Μικρά τετράγωνα δοντάκια



Γεννήθηκε με κάτι μικρά τετράγωνα δοντάκια. Ακόμη κι όταν τ' άλλαξε στα έξι του, τα νέα του δόντια βγήκαν πάλι μικρά και τετράγωνα. Λίγο πιο κοφτερά μόνο.
Στο σχολείο, τους γευόταν όλους με μικρές δαγκωματιές. Συγκρατιόταν, βέβαια, τις έκανε όσο μπορούσε πιο απαλές. Ο καθένας είχε τη γεύση του κι αυτός έτσι διάλεγε τους φίλους του. Ο Μιχάλης, ο κολλητός του, αλμυρός πάντα σαν το θαλασσινό νερό, έγινε στο τέλος ναυτικός. Κάθε μέρα τον κέρδιζε σιγά σιγά ο βυθός, τα μαλλιά του είχαν γίνει στο τέλος φύκια. Ο Γιώργος βουτυράτος και γλυκός μέχρι να χάσει τους δικούς του σε τροχαίο. Στην εφηβεία του, μεγαλώνοντας ανάμεσα σε ξένους, έχασε κείνο το άρωμα βανίλιας που είχε. Μύριζε πια ναφθαλίνη και λιβάνι. Ο Λευτέρης ξινός σαν άγουρο κορόμηλο, είχε μίσος για καθετί ζωντανό. Ο χυμός του πράσινος, μύριζε σαν φάρμακο και σαν απολυμαντικό. Η Ελένη, άρωμα γλυκό πορτοκάλι, πάντα χαρούμενη πάνω στο ποδήλατο. Κατέβαινε απ' αυτό μόνο το βράδυ, όταν πήγαινε για ύπνο. Η Άννα πικρή με γεύση φρέσκου κράνμπερι. Του άφηνε πάντα μια γεύση δηλητήριο στη γλώσσα, αλλά γρήγορα τα ξεχνούσε όλα, γιατί τα πόδια της ήταν ωραία και γιατί η φούστα της ήταν πάντα κοντή. Η Μαρία τραγανή και γλυκιά, ιδίως όταν δεν φορούσε σουτιέν. Μια χρωματιστή καραμελίτσα κεράσι.
Αυτός είχε τη γεύση καυτερής πιπεριάς τσίλι κάθε φορά που δάγκωνε τα χείλη του με τα μικρά τετράγωνα δοντάκια του. Δύσκολα κρατούσε φίλους κι ερωμένες, αν και προσπαθούσε πάντα ως το τέλος να μην τους γευθεί. Ωστόσο μόνο με τα δοντάκια του ζούσε, με τα δοντάκια του γνώριζε τους ανθρώπους, με αυτά τους αγαπούσε.
Μεγαλώνοντας άρχισε να μαγειρεύει σαν από ένστικτο. Έφτιαχνε δικές του συνταγές ανάλογα με τη γεύση του καθενός. Κανείς δεν ήξερε τι έβαζε στις κατσαρόλες του, τι έψηνε στο φούρνο. Έγινε σεφ και πειραματιζόταν με άγνωστα υλικά. Κατέληξε στις έξι βασικές γεύσεις που είχαν οι παιδικοί του φίλοι και όσα έζησαν μαζί. Αργότερα βρήκε παραλλαγές κι έκανε κάποιους συνδυασμούς, τα φαγητά του άρεσαν και στους πιο δύσκολους πελάτες. Αρκεί να τον εμπιστεύονταν και να τον άφηναν να γευτεί τη ζωή τους. Στην ταμπέλα του μαγαζιού έγραφε «Οι Γεύσεις των Φίλων» και στο μενού έβαζε πρώτες τις έξι βασικές γεύσεις που γνώριζε καλά. 

Ξινός Λευτέρης Σας Μισώ
Κοκτέιλ με μισό ποτήρι ξινό νερό, μισό λεμόνι λάιμ, μισό κουταλάκι του γλυκού χάδι, μισό φιλί, μισή αγκαλιά. Αντί για ελιά έριχνε στο ποτήρι ένα άγουρο κορόμηλο. Μισώ κι αυτό.

Αρωματική Ελένη με Ποδήλατο
Παγωτό με ξύσμα φρέσκου πορτοκαλιού της πρώτης αγάπης μέσα σε γλυκιά κρέμα σερβιρισμένο στο σοκολατένιο χωνάκι της χαράς. Από πάνω έβαζε ένα διακοσμητικό ποδηλατάκι από καραμέλα. 

Άννα Πικρή με Ωραία Πόδια
Ορεκτικό μ' ένα ματσάκι πικραλίδα σοταρισμένο με μπόλικο ανεξήγητο θυμό. Έριχνε λίγα πικρά λόγια στο τηγάνι και το μείγμα έπαιρνε φωτιά. Το έσβηνε με ένα ποτηράκι γνήσιας αδιαφορίας. Σέρβιρε πάντα σε ωραίο κρυστάλλινο ποτήρι. Απαραιτήτως με πόδι.

Βουτυράτος Γιώργος της Μοναξιάς
Γλυκό ψυγείου με μισό πακέτο άγριο βούτυρο της εφηβείας χτυπημένο με τη ζαχαρωτή μελαγχολία των οικογενειακών γιορτών σερβιρισμένο με τρίμμα πικραμύγδαλο της πιο πικρής μοναξιάς. 

Καραμελωτή Μαρία Χωρίς Σουτιέν
Σέρβιρε μια σοκολάτα με δύο κουταλάκια του γλυκού καραμελωμένα όνειρα, ένα φλιτζανάκι σαντιγί από το πρώτο φιλί, δυο ξυλάκια κανέλας από τα χάδια με φεγγάρι κι ένα πακετάκι ελπίδα καλά λιωμένη σε μπενμαρί. Από πάνω έβαζε δύο κερασάκια, τραγανά βυζάκια χωρίς σουτιέν.

Αρμυρός Μιχάλης της Θάλασσας
Αχινοσαλάτα με τη γλυκόξινη γεύση της ηδονής, αλμύρα καλοκαιριού με πρώιμους έρωτες,αναποδιές ψιλοκομμένες. Πριν σερβίρει το πιάτο αυτό, έριχνε πάντα λίγες σταγόνες του ναυαγίου από πάνω. Σαν χάδι.

Με τα χρόνια, οι λιγοστοί φίλοι που του είχαν απομείνει, χάθηκαν ένας ένας από διαφορετικές αιτίες. Κάποιοι άλλαξαν γειτονιά, η νέα διεύθυνση άγνωστη. Στη γλώσσα του η καυτερή πιπεριά της απώλειας εξαφάνιζε χρόνο με το χρόνο τις υπόλοιπες γεύσεις. Τα μικρά τετράγωνα δοντάκια του άρχισαν κι αυτά να πέφτουν ένα ένα από την αχρησία. Κατάπινε πλέον τη ζωή σε μικρές μπουκίτσες. Σχεδόν αμάσητη, με λίγο νεράκι.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: