της Έλενας και της Μαρίας
2021. Στην αυλή του αποτεφρωτηρίου τα αδέρφια σου (εκτός απ’ τον μεγάλο που ήθελε «κανονική κηδεία στην ενορία»), η Μ., ο Χ. που με δυσκολία τον αναγνώρισαν τόσο που έχει αλλάξει, ο ανιψιός σου που ήρθε μόλις με το ΚΤΕΛ. Περιμένουν. Το φως του ήλιου αντανακλάται στη μεταλλική επιφάνεια του τραπεζιού ανάμεσά τους. Για μια στιγμή έχουν όλοι τα μάτια κλειστά σαν σε προσευχή.
2020. Θες να κάνεις ένα «ένα τελευταίο ταξίδι» λες. Το κορμί σου ίσα που αντέχει τη διαδρομή ως το εξοχικό της αδερφής σου στο Σούνιο. Έχει ασυνήθιστη ψύχρα. Τα ανίψια σου σπουδάζουν: ο μεγάλος στην Πάτρα, η μικρή στην Αλεξανδρούπολη. Πίστευες πως θα απολάμβανες την ησυχία, αλλά σου λείπουν. Καθισμένη στη βεράντα πιέζεις τον εαυτό σου να μην βάλει τα κλάματα.
2019. Ο καρκίνος είναι ξανά εδώ, λες και δείχνεις το κέντρο του στήθους σου. Αυτή τη φορά, λες κι η Μ. ξεσπάει σε κλάματα, δε γίνεται να κερδίσω. Αρχίζεις θεραπείες με το ζόρι.
2018. Αν σου ζητούσε κάποιος να περιγράψεις τα δύο τελευταία χρόνια δεν θα ήξερες τι να πεις (εσύ που πάντα είχες κάτι να πεις). Χρόνος κενός, σαν δωμάτιο σπιτιού μετά από μετακόμιση. «Με κακό προαίσθημα».
2016. Η Μ. αποφασίζει να πάρει σκύλο (η κόρη της χρόνια στο εξωτερικό, παντρεμένη με δυο παιδιά), ένα ημίαιμο που δεν γαβγίζει ποτέ. Απεχθάνεσαι τις τρίχες που αφήνει στα ρούχα σου, αλλά δεν σταματάς να το παίρνεις στην αγκαλιά σου τυλιγμένη με μια πετσέτα θαλάσσης. Έξι μήνες μετά το σκυλί πεθαίνει. Από καρδιά, λέει η κτηνίατρος. Δεν μπορείς να διαχειριστείς αυτό που νιώθεις. Της ζητάς την πετσέτα για ενθύμιο. Την ορκίζεις να μην ξαναπάρει κατοικίδιο.
2010-2015. Κάθε χρόνο κάνεις κι από ένα ταξίδι. Μόνη. Σημειώνεις σ’ ένα τετράδιο λέξεις της γλώσσας των ντόπιων που πιστεύεις πως θα σου φανούν χρήσιμες. Γαλλικά, ολλανδικά, ισπανικά, βουλγάρικα, φλαμανδικά, τούρκικα. Δεν υπάρχει όμως ούτε μία φωτογραφία σου σε ξένη χώρα στα πράγματά σου.
2008. Βλέπεις στην τηλεόραση τις φασαρίες στο κέντρο, τις φωτιές στα ρεπορτάζ. Ο Χ. έμενε Εξάρχεια. Του στέλνεις μήνυμα χωρίς να σκεφτείς πως μπορεί να έχει αλλάξει αριθμό. Υπογράφεις με τα αρχικά σου, όπως στις κάρτες που συνόδευαν τα δώρα που του έκανες. Απαντάει σχεδόν αμέσως: Όλα καλά. Μένω Φιλαδέλφεια πια. Καλό βράδυ. Πρέπει να κοιμίσω τα παιδιά.
2007. Η πρεσβυωπία σε βασανίζει. Δεν αντέχεις να διαβάζεις τόσο όσο παλιά. Αντιγράφεις με μεγάλα γράμματα αράδες από βιβλία που σου αρέσουν σ’ ένα τετράδιο. Από καιρού εις καιρόν το ανοίγεις και διαβάζεις φωναχτά. Συνειδητοποιείς πως έχεις καταχωρήσει δύο φορές τον στίχο του Γκανά: Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη.
2004. Ξυπνάς ένα πρωί δίπλα στον Χ., τον άνθρωπο μαζί με τον οποίο πίστευες πως θα γεράσεις και συνειδητοποιείς πως δυσκολεύεσαι ως και να τον κοιτάξεις. Δεν μπορείς να δώσεις εξηγήσεις γι’ αυτή την πέτρα στο στομάχι. Απλώς φεύγεις και σταματάς να σηκώνεις το τηλέφωνο όταν σε καλεί. Είχατε κλείσει εισιτήρια για την τελετή λήξης των Ολυμπιακών αγώνων. Είχες επιμείνεις επειδή «τα τέλη των πραγμάτων έχουν σημασία, οι αρχές είναι πάντα εύκολες». Είχε (φυσικά) συγκατανεύσει.
2002. Η μητέρα σου πεθαίνει. Δεν έχεις ξανανιώσει τόσο μόνη. Ούτε στον ύπνο σου ξεχνιέσαι.
2001. Λέγεται BRCA2 («μπρά-κα δύο») λέει συλλαβιστά ο ογκολόγος. Δεν είσαι μωρό. Επιμένεις να μην μάθει κανείς πως έκανες μαστεκτομή κι ύστερα ακτινοθεραπείες. Μόνο η μητέρα σου, μιας και σας ενώνει η γραμμή κληρονομιάς του ελαττωματικού γονιδίου. Σ’ ένα ημερολόγιο τσέπης του ’97, που σου είχε δώσει ο ασφαλιστής σου, σημειώνεις τα της κάθε μέρας. Τελευταία καταχώρηση: Βγαίνω από το νοσοκομείο. Όλον αυτό τον μικρό-μεγάλο καιρό μου έλειψε να είμαι δυνατή. Στον Χ. συνεχίζω να λέω πως έχω τη μέση μου και νεύρα, κάνει υπομονή.
1999. Πριν καταποντιστεί ο Γενικός Δείκτης του ΧΑΑ, πουλάς κάτι μετοχές που σε είχε πείσει ο γαμπρός σου ν’ αγοράσεις. Τα μισά χρήματα τα δίνεις προκαταβολή για ν’ αλλάξεις το πανάρχαιο Ντάτσουν που είχες κληρονομήσει απ’ τον πατέρα σου. Τα άλλα μισά τα δίνεις στον γαμπρό σου για να ξεχρεώσει τον χρηματιστή που του «αγόραζε μετοχές με αέρα».
1992. Όλοι διαδηλώνουν στους δρόμους, φωνάζουν ρυθμικά «όχι στην προδοσία». Εσύ απατάς τον Χ. με έναν πωλητή που γνώρισες στο γραφείο. Από το πρώτο λεπτό ξέρεις πως θα το μετανιώσεις.
1988. Ο σπιτονοικοκύρης σού ζητάει το σπίτι «για ιδιοκατοίκηση», υποψιάζεσαι πως απλώς ψάχνει να πάρει μεγαλύτερο ενοίκιο. Επιστρέφεις στο παιδικό σου δωμάτιο, στο σπίτι της μητέρας σου. Εκείνη σου επισημαίνει πως τα βιβλία σου έχουν καταλάβει όλο τον χώρο. Τσακώνεστε. Το φαγητό της όμως κάνει τα πάντα να αποσιωπώνται (όπως πάντα).
1987. Όλοι πανηγυρίζουν στους δρόμους. Εσύ τσακώνεσαι με τον τότε εραστή σου, τον Ν., επειδή σου έκρυβε πως δεν είχε πάρει διαζύγιο. Αποφασίζεις να κάνεις έκτρωση χωρίς να του πεις τίποτα.
1986. Πριν τελειώσει το γλέντι του γάμου του μεγαλύτερου αδερφού σου, ο πατέρας σου διακομίζεται εσπευσμένα στο νοσοκομείο. το θάλαμο, όρθια δίπλα στο κρεβάτι του, κρατάς το χέρι της μητέρας σου και λες «όλα θα πάνε καλά», «οι γιατροί δεν ανησυχούν», «είναι δυνατός». Δεν βγαίνει ποτέ από τον θάλαμο. Στην κηδεία του, μια ξαδέρφη σου λέει στο αυτί «πόσο αγαπούσε τον θείο». Ήταν ο μόνος που, όταν ήταν μικρή, έπαιζε μαζί της και την έκανε κούνια. Δεν κλαις την ημέρα της κηδείας, μα κλαις σχεδόν κάθε μέρα επί έναν ολόκληρο χρόνο μετά.
1984. Η Μ. κάνει το πρώτο της παιδί (χρόνια προσπαθούσαν, μάλλον αναζήτησαν δωρητή). Σου ζητάει να το βαφτίσεις μα αρνείσαι να μπλέξεις «με τους παπάδες». Η αλήθεια είναι πως είχες τσακωθεί με τον άντρα της για τα πολιτικά — εκείνος στην κλαδική του ΠΑΣΟΚ, εσύ στο ΚΚΕ.
1981. Ο Μ. σου κάνει πρόταση γάμου. Τον φιλάς απαλά στα χείλια, του ζητάς να χωρίσετε. Βρίσκεις ένα μικρό διαμέρισμα οχτακόσια μέτρα από το σπίτι των δικών σου και μετακομίζεις. Βαθιά ανάσα.
1980. Ο Μ. σου κάνει πρόταση γάμου. Λες όχι. Είστε μαζί μόλις ένα χρόνο. Γνωριστήκατε στην ΚΝΕ.
1979. Η Μ. παντρεύεται. Δέχεσαι να είσαι κουμπάρα αν κι επιμένεις πως παραείναι μικρή για γάμους και παιδιά (της ρίχνεις εννιά μήνες). Ο γαμπρός την παίρνει και φεύγουν με μια μοτοσυκλέτα που ξερνάει γαλάζιο καπνό απ’ την εξάτμιση.
1977. Εσύ κλέβεις ένα κόκκινο μαντίλι από ένα κατάστημα του κέντρου, η Μ. ένα κουταλάκι παγωτού με μακριά λαβή από ένα ζαχαροπλαστείο στο Λυκαβηττό. Ο μεγάλος σου αδερφός σας ανακοινώνει πως θα γίνει παπάς. Τσατίζεσαι. Δεν πιστεύεις πως οτιδήποτε μπορεί να είναι αμαρτία.
1974. Πιάνεις τον μικρότερο αδερφό σου να καπνίζει κρυφά Καρέλια άφιλτρα μαζί με την κόρη του σπιτονοικοκύρη σας, την Μ. Για να βεβαιωθεί πως δεν θα τους μαρτυρήσεις, εκείνη σε βάζει να κάνεις μια τζούρα. Πνίγεσαι, βήχεις για ώρα. Γίνεστε αχώριστες.
1973. Ο πατέρας σου γυρίζει σπίτι αργά (όπως πάντα) από τη δουλειά. Η μητέρα σου κάνει λες και δεν είναι εκεί. Τον κοιτάς να τρίβει τα γράσα από τα δάχτυλά του στο νιπτήρα, να πλένεται ως ψηλά στους αγκώνες. Αδύνατος, μόνο με τη φανέλα και το σώβρακο στο άνοιγμα της πόρτας του μπάνιου, σχεδόν διάφανος — έχετε την ίδια κοψιά. Το ίδιο βράδυ ακούτε πρώτη φορά από το ραδιόφωνο τις εκπομπές απ’ το Πολυτεχνείο.
1970. Τη μια μέρα η μητέρα σου σού εξηγεί τι είναι η περίοδος, την επόμενη μια μεγάλη κηλίδα αίμα απλώνεται στο εσώρουχό σου. Λες και το σώμα σου απλώς περίμενε το σύνθημα.
1967. Έχετε ένα χρόνο που μετακομίσατε στην Αθήνα. Νοικιάζετε το ισόγειο μιας μονοκατοικίας. Στον επάνω όροφο μένουν οι ιδιοκτήτες — ένας μαραγκός με τη γυναίκα, την κόρη του και την ανήμπορη μητέρα του. Σας αφήνουν να χρησιμοποιείτε το τηλέφωνο. Όταν γίνεται η χούντα, η μητέρα σου τηλεφωνεί στην αδερφή της, φοβάται και θέλει να σας στείλει και τους τέσσερις πίσω στην Ξάνθη. Ο πατέρας σου της λέει να το ξεχάσει.
1966. Από το χαμηλότερο κλαδί της συκιάς στην αυλή κρέμεται από δυο σκοινιά μια σανίδα. Ο πατέρας σου σε σπρώχνει αμίλητος και καπνίζει. Αυτό είναι το παιχνίδι σας. Η μητέρα σου (όπως πάντα) στο νεροχύτη, η μεγαλύτερη αδερφή σου στο δωμάτιό της, τα αγόρια με τη μπάλα στο διπλανό οικόπεδο. Κάθε μέρα περνάς όλο και περισσότερο χρόνο μόνη.
1965. Ρωτάς τη μητέρα σου πως γίνονται τα μωρά. Της ζητάς ιστορίες απ’ όταν ήσουνα μωρό. Η κοιλιά της είναι ακόμα φουσκωμένη, αλλά μωρό δεν υπάρχει. Την ρωτάς για το μωρό που πέθανε. Κλαις στην αγκαλιά της επειδή κλαίει.
1957. Γεννιέσαι χειμώνα, το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Όταν ακούγεται το πρώτο σου κλάμα ο πατέρας σου έχει ήδη φτάσει Αθήνα για δουλειά. Η μαμή λέει πως δεν έχει ξανακόψει τόσο γερό λώρο, «σημάδι καλής τύχης».