1.
την πιο μεγάλη δάφνη σ’ όλη τη Βόρεια Εύβοια, στο σπίτι μου απέξω, στην πόρτα του κήπου, έχω. τη φυτέψαμε μικρή, κι έγινε δέντρο που περνάς από κάτω του, που δεν την καταλαβαίνεις, που την ψάχνεις ξαφνικά, πού είναι, πού χάθηκε, σαν τη ζωή: πιο μεγάλη από σένα γίνεται, τελικά, πιο ψηλή, πιο σκιερή, πιο δέντρο, πιο άνθρωπος. και τα φύλλα της για το φαΐ της μάνας μου πολύ παραπάνω από την ευωδιά της, πολύ παραπάνω από μένα πια.
2.
πίσω από ένα μυρμήγκι ένα άλλο μυρμήγκι, ακόμα πιο αόρατο, ακόμα πιο βιαστικό. κι οι πέτρες στο δρόμο του σαν άλλων ζωών οι τάφοι, υπόγεια πάνω στη Γη μνημεία, οι αποχρώσεις τους κτερίσματα, αναθήματα, χρυσές στα φώτα οι πέτρες από κάτω, για τα μυρμήγκια τίποτα, ή όλα, ή κάτι ανάμεσα τελικά, και νεκροί οι πέτρες, και οι πιο τρομερές με την ακινησία τους οι πέτρες. να κρυφτώ κι εγώ σαν τρίτο μυρμήγκι κάπου, πίσω τους, να σταθώ βιαστικά κι εγώ σαν χρόνος, σαν ανάμεσα σ’ όλα κι εγώ πάνω από τη δάφνη μου μετέωρος για πάντα.
3.
κοίτα τον ύπνο! δεν λέει να σηκωθεί απόψε αυτός, συνέχεια δικός μου σύμμαχος, δεν λέει ο ύπνος σαν άνθρωπος κι όχι θεός πια να μειώσει τα πρόσωπα εντός του, που εκτός του από κάθε εποχή πηγαινοέρχονται, σαν Νέκυια όλο και πιο αχανής εκτείνονται. και φωνές, παντού φωνές αναίμακτες, και σκιές χωρίς αίμα έξω άλλες, κι εγώ στον δικό μου ύπνο μέσα ανήμπορος, μ’ όλους όσους με πλησιάζουν όλο και πιο ξένος, όλο και πιο άγνωστος. άυπνος, νυσταγμένος, αδύναμος, αδύνατος σαν άνθρωπος κι ο ύπνος μου.
4.
δίπλα μου η Ρόδος. σαν να’ χει περπατήσει από ’κει χαμηλά στον χάρτη, με την Κω σαν κοριτσάκι κρατώντας την απ’ το χέρι, σαν να ’ρθανε οι δυο τους εδώ από κάτω, κοριτσάκια μου η Ρόδος κι η Κως, όμορφα νιάτα τα πολλών χιλιάδων χρόνων νερά τους, η θάλασσα, οι θάλασσές τους ολόγυρα, και, ακόμα πιο βαθιά, στη μέση του Αιγαίου πηγαίνοντας, στο βράχο εδώ από κάτω, σαν με βαρκούλες τον Ιλισό ξαναβρίσκοντας, τον Ιλισό ξεσκεπάζοντας κι ακολουθώντας, στο σπίτι μου, στην οδό Σεμέλης κι η Κως κι η Ρόδος, δεν ξέρω γιατί, αλλά να, κι αυτές δίπλα μου.
5.
ως εδώ, ως εκεί μπόρεσα. η καταιγίδα των λέξεων άλλων ως τώρα εποχών, κι οι έννοιες, πολιτισμοί ολόκληροι στο μυαλό μου μέσα το στενάχωρο, το μονοτάξιο, το μικρό, σιγά―σιγά κοπάζουνε. τώρα πια ψιλόβροχο εδώ μέσα ανακουφιστικό, (κι ανησυχία μόνο για όσα για μας ήθελα να γίνουν), τα μάτια μου όχι πια διαπεραστικά, του εγωισμού τής ζωής μου υπάκουα, αποφασιστικά, αποφασισμένα. τα μάτια μου μάτια εκατομμυρίων πια μεγάλων παιδιών, της Ιστορίας όλης περίληψη. τα μάτια μου όλο και πιο παιδιά, όλο και πιο έκπληκτα.