Μικρή κλίμακα: Άννα Αγγελοπούλου, Μαρουσώ Αθανασίου, Λένα Κορομηλά, Στέργιος Ντέρτσας

Hστήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής, μια μουσική ή μια φωτογραφία. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.

Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση: «
στον κήπο».


Μικρή κλίμακα: Άννα Αγγελοπούλου, Μαρουσώ Αθανασίου, Λένα Κορομηλά, Στέργιος Ντέρτσας



Ο κήπος μου είναι πολύ μακριά

Τις προάλλες βρέθηκα σ’ ένα φυτώριο αναζητώντας λουλούδια. Τα μάτια μου στάθηκαν στα χέρια του ανθοπώλη με το κλαδευτήρι του. Εσείς τί θέλετε; με ρώτησε, είναι για τον κήπο σας; Δεν ξέρω, άκουσα τον εαυτό μου να λέει, ο κήπος μου είναι πολύ μακριά. Δηλαδή; Ας πούμε σ’ άλλη χώρα! Και χαμογέλασα βλακωδώς. Α, τότε φαίνεται ότι μας αγαπάτε πολύ! μου είπε σοβαρά.
Στον κήπο μου είχα να πάω καιρό, να πιάσω να ποτίσω και να σκαλίσω τα χώματα. Την τελευταία φορά ήταν την περασμένη άνοιξη που είχαμε κλαδέψει τη γλυσίνα που είχε θεριέψει και απειλούσε τις πλάκες της στέγης. Μέσα στα κλαδιά της είχα βρει μια φωλιά πουλιών, πνιγμένη μες στο φύλλωμα κι εγκαταλειμμένη. Ήταν γεμάτη με σπασμένα τσόφλια αυγών. Κόβοντας και το υπόλοιπο κλαδί βρήκα ένα φιδοπουκάμισο ακουμπισμένο εκεί δίπλα.
Για μένα, παιδί της πόλης, ήταν σαν όραμα, απαύγασμα εικόνων μακρινού παραμυθιού. Είχα μπροστά στα μάτια μου την ιστορία του φιδιού που καταβρόχθιζε τα πουλάκια κάθε φορά που έφευγε η μάνα τους για να φέρει τροφή.
Μα τι έγινε όσο έλειπα; Γλίτωσε κανείς άραγε από την επίθεση του φιδιού; Κι εκείνο πάλι γιατί άφησε το πουκάμισό του πλάι στη φωλιά με τα πουλάκια;
Θυμήθηκα τον Φιδοπρίγκηπα, ένα από τα αγαπημένα μου παραμύθια. Ένα φίδι εξανθρωπίζεται μια βραδιά βγάζοντας από πάνω του ένα-ένα τα εφτά πουκάμισά του για να κοιμηθεί με μια όμορφη κοπέλα που φοράει εφτά φουστάνια.
Δεν έπρεπε να είχα εγκαταλείψει τον κήπο μου.
Κάτι θα είχα σκαρφιστεί να κάνω.


Άννα Αγγελοπούλου


Στον κήπο της οδού Μαγνησίας

Στη Ζάχρα

Η Τζαμίλα έσπειρε ένα κόκκινο ξημέρωμα στο πεζοδρόμιο. Σαν κηπουρός που ξέρει καλά τι πάει να πει γέννα, έβγαλε τα παπούτσια της και τα άφησε —το ένα ακριβώς δίπλα στο άλλο— κάτω απ’ το μοναδικό δέντρο του δρόμου. Ύστερα άπλωσε το παλτό της στη μέση του πεζοδρομίου, έβγαλε ό,τι άλλο περιττό και ξάπλωσε μες στο σκοτάδι. Πού και πού το αγόρι που κάθεται κουκουβιστό δίπλα στο κεφάλι της, παίζει με τη ράντα του σουτιέν της. Το κόκκινο χρώμα ενίοτε τρομάζει τα παιδιά. Εκείνη το καθησυχάζει και περιμένει. Το ξημέρωμα εξάλλου θα ανθίσει μόνο για μερικά λεπτά.

Μαρουσώ Αθανασίου



Έξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κάπον, κεῖναι γἀρ ὤπασαν τερπν᾽
Πίνδαρος, Ὀλυμπιονίκαις (Ο. 9.28)

Ο Κήπος

Θα μπορούσε να της μιλήσει εκείνη τη στιγμή, εκεί, στην «ταράτσα» του Κήπου, αλλά δεν της μίλησε κι όταν αποφάσισε να της μιλήσει, ήταν πλέον αργά. Φορώντας την πράσινη χυτή ζορζέτα της, το αρμονικό της σώμα διέσχισε την αλέα με τις ουασιγκτώνιες της Αμαλίας κι έπειτα χάθηκε, έγινε ένα με τα φυτά, σαν τα φυτά να τη ρούφηξαν.
Πάγωσε σαν άγαλμα, σαν το άγαλμα απέναντί του, αυτός ακίνητος, αλλά οι σκέψεις του να τρέχουν σ΄ εκείνη, στην τελευταία τους φορά, που μακάρι να μην ήταν η τελευταία, στις σκέψεις του όταν την πρωτοείδε με μια κορδέλα στα μαλλιά, εκείνος να μπαίνει στο ψιλικατζίδικο για Marlboro, κι εκείνη με μια μεγάλη πράσινη τσάντα που τη δυσκόλευε να βγει, αλλά χάρις σ΄ αυτή την τσάντα, τη γουρλίδικη τσάντα, έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλον, τη θέλω, θέλω πολύ να το κάνω μαζί της, στις λόγχες, στο γρασίδι, σκέφτηκε, και αυτό έκαναν, αυτό περίμενε κάθε φορά, κι ας μην γινόταν εδώ και τόσους μήνες, εκείνη έφευγε, την άλλη φορά του έλεγε, και τον άφηνε σύξυλο, μα σίγουρα εδώ, στον Κήπο το έκαναν, λατρεύω τον Κήπο τού έλεγε, θαρρείς και το ήξερε ότι και μόνο με την προσμονή θα τον έκανε ν' ανθίσει.
Ο ήλιος έκαιγε ακόμα. Σε λίγο, οι πόρτες θα έκλειναν. Ώρα να τα μαζεύω, είπε και υπό τη σκιά των τροπικών δέντρων, ο κηπουρός μάζεψε τα σύνεργά του.

Λένα Κορομηλά


Fade in

Σταδιακά η τηλεόραση μεταμορφώθηκε στα μάτια μου σε κήπο. Είχα μεταφέρει τη συσκευή στην κουζίνα και παρακολουθούσα —ζώα, φυτά— νυχθημερόν. Στο δωμάτιό μου ασφυκτιούσα. Η κουζίνα, ως οικιακός ναός της μαγειρικής, υπήρξε για μένα ανέκαθεν χώρος προοπτικών. Αλλά ποτέ δεν μαγείρευα. Ούτε έτρωγα πλέον. Έβλεπα τηλεόραση και κάπνιζα. Η μάνα μου πάσχιζε να με βγάλει από κει· ανεπιτυχώς. Ο πατέρας μου, ίσκιος. Πεθαμένος, φευγάτος-δεν ξέρω, δεν μ’ ένοιαζε.
Καθόμουν καθηλωμένη μπροστά στον κήπο.
Ξαφνικά η ομορφιά του μ’ έπνιγε, ήθελα να ξεφύγω. Δεν έκανα κάτι, απλά το επιθυμούσα με ένταση. Το εκμυστηρεύτηκα στον ετεροθαλή αδερφό μου που εσχάτως εμφανιζόταν εκεί σχεδόν γυμνός. Είχα την αίσθηση πως έψαχνε τρόπο να εισέλθει στον κήπο. Ν’ ανοίξει τις μυστικές πύλες. Αν δεν μ’ είχε καταπιεί η σιωπή θα του ‘λεγα, πως με κάποια πράγματα καλύτερα να είμαστε προσεχτικοί. Τον αγαπούσα πιστεύοντας πως έτσι θα τον έκανα λιγότερο μαλάκα.
Θα σου δώσω κάτι, είπε, λυτρωτικό. Ρίχτηκε πάνω μου λαχανιασμένος. Καθυστερημένη, μ’ έλεγε ξανά και ξανά. Έγινε fade out στο μυαλό μου. Εκεί είδα ξεκάθαρα τις αντιστοιχίες. Εγώ ήμουν ο Αδάμ. Εκείνος, η Εύα. Αυτό το κάτι που ήταν μέσα μου και πονούσε, θαμπώνοντας τον κήπο, μάλλον ήταν το Μήλο. Όταν ξανάρθε το φως κατάλαβα πως ο αδερφός μου, βρισκόταν εξαρχής στο επόμενο επεισόδιο. Ίσως γι’ αυτό με θεωρούσε καθυστερημένη.
Αν διάλεξα τον ρόλο του Κάιν ήταν επειδή ποτέ δεν ήθελα να είμαι ο Άβελ.
Βρέθηκα να κρατάω ένα ματωμένο μαχαίρι. Κοίταξα γύρω. Βρισκόμουν κλεισμένη μες στην οθόνη. Πουθενά ο κήπος.

Στέργιος Ντέρτσας

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: