Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

XLIΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 32: Οι ύστερες



1. Οι Γυναίκες Μετά

1985.Ύστερα από μια βαρετή ημέρα στην δουλειά πήγα σε μια καφετέρια της γειτονιάς που τέτοια ώρα, απόγευμα, ήταν άδεια. Στο κασετόφωνο έπαιζε ροκ της δεκαετίας του εβδομήντα, κάτι αγαπητικές μπαλάντες που μεγέθυναν ακόμα περισσότερο την μοναξιά μου. Άνοιξα τις Ιστορίες του Καζαμία του Νάσου Θεοφίλου (εκδόσεις Ύψιλον 1980), αγορασμένες από τα μεταχειρισμένα της φοιτητικής λέσχης, και αναρωτιόμουν αν υπήρχε σε κάποια καφετέρια της πόλης καμιά γυναίκα που να διάβαζε κι αυτή το βιβλίο της με όρεξη για συζήτηση, με κάποιον που στο απέναντι τραπέζι διάβαζε το δικό του με διάθεση για ανάλογη συνομιλία· αναρωτιόμουν επίσης αν αυτή η γυναίκα σκεφτόταν το ίδιο. Για να καθυστερήσω την επιστροφή μου χώθηκα στον μικρό κινηματογράφο της περιοχής που έπαιζε την ταινία After Hours με ελληνικό τίτλο Μετά τα μεσάνυχτα.

1985. Ύστερα από μια βαρετή ημέρα στην δουλειά ο Πολ, ένας υπάλληλος που θρέφει τους θηριώδεις τότε ηλεκτρονικούς υπολογιστές με ντάτα, κάνει μια στάση σ’ ένα καφέ και διαβάζει το βιβλίο του. Στο απέναντι τραπέζι η Μάρσι Φράνκλιν τον κεντρίζει με ευθύγραμμο βλέμμα και του αναφέρει πόσο αγαπάει το συγκεκριμένο βιβλίο. Η συγκάτοικός της Κίκι είναι μια γλύπτρια που κατασκευάζει αντικείμενα από γύψο ή πεπιεσμένο χαρτί, κάτι τέτοιο, και του προτείνει να αποκτήσει ένα. Αφήνει το τηλέφωνό της και φεύγει. Για να μην τελειώσει παθητικά μια άδοξη μέρα, αργά το βράδυ ο Πολ της τηλεφωνεί και προσκαλείται στο σπίτι της.
Από αυτή την στιγμή η νύχτα ανοίγει τα μαύρα της χείλη και τον ρουφάει εντός της. Χάνει τα χρήματά του στο ταξί και αντιμετωπίζει την οργή του ταξιτζή. Βιώνει την ανησυχητική ατμόσφαιρα του διαμερίσματος των δυο γυναικών και ιδίως ενός εφιαλτικού γλυπτού. Η Μάρσι συμπεριφέρεται παράξενα, αποκαλύπτοντας σε θραύσματα μια ιστορία δραματικού χωρισμού και εγκαυμάτων στο σώμα της. Ο Πολ αψηφά την ομορφιά της και φεύγει από το διαμέρισμα. Στο μεταμεσονύκτιο μετρό το εισιτήριο έχει ακριβύνει και τον καταδιώκουν όταν επιχειρεί να πηδήξει τις μπάρες. Βρίσκει καταφύγιο σ’ ένα μπαρ όπου η σερβιτόρα τον φλερτάρει πιεστικά. Ο αγέλαστος μπάρμαν προθυμοποιείται να του δανείσει χρήματα αλλά η ταμειακή μηχανή έχει μπλοκάρει και του δίνει το κλειδί του σπιτιού του. Στις σκάλες συναντά δυο διαρρήκτες που κουβαλάνε το εφιαλτικό γλυπτό της Κίκι αλλά το αφήνουν για να γλιτώσουν. Το παίρνει για να το επιστρέψει στο διαμέρισμα της Μάρσι, ιδανική αφορμή συγνώμης για την άτακτη αναχώρησή του, αλλά πληροφορείται ότι αυτοκτόνησε.
Θυμάται πως πρέπει να επιστρέψει το κλειδί αλλά το μπαρ έχει πια κλείσει, μαθαίνει πως ο μπάρμαν ήταν ο φίλος της Μάρσι και αναζητά την συγκάτοικό της σ’ ένα σκοτεινό κλαμπ. Βλέπει ένα σκίτσο με το πρόσωπό του ως καταζητούμενου καρφιτσωμένο σε στύλους, καθώς η σερβιτόρα τον έχει υποδείξει ως κλέφτη και ολόκληρη η γειτονιά τον παίρνει στο κυνήγι. Βρίσκει καταφύγιο στο κλαμπ λίγο πριν κλείσει, και, καθώς ακούγεται το Is That All There Is? της Peggy Lee, θαρραλέος όσο ποτέ ζητά από μια γυναίκα, την Τζουν, να χορέψουν. Ή απλώς είναι τόσο εξαντλημένος που δεν θέλει τίποτα περισσότερο από έναν χορό. Της εξηγεί την κατάσταση κι η Τζουν, που ζει στο υπόγειο του κλαμπ, προθυμοποιείται να τον βοηθήσει, καλύπτοντάς τον με γύψο και πεπιεσμένο χαρτί. Διώχνει τον όχλο που τον αναζητά, αλλά αρνείται να τον απελευθερώσει μήπως και ξανάρθουν, και φεύγει. Λίγο αργότερα ο Πολ ως γλυπτό κλέβεται από τους ίδιους κλέφτες που το πέρασαν για εκείνο που είχαν αφήσει στις σκάλες. Έτσι όπως τρέχουν με το βαν, πέφτει από την μισάνοιχτη πίσω, σπάνε τα δεσμά του και βρίσκεται μπροστά στην είσοδο των γραφείων της εταιρείας του. Έχει πια ξημερώσει, ώρα για να πιάσει δουλειά. Ο κύκλος κλείνει αλλά τίποτα δεν θα είναι όπως πριν.
Πόσες δυνάμεις ενεργοποιεί μια σαγηνευτική γυναίκα, πόσα απρόοπτα ενδεχόμενα ενυπάρχουν στην αποδοχή μιας ελκυστικής πρότασης; Πώς βιώνει ένας άντρας την απορροφητική δύναμη των γυναικών, την επιθετικότητα της γλύπτριας, την εκδικητικότητα της σερβιτόρας, την παγίδευση της άλλης γλύπτριας και το μεγάλο μυστήριο της Μάρσι με τους διαρκείς υπαινιγμούς, όπως όταν, μιλώντας για τις συνεχείς απιστίες του συζύγου της, είπε I broke the whole thing off, έκφραση βίαιου χωρισμού αν όχι ενδεχόμενου ευνουχισμού; Βγήκα στον βρεγμένο δρόμο μετά τα μεσάνυχτα και σκεφτόμουν πόσες ιστορίες γυναικών χωρούν σε μια νύχτα.


«After hours», η αφίσα «After hours» «After hours» «After hours» «After hours» «After hours»

 

 


2. Η Ροζάνα και το αιώνιο πρόβλημα

Περισσότερο από την φασματική περιπέτεια που ζει ο ήρωας την νύχτα που διανοήθηκε να βγει από το σπίτι του για να συναντήσει εκείνη την γυναίκα, με συνεπήρε η ίδια η γυναίκα, και ιδίως η ανακάλυψη μιας περιοχής όπου η ομορφιά συνορεύει με το αντίθετό της. To πρόσωπο της Ροζάνα Αρκέτ ήταν ακριβώς εκείνο το σημείο: ήταν πανέμορφη και τρυφερά αντι-όμορφη, καθώς, από ορισμένες γωνίες και σε συγκεκριμένες της εκφράσεις, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έως και άσχημη. Πάνω στον θερμό αυτόν τόπο δοκιμάζονταν και τελικά αναιρούνταν χαρακτηρισμοί και ιδιότητες που συμπιέστηκαν σε δυο λέξεις και δεν απηχούσαν παρά απολύτως υποκειμενικά γούστα, υπόπτως πλασμένα. Και τελικά μια γυναίκα ένα καφέ μπορεί να μιλήσει με κάποιον που διαβάζει και να ξεκινήσει ένα ρομάντζο (ή ένας εφιάλτης).
Όμως, όμως… η γνωριμία με την Μάρσι-Ροζάνα μου άφησε μια γλυκόπικρη αίσθηση καθώς μάταια περίμενα να αποκαλυφθούν τα πόδια της, ιδίως όταν βρέθηκε με τον Πολ στην ημιφωτισμένη κρεβατοκάμαρά της και του μιλούσε για τα μυστηριώδη εγκαύματα που είχαν ζωγραφιστεί στο δέρμα της. Ιδανική ευκαιρία, χαμένη! Το ίδιο βράδυ έγραψα φορτισμένος μια επιστολή στον σκηνοθέτη. Δεν είχα να χάσω και τίποτα· αν ο φάκελος δεν παρέπεφτε ή δεν πετιόταν από κάποια γραμματέα, θα έφτανε στα χέρια του. Πιθανότατα θα την διάβαζε, θα μειδιούσε και θα την έριχνε στο καλάθι με εύστοχο σουτ. Αν όμως μια στις χίλιες την έπαιρνε στα σοβαρά; Χάρη στον ιδιοκτήτη ενός περίφημου βιντεοκλάμπ βρήκα την διεύθυνση των γραφείων του από ένα τομίδιο με τα στοιχεία των κινηματογραφικών στούντιο του Χόλυγουντ και έγραψα απευθείας, χωρίς προσχέδιο.

«New York Story» «New York Story» «New York Story» «New York Story» «New York Story» «New York Story» «New York Story» «New York Story» «New York Story» «New York Story» «New York Story» «New York Story»

 

 


3. Η επιστολή στον Μάρτιν Σκορσέζε

Αξιοθέατε κύριε Σκορσέζε. Ακούστε. Είμαι γνώστης του έργου σας και θαυμαστής των γυναικών του: της κοινωνικής αγωνίστριας Boxcar Bertha, της αγωνίστριας στη μοναχική μητρότητα Αλίκης που δεν μένει πια εδώ, εκείνων που συντρόφευαν άντρες σε Κακόφημους δρόμους. Μπορώ, συνεπώς, νομίζω, να σας γράψω με το χέρι στην καρδιά. Κάθε φορά που ως εραστής, φίλος ή συνομιλητής γνωστοποιώ στις γυναίκες την έλξη μου προς τα πόδια τους, εκείνες σχηματίζουν έκφραση έκπληκτη με χείλη στραβά· και δεν επεκτείνομαι στις σχετικές αρνητικές κρίσεις. Όπως καταλαβαίνετε, ακόμα και το να τα δω γίνεται δύσκολο, αν όχι αδύνατον. Το μέγιστο αυτό έλλειμμα σπεύδω να αναπληρώσω στις τέχνες και ιδίως στην θεαματικότερη αυτών, που μια χαρά ασκείτε. Όμως ολόκληρη η κινηματογραφική βιομηχανία τα αγνοεί επιδεικτικά ως πρωταγωνιστικά σε κάποιο καίριο σημείο της ιστορίας. Οι σχετικές σκηνές είναι τόσο σπάνιες που μετριούνται στα δέκα δάχτυλα των ποδιών. Όταν, κατ’ εξαίρεση, κάποιος γυναικείος χαρακτήρας προσφέρει πλήρη θέα τους, τότε η αφήγησή του γδύνεται ως το κρυμμένο της νόημα. Εδώ εισέρχεστε εσείς, που σκηνοθετείτε με τόση μαεστρία το σώμα ή το αφήνετε να εκφραστεί μόνο του, δεν γνωρίζω. Δεν θα άξιζε να εστιάσετε στα πόδια, καθώς, ως λιγότερο έκθετα σημεία του σώματος, συμπληρώνουν όσα οι λέξεις αδυνατούν να πουν ή οι παύσεις να εκφράσουν; Για να μη μιλήσω για το ευφρόσυνο της όποιας εικόνας τους, που, πιστέψτε με, αφορά πολύ περισσότερους απ’ όσους νομίζετε. Όσο για τις Μάρσι και Ροζάνα, μου στερήσατε την εικόνα τους ακριβώς την ώρα που ζητούσαν να πουν μια πλήρη ιστορία. Τι σκοπεύετε να κάνετε για όλα αυτά; Θα ενδιαφερόμουν ιδιαίτερα να δω μια δική σας τέτοια ματιά και να μάθω κάτι από αυτήν.

Δικός σας, κλπ. κλπ.


4. Η αδιανόητη πιθανότητα μιας απάντησης

Όταν τέσσερα χρόνια αργότερα πληροφορήθηκα πως μεταξύ των νέων ταινιών της εβδομάδας ήταν και οι Ιστορίες της Νέας Υόρκης, τρεις μεσαίου μήκους αυτοτελείς ταινίες υπό ενιαίο τίτλο, την πρώτη από τις οποίες σκηνοθετούσε ο Σκορσέζε με πρωταγωνίστρια την Ροζάνα Αρκέτ, η έξαψη ήταν ανυπολόγιστη. Ταλαντευόμουν μεταξύ θερμής ελπίδας και ψυχρής λογικής και παρόλο που επαναλάμβανα «δεν συμβαίνουν αυτά», έσπευσα στην απογευματινή παράσταση της πρώτης ημέρας προβολής. Ο πρωταγωνιστής, ένας φτασμένος ζωγράφος στη Νέα Υόρκη, έβαλε μια ξέσκεπη κασέτα στο ξεχαρβαλωμένο κασετόφωνο για να ακουστεί στη διαπασών το A whiter shade of pale των Procol Harum και προτού χωθώ στο σώμα του αναφώνησα προς έκπληξη των λιγοστών θεατών: Εδώ είμαστε, εγώ είμαι!
Νευρικά βήματα, βλέμμα αντιπαράθεσης με τον άχρωμο καμβά, στούντιο αχανές και ακατάστατο, ένα μπουκάλι Κουρβουαζιέ στο δάπεδο, ένα σωληνάριο μπογιάς ριγμένο κάτω, έτοιμο μ’ ένα πάτημα να εκτοξεύσει μπλε μπογιά στον τοίχο, το ενοχλητικό κουδούνι όπου εκτόξευσα το ποτήρι μου, ο ατζέντης που στέκεται έξω από το συρματόπλεγμα του ασανσέρ και μου θυμίζει πως η έκθεση είναι σε τρεις βδομάδες, ανήσυχος μην εκτεθούμε, και φωνάζει, καθώς τον διώχνω, πως κάθε φορά πριν από μια έκθεση, εδώ και 20 χρόνια, κάνω το ίδιο πράγμα…

Αεροδρόμιο. Λαδωμένα μαλλιά, βρώμικα νύχια, ρουφάω το τσιγάρο σα να αναπνέω και μέσα από την χοάνη του διαδρόμου αποβίβασης φτάνει εκείνη, ως Πολέτ, υπέροχα ομορφάσχημη όπως πάντα. Δεν της άρεσε που με είδε, άφησε μήνυμα στον τηλεφωνητή μου πως δεν πρόκειται να επιστρέψει «σπίτι», δεν πήγε στην Φλόριντα με φίλη της, όπως είχε πει, αλλά με κάποιον καλλιτέχνη, τσακώθηκαν και γύρισε μόνη. Οι ερωτήσεις μου έπεφταν στο κενό - πού θα πας, πως θα ζήσεις, σε τι υπνωτήρια θα κοιμάσαι, που θα φτιάξεις το στούντιό σου, σε κάποιο θλιβερό επαρχιακό γκαράζ σαν του πατρικού σου; Στο ατελιέ στάθηκα μπροστά στον άδειο πίνακα όσο εκείνη που τόσο καιρό ανεφοδίαζε την έμπνευσή μου μάζευε τα ρούχα της. Η φυγή της: θάνατος για μένα, αυτοκτονία για εκείνη. Ποιος την έδιωχνε από μια τέτοια πόλη, εκείνος ή εγώ; Την ήθελα με κάθε τρόπο στην ζωή μου κι έφτασα στο σημείο να της ορκιστώ πως δεν θα ξανακοιμηθούμε μαζί. Ας μέναμε σύμβιοι, πιστοί στην αρχική συμφωνία της μαθητείας.
Η κασέτα, το ίδιο τραγούδι, το προσχέδιο στον καμβά, το ανοιχτό παραθυράκι του δωματίου της, το πορτοκαλί πορτατίφ αναμμένο κι εκείνη ξαπλωμένη στο κρεβάτι όπου δεν θα ήμουν ποτέ ξανά ευπρόσδεκτος. Ανέβηκα να δω αν είναι εντάξει και η ματιά μου γλίστρησε στο πόδι της. Η κάμερα (ίσως και κι ένα εσωτερικό σκόπευτρο) το κύκλωσε μαυρίζοντας τον περίγυρο κι έπιασε μια ανεπαίσθητη κίνηση. Της έκλεισα με δύναμη το παράθυρο, γιατί έτσι ασκέπαστη θα κρύωνε το πρωί, ενοχλήθηκε, κατέβηκα, έχυσα τα χρώματα στο άφτιαχτο έργο και άρχισα να τα πασαλείβω, να βγω εκεί μέσα.
Ανέβηκα ξανά. Αργότερα. Να την δω. Κρυφά. Κοιμόταν. Κοίταξα πάλι. Το πόδι της. Τα ασημένια νύχια της. Έλαμπαν στο χαμηλό φως. Ξύπνησε, άναψε το πορτατίφ, με κοίταξε εκνευρισμένη, της είπα «είναι τρελό, μια παρόρμηση, θέλω να φιλήσω το πόδι σου». Με φανερή απέχθεια το σκέπασε και με αποκάλεσε τρελό. Οπισθοχώρησα, το απέδωσα στην πίεσης της δουλειάς και απολογήθηκα: Ήθελα απλώς να φιλήσω το πόδι σου, δεν είναι τίποτα προσωπικό. Έκλεισα την πόρτα, κατέβηκα, κι ύστερα, στον ήχο πάντα του τραγουδιού, σαν αναπόληση βέβαιων πεπραγμένων ή όνειρο οριστικά απραγματοποίητο, γίναμε κι οι δυο μας γαλάζιοι, εκείνη έστρεφε το κεφάλι της νωχελικά να βρει το βλέμμα μου, ακουμπήσαμε τα μάγουλά μας ήρεμα και ξεκινούσε η ένωσή μας ή έληγε οριστικά. Έξω η νύχτα άδειαζε, μέσα ο πίνακας γέμιζε.
Το επόμενο πρωί οι όροι αντιστράφηκαν. Τώρα ήταν εκείνη που εκλιπαρούσε για μια ειλικρινή γνώμη περί των έργων της. Της απαντούσα με ξερούς χαρακτηρισμούς –ενδιαφέρον, ωραίο– που ίσως συγκρατούσαν τον υπαινιγμό της μετριότητας. Με ρωτούσε αν έχει ταλέντο, αν αξίζει να συνεχίσει και δεν άντεξα να μην της απαντήσω από καρδιάς μου: Τι νόημα έχει τι πιστεύω; Το έργο είναι δικό σου. Κάνεις τέχνη επειδή πρέπει, επειδή δεν έχεις άλλη επιλογή. Ποιος ξέρει και ποιος νοιάζεται αν είσαι καλή; Εσύ δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Αυτός που εγκαταλείπει ποτέ δεν υπήρξε καλλιτέχνης! Θα μπορούσα να την εκθειάσω, να της πω όσα ήθελε να ακούσει και γνωρίζαμε κι οι δυο πως αυτό θα μας ξαναέκανε εραστές. Όμως προτίμησα να μην ξεπουλήσω την ειλικρίνειά μου. Είχα πια επιστρέψει αποκλειστικά στο ρόλο του δασκάλου.
Κι ύστερα οργισμένος στράφηκα στον πίνακα κι έβαλα τέρμα την επτάλεπτη, μεθυσμένη, σχεδόν καρναβαλική εκτέλεση του Like a rolling stone από τον διπλό λάιβ δίσκο του Bob Dylan με τους The Band, το Before the flood του 1974. Nobody's ever taught you how to live out on the street / And now you ’re gonna have to get used to it / You say you never compromise / With the mystery tramp, but now you realize / He's not selling any alibis / As you stare into the vacuum of his eyes / And say do you want to make a deal? / How does it feel, how does it feel? / To be on your own, with no direction home / A complete unknown, like a rolling stone… Τώρα ήμουν αλλού, σ’ έναν πίνακα που απορροφούσε το πάθος μου, ενώ εκείνη με έλουζε με το βλέμμα της, έκπληκτη αυτόπτης της κατάληψής μου, συγκινημένη μάρτυρας της καλλιτεχνικής δημιουργίας που συνέβαινε εκείνη την στιγμή. Ήμασταν πια χώρια, κυλιόμενες πέτρες σε διαφορετικές κατευθύνσεις.
Με συνόδευσε σ’ ένα πάρτι του σιναφιού, όπου υπέκυψε σ’ έναν πολιορκητή γόη και τον έφερε σπίτι, να κλειδωθούν στα ενδότερά της, ενώ εγώ συντετριμμένος άκουγα στη διαπασών το Nessun dorma. Την συνόδευσα σε κάτι εγκαταλειμμένες ράγες του μετρό, στην παράσταση εκείνου που την είχε παρατήσει, και την προέτρεψα να του μιλήσει επειδή κατά βάθος ήξερα πως θα την αγνοήσει και θα ντροπιαζόταν. Επιστρέφαμε από βρεγμένα, απόμερα στενά κι έτσι όπως ήταν οργισμένη ήθελε να δει αν θα έκανα τα πάντα για εκείνη, όπως της έλεγα. Η δοκιμασία ήταν να φιλήσω έναν αστυνομικό που βρισκόταν στο περιπολικό του. Τον πλησίασα αργά ενώ εκείνος είχε ήδη αστειευτεί με τον συνοδηγό του πως μάλλον έχασα το λάμα μου, του έστειλα ένα φιλί από μακριά, με ειρωνεύτηκε πως κι αυτός με αγαπάει, γύρισα να δω αν εκείνη παρακολουθούσε τα πειστήρια αλλά είχε φύγει. Τουλάχιστον το είδατε οι θεατές, άκουσα το μακρινό σας γέλιο.
Ένα επεισόδιο που προκάλεσα σ’ ένα μπαρ ήταν το αποκορύφωμα: μάζευε εκτός εαυτού τα πράγματά της και θα αναχωρούσε οριστικά σε δυο ώρες. Δεν ήθελε όμως να φύγει χωρίς απάντηση για την τέχνη της, αν ως καλλιτέχνης είναι καλή ή αν θα γίνει ποτέ καλή. Ούτε τώρα της την έδωσα· της είπα μόνο ότι είναι νέα και ότι την αγαπώ, ότι δεν πιστεύει ότι την αγαπώ γιατί δεν αγαπά τον εαυτό της και όσο ξεσπούσε τόσο της τόνιζα πως δεν ξέρει τίποτα για μένα, τους τέσσερις γάμους που έκανα προτού καν γεννηθεί, πόσο εμπλέκομαι, πόσο κάτω κατεβαίνω. Την βραδιά της έκθεσης βρισκόταν πλέον μακριά. Φωτογραφιζόμουν βαριεστημένα με διάφορους και πήγα ως τον μπουφέ να πιω παραπάνω. Ένα όμορφο κορίτσι μου είπε πόσο θαυμάζει το έργο μου· ήταν «μια απλή ζωγράφος που θέλει να διδαχτεί». Κοίταξα το αυτί της, το στέρνο της, μια ελιά της, τα χείλη της όπως αμήχανα χαμογελούσαν προς τον σεβάσμιο εαυτό μου. Δεν θυμάμαι αν ανέβαινα ή κατέβαινα, είχα όμως ξαναμπεί σε τροχιά. Είναι μια ακριβή πόλη, μου είπε, είναι η μόνη πόλη, της είπα, χρειάζομαι μια βοηθό, δίνω στέγη, τροφή και μαθήματα ζωής. Τίτλοι τέλους.
Η βεβαιότητα πως ο σκηνοθέτης είχε ευθέως απαντήσει στην επιστολή μου με είχε εμποτίσει με μια αίσθηση πρωτόγνωρης ευφορίας. Ήθελα να το μοιραστώ με φίλους αλλά ποιος θα με πίστευε; Τώρα τριάντα τρία χρόνια μετά, το αποκαλύπτω πρώτη φορά, αδιάφορος για την αληθοφάνειά του. Μου αρκεί που συνέβη: ο Σκορσέζε δεν μου ικανοποίησε απλώς την επιθυμία να δω το –ένα, έστω– πόδι της Ροζάνα αλλά και κινηματογράφησε την επικρατούσα αντίδραση των γυναικών όταν τους ζητείται η κατάδειξη των κατωτέρων τους. Έβαλε στην ίδια ταινία τις δυο όψεις του πάθους μου: την επιθυμία και την ανελέητη ρουτίνα που την ακύρωνε. Αλλά έχω μέχρι σήμερα την αίσθηση ότι δεν έμεινε εκεί· καθώς στο τέλος της επιστολής του έγραφα ότι ήθελα να μάθω κάτι από την ματιά του σε όλα αυτά, τα «Μαθήματα ζωής» που έδωσαν τον τίτλο της μπορεί να απευθύνονταν και σ’ εμένα.
Ίσως ήθελε να θυμάμαι ότι οι έρωτες εκτός από αρχή έχουν και τέλος ή ότι η συμφωνία παροχής διαφόρων εκατέρωθεν υπηρεσιών αρχικά μπορεί να φαίνεται αυτονόητη, ακόμα και ερωτική, αλλά κάποια στιγμή θα καταλήξει να μοιάζει με απελπισμένη ανταλλακτική δοσοληψία. Ίσως να μου επεσήμαινε πως πολλές επιθυμίες μας αναδύονται όταν ανακοινωθεί η παύση του δεσμού και είναι πια πολύ αργά να ικανοποιηθούν· πως πιθανώς υπάρχει ένας μηχανισμός που μας συγκρατεί να τις εκφράσουμε όταν το πάθος είναι στο αποκορύφωμά του ή κάποιος άλλος, ακόμα πιο απατηλός, που απλά τις ξυπνάει όταν είναι αδύνατον να συμβούν. Ίσως πάλι να μου έλεγε ότι αν κάποτε θελήσω να δημιουργήσω ας γνωρίζω πως χωρίς το καύσιμο ενός έρωτα δεν παράγεται τίποτα και, ακόμα χειρότερα, ίσως απαιτείται η συντριβή του τέλους, ώστε να ξεχυθούν τα θραύσματα στο λευκό, άφτιαχτο έργο.
Σίγουρα, όμως, μου έλεγε πως σίγουρα θα υπάρξει και στην δική μου ζωή μια ύστερη γυναίκα, που στα ύστερα του έρωτα θα με κάνει να εκλιπαρώ την επιστροφή στην αρχή, αναιρώντας την ίδια του την φύση, θα εμπνεύσει διακαές φετίχ και θα με φτάσει στο βάραθρο της λύπης, δηλαδή ακριβώς εκεί όπου παράγεται η καλλιτεχνική δημιουργία. Ή ότι, όσο κι αν ανακοινώνω το τέλος του κόσμου μου, στην άλλη γωνία o ίδιος κόσμος θα επανιδρυθεί, γιατί ο έρωτας απλώς αλλάζει τόπους και δεν κατοικεί ποτέ στο ένα και μοναδικό πρόσωπο που πιστέψαμε ότι τον περιέχει, αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα. Το ίδιο και η ύλη της έμπνευσης. Ποιος θα τολμήσει να διανοηθεί πως είναι ο μόνος και αποκλειστικός αυτουργός της;


{Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}


Οι ταινίες: After hours (Martin Scorsese, 1985), Stories of New York (I: Life lessons) (Martin Scorsese, 1989). Η γυναίκα: Rosanna Arquette.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: