Σώσε με

Σώσε με






Έμενα στο Παγκράτι. Στην Αναλήψεως. Σκέτο χωριό ήτανε το ’60. Το σπίτι μας είχε ξύλινα παντζούρια, μια μεγάλη στάμνα στην αυλή και μια μοβ μπουκαμβίλια στο πίσω παράθυρο. Ρωτάγανε τους γείτονες «πού μένετε;», κι αυτοί λέγανε «δίπλα απ’ το κυκλαδίτικο». Τότε μ’ αγάπαγε ο Νικήτας. Τον θυμάμαι με κάτι αχτένιστα μαλλιά που πετάγανε από 'δω και από κει, κι ένα πακέτο τσιγάρα στην τσέπη του πουκαμίσου. Ερχότανε κάθε βράδυ και πέταγε χαλίκια στο παράθυρό μου. Εγώ άνοιγα, εκείνος ανέβαινε στο σκαλί, έσκυβα και με φίλαγε. Ύστερα άναβε ένα τσιγάρο, τράβαγε μια τζούρα, μου χάιδευε τον λαιμό και χανόταν στο σκοτάδι. Και κάθε φορά, αν θες πίστεψέ το, όπως η κάφτρα του τσιγάρου του ξεμάκραινε, έβλεπα τις τρίχες μου να ορθώνονταν κι άκουγα την καρδιά μου να χτυπάει σαν ταμπούρλο. Μισό λεπτό να κλείσω το παράθυρο. Με περιμένεις;
Που λες, ο Νικήτας πριν μπαρκάρει, ήρθε και με ζήτησε απ’ τη μάνα μου. Ήθελε να αρραβωνιαστούμε για να μην λέει η γειτονιά, και μετά που θα γύρναγε απ’ τη θάλασσα θα παντρευόμασταν. Του ’πα όχι. Μ’ άρεσε, αλλά ήταν μικρός, φτωχός, αδημιούργητος. Αυτό το αδημιούργητος μού ανακάτευε τα σωθικά. Κι εγώ μην νομίσεις, ένα τίποτα ήμουνα. Τίποτα κι εγώ, τίποτα κι αυτός, τίποτα κι η μάνα μου. Εκείνη κάθε βράδυ μέτραγε τα λεφτά μας, ξεχώριζε τα κέρματα απ’ τα χαρτονομίσματα, τα τύλιγε με αλουμινόχαρτο κι ύστερα έκανε υπολογισμούς σ’ ένα βρομισμένο τετράδιο με μισό εξώφυλλο. Όλο έγραφε κι έσβηνε.
Τον Νικήτα τον ξαναείδα τυχαία στη Φρύνης πριν από τρία χρόνια. Κρατούσε απ’ το χέρι ένα κορίτσι με κόκκινα μάγουλα, ίσως το εγγονάκι του, ήταν αχτένιστος κι είχε εκείνο το ίδιο πακέτο στην τσέπη του πουκαμίσου. Με το που τον αντίκρυσα, χώθηκα σ’ ένα μανάβικο κι έκανα πως χαζεύω τις φράουλες. Πέρασε μπροστά απ’ το μαγαζί, έσκυψε πάνω από ένα καφάσι με πετροκέρασα, κάτι είπε στο παιδί, κι ύστερα σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε. Κρατήθηκα από τον πάγκο του μανάβη και παρακάλαγα να αρχίσει να βρέχει, να πλημμυρίσει η Φρύνης, να μπει το νερό στο μαγαζί και να με κατεβάσει στην Πειραϊκή. Μακριά από Νικήτες, κορίτσια με κόκκινα μάγουλα, αχτένιστα μαλλιά και γυαλιστερά πετροκέρασα.
Όταν με ζήτησε, έκλαψα, χτυπήθηκα, αλλά το ’χα πάρει απόφαση. Ή θα παντρευόμουνα άντρα αποκατεστημένο ή θα γηροκομούσα τη μάνα μου. Τότε δούλευα σ’ έναν οίκο μόδας. Ήμουνα ψηλή, με κότσο μπανάνα και μακριές γάμπες. Όλο το Παγκράτι μίλαγε γι’ αυτές. Με ζήταγαν διάφοροι αλλά εγώ δεν ήθελα κανέναν. Ο ένας μου ξίνιζε κι ο άλλος μου βρόμαγε. Όμως ο Νικήτας δεν ξεκολλούσε απ’ το μυαλό μου. Τον έβλεπα παντού. Πάνω στις δαχτυλήθρες, στα πόδια της ραπτομηχανής, μέσα στα κουτιά με τα υφάσματα, κάτω από τα μασούρια με τις δαντέλες, ανάμεσα στις χρωματιστές κλωστές. Και τα βράδια τον ξανάβλεπα στον ύπνο μου. Ήμασταν λέει γυμνοί στο πάτωμα κι εκείνος άπλωνε το χέρι για να βγάλει το πακέτο από την τσέπη του πουκαμίσου.
Το παράθυρο είναι κλειστό; Το βλέπεις έτσι; Κλειστό ε, κλειστό; Αχ τί τα θυμάμαι τώρα. Τι σου ’λεγα; Σου ’λεγα για τον σύζυγο. Όταν είχα πια απελπιστεί κι εγώ κι η μάνα μου, εμφανίστηκε εκείνος. Ήταν τμηματάρχης στο Υπουργείο. Βρέξει, χιονίσει, πρώτη και δεκαπέντε τα λεφτά θα μπαίνανε στο σπίτι. Από εμφάνιση δεν μ’ άρεσε, όμως θυμόμουν το «άσχημή μου κι άσχημέ μου, τι καλά θα φάμε βράδυ κι όμορφή μου κι όμορφέ μου, τι σκατά θα φάμε βράδυ» και τα ξέχναγα όλα. Παντρεύτηκα στα είκοσι οκτώ. Πολύ μεγάλη για εκείνη την εποχή. Μείναμε στο πατρικό μου στο Παγκράτι. Μέχρι τον γάμο ο σύζυγος δεν με άγγιξε. Ούτε και μετά. Την πρώτη νύχτα βγήκα απ’ το δωμάτιο κλαίγοντας. Πήγα στην κουζίνα και βρήκα τη μάνα μου να κάθεται στο σκοτάδι. Έπαιρνε φακές από ένα μικρό τσουβάλι, τις ξεδιάλεγε κι ύστερα τις έβαζε σε μια μικρή πλαστική λεκάνη με ανάγλυφα πουλιά. Μπροστά της έκαιγε το καντήλι. Όταν με είδε, δεν είπε τίποτα. Μόνο σηκώθηκε απ’ την καρέκλα, τίναξε την ποδιά της και μου ’δειξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας.
Για καιρό πίστευα πως κάτι θα γίνει. Δεν ήξερα και πολλά από άντρες. Πήγαμε σε γιατρούς, παπάδες, κομπογιαννίτες, μάγισσες, χαρτορίχτρες, μέχρι και στην Αμερική φτάσαμε. Ο καιρός πέρναγε κι εγώ τι να σου πω. Χάλαγα. Από τα μέσα προς τα έξω. Όπως τα σύκα που μένουν αμάζευτα. Και για να πάρω διαζύγιο, ούτε λόγος. Καλύτερα να ’πεφτα απ’ την ταράτσα. Ο σύζυγος πάσχιζε. Δεν λογάριαζε το χρήμα. Τι ταξίδια στο εξωτερικό, τι εξοχικό στο Λουτράκι, τι καινούργιο αμάξι, τι γούνες, τι κοσμήματα, τι θεάματα. Όλοι είχανε να λένε για την τύχη μου.
Τη μέρα που παντρεύτηκα, ο Νικήτας έφυγε απ’ τη γειτονιά. Δεν ήρθε να μ’ αποχαιρετήσει. Το προηγούμενο βράδυ άφησε στο παράθυρό μου ένα βελούδινο κουτάκι σε σχήμα καρδιάς. Το βρήκα το πρωί όπως άνοιξα το παντζούρι. Μέσα είχε δυο χρυσές βέρες. Ακόμα τις κρατάω. Άνοιξε το κομοδίνο, στο πρώτο συρτάρι. Εκεί τις φυλάω, κάτω απ’ τις κιλότες. Η μία γράφει Δέσποινα, η άλλη Νικήτας, κι οι δυο 10-6-1979. Από τότε τον ξέχασα. Καμιά φορά μόνο, όταν δω άντρα με πακέτο στο πουκάμισο, η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο. Έτσι από μόνη της.
Παλιά που λες ήθελα να γίνω μάνα, όμως δεν γινότανε. Μας το ’χαν ξεγράψει κι οι γιατροί. Με τα πολλά, έπεισα τον σύζυγο να υιοθετήσουμε ένα μωρό. Πήγαμε στο ίδρυμα και βρήκαμε ένα αγοράκι τριών μηνών. Κάναμε τα διαδικαστικά, βάλαμε και μέσον, και μετά από ένα χρόνο ήρθε η ώρα να το φέρουμε στο σπίτι. Θυμάμαι πως έστρωνα στην κούνια ένα πλεχτό κουβερλί με αεροπλανάκια, όταν μπήκε στο δωμάτιο και μου ’πε ότι μετάνιωσε. Κι αν το μωρό δεν του έμοιαζε; Κι αν ήταν ψηλό, ξανθό, αδύνατο, μαύρο, άσπρο, κατσαρομάλλικο; Τι θα ’λεγε ο κόσμος; Δεν τον συγχώρεσα ποτέ. Αν κι εμένα κατά βάθος, η ζωή δεν μου ταίριαζε.
Ένα βράδυ, στο μπάνιο, μέσα στους υδρατμούς, πίσω απ’ το ράφι με τα σαμπουάν, είδα για πρώτη φορά τους μαυροντυμένους. Είχαν μπει απ’ το παράθυρο. Ήταν τρεις, φόραγαν γάντια και σκουφιά. Φαίνονταν μόνο τα μάτια τους. Άδεια σαν του Σατανά. Ο ένας μου έκλεισε το στόμα, ο άλλος μου κράταγε τα πόδια κι ο τρίτος μου πίεζε το στέρνο. Ήθελαν να με πνίξουν. Να μου πάρουν την ανάσα. Αντιστάθηκα όσο μπορούσα. Χτυπιόμουνα, δάγκωνα, φώναζα χωρίς φωνή. Ώσπου ξαφνικά χάθηκαν. Με βρήκε πεσμένη στο πάτωμα η μάνα μου. Σε γιατρό δεν πήγα. Δεν ήθελα. Τι θα ’λεγε ο κόσμος; Έτσι μου ’πε κι η μάνα μου.
Αυτό το παράθυρο ανοίγει απ’ έξω; Πώς το βλέπεις; Ανοίγει; Πώς σου φαίνεται; Δύσκολα έτσι; Κι εμένα έτσι μου φαίνεται. Ουφ. Ησύχασα τώρα. Τι σου ’λεγα, θυμάσαι; Α ναι, θυμήθηκα εγώ. Ήμουνα που λες πάντα νοικοκυρά, καλή μαγείρισσα, πρώτη ζαχαροπλάστισσα και τυφλά αφοσιωμένη στον σύζυγο. Αυτός πέθανε μια παραμονή Δεκαπενταύγουστου. Σηκώθηκε να χορέψει σ’ ένα γλέντι και σωριάστηκε μπροστά στην τραγουδίστρια την ώρα που ’λεγε το «αντιλαλούνε τα βουνά». Ο κόσμος στην αρχή μού στάθηκε. Ήρθαν στο μοιρολόι, στην κηδεία, στο νεκροταφείο, μου ευχήθηκαν καλό κουράγιο και να ’μαι πάντα κυρία όπως με ήθελε ο μακαρίτης, κι έπειτα ξανάρθαν καναδυό φορές. Μετά γύρισε ο καθένας σπίτι του κι εγώ με τη μαύρη κάλτσα ντάλα καλοκαίρι, έμεινα να μετράω τις πορσελάνες, τις φοντανιέρες Mουράνο και τα περσικά χαλιά.
Τη μάνα μου την έχασα πριν από έξι μήνες. Στην κηδεία δεν μπόρεσα να πάω. Τους ζήτησα μόνο να βάλουν μέσα στην κάσα, εκείνο το βρωμισμένο τετράδιο με το μισό εξώφυλλο. Έξι μήνες τώρα είμαι κλεισμένη σ’ αυτό το δωμάτιο. Κόσμος μπαίνει, βγαίνει, μου δίνουν χάπια. Φοράω συνέχεια ένα νυχτικό με μικρά πουά και φιλντιρέ τρέσα κάτω απ’ το στήθος, που ’χα πάρει πριν δέκα χρόνια απ’ του Γκλάβα. Έλιωσε πάνω μου. Εμένα που με βλέπεις, εικοσιπέντε χιλιάδες δραχμές το ’χα πληρώσει. Μ’ αυτό θέλω να με θάψουνε. Έτσι θα τους πω. Ευτυχώς που δεν με γνώρισε τότε στη Φρύνης ο Νικήτας. Μπορεί και να στεναχωριότανε. Όταν έφυγα απ’ το σπίτι για να ’ρθω εδώ, έκρυψα στην τσέπη της ζακέτας μου τις βέρες. Κάθε πρωί ανοίγω το συρτάρι, παραμερίζω τις κιλότες και τις φοράω. Μία σε κάθε χέρι. Ύστερα μπήγω τα νύχια εκεί που γράφει 10-6-1979.
Τώρα κοιτάω απ’ το παράθυρο και βλέπω την Ακρόπολη. Μ’ αρέσει όπως φαίνεται τη νύχτα. Στέκεται απέναντι όμορφη, αρχοντική, χρωματισμένη. Κι από κάτω βλέπω ανθρώπους, δρόμους, φώτα, αμάξια, σκοτάδια. Τα μισώ τα σκοτάδια. Τα φοβάμαι. Φοβάμαι κι αυτούς που θα ’ρθουν μαζί. Τους μαυροντυμένους. Μπαίνουν απ’ το παράθυρο. Είναι τρεις, φοράνε γάντια και σκουφιά. Φαίνονται μόνο τα μάτια τους. Άδεια σαν του Σατανά. Το ‘πα και στην κοπέλα που ήρθε το πρωί. «Δεν θέλω να κοιμηθώ απόψε. Φοβάμαι», της είπα. Ύστερα της ζήτησα να κοιτάξει τα τζαμόφυλλα. Αυτή με χάιδεψε στα μαλλιά, ανεβοκατέβασε το χερούλι, μου ’πε «κλειστά είναι κυρία Δέσποινα» και μου ’δωσε το χάπι. Είναι σκούρο κόκκινο σήμερα. Σαν εκείνα τα πετροκέρασα στο μανάβικο της Φρύνης. 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: