«Κόκκινη έρημος» (1964), του Mικελάντζελο Αντονιόνι

«Κόκκινη έρημος» (1964), του Mικελάντζελο Αντονιόνι


Εί­χε πει κά­πο­τε ο Αντο­νιό­νι, σχο­λιά­ζο­ντας την «Κόκ­κι­νη έρη­μο»:

«Εί­ναι πο­λύ απλοϊ­κό να πού­με —όπως έχουν κά­νει πολ­λοί— ότι κα­τα­δι­κά­ζω τον απάν­θρω­πο βιο­μη­χα­νι­κό κό­σμο που κα­τα­πιέ­ζει τα άτο­μα και τα οδη­γεί σε νεύ­ρω­ση. Η πρό­θε­σή μου ήταν να με­τα­φρά­σω την ποί­η­ση του κό­σμου, στην οποία ακό­μη και τα ερ­γο­στά­σια μπο­ρούν να εί­ναι όμορ­φα. Οι γραμ­μές και οι κα­μπύ­λες των ερ­γο­στα­σί­ων και οι κα­μι­νά­δες τους μπο­ρούν να εί­ναι πιο όμορ­φες από το πε­ρί­γραμ­μα των δέ­ντρων, το οποίο έχου­με ήδη συ­νη­θί­σει να βλέ­που­με. Εί­ναι ένας κό­σμος πλού­σιος, ζω­ντα­νός εξυ­πη­ρε­τι­κός... Η νεύ­ρω­ση που επι­δί­ω­ξα να πε­ρι­γρά­ψω στην “Κόκ­κι­νη έρη­μο” εί­ναι πά­νω απ' όλα θέ­μα προ­σαρ­μο­γής. Υπάρ­χουν άν­θρω­ποι που προ­σαρ­μό­ζο­νται και άλ­λοι που δεν μπο­ρούν να τα κα­τα­φέ­ρουν, ίσως επει­δή εί­ναι πο­λύ δε­μέ­νοι με τρό­πους ζω­ής που εί­ναι πλέ­ον ξε­πε­ρα­σμέ­νοι».

Θα έπρε­πε, άρα­γε, να πά­ρου­με τα λό­για του τοις με­τρη­τοίς, να πι­στέ­ψου­με ότι λέ­ει την αλή­θεια; Ή μή­πως να σκε­φτού­με ότι ο σπου­δαί­ος Ιτα­λός σκη­νο­θέ­της μι­λά­ει μι­σο-σο­βα­ρά μι­σο-αστεία γι’ αυ­τό που απο­τε­λεί, όντως, τον θε­μα­τι­κό πυ­ρή­να της ται­νί­ας του; Αυ­τό που έχει εξαι­ρε­τι­κό εν­δια­φέ­ρον στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση εί­ναι ότι ο Αντο­νιό­νι, ακό­μα κι αν ψεύ­δε­ται, εν προ­κει­μέ­νω λέ­ει την αλή­θεια. Και η «Κόκ­κι­νη έρη­μος» εκτός απ’ το ότι ει­κα­στι­κά εί­ναι πι­θα­νό­τα­τα το πιο όμορ­φο φιλμ του, απο­τε­λεί κι ένα απ’ τα πιο συ­ναρ­πα­στι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα του πώς ένας με­γά­λος σκη­νο­θέ­της μπο­ρεί να γυ­ρί­σει μια εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή ται­νία απ’ αυ­τή που έχει γρά­ψει ο σε­να­ριο­γρά­φος. Δεν εί­ναι σπά­νιο το φαι­νό­με­νο, απλώς εδώ έχου­με μια πο­λύ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή πε­ρί­πτω­ση.

Ο —τε­ρά­στιος— Το­νί­νο Γκου­έ­ρα, αναμ­φί­βο­λα έχει γρά­ψει ένα σε­νά­ριο πά­νω στην αλ­λο­τρί­ω­ση του δυ­τι­κού αν­θρώ­που μέ­σα στον βιο­μη­χα­νο­ποι­η­μέ­νο κό­σμο, για το πώς συν­θλί­βε­ται η ζωή (εδώ προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νη από μια κα­τα­πλη­κτι­κή Μό­νι­κα Βί­τι), μέ­σα σε συ­μπλη­γά­δες από σί­δε­ρο και μπε­τόν, έμ­βο­λα και πι­στό­νια. Ο Αντο­νιό­νι, όμως, δεν θέ­λει απλώς να κα­ταγ­γεί­λει αυ­τό το ψυ­χρό και άκαμ­πτο σύ­μπαν της πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας για την πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα -κό­ντρα σε οτι­δή­πο­τε το ιδε­ο­λο­γι­κά προ­φα­νές και κοι­νό­το­πο, ο ποι­η­τής της απο­ξέ­νω­σης, δη­μιουρ­γεί ομορ­φιά. Σκαν­δα­λώ­δες; Κα­τά κά­ποιον τρό­πο, ναι. Αλ­λά και σπου­δαίο ταυ­τό­χρο­να. Διό­τι μας ανοί­γει τα μά­τια σε μια απ’ τις αρ­χε­τυ­πι­κές λει­τουρ­γί­ες του με­γά­λου σι­νε­μά, που εί­ναι το να ανα­κα­λύ­πτει το ωραίο στα πιο απί­θα­να μέ­ρη.

Η «Κόκ­κι­νη έρη­μος», λοι­πόν, εί­ναι μια δι­χα­σμέ­νη ται­νία, δι­χα­σμέ­νη με τον πιο γοη­τευ­τι­κό τρό­πο που μπο­ρεί να δια­νοη­θεί κα­νείς. Η μα­τιά του Το­νί­νο Γκου­έ­ρα εί­ναι κρι­τι­κή, κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κή και ψυ­χα­να­λυ­τι­κή, ο Αντο­νιό­νι, απ’ την άλ­λη, υιο­θε­τεί μια αυ­στη­ρά αι­σθη­τι­κή στά­ση, όπου η κρί­ση ανα­στέλ­λε­ται επ’ αό­ρι­στον μέ­σα στην ατμό­σφαι­ρα ενός γα­λή­νιου επι­κου­ρι­σμού. Με εξαί­ρε­ση τη σκη­νή όπου η Giuliana δι­η­γεί­ται στον γιο της την ιστο­ρία με το μι­κρό κο­ρί­τσι στην ερη­μι­κή πα­ρα­λία, όπου ο Αντο­νιό­νι φαί­νε­ται να συ­ντάσ­σε­ται με τον Γκου­έ­ρα (τα θερ­μά, ζω­ντα­νά, φω­τει­νά χρώ­μα­τα με τα οποία οπτι­κο­ποιεί έναν χα­μέ­νο πα­ρά­δει­σο -που εν­δέ­χε­ται και να μην υπήρ­ξε πο­τέ-, εν αντι­θέ­σει με τις μου­ντές, κρύ­ες, φθι­νο­πω­ρι­νές απο­χρώ­σεις όλου του υπό­λοι­που φιλμ, συν­θέ­τουν ένα δί­πο­λο: από τη μία ο μο­ντέρ­νος αστι­κός πο­λι­τι­σμός που εί­ναι ο σύγ­χρο­νος χει­μώ­νας της ζω­ής, απ’ την άλ­λη η φύ­ση, το αιώ­νιο κα­λο­καί­ρι της, κά­τι που βρί­σκε­ται εκτός χρό­νου και συμ­βο­λί­ζει την αν­θρώ­πι­νη αθω­ό­τη­τα), η «Κόκ­κι­νη έρη­μος» εμπε­ριέ­χει στην ίδια τη καρ­διά της μια ασυμ­φω­νία, ανά­με­σα στις λέ­ξεις και τις ει­κό­νες.

Ωστό­σο —όπως συμ­βαί­νει συ­χνά με τα κο­ρυ­φαία έρ­γα τέ­χνης— η αντί­φα­ση εδώ εί­ναι πη­γή με­γα­λεί­ου. Η φορ­μα­λι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση του Αντο­νιό­νι (που εμπνέ­ε­ται από την κλασ­σι­κή ζω­γρα­φι­κή), δί­νει κά­δρα απα­ρά­μιλ­λης ει­κα­στι­κής δύ­να­μης, εντός των οποί­ων το αν­θρώ­πι­νο δρά­μα, μοιά­ζει πε­ρί­που επου­σιώ­δες. Η Giuliana υπο­φέ­ρει, εί­ναι ένα χα­μέ­νο πλά­σμα που φο­βά­ται τα πά­ντα, κυ­ρί­ως την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, στην οποία δεί­χνει ανί­κα­νη να εντα­χθεί, αλ­λά για τον Αντο­νιό­νι, που με την «τρι­λο­γία της απο­ξέ­νω­σης» που προη­γεί­ται, εξέ­θε­σε με σπά­νια ει­λι­κρί­νεια (μό­νο ο Μπέρ­γκ­μαν υπήρ­ξε πιο «σκλη­ρός») τα υπαρ­ξια­κά αδιέ­ξο­δα των σύγ­χρο­νων αστών, τον τρό­μο της έλ­λει­ψης επι­κοι­νω­νί­ας και την οδύ­νη του ατο­μι­κι­σμού, η αγω­νία της ηρω­ί­δας του έχει κά­τι το πα­ρω­χη­μέ­νο, το σχε­δόν αδιά­φο­ρο. Δεν θα ήταν εντε­λώς ακρι­βές αν λέ­γα­με ότι ο μο­ντερ­νι­σμός αρ­νεί­ται το υπο­κεί­με­νο, ωστό­σο σί­γου­ρα δεν του επι­φυ­λάσ­σει κε­ντρι­κή θέ­ση στο σύ­στη­μά του. Αρ­κεί να θυ­μη­θού­με το φι­νά­λε της «Έκλει­ψης».

Υπάρ­χει, όμως, μια θε­με­λιώ­δης δια­φο­ρά. Λό­γω του τέ­λους της, η «Έκλει­ψη» εί­ναι μια ται­νία εν­στι­κτώ­δους υπαρ­ξια­κού τρό­μου, στην «Κόκ­κι­νη έρη­μο», όμως, τα πράγ­μα­τα δεν εί­ναι τό­σο ξε­κά­θα­ρα : ο Αντο­νιό­νι μα­γεύ­ε­ται απ’ τις με­ταλ­λι­κές γε­ω­με­τρί­ες του άψυ­χου, απ’ τη σα­φή­νεια και τον με­τρη­μέ­νο ορ­θο­λο­γι­σμό της τε­χνι­κής και της ύλης, σε τέ­τοιο βαθ­μό που η αύ­ρα του φιλμ δεν έχει τί­πο­τα το ιδιαί­τε­ρα ανη­συ­χα­στι­κό. Μια γυ­ναί­κα χτυ­πιέ­ται στους τοί­χους του μυα­λού της ψά­χνο­ντας διέ­ξο­δο αλ­λά ο κό­σμος γύ­ρω της προ­χω­ρά­ει, με­τα­μορ­φώ­νε­ται, αλ­λά­ζει, η ομορ­φιά του συ­ντί­θε­ται νη­φά­λια, σε γή­ι­νους και θα­μπούς τό­νους, εί­ναι ήπια, δια­κρι­τι­κή, πα­ρά­ξε­νη, κρυμ­μέ­νη εν­δε­χο­μέ­νως, ο φα­κός του σκη­νο­θέ­τη την απο­κα­λύ­πτει κι αυ­τό εί­ναι εν τέ­λει πιο εν­δια­φέ­ρον από με­ρι­κές αν­θρώ­πι­νες κραυ­γές για ση­μα­σία. Δεν θα ήταν υπερ­βο­λή να φτά­σου­με μέ­χρι το ση­μείο να σκε­φτού­με ότι για τον Αντο­νιό­νι εδώ, το το­πίο απο­κτά με­γα­λύ­τε­ρη αξία από τις εσω­τε­ρι­κές συ­γκρού­σεις των αν­θρω­πί­νων όντων - σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση αυ­τό έχει μια στα­θε­ρή πα­ρου­σία και μια κρυ­στάλ­λι­νη σα­φή­νεια που εκεί­νες πο­τέ δεν θα απο­κτή­σουν, επι­βάλ­λε­ται στη συ­νεί­δη­ση, στο βλέμ­μα, με την ανα­ντίρ­ρη­τη προ­φά­νεια του Πραγ­μα­τι­κού.

Τι εί­ναι, τε­λι­κά, ένας άν­θρω­πος ανά­με­σα σε όλες αυ­τές τις μη­χα­νές (ακρι­βείς, απο­δο­τι­κές, αξιό­πι­στες, τέ­λεια λει­τουρ­γι­κές), αν όχι αυ­τό το "άχρη­στο πά­θος" για το οποίο μι­λού­σε ο Σαρτρ; Εί­ναι η ψυ­χή κά­τι σαν κα­κό­η­χο γρα­τζού­νι­σμα στην λεία επι­φά­νεια του Εί­ναι, ένας διαρ­κής θό­ρυ­βος; Τα —πα­νέ­μορ­φα— πλά­να του Αντο­νιό­νι, το πι­στο­ποιούν, οι λέ­ξεις του Γκου­έ­ρα, ανα­ζη­τώ­ντας το ακρι­βές ση­μείο όπου το υπο­κεί­με­νο ξα­να­γί­νε­ται μέ­τρο του κό­σμου και των πραγ­μά­των (μέ­σα σε όλη του τη σύγ­χυ­ση, σε όλο του τον πα­νι­κό του να υπάρ­χει), το αρ­νού­νται. Για­τί αν εί­ναι πε­ριτ­τή η αν­θρώ­πι­νη αγω­νία, τό­τε το ίδιο εί­ναι και η τέ­χνη, η πιο ευ­γε­νι­κή και ζω­ο­γό­να έκ­φρα­σή της, όπως επί­σης κι η ομορ­φιά που γεν­νά, το φως ως δια­λε­κτι­κή κο­ρύ­φω­ση των θεϊ­κών σκιών της.

Κι αυ­τό κα­νέ­νας καλ­λι­τέ­χνης δεν εί­ναι πρό­θυ­μος να το δε­χτεί — πό­σο μάλ­λον ο μέ­γας Αντο­νιό­νι.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: