“St Dominic’s Preview”, “Tronches” και “Szczot B.D.”, είναι μια συνάρθρωση τριών ενοτήτων του Άρι Γεωργίου, όπου, με εικονογραφική / σχεδιαστική γραφή και με χειρονομίες αυτοσχεδιασμών, οργανώνονται ποικίλα εικαστικά δοκίμια, αφαιρετικά και αφηρημένα, αποδίδοντας με σαφήνεια ένα διαχρονικό πλαίσιο στοχασμού του.
Αυθόρμητες εξομολογήσεις ― ασκήσεις και πειραματισμοί ― εύγλωττες ή λανθάνουσες αλληγορίες ― τυχαίες παραθέσεις και παραθέματα ― αποτυπώσεις και ανα-δια-τυπώσεις ― βιωματικές και εννοιολογικές εμπειρίες ― ασκήσεις ύφους ― κρυπτογραφήματα.
Με αυτό το ασύνδετο σχήμα αυτόματων συνειρμών που μου υπαγόρευσαν τα έργα του Γεωργίου σε αυτές τις τρεις ενότητες πιστεύω πως περιγράφεται και ο μηχανισμός της συνολικής τους σύνθεσης.
Οι σχεδιαστικές αποτυπώσεις με μελάνη του St Dominic’s Preview σκιαγραφούν είκοσι «ιστορίες» σαν τυχαίες διαγνώσεις στιγμιαίων επεισοδίων. Οι συνθέσεις αυτές που μοιάζουν με ιχνογραφήματα εξ ενστίκτου, χωρίς προμελέτη ή δεύτερη σκέψη, φαίνεται να έχουν εξομολογητική διάθεση, ίσως και μία ανάγκη εκτόνωσης ή και ονειροπόλησης. Σαν εφήμερες και αποσπασματικές ιχνηλατήσεις σε παίγνια της φαντασίας, της σκέψης και του συναισθήματος, θα έλεγα πως παράγουν τους αλλόκοτους ειρωνικούς τους σχολιασμούς στη Λογική του Παραλόγου του Alfred Jarry. Η σχεδιαστική αυτή γραφή έγινε η αφορμή να προκύψει ένα συνεργατικό πόνημα προσθεσιακής δομής με τις κειμενικές γραφές του Γιώργου Παπαδόπουλου και του Σάκη Σερέφα, όπου η εικαστική πρακτική έχει επεκταθεί σε μία διευρυμένη διανοητική εμπειρία και ποιητική ισοτιμία. Στην εκδοτική τριπλέτα Triple Hip Trip (τίτλος δανεισμένος από την ομώνυμη σύνθεση του Daniel Humair του 1979) έχει συν-τελεστεί μία μεταμόρφωση στην αντίληψη λόγου και εικόνας, αλλά και λόγου απελευθερωτικού με αφορμή την εικόνα. Παραδοξότητες, λοξότητες, λογοπαίγνια, αυτοσχεδιασμοί και συσχετίσεις ομολογούν «αντωνυμίες του ορατού» ή «ραψωδίες», επιτρέποντας στις λέξεις να δράσουν όσο πιο «μουσικά» γίνεται.
Στα δώδεκα ελλειπτικά σχεδιάσματα με μαύρο μαρκαδόρο των Tronches το στοιχείο που πρωτίστως κυριαρχεί είναι η απελευθέρωση της εγγεγραμμένης στο χαρτί μορφής από το πλεόνασμά της. Πήρα πολύ στα σοβαρά όλα τα λεπτομερή στοιχεία που δίνονται για να προσδιορίσουν την ταυτότητα αυτών των έργων. Ωστόσο έδωσα ιδιαίτερη σημασία στην χρονική διάρκεια δημιουργίας τους, η οποία λειτούργησε ως ιδιαιτέρως περιοριστικό πλαίσιο. “Huit minutes, sept secondes”. Σε αυτόν τον σύντομο βιωματικό χρόνο παραγωγής, σκέφτομαι, πως οι περι-γραφές, σαν ένα άθροισμα σημειώσεων έχουν αποκτήσει την λογική δόμηση της διαισθητικής κρυπτογραφίας. Έτσι, οι δώδεκα «φιγούρες/πρόσωπα» φαίνεται ότι μπορούν να λειτουργήσουν και σαν εγκάρσιες τομές χαρακτήρων ή ρόλων, θυμίζοντας τη ρήση “Il compose, comme pour coudre des caractères, ou bien des moments d’Arlequin”, προκειμένου να φτιαχτεί ένα σοβαρό “comique”.
Οι δώδεκα χειρονομίες αυτοσχεδιασμού με μελάνη σε χαρτί, καθαρά οπτικές συνθέσεις και αναπτύγματα ρυθμών και επαναλήψεων, χωρίς θεματική αφήγηση, μία παραγωγή από την δεκαετία του ’70 ακόμη, με τίτλο το δυσκολοδιάβαστο κύριο όνομα Szczot, λειτούργησαν ως ένα αχαρτογράφητο μνημονικό αρχείο που επί πλέον εκτρέπεται ως αρνητικό αποτύπωμα χάραξης σε μέταλλο πενήντα χρόνια μετά: πέντε “Signaux”/μέταλλα, γίνονται τα εμβληματικά porte-racines, που έρχονται να συνοψίσουν μία δημιουργία που συγχωνεύει και καδράρει πολύπλοκες και αδιέξοδες διαδρομές στην ιδέα του μέτρου και των ορίων. Αυτά τα «χειροπιαστά» αποσπάσματα από το «άπιαστο» του όλου δημιουργούν εν τέλει ένα «μελαγχολικό» σχόλιο παρ’ όλη την δυναμική του.
Σε αυτή την τριλογία παραλλαγών, μετατοπίσεων, αποδράσεων, επιλογών και αποκλίσεων, η επινόηση, το εύρημα, το τέχνασμα, η ιδιόμορφη σατιρική διάθεση, η παρωδία, το τυχαίο και όλα όσα αξιοποιεί το φαντασιακό οργανώνουν ένα modus operandi, που τείνει στην ολοκλήρωση ενός μυστικού κώδικα με μια, στην κυριολεξία, συρραφή λέξεων όπου προτείνεται και το κλειδί ερμηνείας: punctuscontrapunctum, σαν μία γεφύρωση στα κενά που δημιουργούνται στην συνδυαστική λογικής και φαντασίας, εκεί ακριβώς, ανάμεσα στις έννοιες, την μέθοδο και το βίωμα.