισμένες μασχάλες των κτιρίων, μέσα απ’ το διάφανο του παραθύρου μας, αντανακλάται πάραυτα σ’ αυτόν τον άχρηστο χώρο, η κεφαλή μας ή ακόμη κι όλος ο κορμός.
Ο ρινηλάτης Βίτγκενσταϊν αναρωτιέται αν υπάρχουν μεταβατικά στάδια σφαλμάτων αναμεσίς των ίδιων των σφαλμάτων. Αυτό είναι καταπληκτικό. Όπως ακριβώς υπάρχουν επαρχιακά κενά αέρος μέσα σ’ ένα κεντροφόρο ζωοφόρο πλέγμα, έτσι βρίσκουμε άρρητα σύνορα που είναι παροπλισμένα από κάθε χρήση μέσα σ’ άλλα σύνορα που τελούν χρέη ενεργών φρουρών ή προσωρινών πολεοδομικών «κληρωτών φαντάρων» που φυλάνε σκοπιά στο παραμεθόριο νόημα του άστεως.
Αν στο μόνιμα δόκιμο παρόν η χρήση των häuserschluchten (οικιακών φαραγγιών-χαραδρών-σφαλμάτων) είναι φαινομενικά παροπλισμένη, έτσι ακριβώς άχρηστη τείνει να γίνεται και η ίδια η περαιτέρω πολεοδομία σε μία μείζονα κλίμακα, αν θεωρήσουμε πως οι πόλεις είναι σύνορα για κάτι που δεν διακρίνει ο οφθαλμός λόγω αυξανόμενης πνευματικής ασιτίας.
Καθώς προχωράμε στον βίο μας διενεργούμε συναντήσεις που μας διαπερνάνε και που μας διαφωτίζουν εκτενέστερα στο θέμα των απανταχού «τεχνιτών κενών». Παρελθοντικές στιγμές από εποχές καιρό τώρα περασμένες και σχεδόν πλήρως λησμονημένες, βιωμένες από ανθρώπους που τείνουν σύντομα προς την εξαφάνιση, μας διδάσκουν πολλά πάνω στο θέμα μας.
Το λευκό του μνήματος και το διάφανο του καθρεφτίσματος του εαυτού, συμφύρονται.
Ένας τέτοιος πλάνης πρόφτασε να μας ενημερώσει πως προ εξήντα ετών και βάλε, πάνω απ’ τα μνήματα μιας ιδιάζουσας επαρχιακής Ελλάδος —χωριά που ακόμη μετρούσαν τις αιτίες αφανισμού των κατοίκων στα δύο δάχτυλα του ενός χεριού— φύτρωναν κλήματα που έδιναν τα πιο γευστικά σταφύλια που έχει ποτέ δοκιμάσει ανθρώπινη γλώσσα και ουρανίσκος. Η αρχαιόθεν πραγματική αιτία της νοστιμιάς των καρπών εκείνων ακόμη και σήμερα παραμένει άγνωστη.
Κάτι τέτοιοι εναπομείναντες ρομαντικοί υποστήριξαν πως έφταιγε το λίπασμα των εναλλασσόμενων και πατικωμένων οστών που ‘χε κατακάτσει για δεκαετίες εκεί, αναμεμειγμένα με το χώμα του μνήματος απ’ τ’ απαλό χέρι του χρόνου. Άλλοι, πιο ορθολογιστές, προσπάθησαν να βρουν αν το οστεοφυλάκιο συνδεόταν με κάποια αποσυνάγωγη φλέβα νερού κάτω απ’ την εκκλησία του κοιμητηρίου για να επεξηγήσουν λογικά τ’ ανεξήγητα. Φυσικά οι έρευνες όλες απέτυχαν ή απλά λησμονήθηκαν με το χρόνο και με το αναγκαστικό πέρασμα των ανθρώπων εκείνων.
Δεν παύει όμως ο Απόκεντρος πλάνης —κι όταν εδώ λέμε απόκεντρος το εννοούμε κυρίως πνευματικά— να παλεύει διαρκώς ν’ αποκαλύψει μυστικές εισόδους μέσα στο σπαργάνωμα της πόλης, παρόλη τη ζοφερότητα που τον περιτριγυρίζει.
«All entrances must be uncovered» όπως κάπως ευχάριστα επιμένει ο δημοσιογράφος Tom Ellen στο ενδιαφέρον άρθρο[1] του για τρεις πολύ σημαντικούς αστεακούς ιεράρχες της δημοφιλούς κουλτούρας: Ο αλχημιστής του αγνώστου William Blake, οι λανθάνοντες ρήτορες εκ Staten Island, Wu Tang κι ο ημιπαράφρων σκαπανέας της φρίκης Mark E. Smith. Ετούτη η παράξενη συντεχνία συγκροτεί ένα σώμα που αναζητά μία δεύτερη πόλη, ένα κρυπτόν άστυ πέρα απ’ τα τετριμμένα κι ανιαρά αστικά συμβάντα. Αυτοί οι τρεις ογκόλιθοι μετουσιώνονται σ’ ένα αιχμηρό τρυπάνι έτσι ώστε να σκάψουν το αδιάφορο σκυρόδεμα και να διαρρήξουν την πίσσα, καταβεβλημένοι από έναν σχεδόν θρησκευτικό πυρετό. Ο ένας εξ αυτών μας υπενθυμίζει —μέσα απ’ τις κούτσαβλες κι ιδιαιτέρως στρεβλές του στιχομυθίες, ένας Smith μόνιμος κάτοικος μίας εν γένει μητροπολιτικής και βιομηχανικής Μαγχεστρίας— πως πάντα υπάρχουν «είσοδοι» που εκλιπαρούν να μας κάνουν μάρτυρες των αποκαλυπτηρίων τους:
Entrances uncovered
Street signs you never saw
[The Fall - 'Winter']
Αυτοί οι κλυδωνισμοί της όρασης είναι πολύ κοντά σ’ αυτό που εμείς ονομάζουμε μνήματα. Άλλωστε τι είναι το μνήμα; Σίγουρα μία είσοδος προς το ανεπίστρεπτο της λήθης ή και όχι μόνο. Μία φυσική κατάληξη του βίου αλλά και μία πατρογονική αιτία σύγχυσης. Όπως εκείνος ο γενναίος βέβηλος που απόκαμε μ’ ανακοπή καρδιάς όταν, μπροστά στους συντρόφους του μία νύχτα στο κοιμητήριο του χωριού και μετά που βάλανε στοίχημα πως μπορεί να κοιμηθεί μέσα στον τάφο της ποθαμένης θειάς του, πιάστηκε το μανίκι του σακακιού του από ένα παλιό καρφί του μνήματος, κι εκείνος έμεινε στον τόπο θαρρώντας πως η από καιρό λιωμένη θεία τον καλόπιασε για να τον τρατάρει το κυδώνι του κάτω κόσμου.
Πλέον ένα τέτοιο, μεταφυσικού τύπου, περιστατικό μας ακούγεται καταφανώς αστείο, ίσως και μοιραία γελοίο ή «σαλτιμπαγκικό». Ένα είναι σίγουρο εδώ. Το κέντρο έχει πλέον νικήσει τα άκρα, η ύπαιθρος έχει ερημωθεί για χάριν της κοσμόπολης.
Η αυστηρή μεταφυσική έχει πλέον εξαντλήσει τις δυνατότητες της. Η κοσμόπολη, έχει υπερνικήσει οριστικά την ύπαιθρο και το πνεύμα της, πλάθει τώρα μία δική της, μηχανιστική και άψυχη θεωρία, κατ’ ανάγκη στραμμένη προς τα έξω. Κάπως δικαιολογημένα οι άνθρωποι λένε πλέον «εγκέφαλος» αντί για «ψυχή».[2]
Παρόλα αυτά, όταν τα επινοημένα μας σύνορα αδράχνουν τον εγκέφαλο μας (και ίσως και την ψυχή ή ότι έχει απομείνει απ’ αυτήν) κάπως βίαια και υποδόρια, καλό είναι να υπάρχει εκ μέρους μας ένας καθώς πρέπει σεβασμός, μία ταπεινή ενσυναίσθηση της μεγάλης νοητικής απόστασης που μας χωρίζει απ’ αυτά, ενώ ταυτόχρονα είναι εδώ μαζί μας, δίπλα μας, απέναντι απ’ το παράθυρο μας ή κάτω απ’ τη μύτη μας, σαν αδιάφορα κι αναγκαστικά πολεοδομήματα.
Οι αστεακές χαράδρες, τα ενδιάμεσα αρχιτεκτονικά φαράγγια όπου κανείς γροικά να μέλπουν σιμά του, δίπλα της απλωμένης μπουγάδας ή κάτω απ’ το μπαλκόνι του, τελούν χρέη εισόδων αλλά και συνόρων την ίδια στιγμή, τόποι που κανείς ενδέχεται, αν έχει τους εσωτερικούς αισθητήρες του ενεργοποιημένους, να ιδεί ή να γευτεί αυθωρεί καρπούς και στιγμιαία θαύματα σπάνιας ομορφιάς.
Διότι αν μία προσωπική μας μεταφυσική σκυλομουργάται[3] και πολεμά μανιασμένα ενάντια στην μητροπολιτική ανία, βαστώντας αγχέμαχα όπλα, τούτο τελείται μόνο για το γνήσια στιγμιαίο κάλλος του παράλογου.