Στην Ευαγγελία Τάτση
Τη νύχτα της προηγούμενης μέρας θυμήθηκε να μη βάλει το ξυπνητήρι για τις έξι και μισή, αλλά γύρω στις εφτά παρά τέταρτο ξύπνησε μόνη της. Η συνήθεια, βασίλισσα της ζωής των ανθρώπων. Έφτιαξε καφέ και πήγε στο παράθυρο. Κοίταξε την πόλη που ξυπνούσε. Πόλη μεγάλη σαν τη μέρα μπροστά της. Μέρα μεγάλη σαν πόλη άχτιστη ακόμα, σαν την ιδέα μιας πόλης όπου οι δρόμοι δεν έχουν ακόμα χαραχτεί.
Τα φανάρια στον απέναντι δρόμο άλλαζαν χρώματα, ρυθμίζοντας την κίνηση. Στο κόκκινο, είδε ξανά το κεράκι στην τούρτα που της έφεραν οι συνάδελφοι στο γραφείο την προηγούμενη. Ένα κεράκι, συμβολικό. Πάνω στη σοκολάτα, με άσπρα γράμματα από σαντιγί, η φράση «35 χρόνια». Όταν έσβησε το κεράκι, το μαχαίρι τα έκοψε σε εφτά κομμάτια (της έδωσαν το μεγαλύτερο): ο Αργύρης πήρε το πάνω τμήμα του 3, η Δήμητρα όλο το 5, η Θάλεια το κάτω μισό απ’ το χ και το ρ. Λάβετε, φάγετε. Τοῦτο ἐστί…τι; Ίσως αυτό να ήταν ένα απ’ τα πράγματα που θα έπρεπε να εξερευνήσει στην πόλη μπροστά της, στην πόλη που λέγεται μέρα. Στις διαδοχικές πόλεις των διαδοχικών ημερών.
«Αυτή είναι η πρώτη μέρα των επόμενων ημερών», σκέφτηκε, «κι όμως ξεκινάει με τη σκέψη στην προηγούμενη μέρα.» Ειρωνείες της ζωής. Όπως τα σχέδια του Κυριάκου για εξοχικό. Ο Κυριάκος, στο τραπέζι πίσω, με το κουστούμι του και τη γραβάτα του και τη φαλάκρα του, χαμογελάει ήρεμος και πεθαμένος έξι χρόνια. Όταν θ’ αγόραζαν το εξοχικό, έλεγε, στη θάλασσα κοντά όπως ονειρευόταν, θα έβγαινε για ψάρεμα νωρίς κάθε πρωί. Όταν ακούστηκε λοιπόν το τελευταίο «μπιπ» στο μόνιτορ του κρεβατιού, τα ψάρια μπορεί να έστηναν το δικό τους υποθαλάσσιο πάρτι, να έβλεπαν τις γαλάζιες μέρες μπροστά τους να μεγαλώνουν ανέλπιστα σαν μια απαστράπτουσα, γυάλινη πόλη. Τι χαζή σκέψη! Πάρα πολύ χαζή, πόσο μάλλον για μια γυναίκα που μόλις βγήκε στη σύνταξη. Αλλά αστεία.
Τι είναι μια γυναίκα που μόλις βγήκε στη σύνταξη; Ερώτηση ρητορική. Ερώτηση απαντημένη ήδη. Ή πιθανά, ερώτηση που δεν έχει απάντηση. Μασουλώντας τη σοκολατίνα του, ο Αργύρης είχε πει «τώρα Μάρθα, θα έχεις όλον τον χρόνο στον κόσμο». Ναι, ίσως. Αλλά τι χρόνο; Χρόνο για ρητορικές ερωτήσεις; Τι θα πει «τι είναι μια γυναίκα που μόλις βγήκε στη σύνταξη»; Είναι ένας άνθρωπος που έχει εργαστεί και πληρώσει το χρέος του στην κοινωνία και τώρα είναι ελεύθερος από εργασία και πιθανώς, αν θέλει, κι από κοινωνία. Με τον αντίχειρα και τον δείκτη χαϊδεύει ασυναίσθητα το χαλαρό, ρυτιδιασμένο δέρμα στον λαιμό της. «Είναι ένας άνθρωπος χωρίς αξία», ακούει μια σαρκαστική φωνή μέσα της. «Μια γυναίκα που μόλις έχει βγει στη σύνταξη· αυτό είμαι εγώ, η Μάρθα», απαντάει νοερά. Και συμπληρώνει: «Η Μάρθα είναι μια γυναίκα που μόλις έχει βγει στη σύνταξη.» Ταυτολογία λέγεται αυτό το σχήμα. Θυμάται ακόμα τα φιλολογικά της απ’ το σχολείο. Το να λες το ίδιο πράγμα με άλλον τρόπο. Έχει κι αυτό τη χρησιμότητά του όμως. Όταν οι ερωτήσεις είναι ρητορικές, οι απαντήσεις μπορεί να πρέπει να είναι ταυτολογικές. Διάλογος κωφών.
Μια γυναίκα που μόλις βγήκε στη σύνταξη είναι μια δυνατότητα, λέει μια άλλη φωνή μες στο μυαλό της Μάρθας. Απέναντι, μια γκρίζα γάτα φαίνεται να αμφιταλαντεύεται για το αν θέλει ή όχι να διασχίσει τον δρόμο με την κίνηση. Μια δυνατότητα είναι μια δυνατότητα: κάτι που μπορεί να πραγματωθεί, μπορεί και όχι. Είναι κάτι εύθραυστο και παροδικό, σήμερα εδώ, αύριο χαμένο στον σωρό των πραγμάτων για τα οποία μετανιώνουμε, ή στον άλλον, αυτόν των πραγμάτων που ξεχνάμε. Αλλά ορίστε, μια δυνατότητα είναι μια δυνατότητα κι αυτό δεν είναι ταυτολογία, γιατί η δυνατότητα δεν είναι ένα πράγμα ανάμεσα στα πράγματα αλλά μόνο ένα εν δυνάμει, ξένο στην τάξη των όντων (η γάτα, οι περαστικοί, ο Αργύρης, η Θάλεια) και ξένο στην τάξη των μη όντων (ο Κυριάκος, το εξοχικό τους, το διά βίου ερωτικό πάθος, οι μονόκεροι), ή ένα μείγμα από ον και μη ον, ή ακόμα μια ρωγμή ανάμεσά τους, ένα άνοιγμα…
Μια γυναίκα που μόλις βγήκε στη σύνταξη είναι μια ρωγμή.
Στην πάλη ανάμεσα στις ρυτίδες της και τα καλλυντικά είχαν, όπως πάντα, επικρατήσει οι ρυτίδες, αν και ήταν βέβαιη ότι είχε ξοδέψει τα μέσα κατά κεφαλή έξοδα μιας Ευρωπαίας για καλλυντικά. Οι ρυτίδες είναι αυλάκια που αφήνει η λεπτή βελόνα του χρόνου και περιέχουν σιωπηλά τραγούδια. Όταν τις διατρέχουν τα δάχτυλα, τα τραγούδια ακούγονται, μακρινά, σαν να τα παίζουν μικρά τενεκεδένια όργανα: η έκτρωση στα δεκαεννιά, η Αιμιλία, ο Θανάσης, η ανθοδέσμη στον γάμο της και η μυρωδιά της, ο λεκές που δεν έφευγε απ’ την λευκή ποδιά και το ξύλο στο σπίτι, το πρήξιμο στους αστραγάλους, ο απερίγραπτος πόνος της γέννας, η ανακούφιση της εμμηνόπαυσης, η τελευταία φορά που ένιωσε την ανάγκη να φορέσει μάσκαρα, η τελευταία φορά που ένιωσε το βλέμμα ξένου πάνω στο σώμα της χωρίς να το βλέπει, το πρώτο αίμα κι ο φόβος και το πρώτο φιλί κι ο φόβος, ο φόβος και η κούραση με τον φόβο, η μέρα που ο Θανάσης, ο μικρότερος, έκλεισε την πόρτα πίσω του, η μέρα που το σπίτι άδειασε, οι τελευταίες νύχτες με τον Κυριάκο, η ένοχη επιθυμία να τελειώσουν όλα, η μέρα όπου ήταν πια μόνη στο σπίτι και άκουσε το γουργουρητό του ψυγείου σαν από τηλεβόα, και η μέρα που γύρισε στο σπίτι απ’ το σχολείο μούσκεμα απ’ τη βροχή, με τα ρούχα της να κολλάνε πάνω της, άσεμνη και σφριγηλή και με την αλμυρή γεύση της ελευθερίας στα χείλη της.
Μια γυναίκα που μόλις βγήκε στη σύνταξη είναι ένα τραγούδι που δεν έχει ανάγκη πια να ακουστεί.
Στο απέναντι μπαλκόνι μια γυναίκα απλώνει τη μπουγάδα απ’ τα ασπρόρουχα σαν να κρεμάει πουλιά στα σύρματα, πουλιά βαριά απ’ το νερό στις φτερούγες τους, να κρέμονται ανάποδα σαν νυχτερίδες μέχρι να στεγνώσουν και να πετάξουν στους ανθρώπους, συνοδεύοντάς τους στη μέρα τους σαν βαμβακερές παρωδίες. Και μια άλλη, νεαρότερη, κάθεται πίσω απ’ το τζάμι και μακιγιάρεται, ετοιμάζει ένα πρόσωπο πάνω απ’ το πρόσωπό της, μια δυνατότητα προσώπου χωρίς ρωγμές γιατί δεν είναι μια γυναίκα που μόλις βγήκε στη σύνταξη. Και πιο κάτω είναι το οδόστρωμα, ο δρόμος με τις δικές του ρωγμές και τις δικές του δυνατότητες, για παράδειγμα, ο δρόμος που θα μπορούσε να πάρει για να φτάσει σε ένα μπαρ και να πιει ένα ποτό, ή δύο ποτά, γιατί όχι; — ναι, στις έντεκα το πρωί, γιατί όχι; Ίσως να το κάνει αργότερα. Ίσως, καθώς πίνει τη μαργαρίτα της αργά, σκουπίζοντας κάθε τόσο τα χείλη της, να γνωρίσει κάποιον ή ίσως να μη γνωρίσει κανέναν ή να αναθεωρήσει δραστικά τις απόψεις της για το τι την ελκύει τώρα πια, ή ίσως δεν πάει σε κανένα μπαρ και πάρει στο σπίτι της το πρώτο παιδί που θα δει να σκουπίζει παρμπρίζ αυτοκινήτων στη διασταύρωση για να το μεγαλώσει σαν δικό της. Όλα αυτά είναι ενδεχόμενα για μια γυναίκα που μόλις βγήκε στη σύνταξη, δηλαδή μια γυναίκα που δεν έχει σημασία επειδή είναι η σημασία: η σημασία όλων των πραγμάτων που απομένουν να γραφτούν, που δεν έχουν ακόμα ειπωθεί, μικρών και μεγάλων και σημαντικών και ασήμαντων, των πραγμάτων χωρίς τέλος και χωρίς χρήση και σκοπό, των ελεύθερων πραγμάτων, των πραγμάτων που δεν είναι πια πράγματα.
Ίσως πρέπει να τα γράψει όλα αυτά.