Ι.
Άβουλος μια ζωή
ούτε φωνή, ούτε και πόδια να σταθεί,
όλα εγώ —
σχεδιασμοί μαχών και παραγγέλματα
πρόληψη και καταστολή και διορθωτικές κινήσεις
να τον πηγαίνω απ’ το χέρι σαν αόμματο
να μη μου ανήκει μια τυφλή στιγμή
ολοδική μου
Καλόψυχος, δεν λέω, βολικός,
και με κοιτάει στα μάτια -
μα τόση κούραση
να’ χεις το σύμπαν στριμωγμένο στο κεφάλι σου
ο αυχένας σου ηφαίστειο
κι αυτός να βλέπει χείμαρρους ξανθούς
να σου χαϊδεύουνε τους ώμους
Καλόψυχος και τρυφερός,
μα η αγκαλιά του φαγητό νοσοκομείου —
κι όλα αντέχονται, μα τον θεό,
αλλά η πείνα όχι
Θα φύγω
μήπως κουνηθεί απ’ τη θέση του
βούλιαξε ο θρόνος του
βουλιάξαμε
πνιγόμαστε κι εκείνος αρμενίζει
Θα φύγω
κι ας ξέρω την πορεία του αναθέματος
μόλις ανοίξει η πόρτα μου θα έχει δρομολογηθεί
κι ούτε η κούραση
ούτε πως πάλι, πάλι εγώ —
κανένα ελαφρυντικό
Ἑλέναυς, Ἕλανδρος, Ἑλέπτολις
εγώ θα βουτηχτώ στου βούρκου τα νερά
αυτός θα ξεπλυθεί — θύμα μοιχείας.
ΙΙ.
Μιλάς κι εσύ που πήρες τον καλύτερο,
καλόψυχος και τρυφερός
και σε κοιτάει στα μάτια
δεν βλέπεις πως πληρώσαμε εμείς
τις άκρατες ορμές του κρεβατιού μας
να ρέουν στα συμπόσια τα σάλια του
χυδαίος, ανεξέλεγκτος
να μην ανήκει πουθενά —
δεν έχει τον θεό του
Αποφασιστικός , δεν λέω, πρακτικός,
μα τα πνευμόνια του άπληστα
στερέψανε κι ελπίδα κι οξυγόνο,
όλα αυτός —
κι εγώ χωρίς μισή ανάσα ολοδική μου
Γενναίος, βέβαια, και στιβαρός,
αλλά τα γένια του μπαρούτι
μέσ’ στο κρασί του να μη ρίξει μια φορά λίγο νερό
μια στάλα αγάπης απ’ το στόμα του μη στάξει
κι όλα αντέχονται, μα τον θεό,
αλλά η δίψα όχι
Να φύγω και να πάω πού
την ξέρω την πορεία του χαμού
μόλις ανοίξει η πόρτα μου θα έχει δρομολογηθεί —
μόνο εσύ αν φύγεις θα με σώσεις
αυτός θα σπεύσει, να μη χάσει την πρωτιά
θα μου αδειάσει τη γωνιά
κι εγώ θα πλύνω όλα τα χαλιά
και όπως του πρέπει θα τα στρώσω —
γιατί όπως έστρωσε θα κοιμηθεί
και ξέρω ο κόσμος,
ξέρω
Μύραινα, Έχιδνα και Σκύλλα
εγώ θα βουτηχτώ στα κόκκινα νερά
αυτός θα ξεπλυθεί — θύμα μοιχείας.