Η μητέρα μου με καλεί για να μου ευχηθεί Καλά Χριστούγεννα.
Και για να μου πει ότι αν συνεχίσει να χιονίζει έτσι
σκοπεύει να αυτοκτονήσει. Θέλω να απαντήσω ότι
δεν είμαι και πολύ καλά σήμερα, σε παρακαλώ
άσε με ήσυχο. Ίσως χρειαστεί να δανειστώ κάποιον ψυχίατρο
πάλι. Αυτόν που πάντα με ρωτάει την πιο γόνιμη
των ερωτήσεων, «Όμως, τι αισθάνεσαι πραγματικά;»
Αντί γι΄ αυτό, της λέω ότι ένας από τους φεγγίτες μας
έχει διαρροή. Ενώ μιλάω, το χιόνι
λιώνει πάνω στον καναπέ. Λέω ότι το γύρισα στα All Bran,
οπότε δε χρειάζεται πια ν’ ανησυχεί
μήπως πάθω καρκίνο, και τελειώσουν τα λεφτά της.
Με ακούει προσεχτικά. Μετά με πληροφορεί ότι
θα φύγει από αυτό το αναθεματισμένο μέρος. Με κάποιον τρόπο.
Η μόνη φορά που θέλει να ξαναδεί αυτό, ή εμένα, είναι από το φέρετρό της.
Ξαφνικά, ρωτάω αν θυμάται τη φορά που ο μπαμπάς
ήταν τύφλα στο μεθύσι και έκοψε την ουρά από το κουτάβι λαμπραντόρ.
Συνεχίζω έτσι για κάμποσο ακόμα, μιλώντας για
εκείνες τις μέρες. Εκείνη ακούει, περιμένοντας τη δική της σειρά.
Συνεχίζει να χιονίζει. Χιονίζει και χιονίζει
καθώς κρέμομαι από το τηλέφωνο. Τα δέντρα και οι σκεπές
είναι σκεπασμένα με χιόνι. Πώς μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό;
Πώς είναι δυνατόν να εξηγήσω τι αισθάνομαι;
Μητέρα
Μετάφραση:
Αγγελική Κοκκίνη