Μάης του 2004. Παρίσι με τη Ναυσικά. Από ζωγραφική ήξερα τα βασικά αλλά η ιστορικός τέχνης και μέλλουσα σύζυγος αρκούσε και για τους δύο. Λούβρο, Μόνα Λίζα, η Νίκη της Σαμοθράκης και πολλά άλλα. Στο Ορσέ όμως ήταν που στάθηκα τον περισσότερο χρόνο απέναντι από έναν πίνακα. «Ερωτικό, αισθησιακό, ωμό, ρεαλιστικό». Αναγνώριζα τις διεθνείς λέξεις από τους ομοθεατές του έργου. Το πρώτο πράγμα που πέρασε από το μυαλό μου ήταν η φράση «το μουνί που σε πέταγε». Βρισιά ενός συμμαθητή μου στο λύκειο για τις διαφορές μας στο μπάσκετ, στη συνέχεια η γροθιά μου στο μάτι του και τέλος μια τριήμερη αποβολή. Η καλύτερη που μου έριξαν ποτέ. Η μνήμη όμως έχει πολλές τσέπες και η εικόνα μιας ξαπλωμένης γυμνής γυναίκας ήταν το έναυσμα, ένα μικρό τσεπάκι για το ψαχούλεμα. Η προοπτική του έργου με έβαζε να στέκομαι στην άκρη του κρεβατιού και να κοιτάω λάγνα ένα ωραίο, δυνατό και κάπως αναγεννησιακό γυναικείο κορμί. Στάθηκα πιο πίσω. Εκεί, στο μουσείο, μέσα μου, στα δεκάξι.
Εφηβεία με μαύρα ρούχα και μαύρα ποιήματα στα περιθώρια των βιβλίων. Έγραφα ιστορίες με πλάσματα απόκοσμα και σκοτεινά δάση. Λέξεις για το μάταιο της ζωής, το νόημα που δεν έβρισκα πουθενά, τον έρωτα που δεν είχε έρθει ακόμα. Κυρίως όμως από που προέκυψε όλο αυτό που έλεγαν ύπαρξη. Ακόμα άγνωστο.
« Μιχάλη, δώσε τα κοινόχρηστα στον κ. Αποστόλη. Στην ψωμιέρα θα βρείς τυρόπιτα και στο ψυγείο Μίλκο. Φιλιά Μ.».
Η Μ. η μάνα μου που αν και με έψαλλε για την αποβολή, φούσκωνε από περηφάνεια που την υπερασπίστηκα. Πλύθηκα, έφαγα και κατέβηκα στον πρώτο.
Μου άνοιξε η κυρία Μίνα, η γυναίκα του διαχειριστή και με έβαλε μέσα. Φορούσε μία ρόμπα, ροζ με γουνάκι στα μανίκια και αρκετά κοντή. Τα πόδια της ήταν λεπτά, καλοσχηματισμένα και τα πέλματα χώνονταν σε κάτι πασουμάκια στο χρώμα της φωτιάς. Επίσης με γουνάκια.
«Κάτσε λίγο, να βρω τις αποδείξεις. Θέλεις μια πορτοκαλάδα», με ρώτησε. Πάγωσα. Όχι από την ερώτηση αλλά από το απαλό χέρι της που τη συνόδεψε, αγγίζοντας μου το μάγουλο.
«Εεε, ναι, αλλά…». Τα είχα χάσει και ψέλλιζα μπροστά σε μια οικειότητα που δεν περίμενα.
Μέσα σε ένα λεπτό καθόταν απέναντί μου ανάβοντας τσιγάρο και εγώ να πίνω γουλιές με τρεμάμενο χέρι. Έτρεμα γιατί στην παράκλησή της να της κάνω λίγο παρέα, η ζώνη από τη ρόμπα είχε χαλαρώσει κάπως. Κάθε φορά που τίναζε τη στάχτη, τα μάτια μου καρφώνονταν σε όσα προσπαθούσε να κρύψει το ροζ ύφασμα ενώ εκείνα πάλευαν να βγουν στο φως.
«Και πώς πάει το σχολείο, έχεις κάποιο χόμπι, και μη μου πεις ότι δεν έχεις κορίτσι, τόσο ωραίο αγόρι;» Απανωτές οι ερωτήσεις της κυρίας Μίνας που παράλληλα μου έλεγε για τον πολύ μεγαλύτερο άντρα της και τις δουλειές του. Την άφηνε μόνη της συνέχεια και δεν την αγαπούσε όπως παλιά.
Δεν γνώριζα τα προσωπικά τους αλλά κάποιες φορές ο φωταγωγός από την κουζίνα μετέφερε φωνές και τσακωμούς. Η αλήθεια είναι πως την είχα συναντήσει στην είσοδο με γυαλιά ηλίου βραδιάτικα αλλά δεν είχα κάνει τότε τη σύνδεση.
Η γυναίκα, κοντά στα σαράντα τότε, παρατήρησε τη νευρικότητά μου και τον ιδρώτα που άρχισε να κυλάει. Έκανε να σηκωθεί και η ρόμπα ήταν έτοιμη να ανοίξει εντελώς. Την μάζεψε χωρίς να αφήσει τα μάτια της από πάνω μου. Ούτε εγώ.
«Μισό λεπτό να δω πού βάζει τα χρήματα», μου είπε και χάθηκε στα μέσα δωμάτια. Σηκώθηκα και ίσιωσα το χαρτί με τα έξοδα. Το θέαμα, μιας γυναίκας σε τέτοια κατάσταση με είχε αναστατώσει. Ένιωθα χαμένος αλλά ήθελα να χαθώ κι άλλο.
«Μιχάλη, έλα να με βοηθήσεις», την άκουσα από την κρεβατοκάμαρα. Σαν αντίλαλο άκουγα ένα έλα, έλα…
Τα γόνατά μου έτρεμαν αλλά ευτυχώς κινούνταν. Ένιωθα ότι προχωρούσα στο δάσος, μια νοτισμένη μέρα από την προηγούμενη νεροποντή. Το χαλάκι στον διάδρομο είχε γίνει ένα στρώμα από βρεγμένα φύλλα, βρύα και λάσπη. Οι τοίχοι δεξιά και αριστερά, έλατα πυκνόκλαδα που έκρυβαν το φως. Μπροστά μου διέκρινα ένα ξέφωτο, μια πόρτα, πώς βρέθηκε στο δάσος αυτή η πόρτα; Την διέσχισα και αντίκρισα έναν πέτρινο πανάρχαιο βωμό, μεγάλο σαν κρεβάτι. Στη βάση του σκαλισμένο ένα ρητό, αλλαγμένο, αληθέστερο. «Ἐν ἀρχῇ ἦν τὸ σῶμα, ο λόγος έπεται». Πάνω του ξαπλωμένο, ένα πλάσμα μυθικό, με τα πόδια ανοιχτά. Μισό άνθρωπος, μισό ελάφι. Το ζωώδες κεφάλι με καλούσε γνέφοντας και το σώμα, το λευκό γυναικείο σώμα με προσκαλούσε να μάθω τα μυστικά του. Ανάμεσα στα πόδια μια υγρή σχισμή, ένα μονοπάτι ανοιγόταν, ένας δρόμος που ήθελα να πέσω με τα μούτρα πάνω του κι ας χανόμουν μέσα του. Θα μάθαινα όσα αναζητούσα. Το μυστήριο της προέλευσης του κόσμου, μπροστά μου, μαλακό, ζωντανό, γήινο.
Το μοντέλο για τους άλλους, η κυρία Μίνα στα δικά μου μάτια, η πρώτη μου γυναίκα, ξάπλωνε απέναντί μου ξανά με τη μορφή μιας ζωγραφιάς. Αυτήν την φορά είχαμε θεατές. Κι όμως στεκόμασταν μόνοι μας, ο κόσμος μου όλος ήταν εκεί, ανάμεσα σε αυτά τα πόδια.