Ρετάλι

Ρετάλι

Στα δε­κά­ξι άφη­σε το σχο­λείο και έπια­σε δου­λειά —γα­ζώ­τρια— στη βιο­μη­χα­νία ρού­χων τής πε­ριο­χής. Ακο­λού­θη­σε τον ίδιο δρό­μο, όπως όλα σχε­δόν τα κο­ρί­τσια της επαρ­χί­ας της, εκεί­να που δεν έπαιρ­ναν τα γράμ­μα­τα, αλ­λά και τα ξύ­πνια, που εί­χαν το μυα­λό αλ­λά όχι την πο­λυ­τέ­λεια. Λες κι ένα αό­ρα­το νή­μα ένω­νε τις πόρ­τες τους με το ερ­γο­στά­σιο αυ­τό και γι­νό­ταν κοι­νή τους μοί­ρα. Έμπαι­ναν κο­πέ­λες στην αρ­χή τους κι έβγαι­ναν γυ­ναί­κες χω­ρίς πρό­σω­πο. Με πια­σμέ­να μαλ­λιά και πλά­τη σκυ­φτή. Και το σκύ­ψι­μο αυ­τό να τις ακο­λου­θεί πα­ντού. Σαν σκιά.

Την πε­ρα­σμέ­νη Δευ­τέ­ρα όμως, στο σχό­λα­σμα, η ζωή άλ­λα­ξε στά­ση. Ο υπάλ­λη­λος από τα γρα­φεία του τρί­του την ζή­τη­σε σε ρα­ντε­βού και από τη στιγ­μή εκεί­νη, ένα μό­νο της έτρω­γε το μυα­λό: Τι θα φο­ρού­σε; Κα­θη­με­ρι­νά περ­νού­σαν από τα χέ­ρια της κά­θε λο­γής υφά­σμα­τα και ό,τι πε­ρίσ­σευε γι­νό­ταν πα­ρελ­θόν. Ήταν απλό. Θα κρα­τού­σε κά­θε ρε­τά­λι και θα έρα­βε το φό­ρε­μά της μό­νη της, κομ­μά­τι κομ­μά­τι.

Σή­με­ρα βιά­ζε­ται να γυ­ρί­σει στο σπί­τι με το τε­λευ­ταίο λά­φυ­ρο χω­μέ­νο στην τσά­ντα της: γα­λά­ζιο με­τά­ξι. Το φό­ρε­μα την πε­ρι­μέ­νει ξα­πλω­μέ­νο στο κρε­βά­τι. Ο πο­δό­γυ­ρος βο­λάν από μαύ­ρο σα­τέν, η φού­στα ένα ψη­φι­δω­τό από λι­λά και σο­μόν δα­ντέ­λα. Τα μα­νί­κια τιρ­κουάζ βι­σκόζ. Στην πλά­τη και στον κορ­μό κομ­μά­τια λευ­κής και μπεζ μου­σε­λί­νας. Στο στή­θος χά­σκει ένα κε­νό. Το γε­μί­ζει γρή­γο­ρα και το φο­ρά­ει. Ένα φό­ρε­μα Φραν­κε­στάιν που ζω­ντα­νεύ­ει πά­νω στο κορ­μί της και το κυ­βερ­νά­ει ερή­μην της. Της ισιώ­νει την πλά­τη και τους ώμους, σφίγ­γει τη μέ­ση της, τε­ντώ­νει το στή­θος και τους γο­φούς της, υπο­γραμ­μί­ζει τα γό­να­τά της.

Αυ­τό­μα­τα, λύ­νει τα μαλ­λιά της και βγαί­νει στο δρό­μο. Το φό­ρε­μα σπρώ­χνει τα βή­μα­τά της. Κρυ­φο­κοι­τά­ζει την άγνω­στη που κα­θρε­φτί­ζε­ται στις βι­τρί­νες των κα­τα­στη­μά­των από όπου περ­νά­ει. Τρέ­χει σχε­δόν για να την απο­φύ­γει, όμως το φό­ρε­μα την στα­μα­τά­ει. Στέ­κε­ται τώ­ρα ακί­νη­τη μπρο­στά στο τζά­μι. Το με­τά­ξι στο στή­θος ανε­βο­κα­τε­βαί­νει από το λα­χά­νια­σμα, αλ­λά και την τα­ρα­χή. Και­ρό εί­χε να συ­να­ντή­σει το πρό­σω­πό της. Πό­σο πυ­κνά πέ­φτουν τα μαλ­λιά της γύ­ρω του και τι ωραία που κυ­μα­τί­ζουν πά­νω στην κλεί­δα της. Πό­σο ευ­θύ στέ­κε­ται ξαφ­νι­κά το πι­γού­νι της.

Το φό­ρε­μα την τρα­βά­ει για να προ­χω­ρή­σει. Βλέ­πει το ρο­λόι της. Σε πέ­ντε λε­πτά πρέ­πει να εί­ναι εκεί. Προ­σπερ­νά­ει βια­στι­κά το ση­μείο του ρα­ντε­βού και φτά­νει στον σταθ­μό. Τα μαλ­λιά της και το μαύ­ρο σα­τέν προ­λα­βαί­νουν να ανε­μί­σουν για λί­γο στον αέ­ρα προ­τού χα­θούν στο βα­γό­νι του τρέ­νου που μό­λις ανα­χω­ρεί.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: