3. Η επιστολή στον Μάρτιν Σκορσέζε
4. Η αδιανόητη πιθανότητα μιας απάντησης
Όταν τέσσερα χρόνια αργότερα πληροφορήθηκα πως μεταξύ των νέων ταινιών της εβδομάδας ήταν και οι Ιστορίες της Νέας Υόρκης, τρεις μεσαίου μήκους αυτοτελείς ταινίες υπό ενιαίο τίτλο, την πρώτη από τις οποίες σκηνοθετούσε ο Σκορσέζε με πρωταγωνίστρια την Ροζάνα Αρκέτ, η έξαψη ήταν ανυπολόγιστη. Ταλαντευόμουν μεταξύ θερμής ελπίδας και ψυχρής λογικής και παρόλο που επαναλάμβανα «δεν συμβαίνουν αυτά», έσπευσα στην απογευματινή παράσταση της πρώτης ημέρας προβολής. Ο πρωταγωνιστής, ένας φτασμένος ζωγράφος στη Νέα Υόρκη, έβαλε μια ξέσκεπη κασέτα στο ξεχαρβαλωμένο κασετόφωνο για να ακουστεί στη διαπασών το A whiter shade of pale των Procol Harum και προτού χωθώ στο σώμα του αναφώνησα προς έκπληξη των λιγοστών θεατών: Εδώ είμαστε, εγώ είμαι!
Νευρικά βήματα, βλέμμα αντιπαράθεσης με τον άχρωμο καμβά, στούντιο αχανές και ακατάστατο, ένα μπουκάλι Κουρβουαζιέ στο δάπεδο, ένα σωληνάριο μπογιάς ριγμένο κάτω, έτοιμο μ’ ένα πάτημα να εκτοξεύσει μπλε μπογιά στον τοίχο, το ενοχλητικό κουδούνι όπου εκτόξευσα το ποτήρι μου, ο ατζέντης που στέκεται έξω από το συρματόπλεγμα του ασανσέρ και μου θυμίζει πως η έκθεση είναι σε τρεις βδομάδες, ανήσυχος μην εκτεθούμε, και φωνάζει, καθώς τον διώχνω, πως κάθε φορά πριν από μια έκθεση, εδώ και 20 χρόνια, κάνω το ίδιο πράγμα…
Αεροδρόμιο. Λαδωμένα μαλλιά, βρώμικα νύχια, ρουφάω το τσιγάρο σα να αναπνέω και μέσα από την χοάνη του διαδρόμου αποβίβασης φτάνει εκείνη, ως Πολέτ, υπέροχα ομορφάσχημη όπως πάντα. Δεν της άρεσε που με είδε, άφησε μήνυμα στον τηλεφωνητή μου πως δεν πρόκειται να επιστρέψει «σπίτι», δεν πήγε στην Φλόριντα με φίλη της, όπως είχε πει, αλλά με κάποιον καλλιτέχνη, τσακώθηκαν και γύρισε μόνη. Οι ερωτήσεις μου έπεφταν στο κενό - πού θα πας, πως θα ζήσεις, σε τι υπνωτήρια θα κοιμάσαι, που θα φτιάξεις το στούντιό σου, σε κάποιο θλιβερό επαρχιακό γκαράζ σαν του πατρικού σου; Στο ατελιέ στάθηκα μπροστά στον άδειο πίνακα όσο εκείνη που τόσο καιρό ανεφοδίαζε την έμπνευσή μου μάζευε τα ρούχα της. Η φυγή της: θάνατος για μένα, αυτοκτονία για εκείνη. Ποιος την έδιωχνε από μια τέτοια πόλη, εκείνος ή εγώ; Την ήθελα με κάθε τρόπο στην ζωή μου κι έφτασα στο σημείο να της ορκιστώ πως δεν θα ξανακοιμηθούμε μαζί. Ας μέναμε σύμβιοι, πιστοί στην αρχική συμφωνία της μαθητείας.
Η κασέτα, το ίδιο τραγούδι, το προσχέδιο στον καμβά, το ανοιχτό παραθυράκι του δωματίου της, το πορτοκαλί πορτατίφ αναμμένο κι εκείνη ξαπλωμένη στο κρεβάτι όπου δεν θα ήμουν ποτέ ξανά ευπρόσδεκτος. Ανέβηκα να δω αν είναι εντάξει και η ματιά μου γλίστρησε στο πόδι της. Η κάμερα (ίσως και κι ένα εσωτερικό σκόπευτρο) το κύκλωσε μαυρίζοντας τον περίγυρο κι έπιασε μια ανεπαίσθητη κίνηση. Της έκλεισα με δύναμη το παράθυρο, γιατί έτσι ασκέπαστη θα κρύωνε το πρωί, ενοχλήθηκε, κατέβηκα, έχυσα τα χρώματα στο άφτιαχτο έργο και άρχισα να τα πασαλείβω, να βγω εκεί μέσα.
Ανέβηκα ξανά. Αργότερα. Να την δω. Κρυφά. Κοιμόταν. Κοίταξα πάλι. Το πόδι της. Τα ασημένια νύχια της. Έλαμπαν στο χαμηλό φως. Ξύπνησε, άναψε το πορτατίφ, με κοίταξε εκνευρισμένη, της είπα «είναι τρελό, μια παρόρμηση, θέλω να φιλήσω το πόδι σου». Με φανερή απέχθεια το σκέπασε και με αποκάλεσε τρελό. Οπισθοχώρησα, το απέδωσα στην πίεσης της δουλειάς και απολογήθηκα: Ήθελα απλώς να φιλήσω το πόδι σου, δεν είναι τίποτα προσωπικό. Έκλεισα την πόρτα, κατέβηκα, κι ύστερα, στον ήχο πάντα του τραγουδιού, σαν αναπόληση βέβαιων πεπραγμένων ή όνειρο οριστικά απραγματοποίητο, γίναμε κι οι δυο μας γαλάζιοι, εκείνη έστρεφε το κεφάλι της νωχελικά να βρει το βλέμμα μου, ακουμπήσαμε τα μάγουλά μας ήρεμα και ξεκινούσε η ένωσή μας ή έληγε οριστικά. Έξω η νύχτα άδειαζε, μέσα ο πίνακας γέμιζε.
Το επόμενο πρωί οι όροι αντιστράφηκαν. Τώρα ήταν εκείνη που εκλιπαρούσε για μια ειλικρινή γνώμη περί των έργων της. Της απαντούσα με ξερούς χαρακτηρισμούς –ενδιαφέρον, ωραίο– που ίσως συγκρατούσαν τον υπαινιγμό της μετριότητας. Με ρωτούσε αν έχει ταλέντο, αν αξίζει να συνεχίσει και δεν άντεξα να μην της απαντήσω από καρδιάς μου: Τι νόημα έχει τι πιστεύω; Το έργο είναι δικό σου. Κάνεις τέχνη επειδή πρέπει, επειδή δεν έχεις άλλη επιλογή. Ποιος ξέρει και ποιος νοιάζεται αν είσαι καλή; Εσύ δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Αυτός που εγκαταλείπει ποτέ δεν υπήρξε καλλιτέχνης! Θα μπορούσα να την εκθειάσω, να της πω όσα ήθελε να ακούσει και γνωρίζαμε κι οι δυο πως αυτό θα μας ξαναέκανε εραστές. Όμως προτίμησα να μην ξεπουλήσω την ειλικρίνειά μου. Είχα πια επιστρέψει αποκλειστικά στο ρόλο του δασκάλου.
Κι ύστερα οργισμένος στράφηκα στον πίνακα κι έβαλα τέρμα την επτάλεπτη, μεθυσμένη, σχεδόν καρναβαλική εκτέλεση του Like a rolling stone από τον διπλό λάιβ δίσκο του Bob Dylan με τους The Band, το Before the flood του 1974. Nobody's ever taught you how to live out on the street / And now you ’re gonna have to get used to it / You say you never compromise / With the mystery tramp, but now you realize / He's not selling any alibis / As you stare into the vacuum of his eyes / And say do you want to make a deal? / How does it feel, how does it feel? / To be on your own, with no direction home / A complete unknown, like a rolling stone… Τώρα ήμουν αλλού, σ’ έναν πίνακα που απορροφούσε το πάθος μου, ενώ εκείνη με έλουζε με το βλέμμα της, έκπληκτη αυτόπτης της κατάληψής μου, συγκινημένη μάρτυρας της καλλιτεχνικής δημιουργίας που συνέβαινε εκείνη την στιγμή. Ήμασταν πια χώρια, κυλιόμενες πέτρες σε διαφορετικές κατευθύνσεις.
Με συνόδευσε σ’ ένα πάρτι του σιναφιού, όπου υπέκυψε σ’ έναν πολιορκητή γόη και τον έφερε σπίτι, να κλειδωθούν στα ενδότερά της, ενώ εγώ συντετριμμένος άκουγα στη διαπασών το Nessun dorma. Την συνόδευσα σε κάτι εγκαταλειμμένες ράγες του μετρό, στην παράσταση εκείνου που την είχε παρατήσει, και την προέτρεψα να του μιλήσει επειδή κατά βάθος ήξερα πως θα την αγνοήσει και θα ντροπιαζόταν. Επιστρέφαμε από βρεγμένα, απόμερα στενά κι έτσι όπως ήταν οργισμένη ήθελε να δει αν θα έκανα τα πάντα για εκείνη, όπως της έλεγα. Η δοκιμασία ήταν να φιλήσω έναν αστυνομικό που βρισκόταν στο περιπολικό του. Τον πλησίασα αργά ενώ εκείνος είχε ήδη αστειευτεί με τον συνοδηγό του πως μάλλον έχασα το λάμα μου, του έστειλα ένα φιλί από μακριά, με ειρωνεύτηκε πως κι αυτός με αγαπάει, γύρισα να δω αν εκείνη παρακολουθούσε τα πειστήρια αλλά είχε φύγει. Τουλάχιστον το είδατε οι θεατές, άκουσα το μακρινό σας γέλιο.
Ένα επεισόδιο που προκάλεσα σ’ ένα μπαρ ήταν το αποκορύφωμα: μάζευε εκτός εαυτού τα πράγματά της και θα αναχωρούσε οριστικά σε δυο ώρες. Δεν ήθελε όμως να φύγει χωρίς απάντηση για την τέχνη της, αν ως καλλιτέχνης είναι καλή ή αν θα γίνει ποτέ καλή. Ούτε τώρα της την έδωσα· της είπα μόνο ότι είναι νέα και ότι την αγαπώ, ότι δεν πιστεύει ότι την αγαπώ γιατί δεν αγαπά τον εαυτό της και όσο ξεσπούσε τόσο της τόνιζα πως δεν ξέρει τίποτα για μένα, τους τέσσερις γάμους που έκανα προτού καν γεννηθεί, πόσο εμπλέκομαι, πόσο κάτω κατεβαίνω. Την βραδιά της έκθεσης βρισκόταν πλέον μακριά. Φωτογραφιζόμουν βαριεστημένα με διάφορους και πήγα ως τον μπουφέ να πιω παραπάνω. Ένα όμορφο κορίτσι μου είπε πόσο θαυμάζει το έργο μου· ήταν «μια απλή ζωγράφος που θέλει να διδαχτεί». Κοίταξα το αυτί της, το στέρνο της, μια ελιά της, τα χείλη της όπως αμήχανα χαμογελούσαν προς τον σεβάσμιο εαυτό μου. Δεν θυμάμαι αν ανέβαινα ή κατέβαινα, είχα όμως ξαναμπεί σε τροχιά. Είναι μια ακριβή πόλη, μου είπε, είναι η μόνη πόλη, της είπα, χρειάζομαι μια βοηθό, δίνω στέγη, τροφή και μαθήματα ζωής. Τίτλοι τέλους.
Η βεβαιότητα πως ο σκηνοθέτης είχε ευθέως απαντήσει στην επιστολή μου με είχε εμποτίσει με μια αίσθηση πρωτόγνωρης ευφορίας. Ήθελα να το μοιραστώ με φίλους αλλά ποιος θα με πίστευε; Τώρα τριάντα τρία χρόνια μετά, το αποκαλύπτω πρώτη φορά, αδιάφορος για την αληθοφάνειά του. Μου αρκεί που συνέβη: ο Σκορσέζε δεν μου ικανοποίησε απλώς την επιθυμία να δω το –ένα, έστω– πόδι της Ροζάνα αλλά και κινηματογράφησε την επικρατούσα αντίδραση των γυναικών όταν τους ζητείται η κατάδειξη των κατωτέρων τους. Έβαλε στην ίδια ταινία τις δυο όψεις του πάθους μου: την επιθυμία και την ανελέητη ρουτίνα που την ακύρωνε. Αλλά έχω μέχρι σήμερα την αίσθηση ότι δεν έμεινε εκεί· καθώς στο τέλος της επιστολής του έγραφα ότι ήθελα να μάθω κάτι από την ματιά του σε όλα αυτά, τα «Μαθήματα ζωής» που έδωσαν τον τίτλο της μπορεί να απευθύνονταν και σ’ εμένα.
Ίσως ήθελε να θυμάμαι ότι οι έρωτες εκτός από αρχή έχουν και τέλος ή ότι η συμφωνία παροχής διαφόρων εκατέρωθεν υπηρεσιών αρχικά μπορεί να φαίνεται αυτονόητη, ακόμα και ερωτική, αλλά κάποια στιγμή θα καταλήξει να μοιάζει με απελπισμένη ανταλλακτική δοσοληψία. Ίσως να μου επεσήμαινε πως πολλές επιθυμίες μας αναδύονται όταν ανακοινωθεί η παύση του δεσμού και είναι πια πολύ αργά να ικανοποιηθούν· πως πιθανώς υπάρχει ένας μηχανισμός που μας συγκρατεί να τις εκφράσουμε όταν το πάθος είναι στο αποκορύφωμά του ή κάποιος άλλος, ακόμα πιο απατηλός, που απλά τις ξυπνάει όταν είναι αδύνατον να συμβούν. Ίσως πάλι να μου έλεγε ότι αν κάποτε θελήσω να δημιουργήσω ας γνωρίζω πως χωρίς το καύσιμο ενός έρωτα δεν παράγεται τίποτα και, ακόμα χειρότερα, ίσως απαιτείται η συντριβή του τέλους, ώστε να ξεχυθούν τα θραύσματα στο λευκό, άφτιαχτο έργο.
Σίγουρα, όμως, μου έλεγε πως σίγουρα θα υπάρξει και στην δική μου ζωή μια ύστερη γυναίκα, που στα ύστερα του έρωτα θα με κάνει να εκλιπαρώ την επιστροφή στην αρχή, αναιρώντας την ίδια του την φύση, θα εμπνεύσει διακαές φετίχ και θα με φτάσει στο βάραθρο της λύπης, δηλαδή ακριβώς εκεί όπου παράγεται η καλλιτεχνική δημιουργία. Ή ότι, όσο κι αν ανακοινώνω το τέλος του κόσμου μου, στην άλλη γωνία o ίδιος κόσμος θα επανιδρυθεί, γιατί ο έρωτας απλώς αλλάζει τόπους και δεν κατοικεί ποτέ στο ένα και μοναδικό πρόσωπο που πιστέψαμε ότι τον περιέχει, αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα. Το ίδιο και η ύλη της έμπνευσης. Ποιος θα τολμήσει να διανοηθεί πως είναι ο μόνος και αποκλειστικός αυτουργός της;
{Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}
Οι ταινίες: After hours (Martin Scorsese, 1985), Stories of New York (I: Life lessons)
(Martin Scorsese, 1989). Η γυναίκα: Rosanna Arquette.