Ανοίγοντας την πόρτα Ιούνιο μήνα
στο δροσερό ακόμη κλιμακοστάσιο
ένα φιλί κατρακυλούσε στις σκάλες
παραιτημένο απ’ το ύψος του
Την κράτησα ανοιχτή
και βγήκε στο δρόμο
φιλώντας τυχαίους περαστικούς
Και ήταν αυτό που μας είχε ενώσει
πρώτη φορά στης ταράτσας το χάσιμο
σε αιθρίας απλωμένα σεντόνια
και τώρα συνέχιζε μόνο του στη διάρκεια
-που τα ξεραμένα μας επάνω του χείλη
δεν είχαν πλέον-
δημευόμενο
Πως η ένταση δεν κρατάει·
σκάει σαν το μπαλόνι τ’ ουρανού
αναπεπταμένη
αιθρία πάνω απ’ την ταράτσα
πριν το φιλί κατρακυλήσει
απ’ τ’ ανοιγμένο μανταλάκι
της παλιάς εφηβικής συστολής μας
στους άγνωστους περαστικούς
που εν αγνοία τους
απ’ τα χείλη μας κρέμονταν
για την τροπή της ουτοπίας
σε τόπο
Έξι ποιήματα
Διάρκεια
Εωθινό
Όταν ξυπνώ πριν από σένα
μ’ αρέσει να παρατηρώ
την εύθραυστή σου ακινησία
τους τυχαία απιθωμένους βοστρύχους
στο μαξιλάρι σου
τα παιχνιδίσματα του φωτός
με τις σκιές των αποτυπωμένων
στα σεντόνια καμπύλων σου
τα ανεπαίσθητα τινάγματα του ψαριού
που είναι ο ύπνος σου
απ’ τον ανέφικτο βυθό
ενός οιονεί θανάτου
ως την κατατομή
του χωρίς προσωπεία προσώπου σου
καθώς σε παρατηρώ
φοβούμενος συνάμα μήπως ξυπνήσεις
και καταστρέψεις την περιγραφή σου
Όμως ποτέ δεν ξυπνάς
στον χρόνο που σε κοιτάζω
μόνο σφίγγεις ενίοτε στα λεπτά σου δάχτυλα
τα λεπτά της ώρας
του δικού μας χρόνου
Σημεία τήξης
Με γυρνάει η λέξη σε σώμα
Πώμα κλείνει η πόρτα δωμάτιο
να μη φύγουν λιωμένο κερί
απ’ το σχήμα καρέκλα
τραπέζι, κρεβάτι
άτι σύγκορμο δύο ψυχών
δίχως πέρασμα στο άλλο λεπτό
του αδύνατου χρόνου στο τώρα
στομωμένο φιλί
αν καμπύλες σωμάτων το κλείσουν
ενδιάμεσου χώρου παρένθεση
του απείρου στην πείρα αγγίγματος
ως το τέλος παράδοξου χρόνου
σαν εκπίπτει ο Ζήνων σε Ζήνωνος
και Μενάνδρου γωνία
σ’ αγοραίο τ’ ωραίο
και η έλξη απ’ το σώμα σε λέξη
να περνούν τα λιωμένα κεριά
των κορμιών σαν λεπτά
μετρητά του αδύνατου χρόνου
Flora mirabilis
Όπως μοιράζοντας τον αέρα
απλώς πετώντας
η πεταλούδα αφαιρεί
απ’ την αιθρία της μέρας
σε βάρος φωτός
τον όλεθρο του τυφώνα
που αυτή δημιούργησε
στην άλλη άκρη της γης
έτσι σε αγαπώ
αφαιρώντας το βάρος της πρόβλεψης
από δυο σώματα άψυχα τυλιγμένα
στην άλλη άκρη του κρεβατιού
με τις πτυχές του σεντονιού
μεσημβρινό τους ζάρωμα
σε μάρμαρο και φως
στου γλυπτού τους το πώς
η πεταλούδα κάθισε
Χαλάσματα
Τελικά τα χαλάσαμε·
τώρα σ’ αγαπώ στο όριο του μίσους
γι’ αυτά που χαλάσαμε:
τον έρωτα, το ποίημα, την επανάσταση
Στα χαλάσματα του ποιήματος λοιπόν
σε φοράω και βγαίνω στο κρύο του κόσμου
Και σε κάθε μου έξοδο από τον πόθο
είσαι η περιστρεφόμενη πόρτα
που με βάζει μέσα ξανά
στο κόλπο μιας τράπουλας σημαδεμένης
Δεν έχω φύλλο και προσποιούμαι τον άγγελο
παρότ’ υγρός απ’ τα δύο λάμδα
Λέω «πάσο» και περιμένω τον επόμενο γύρο
της περιστρεφόμενης πόρτας
Πετάγομαι και μπαίνω στριμωγμένος μαζί σου
και το ποίημα μάς πετά ξανά στη ζωή
με τα λόγια του ν’ αναρωτιούνται
γιατί το χαλάσαμε
αν κι έξοχοι γνώστες της μετρικής
που αγαπούσαμε στο όριο του μίσους
γι’ αυτό που χάλασε απ’ το μέτρο που βάλαμε
στο ποίημα, τον έρωτα, την επανάσταση
ερείπια προστατευμένα
όπου ο άγγελος σαν άλλος τουρίστας
απαγορεύεται πλέον να κάτσει
Ορφέας κι Ευρυδίκη
Τώρα που έφτασες Ορφέα
στης εικόνας τον πάτο
και δεν τη βρήκες
κατέβα πιο κάτω
στην αφαίρεση
σ’ αυτή την αίρεση
ψυχής στο σώμα
να επιμένει δίχως αυτό
κάτω απ’ το χώμα
μες απ’ το χρώμα
των λουλουδιών
με ρίζες άφθαστες
που σε καλούν
να κατέβεις πιο κάτω
σε μιαν άγνωστη γλώσσα
με βαρείες κι οξείες
προσωδίας ανήκουστης
ν’ αναδεύει στον Άδη
της γραφής τη ραφή
με το τίποτα
ανεπίγνωστης μέθης
τι ποτά ως το κάτι
τ’ ανεκμηδένιστο
συνταγή Διονυσίου
Ιερομόναχου
που σε κάνουν να θες
να μη γυρίσεις
στον ίδιο σκοπό
βελόνα φθαρμένη
να μη γυρίσεις
να δεις αν έρχεται
χωρίς να φτάνει
τον ερχομό της
να μη γυρίσεις
τροπή κοιτάγματος
σε θέμ’ ανεπίδεκτο
ανατροπής
σε βλέμμ’ ανεπούλωτο
της Ευρυδίκης
μέχρι η άνωση
αν όση εκείνη
σωσίβια θάλασσα
στο «θα» της πιασμένος
σαν μέλλον στον θάνατο