Επιμέλεια: Παυλίνα Μάρβιν
————
Συνομιλητής: Βασίλης Λαμπρόπουλος
Με τίτλο μια φράση της Ζωής Καρέλλη («Πορτραίτο», 1952) η παρούσα σειρά σύντομων δοκιμιακών κειμένων επιχειρεί να στρέψει την προσοχή στο πολλαπλό ερευνητικό βλέμμα σύγχρονων ποιητριών και ποιητών από την Ελλάδα που καταπιάνονται επί μακρόν όχι μόνο με το λογοτεχνικό τους έργο αλλά ταυτόχρονα με επιστήμες και άλλες τέχνες. Συγκεκριμένα, πολλά από τα βιβλία ποίησης που κυκλοφόρησαν ήδη από τις αρχές του 21ου αιώνα είναι γραμμένα από συγγραφείς που έχουν πραγματοποιήσει συστηματικές σπουδές μεγάλης ποικιλίας, σε όλο το φάσμα των επιστημών και των τεχνών. Στα κείμενα που ακολουθούν (στο παρόν και σε επόμενα τεύχη), είκοσι ποιήτριες και ποιητές μιλούν για την σχέση της επιστημονικής τους πορείας με το λογοτεχνικό τους έργο και την διαμόρφωση της ποιητικής τους πορείας.
ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ :
Γιάννης Δούκας, Λένια Ζαφειροπούλου, Παναγιώτης Ιωαννίδης,
Χάρης Ψαρράς, Πατρίτσια Κολαϊτη, Ιωάννα Λιούτσια, Τόνια Τζιρίτα Ζαχαράτου, Λένα Καλλέργη, Νίκος Ερηνάκης, Ελένη Τζατζιμάκη, Πέτρος Γκολίτσης, Φοίβη Γιαννίση, Ορφέας Απέργης, Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος, Ναταλία Κατσού, Όλγα Παπακώστα, Θοδωρής Χιώτης, Παναγιώτης Αρβανίτης, Άννα Γρίβα
———————
Όταν ήμουν νέος, έτεινα να διαχωρίζω μεταξύ τους, στο κτηματολόγιο της ύπαρξής μου, όσες αντιμετώπιζα ως διακριτές περιοχές του ψυχισμού και της ασχολίας μου, ακόμη κι όταν μοιράζονταν το ίδιο πεδίο, τον έντεχνο, δηλαδή, λόγο: άλλη θα ήταν η έδρα του ποιητή, άλλη του φιλολόγου∙ του αναγνώστη, άλλη που αφήνεται στην ευχαρίστησή του, άλλη που μαθητεύει στα κείμενα των όσων προηγήθηκαν, άλλη που αξιολογεί, περιεργάζεται, κρατώντας σημειώσεις. Ίσως γι’ αυτό και να τιτλοφόρησα Στα μέσα σύνορα την πρώτη μου ποιητική συλλογή (Πόλις, 2011), εκεί ακριβώς τοποθετώντας την, στη μεθόριο γραμμή ανάμεσα στις χωριστές επικράτειες που έβλεπα εντός μου. Χρειάστηκε να περάσει καιρός για ν’ αντιληφθώ τοπροφανές: ακόμη κι αν είναι διακριτές οι περιοχές, από την ίδια συγκρότηση εκπορεύονται, στην ίδια εκβάλλουν – ή, μάλλον, για να ’ναι η μεταφορά μου ακριβέστερη, από τις τεχνητές λίμνες της συγκρότησης αρδεύουμε τ’ αγροτεμάχια της ασχολίας. Άλλη, εντελώς, υπόθεση, ασφαλώς, οι καρποί που θα προκύψουνκαι τα ζιζάνια που καραδοκούν.
Όχι χωρίς παρακάμψεις και μετεωρισμούς, κατεξοχήν ερευνητικός μου χώρος υπήρξε η κλασική φιλολογία. Με συνεπήρε και με γοήτευσε ο κόσμος που διαμόρφωσαν στις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου οι κατακτήσεις του Αλεξάνδρου και των Ρωμαίων, ένας κόσμος που τον φαντάστηκα με την παιγνιώδη ρευστότητα και τη βουερή πολυχρωμία του, με τους όρους, δηλαδή, μιας παγκοσμιότητας ευοίωνης, και που μελέτησα το βλέμμα του στραμμένο προς τα πίσω, μάτια στο σβέρκο, ν’ αντλεί επίμονα, με αγάπη υποσκάπτοντας, με γνώση αλληθωρίζοντας, απ’ την κοινή δεξαμενή των αρχετύπων και των αφηγήσεων, του βίου και του μύθου.
Ζώντας παράλληλα, όπως όλοι μας, στο υπό διαμόρφωση οικοσύστημα της ψηφιακής συνθήκης, μου ήταν ολωσδιόλου αδύνατο ν’ αγνοήσω την καθοριστική επίδρασή του σε κάθε οπτική, προοπτική και μεθοδολογία.Ασχολήθηκα, ως εκ τούτου, και με τις πρακτικές εκείνες, μέσα, εργαλεία και τεχνικές, που είναι γνωστές ως ψηφιακές ανθρωπιστικές επιστήμες (DigitalHumanities). Κοινή συνισταμένη των ενδιαφερόντων μου η ομηρική μυθοπλασία και οι μετεμψυχώσεις της∙ συναίρεση κι ανάπτυξή τους η διδακτορική μου διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Γκόλγουεϊ με θέμα τη διακειμενικότητα στο Ύστερο Έπος και την ψηφιακή της αναπαράσταση.
Σε όσα ως ερευνητής προτίμησα, μπορώ να εντοπίσω και τον ποιητικό μου εαυτό. Κι ας είναι ο κόσμος άλλος,
η –ούτως ή άλλως, ασύμμετρη– παγκοσμιότητα τόσο διερρηγμένη,
η κάθε βουή της απειλή,
κανονικότητά μας η αστάθεια και η κρίση,
επισφαλές, όσο ποτέ άλλοτε, το μέλλον
(ή, ακριβώς, για όλα αυτά):
την τρέχουσα εμπειρία υπερβαίνοντας,
συλλέγοντας τεκμήρια
και διασωστικά ανθολογώντας τα,
αντλώντας απ’ την απτή πραγματικότητα, όπου ζούμε,
κι από την άυλη, εκεί που πλοηγούμαστε– κι από τις δυο αυτές αληθινές,κι από τις δυο που φέρουν μέσα τους, στρώματα γεωλογικά, το στίγμα του ανθρώπου και του κόσμου του.
Λογοτεχνία,
το βλέμμα απαρηγόρητο παρηγορητικό,
ν’ αναζητά στα πράγματα το ιστορικό τους βάθος,
ν’ αναγνωρίζει προηγούμενα,
να εντοπίζει ταυτίσεις και συγγένειες,
ν’ αρθρώνει έναν χαιρετισμό διαχρονικό, εξίσου, κι άχρονο,
να εξακριβώνει, υποσημειώνοντας,
και να κουρνιάζει κάτω από τα ράφια, με τις σελίδες μέσα στις σελίδες, το βλέμμα μου στραμμένο προς τα πίσω, μάτια στο σβέρκο,
λογοτεχνία τα κρυμμένα τιμαλφή.
———————
Το κλασικό τραγούδι και η ποίηση, με ρώτησε τις προάλλες ο συνάδελφος ποιητής Γιάννης Δούκας, δεν είναι παρόμοια πράγματα; Αφού το τραγούδι είναι μελοποιημένη ποίηση. Παρόμοια δουλειά δεν κάνεις και στα δυο;
Πάω να απαντήσω καταφατικά αλλά αμέσως μου ‘ρχεται στον νου αυτό το παράδοξο που μου συμβαίνει συχνά: ότι αφού ζεσταθώ και μελετήσω μια-δυο ώρες τραγούδι, μετά δεν είναι καθόλου εύκολο να γράψω. Και το αντίθετο. Αν πέσω στον βυθό της γραφής, είναι δύσκολο να αναδυθώ στα γρήγορα για ένα δυναμικό και θεαματικό serfing στον αφρό. Τι είδους ασυμβατότητα είναι αυτή;
Κάνω ζέσταμα. Το σώμα ανεβάζει στροφές και η φωνή καταλαμβάνει τους χώρους της.
Η δυναμική χρήση της αναπνοής, των μυών και των ηχείων του σώματος είναι το όχημα που με οδηγεί με φόρα μέσα από το σλάλομ της παρτιτούρας με στόχο να παρακολουθήσει ο ακροατής τις περιπέτειες αλλά και τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα αυτής της κούρσας.
Το αποτέλεσμα για μένα είναι έκκριση πολλών ορμονών, απ’ αυτές που εκκρίνονται όταν αθλείσαι δυναμικά. Οι ορμόνες με κάνουν να θέλω να συνεχίσω απ’ άπειρον, φέρνουν ένα αίσθημα τόλμης, ευεξίας και (ας ελπίσουμε ήπιου) αυτοθαυμασμού. Τον αυτοθαυμασμό του αθλητή που κάτι κατάφερε. Έναν καθαρά σωματικό ενθουσιασμό που λειτουργεί ως καύσιμο για το όχημά μου.
Είναι περίεργο αλλά όταν το σώμα και ο ψυχισμός βρίσκονται σ’ αυτήν την ευεξία του αθλητή μετά από μελέτη, δεν έχω καθόλου καλά χαρτιά στο γράψιμο.
Για να γράψω έχω ανάγκη μια εντελώς ουδέτερη αφετηρία. Η σκέψη και οι συνειρμοί είναι τώρα το όχημα που θα περιπλανηθεί ελεύθερα, μπαίνοντας ακόμα και σε σκοτεινά, δύσβατα ή ημισυνειδητά μονοπάτια. Τι θέση έχει εδώ η αδιάσειστη αυτοπεποίθηση του δεξιοτέχνη, η βεβαιότητα του “είμαι ικανός” και του “διεξέρχομαι επιτυχώς τον κίνδυνο”; Στο γράψιμο χρειάζομαι έναν μάλλον πιο διάτρητο εαυτό που θα περιπλανηθεί, συχνά μάταια ή άσκοπα, που θα παρατήσει καθ’ οδόν τα λαμπρά του εργαλεία εδώ κι εκεί και θα τα ξανασηκώσει από κάτω λίγο στραπατσαρισμένα. Ακόμα και η αυτοαμφισβήτηση, που μέσα στα αυστηρά χρονικά όρια και στις τεχνικές προκλήσεις της performance απαγορεύεται διά ροπάλου, μπορεί όσο γράφω να μπαινοβγαίνει στο δωμάτιο και να κάνει καμιά χρήσιμη δουλειά: Να ρίχνει ας πούμε στο τζάκι μερικές από εκείνες τις καλές προθέσεις που φτιάχνουν κακά έργα ή καμιά έξυπνη ιδέα που εγώ λυπάμαι να τη θυσιάσω, λες κι έχει ψυχή.
Ναι, διαφέρουν τα δυο αθλήματα, το σώμα και ο εγκέφαλος βρίσκονται στο καθένα απ’ αυτά σε άλλο modus. Στο τραγούδι είσαι θέαμα, υπερενέργεια, τόλμη και συμπυκνωμένο αίσθημα. Στο γράψιμο είσαι μια αέναη διαδρομή ανάμεσα στην ενδοσκόπηση και την εξαγγελία. Μια διαδρομή έστω λίγων βημάτων μέσα στο ίδιο δωμάτιο, από τον καθρέφτη, στο μικροσκόπιο κι απ’ τον μικροσκόπιο στον παγκόσμιο χάρτη, από τα παλιά βιβλία στον θόρυβο του δρόμου και πάλι πίσω.
Όπως κάθε παραστατική τέχνη, το τραγούδι δεν κρύβει το θράσος του.
Το ποίημα κρύβει την έπαρση του εφευρέτη κάτω από τους ενάρετους κόπους και την υπομονή του ερευνητή.
Παρ’ όλα αυτά ο Γιάννης έχει δίκιο. Οι δυο τέχνες μοιάζουν σε τούτο: στο ότι απαιτούν όλη σου την προσωπικότητα, όλη την αποθήκη των γνώσεων, των εμπειριών, των αισθημάτων και των επιθυμιών σου για να τραφούν και να αφήσουν ένα αναγνωρίσιμο αποτύπωμα.
Ποίηση και μουσική, δυο τέχνες που δεν οφείλουν φόρο υποτελείας στην αληθοφάνεια, που τους έχει ανατεθεί να μιλήσουν για το αναφές και το άφατο, σε εξαπολύουν, ελεύθερο από τη δουλεία της παραστατικότητας και ως εκ τούτου γυμνό μπροστά στο κοινό.
———————
Σπούδασα βιοχημεία και μοριακή βιολογία. Θα μπορούσα εξίσου –αν όχι και προσφυέστερα στα ενδιαφέροντά μου και στην κλίση μου– να έχω σπουδάσει γλωσσολογία ή ιστορία της τέχνης. (Έχοντας επιλέξει την ποίηση από πολύ νεαρή ηλικία, δεν επιθυμούσα να σπουδάσω φιλολογία.) Σμίγοντας βιολογία και ποίηση, θα μπορούσε να συμπεράνει κάποιος πως με είλκε η μελέτη της ζωής: τόσο στο μικροσκοπικό επίπεδό της, όσο και με τον ολιστικότερο τρόπο της ποίησης.
Πιθανώς η μελέτη των κυττάρων και των βιομορίων να με δίδαξε την λεπτομερή παρατήρηση και την ψυχρή καταγραφή χωρίς, εν πρώτοις, πρόθεση ερμηνείας. Μόνο μετά την συλλογή των στοιχείων, θα έλθει η απόπειρα σύνθεσής τους. Και μόνο μετά την σύνθεση, θα εξετασθεί η συμφωνία τους με την αρχική υπόθεση εργασίας, ή θα διαπιστωθεί η ανάγκη επεξεργασίας μιας νέας θεωρίας που να τα περιλαμβάνει και να τους αποδίδει μια θέση σύμφωνη με την αρχική τους παρατήρηση, χωρίς να τα βιάζει ή να τα αγνοεί.
Μόνο μετά την συλλογή λέξεων και φράσεων, δοκιμάζεται (πάλι και πάλι) το χτίσιμο του ποιήματος. Και μόνο μετά την κατασκευή του, ελέγχεται η θέση του εντός της τρέχουσας ποιητικής δημιουργίας: τόσο της προσωπικής, όσο και της ευρύτερης (ελληνόγλωσσης και όχι μόνο), και μάλιστα ως απόληξηςμιας ιστορικής διαδρομής (της «παράδοσης»). Και αξιολογείται η θέση του ποιήματος ανάμεσα σεάλλαποιήματα (π.χ. ενός σχεδιαζόμενου βιβλίου). Τότε ενδέχεται να διαπιστωθεί η ανάγκη δημιουργίας ενός νέου πλέγματος σχέσεων: όταν πλέον τα ίδια τα ποιήματα υπαγορεύουν άλλες συνδέσεις μεταξύ τους. (Παρομοίως, μόνο μετά την προσεκτική συλλογή αναγνωστικών στοιχείων μπορεί να προχωρήσει η κριτικός στην διερεύνηση ενός σχήματος που να τα αξιοποιεί χωρίς να τα περιφρονεί προσπαθώντας να τα υποτάξει σε μια προ-επιλεγμένη θεωρία.)
Εικάζω επίσης πως η πειραματική μέθοδος των θετικών επιστημών, καθώς και οι οικείες τους αναλυτικές και συνθετικές επεξεργασίες, που αφενός προϋποθέτουν την διάκριση των σημαντικών από τα δευτερεύοντα, αφετέρου δεν επιτρέπουν να παραμεληθεί –πόσο μάλλον να αγνοηθεί– το παραμικρό, με άσκησαν σε μια διανοητική πειθαρχία χρήσιμη στην ποιητική δημιουργία. Δηλαδή στο πλάσιμο ενός έργου – πλάσιμο που εντέλει μοιάζει περισσότερο με κατασκευή όπου η σημασία κάθε στοιχείου (οσοδήποτε ασυνείδητα γεννημένου) είναι σοφά υπολογισμένη, και λιγότερο με ένα νεφελώδες, αυτοφυές μόρφωμα (ένα δώρο κάποιας στιγμιαίας «έμπνευσης»). Η δε σημασία αυτής της διανοητικής πειθαρχίας στην κριτική έργων, την οποία επίσης ασκώ, μου φαίνεται ακόμα προφανέστερη.
Τέλος –ιδιαιτέρως παρακινημένος από μια πρόσφατη παρατήρηση της ποιήτριας και μουσικολόγου Στέλλας Βοσκαρίδου– αντιλαμβάνομαι πως η ενγένει μικρή ή μη βαρύνουσα, ή πάντως μη προφανής, παρουσία της μεταφοράς στην ποίησή μου, ίσως έχει κοινή την πηγή της με την πίστη στην αυταξία της παρατήρησης και της καταγραφής, μα και την πίστη στην κυριολεξία, στην λιτότητα, και στην σαφήνεια που απαιτούνται από τις θετικές επιστήμες. Πίστη που η τέχνη μοιράζεται, και πίστη στηριγμένη στην βεβαιότητα πως αυτές οι ιδιότητες, όταν συνδυαστούν με διάκριση, οδηγούν σε ένα φαινόμενο –υλικό και πνευματικό ταυτόχρονα: το ποίημα– που αντηχεί με ποικίλους τρόπους και προς διάφορες κατευθύνσεις, συγκινώντας μας με ένταση και πολυπλοκότητα ίσες ή και ανώτερες από αυτές που επιτυγχάνει η μεταφορά.