Τα κορδόνια των παιδικών παπουτσιών σου

Τα κορδόνια των παιδικών παπουτσιών σου


στη μνήμη της Μαρίας Μπουτσίνη

Απαγορεύεται η στάθμευση όλο το 24ωρο. ΝΕΚΡΟΘΑΛΑΜΟΣ.
Έβλεπα αυτές τις λέξεις όποτε κοιτούσα στην πίσω αυλή του νοσοκομείου, σ’ ένα γκρίζο σοκάκι όπου, μια μέρα αφότου σ’ έφεραν εδώ, μια μέρα αφότου άρχισαν να παλεύουν με το εγκεφαλικό και τη λοίμωξη, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε, ένα συνηθισμένο άσπρο βανάκι, και δύο νεαροί βγήκαν έξω, δύο άντρες που θα μπορούσαν να κάνουν οποιοδήποτε δουλειά, με τα καλοκαιρινά μπλουζάκια και τα ακουστικά στ’ αυτιά τους, κουβαλώντας μια πελώρια κάσα, απλώς περπατώντας με την κάσα στα χέρια τους, ώσπου την έσπρωξαν εκεί μέσα, την έχωσαν με δυο κινήσεις, δυο σπρωξίματα, δυο γελοίες ωθήσεις προς το θάνατο. Κι εγώ σκεφτόμουν: εκεί θα βρεθεί κι η γυναίκα μου.
Όχι για πάντα όμως. Μου το είπαν αυτό ήρεμα, όπως μιλάνε οι νοσοκόμες στους γέρους επειδή θυμούνται τους μπαμπάδες τους. Δεν είναι ένας θάλαμος ψύξης, είπαν, όχι κάτι που ενδείκνυται για τη διατήρηση πριν την ταφή. Και τι είναι τότε; Δεν έχουμε την υποδομή για κάτι τέτοιο. Τι είναι όμως; Είμαστε ένα επαρχιωτικό νοσοκομείο, βλέπετε τις ελλείψεις μας. Και τι είναι, λοιπόν; Είναι ένα δροσερό μέρος.
Από το πρωί ως το βράδυ σ’ έβλεπα να πηγαίνεις προς το δροσερό σου μέρος. Κι ύστερα, αργά τη νύχτα, ερχόταν η αποκλειστική και με άλλαζε, μάλλον γιατί πίστευα ότι πρέπει να κρατάω δυνάμεις ή γιατί δεν πίστευα ότι ο θάνατος ήταν κάτι που σου ταίριαζε να το ζήσεις νύχτα ή γιατί ήμουν κουρασμένος κι ήθελα απλώς να κοιμηθώ.
Πέθαινες κι εγώ ήθελα να κοιμηθώ. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να συμβεί, άνθρωποι να πεθαίνουν κι αυτοί που τους αγαπούν να κοιμούνται, άνθρωποι να πεθαίνουν ακόμα και τότε, όταν ο ένας είναι στον ύπνο και ο άλλος δεν μπορεί πια να κοιμηθεί.
Σε έβλεπα τυλιγμένη στη λευκή πουκαμίσα με τα σιέλ κουμπάκια, ένα ρούχο που δεν έκρυβε αρκετό δέρμα, δεν έκρυβε τα μελανώματα στα χέρια και τα πόδια σου. Το πρόσωπό σου όμως το έκρυβε η μάσκα οξυγόνου, μόνο τα μάτια έβλεπα, τα μάτια σου και μια ιδέα της έκφρασης, που έμενε όλο πιο παγωμένη. Φορούσα κι εγώ μάσκα, ναι, μας ανάγκαζαν να φοράμε. Ήμουν άλλωστε ένας γέρος δίπλα σε μια γριά, τριγυρισμένοι κι οι δύο από άλλους γέρους και γριές, περικυκλωμένοι απ’ όλα μας τα μικρόβια, λες και ο θάνατος μας έβαζε τώρα να σφαχτούμε μεταξύ μας.
Φορούσα κι εγώ μάσκα: δεν θα μπορούσαμε να φιληθούμε.
Σήκωνες καμιά φορά το χέρι σου, έπιανες το μέτωπο και έδειχνες μετά προς το παράθυρο. Τι ήθελες να μου πεις; Σου έσφιγγα το χέρι και σε ρωτούσα. Σου έσφιγγα το χέρι και ψιθύριζα: Αν με ακούς, σφίξε κι εσύ. Με έσφιγγες αμέσως κι εγώ ήξερα ότι μπορούσες να μ’ ακούσεις. Την ίδια όμως στιγμή έβλεπα τη γλώσσα σου να γέρνει στο πλάι, καλυμμένη από μια σκληρή άσπρη πέτσα, όπως το σεντόνι, το χαρτί, η κουρτίνα, όλ’ αυτά τα πέπλα μέσα στο δωμάτιο. Βουτούσα τότε το μικρό ξύλο με το βαμβάκι στο ποτήρι και σου έβρεχα τη γλώσσα, φέρνοντας κάθε φορά την εικόνα του Χριστού πάνω στο Σταυρό. Γιατί το ήξερα, όλα ήταν μια κοροϊδία. Ήταν απλώς ο σαδισμός που έκανε κάποτε τους ανθρώπους να καταλάβουν τι είναι ο χρόνος. Γιατί τότε μόνο, όταν ο χρόνος σήμαινε το τέλος ενός άλλου, οι άνθρωποι πρέπει να κατάλαβαν τι είναι ο χρόνος.
Χάιδευες καμιά φορά την κοιλιά σου, λες και είχες εκεί μέσα ένα μωρό. Ήταν όμως ο θάνατος, ο θάνατος που καλόπιανες για να μπορέσεις να τον γεννήσεις γλυκά. Και παρότι το ήξερα αυτό, επέμενα να περηφανεύομαι για το σφίξιμο του χεριού σου. Και τότε οι νοσοκόμες, χάνοντας την πρώτη τους ευγένεια, μιλούσαν για αντανακλαστικά χωρίς νόημα μέσα στον κόσμο παραισθήσεων όπου ήσουν βυθισμένη. Φαντάζεσαι να βρεθούμε κάποτε εκεί;
Γύρω μας, ο ζωντανός κόσμος παρηγορούσε και αναστέναζε. Μια κόρη έβλεπε να ταΐζουν τη μητέρα της με το σωληνάκι και, όταν δεν άντεχε άλλο, γυρνούσε και με ρωτούσε: Έτσι θα γίνω κι εγώ όταν γεράσω; Μια εγγονή τραγουδούσε, αλλά η γιαγιά σκέπαζε τις μελωδίες μ’ ένα παρατεταμένο βουητό, έναν χείμαρρο που είχε ανοίξει από μέσα. Έκλεινα εγώ τα μάτια μου και φανταζόμουν ανθρώπους να έχουν μαζευτεί και να φυσούν όλοι μαζί, βγάζοντας το βουητό που ακούγεται όταν πεθαίνουμε ή αυτό που μας προκαλεί η ζωή μία τουλάχιστον φορά τη μέρα. Ντρεπόμουν να κλείσω τ’ αυτιά σου για να μην ακούς τα βουητά. Κι έπειτα: μπορούσες στ’ αλήθεια να τα ακούσεις;
Σου τρυπούσαν το δάχτυλο, η σταγόνα του αίματος πεταγόταν, φοβόμουν ότι πονούσες. Φοβόμουν μ’ έναν φόβο που δεν είχα ξανανιώσει, έναν φόβο που είχε μέσα και χαρά.
Χωρίς να το ξέρεις, σου άλλαζαν τη στάση στο μαξιλάρι και το κεφάλι σου περνούσε μια μέρα από τ’ αριστερά και μια απ’ τα δεξιά. Χωρίς να το ξέρεις, σου άλλαζαν την πάνα δύο φορές κάθε μέρα. Χωρίς να το ξέρεις, γέμιζες τη σακούλα του καθετήρα και απορροφούσες τη σακούλα της αντιβίωσης. Γινόσουν τα μέσα και έξω δοχεία σου, χωρίς να το ξέρεις, εσύ, μια ζωντανή γυναίκα με ζωντανό σώμα, που σου έλειπε όμως κάθε τρόπος εκπροσώπησης του εαυτού σου. Κι όμως, λίγες μόνο μέρες πριν ήσουν ο εαυτός σου. Και τώρα να μην μπορείς να καθίσεις σταυροπόδι, να διώξεις μια μύγα από πάνω σου, ν’ ανησυχήσεις για τις προσπάθειες της ζωής σου. Να μην μπορείς να είσαι ούτε όμορφη ούτε άσχημη. Να μην έχεις κανένα συναίσθημα και τίποτα, αγάπη μου, τίποτα να μην γίνεται να ξεχάσεις.
Έκανες σήμερα να πιάσεις το πόμολο του παραθύρου, σαν να ’θελες να σηκωθείς και να βουτήξεις στο κενό, σαν να ’δινες την πιο γενναία μάχη απέναντι στην απάνθρωπη δύναμη που επέμενε μέσα σου. Πήρα το χέρι σου και συμμάχησα με αυτό που πολεμούσες, αυτό το άγνωστο που δεν αποσύρεται αλλά και δεν μπορεί να υπάρξει. Λυπόμουν, λυπόμουν πολύ. Έπρεπε όμως να το κάνω. Τι άλλο να έκανα;
Συνέχιζες να παλεύεις μόλις σου άφησα το χέρι για να πάω στο μπάνιο, το μόνο μέρος όπου κατάφερνα να κλαίω για σένα. Κι όταν γύρισα σε είδα να βγάζεις και το οξυγόνο από το στόμα. Τραβούσες αυτά τα σκοινάκια που κάποτε μου είχες πει ότι μοιάζουν με τα κορδόνια των παιδικών παπουτσιών σου. Κι ενώ ήθελα τώρα να σε βοηθήσω, να λύσουμε μαζί τον απάνθρωπο κόμπο, ήξερα ότι θα έσπρωχνα τη μάσκα στο στόμα σου, ότι θα περίμενα μέχρι την τελευταία στιγμή, ώσπου να σβήσει από μόνο του αυτό που επέμενε, ακόμα και πέρα απ’ τη δική σου θέληση, απλώς γιατί τίποτ’ άλλο δεν μπορούσε να γίνει. Κι ένιωσα τότε μια κούραση, μια απέραντη κούραση, όλη την κούραση που θα ερχόταν καθώς η αγάπη μου θα γινόταν αγάπη για ένα σώμα που θα επέμενε, θα επέμενε και θα επέμενε, χωρίς εσύ να είσαι εκεί.

Aπό την υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων Δεν θέλετε να σας ακούσουν (εκδ. Ο Μωβ Σκίουρος 2023)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: