Μάλλον απόγευμα· ουρανός με σύννεφα
ένα θολό, άχρωμο φως. Πάνω στα ήσυχα
γκρίζα νερά του Τάμεση, δυο ποταμόπλοια
ένα ρυμουλκό.
Κι εσύ, όρθιος, μ’ άσπρο
πουκάμισο, σηκωμένα μανίκια, ακουμπάς
στο παραπέτο, χαμογελάς –
ανύποπτος
πως εικοσιτέσσερα χρόνια μετά, κάποιος
σε βλέπει, χαμογελά και θα ’θελε πολύ
αν ήταν δυνατό, να σου μιλήσει· έστω,
σαν ένας άγνωστος στον δρόμο, και να σου πει·
«όλα καλά, εντάξει, μην ανησυχείς».