Υπάρχει «ζωή» εκτός λογοτεχνικού κανόνα;

 Χου­λιάν Αγέ­στα





Άκου τη σιω­πή μου με το στό­μα σου.

ΜΑΝΟΥ­ΕΛ ΑΛΤΟ­ΛΑ­ΓΚΙ­ΡΕ, Στί­χος για μία φί­λη



—————
Ει­σα­γω­γή  στο μυ­θι­στό­ρη­μα Ελέ­να ή Η θά­λασ­σα του κα­λο­και­ριού

—————



Τι εί­ναι αυ­τό που κρα­τά­ει «ζω­ντα­νό» έναν συγ­γρα­φέα στη μνή­μη των ανα­γνω­στών; Τι εί­ναι αυ­τό που τον εντάσ­σει στον «λο­γο­τε­χνι­κό κα­νό­να» μιας χώ­ρας ή μιας γλώσ­σας; Πό­τε ένα λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο θε­ω­ρεί­ται «κλα­σι­κό»; Αυ­τές οι ερω­τή­σεις μού γεν­νή­θη­καν αυ­θόρ­μη­τα όταν ολο­κλή­ρω­σα την πρώ­τη ανά­γνω­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος Ελέ­να ή Η θά­λασ­σα του κα­λο­και­ριού. Το έρ­γο αυ­τό, γραμ­μέ­νο το 1952, μοιά­ζει να έχει ξε­χα­στεί από τους με­λε­τη­τές της ισπα­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, ενώ το ίδιο ξε­χα­σμέ­νος μοιά­ζει να εί­ναι και ο δη­μιουρ­γός του, ο Χου­λιάν Αγέ­στα· ιδού ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα: στην πο­λυ­σέ­λι­δη –πε­ρισ­σό­τε­ρες από 3.000 σε­λί­δες– Historia de la Literatura Española των εκ­δό­σε­ων Everest (Λε­όν, 2005) η ανα­φο­ρά στον Αγέ­στα κα­τα­λαμ­βά­νει μό­λις μία (1) σει­ρά! Πα­ρ’ όλα αυ­τά, στο εξώ­φυλ­λο της ισπα­νι­κής έκ­δο­σης που έχω στα χέ­ρια μου –El Acantilado, Βαρ­κε­λώ­νη, 2003– ο ανα­γνώ­στης μπο­ρεί να δια­βά­σει το εξής σχό­λιο: «Ένα από τα δέ­κα πιο ση­μα­ντι­κά βι­βλία της ισπα­νι­κής πε­ζο­γρα­φί­ας του 20ού αιώ­να». Η φρά­ση ακού­γε­ται υπερ­βο­λι­κή, σαν ένα αμε­τρο­ε­πές δια­φη­μι­στι­κό τρυκ του εκ­δό­τη, η έκ­πλη­ξη όμως εί­ναι ότι την υπο­γρά­φει η δια­κε­κρι­μέ­νη λο­γο­τε­χνι­κή κρι­τι­κός της εφη­με­ρί­δας El País, María José Obiol. Η αρ­χι­κή προ­σπά­θεια να βρω κά­ποια στοι­χεία για τον συγ­γρα­φέα σε εγκυ­κλο­παί­δειες, εγ­χει­ρί­δια ιστο­ρί­ας της ισπα­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας ή βι­βλία με βιο­γρα­φί­ες επι­φα­νών ισπα­νών συγ­γρα­φέ­ων απέ­βη άκαρ­πη. Ο Αγέ­στα δεν υπήρ­χε σχε­δόν που­θε­νά. Και όμως, εί­χε υπάρ­ξει. Ύστε­ρα, μά­λι­στα, από την ανά­γνω­ση του μο­να­δι­κού του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, εί­χα συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει ότι η Obiol δεν υπε­ρέ­βα­λε κα­θό­λου· η Ελέ­να… εί­ναι ένα πραγ­μα­τι­κά εξαι­ρε­τι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα.
Τα στοι­χεία που ακο­λου­θούν και αφο­ρούν αφε­νός τη ζωή και το έρ­γο του συγ­γρα­φέα από την Αστού­ριας και αφε­τέ­ρου τις σχέ­σεις του με τη Γε­νιά του ’50, των συγ­χρό­νων ομό­τε­χνών του, δη­λα­δή, προ­έρ­χο­νται από το βι­βλίο Julián Ayesta, dibujos y poemas (Χου­λιάν Αγέ­στα, σχέ­δια και ποι­ή­μα­τα, επι­μέ­λεια Antonio Pau), κα­θώς και από έρευ­να στο δια­δί­κτυο, στα πρα­κτι­κά συ­νε­δρί­ων και τον ισπα­νι­κό Τύ­πο και προ­σπα­θούν να φω­τί­σουν κά­ποιες πτυ­χές της πο­ρεί­ας ενός συγ­γρα­φέα ο οποί­ος, εί­ναι από τις ελά­χι­στες πε­ρι­πτώ­σεις που εγώ προ­σω­πι­κά γνω­ρί­ζω, κά­ποια στιγ­μή απο­φά­σι­σε ότι τον εν­δια­φέ­ρει πε­ρισ­σό­τε­ρο να ζει πα­ρά να γρά­φει.



Η ΓΕ­ΝΙΑ ΤΟΥ ’50


Το 1951 εκ­δί­δε­ται στο Μπου­έ­νος Άι­ρες ένα μυ­θι­στό­ρη­μα που έμελ­λε να αλ­λά­ξει τη ροή της ισπα­νι­κής πε­ζο­γρα­φί­ας. Πρό­κει­ται για την La colmena [Η κυ­ψέ­λη] του Κα­μί­λο Χο­σέ Θέ­λα (βρα­βείο Νο­μπέλ Λο­γο­τε­χνί­ας το 1989). Ο Θέ­λα εί­δε το βι­βλίο του να εκ­δί­δε­ται στη μα­κρι­νή Αρ­γε­ντι­νή για­τί μό­νο έτσι μπο­ρού­σε να απο­φύ­γει το σκό­πε­λο της λο­γο­κρι­σί­ας που το φραν­κι­κό κα­θε­στώς εί­χε επι­βά­λει εκεί­νη την επο­χή στην Ισπα­νία (πα­ρά­ξε­νο παι­χνί­δι της μοί­ρας, αν σκε­φτού­με ότι και ο ίδιος ο Θέ­λα εί­χε ερ­γα­στεί ως λο­γο­κρι­τής στα πρώ­τα χρό­νια της δι­κτα­το­ρί­ας). Το βι­βλίο αυ­τό, ένα ψη­φι­δω­τό της μα­δρι­λέ­νι­κης κοι­νω­νί­ας της επο­χής, απο­τέ­λε­σε τον προ­πο­μπό του ρεύ­μα­τος του «κοι­νω­νι­κού ρε­α­λι­σμού» στην ισπα­νι­κή λο­γο­τε­χνία, ρεύ­μα­τος που υπη­ρε­τή­θη­κε από σπου­δαί­ους συγ­γρα­φείς της Γε­νιάς του ’50 όπως ο Ιγνά­θιο Αλ­δε­κόα, ο Ρα­φα­έλ Σάν­τσεθ Φερ­λό­σιο, η Κάρ­μεν Μαρ­τίν Γκάι­τε, ο Χε­σούς Φερ­νά­ντεθ Σά­ντος κ. ά.
Στα μέ­σα του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να η Ισπα­νία αρ­χί­ζει, δει­λά αλ­λά στα­θε­ρά, να συ­νέρ­χε­ται από τα τραύ­μα­τα του εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου και να προ­χω­ρά σε ρι­ζο­σπα­στι­κές, για την επο­χή, οι­κο­νο­μι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις (στρο­φή στη βιο­μη­χα­νία, υπο­χώ­ρη­ση του γε­ωρ­γι­κού το­μέα κ.λπ.). Πα­ρ’ όλα αυ­τά, οι με­ταρ­ρυθ­μί­σεις αυ­τές δεν συ­νο­δεύ­ο­νται από ανά­λο­γα ανοίγ­μα­τα στην πνευ­μα­τι­κή ζωή: «τη δε­κα­ε­τία του ’50 η χώ­ρα εί­ναι υπο­χρε­ω­μέ­νη να αρ­κε­στεί σε μια ελεγ­χό­με­νη πο­λι­τι­στι­κή ζωή, μιας και η λο­γο­κρι­σία φρο­ντί­ζει να πε­ριο­ρί­σει τις ελευ­θε­ρί­ες στη σκέ­ψη και τη δη­μιουρ­γία», (Pedraza Jiménez και Rodríguez Cáceres, 1997). Μέ­σα, λοι­πόν, σε κλί­μα πο­λι­τι­κής δια­φθο­ράς, κοι­νω­νι­κής εξα­θλί­ω­σης (κα­τά τη δε­κα­ε­τία του ’50 αρ­χί­ζει η ερή­μω­ση της ισπα­νι­κής υπαί­θρου και η εγκα­τά­στα­ση πολ­λών εσω­τε­ρι­κών με­τα­να­στών στις άθλιες πα­ρα­γκου­πό­λεις των με­γά­λων πό­λε­ων σε ανα­ζή­τη­ση ερ­γα­σί­ας) αλ­λά και οι­κο­νο­μι­κής ανά­καμ­ψης, εκ­δί­δε­ται μια σει­ρά από μυ­θι­στο­ρή­μα­τα που έχουν ως κύ­ριο θέ­μα τους την κρί­ση της κοι­νω­νί­ας εκεί­νης της επο­χής. Οι συγ­γρα­φείς αυ­τών των έρ­γων απευ­θύ­νο­νται σε ένα λαό κα­τα­πιε­σμέ­νο, απο­προ­σα­να­το­λι­σμέ­νο και απλη­ρο­φό­ρη­το και προ­σπα­θούν να τον κά­νουν να αντι­λη­φθεί το τι δια­δρα­μα­τί­ζε­ται γύ­ρω του και, αν εί­ναι δυ­να­τόν, να αντι­δρά­σει. Πρό­κει­ται, λοι­πόν, για ένα εί­δος μυ­θι­στο­ρή­μα­τος που έχει σαν σκο­πό του, ταυ­τό­χρο­να, την πλη­ρο­φό­ρη­ση και την κα­ταγ­γε­λία. Η Milagros Sánchez Arnosi (2004) ανα­φέ­ρει τα ακό­λου­θα σχε­τι­κά με τα «κί­νη­τρα» αυ­τής της γε­νιάς: «Λό­γω της πε­ποί­θη­σης ότι η λο­γο­τε­χνία εί­ναι ένα όρ­γα­νο για να αλ­λά­ξει τον κό­σμο και την κοι­νω­νία, οι συγ­γρα­φείς του ’50 θα πε­ρι­γρά­ψουν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της χώ­ρας όπως εί­ναι, πε­ριο­ρί­ζο­ντας και ελέγ­χο­ντας αυ­στη­ρά τη φα­ντα­σία. Επι­κε­ντρώ­νο­νται στο κα­θη­με­ρι­νό και όχι στην ιδιαι­τε­ρό­τη­τα, προ­τι­μώ­ντας την αντι­κει­με­νι­κή αφή­γη­ση».
Αν θέ­λα­με να συ­νο­ψί­σου­με τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της λο­γο­τε­χνι­κής πα­ρα­γω­γής των κοι­νω­νι­κών ρε­α­λι­στών θα λέ­γα­με ότι αυ­τά εί­ναι η πε­σι­μι­στι­κή διά­θε­ση, ο έντο­νος κοι­νω­νι­κός προ­βλη­μα­τι­σμός, η πι­στή ανα­πα­ρα­γω­γή του ανε­λεύ­θε­ρου κλί­μα­τος της επο­χής, η τι­θά­σευ­ση της φα­ντα­σί­ας και η αρ­γή ανά­πτυ­ξη της πλο­κής (Gullón, 1994 και Sanz Villanueva, 1994). Κο­ρυ­φαίο έρ­γο εκεί­νης της πε­ριό­δου θε­ω­ρεί­ται το, δυ­στυ­χώς αμε­τά­φρα­στο ακό­μη στην Ελ­λά­δα, El Jarama (1955) του Ρα­φα­έλ Σάν­τσεθ Φερ­λό­σιο που αφη­γεί­ται την εκ­δρο­μή μιας ομά­δας νε­α­ρών από τη Μα­δρί­τη στον πο­τα­μό Χα­ρά­μα. Ένα μυ­θι­στό­ρη­μα αρ­γό, δί­χως δρά­ση, για το οποίο ο συγ­γρα­φέ­ας Χού­λιο Για­μα­θά­ρες (2002) ση­μεί­ω­νε: «Για­τί τέ­τοια βρα­δύ­τη­τα; Για­τί τέ­τοια πλή­ξη όταν κάλ­λι­στα ο δη­μιουρ­γός του θα μπο­ρού­σε, δεν του λεί­πα­νε άλ­λω­στε οι ικα­νό­τη­τες, να γε­μί­σει το μυ­θι­στό­ρη­μα με πε­ρι­στα­τι­κά και ιστο­ρί­ες με­γα­λύ­τε­ρης αφη­γη­μα­τι­κής δύ­να­μης; Για­τί απλού­στα­τα αυ­τό που ήθε­λε να μας δι­η­γη­θεί ο Φερ­λό­σιο με το El Jarama ήταν το πό­σο πα­ρά­λο­γη ήταν η ζωή στην Ισπα­νία εκεί­να τα χρό­νια και πό­σο βα­ρε­τή, και γι’ αυ­τό το λό­γο δεν υπήρ­χε βέ­βαια τί­πο­τα κα­λύ­τε­ρο από το να γρά­ψει ένα βα­ρε­τό μυ­θι­στό­ρη­μα. Θέ­λω να πω: υπέ­ρο­χα βα­ρε­τό».
Αυ­τό εί­ναι το πο­λι­τι­κό και πο­λι­τι­στι­κό κλί­μα στην Ισπα­νία όταν εμ­φα­νί­ζε­ται το 1952 η Ελέ­να…. Ο Αγέ­στα, αντί­θε­τα από τον Φερ­λό­σιο και τους υπό­λοι­πους ρε­α­λι­στές συγ­γρα­φείς, γυ­ρί­ζει την πλά­τη του στο ζο­φε­ρό κλί­μα της επο­χής και, άθε­λά του ίσως, γρά­φει ένα από τα πιο φω­τει­νά και αι­σθη­σια­κά βι­βλία της πα­γκό­σμιας λο­γο­τε­χνί­ας. Άρα ένα πρώ­το στοι­χείο που πρέ­πει να κρα­τή­σου­με ώστε να απα­ντή­σου­με στα αρ­χι­κά μας ερω­τή­μα­τα εί­ναι ότι το έρ­γο του Αγέ­στα, με τα συ­γκε­κρι­μέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που θα ανα­λύ­σου­με και πιο κά­τω, δεν εντάσ­σε­ται στο κυ­ρί­αρ­χο λο­γο­τε­χνι­κό ρεύ­μα της επο­χής πα­ρα­γω­γής του, δεν «χω­ρά­ει» στον «ορί­ζο­ντα των προσ­δο­κιών» –για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με ένα όρο από τη θε­ω­ρία πρό­σλη­ψης του H. R. Jauss (1970)– των ανα­γνω­στών εκεί­νης της πε­ριό­δου.




ΧΟΥ­ΛΙΑΝ ΑΓΕ­ΣΤΑ Ή 586.847

Ο Αγέ­στα γεν­νή­θη­κε στο Σο­μιό, ένα χω­ριου­δά­κι κο­ντά στη Χι­χόν της Αστού­ριας, στη βό­ρεια Ισπα­νία, το Νο­έμ­βριο του 1919. Σπού­δα­σε Νο­μι­κά και Φι­λο­λο­γία στη Μα­δρί­τη και από το 1947 ερ­γά­στη­κε ως δι­πλω­μά­της κα­ριέ­ρας: Χαρ­τούμ, Βη­ρυ­τός, Βιέν­νη, Μπο­γκο­τά, Άμ­στερ­νταμ ήταν με­ρι­κοί από τους σταθ­μούς του επαγ­γελ­μα­τι­κού του πε­ρί­πλου. Τε­λευ­ταί­ος του προ­ο­ρι­σμός, λί­γο πριν τη συ­ντα­ξιο­δό­τη­ση, ήταν, στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’90, η –ενω­μέ­νη ακό­μα– Γιου­γκο­σλα­βία. Πέ­ρα­σε τα τε­λευ­ταία του χρό­νια στη γε­νέ­θλια γη, όπου και πέ­θα­νε, χτυ­πη­μέ­νος από τον καρ­κί­νο, το 1996.
Ο Αγέ­στα, που έζη­σε την εφη­βεία του και τα πρώ­τα χρό­νια της ενη­λι­κί­ω­σης μέ­σα στον εμ­φύ­λιο και τις απαρ­χές της φραν­κι­κής δι­κτα­το­ρί­ας, εμ­φα­νί­στη­κε στα ισπα­νι­κά γράμ­μα­τα τη δε­κα­ε­τία του ’40. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, δη­μο­σί­ευ­σε δι­η­γή­μα­τα και μι­κρά δο­κί­μια σε λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά της επο­χής και κυ­ρί­ως στο βρα­χύ­βιο Alférez (1947-1948) και στο πιο ση­μα­ντι­κό Garcilaso (από το όνο­μα του πιο σπου­δαί­ου ανα­γεν­νη­σια­κού Ισπα­νού ποι­η­τή). Και τα δύο αυ­τά πε­ριο­δι­κά εκ­δί­δο­νταν από άτο­μα, φοι­τη­τές κυ­ρί­ως, που ήταν φί­λα προ­σκεί­με­να στο φραν­κι­κό κα­θε­στώς και στη Falange, το εθνι­κι­στι­κό κόμ­μα που εί­χε ιδρύ­σει το 1933 ο δι­κτά­το­ρας Πρί­μο δε Ρι­βέ­ρα. Τα έντυ­πα αυ­τά δια­κρί­νο­νταν, όπως εί­ναι φυ­σι­κό, από έντο­νη αντι­κομ­μου­νι­στι­κή διά­θε­ση και προ­σή­λω­ση στα ιδε­ώ­δη του κα­θο­λι­κι­σμού.
Από τη δε­κα­ε­τία του ’40 χρο­νο­λο­γού­νται και τα μο­να­δι­κά ποι­ή­μα­τά του, τέσ­σε­ρα τον αριθ­μό, που συ­μπε­ρι­λή­φθη­καν στη συλ­λο­γή Antología del Alba (Αν­θο­λο­γία της Αυ­γής, έκ­δο­ση του Πα­νε­πι­στη­μί­ου της Μα­δρί­της, 1943) που πε­ρι­λάμ­βα­νε ποι­ή­μα­τα φοι­τη­τών γραμ­μέ­να από το 1940 ως το 1942.
Το 1943 ο Αγέ­στα πα­ρου­σιά­ζει τα δύο πρώ­τα θε­α­τρι­κά του έρ­γα, το Simplemente así (Απλώς έτσι) και το El tímido Serafín (Ο ντρο­πα­λός Σε­ρα­φίν). Το θέ­α­τρο υπήρ­ξε το με­γά­λο πά­θος του συγ­γρα­φέα και για χά­ρη του, με­τά την έκ­δο­ση της Ελέ­να… το 1952, εγκα­τα­λεί­πει ου­σια­στι­κά την πε­ζο­γρα­φία –το τε­λευ­ταίο του δι­ή­γη­μα με τί­τλο «El abrigo» («Το παλ­τό») που εμ­φα­νί­στη­κε το 1955 συ­νο­δεύ­ε­ται, εν εί­δει μο­νό­πρα­κτου, από ση­μειώ­σεις σχε­τι­κά με τον πρω­τα­γω­νι­στή και το μέ­ρος όπου εκτυ­λίσ­σε­ται η ιστο­ρία–, ενώ την ίδια χρο­νιά, σε επι­στο­λή του προς τον εκ­δό­τη τής Ελέ­να… «οριο­θε­τεί» τους προ­σε­χείς στό­χους του: «Αντί­θε­τα από την ποί­η­ση και το μυ­θι­στό­ρη­μα, το θέ­α­τρο εί­ναι, πά­νω απ’ όλα, ένα θέ­α­μα… Το να έχουν ποι­η­τι­κό­τη­τα όλα όσα δια­δρα­μα­τί­ζο­νται επί σκη­νής, εί­ναι ση­μα­ντι­κό­τα­το, αλ­λά η ποί­η­ση στο θέ­α­τρο πρέ­πει να βρί­σκε­ται στις κα­τα­στά­σεις, στην πλο­κή, όχι στις λέ­ξεις». Με το θέ­α­τρο ασχο­λή­θη­κε και ως κρι­τι­κός (το 1954 για το πε­ριο­δι­κό Ateneo) και μά­λι­στα συ­νό­δευε πά­ντα τις κρι­τι­κές του με ιδιό­χει­ρα σκί­τσα.
Αν με την Ελέ­να…, όπως θα δού­με πιο ανα­λυ­τι­κά και στην επό­με­νη ενό­τη­τα, ο Αγέ­στα έκλει­νε, το 1952, την πε­ρί­ο­δο της αφο­σί­ω­σής του στη λυ­ρι­κή πε­ζο­γρα­φία, δέ­κα χρό­νια πε­ρί­που αρ­γό­τε­ρα, στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’60, ολο­κλη­ρώ­νει εκεί­νη του λυ­ρι­κού θε­ά­τρου για να πε­ρά­σει στην πε­ρί­ο­δο του ωμού ρε­α­λι­σμού (και της… λο­γο­κρι­σί­ας), ακρι­βώς την επο­χή που οι συ­νά­δελ­φοί του εγκα­τέ­λει­παν τον κοι­νω­νι­κό ρε­α­λι­σμό για πιο πει­ρα­μα­τι­κές μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κές φόρ­μου­λες. Ο συγ­γρα­φέ­ας εί­χε ήδη απο­μα­κρυν­θεί από τις θέ­σεις του κα­θε­στώ­τος και εί­χε μπει στη μαύ­ρη λί­στα των επι­τρο­πών λο­γο­κρι­σί­ας. Απο­τέ­λε­σμα αυ­τού του γε­γο­νό­τος ήταν οι δυ­σμε­νείς επαγ­γελ­μα­τι­κές με­τα­θέ­σεις και, ου­σια­στι­κά, η λο­γο­τε­χνι­κή του φί­μω­ση. Όπως ανα­φέ­ρει ο Αntoniο Pau (2003) –ο άν­θρω­πος που μα­ζί με τον διευ­θυ­ντή των εκ­δό­σε­ων El Acantilado, Jaume Vallcorba, δια­τη­ρούν ζω­ντα­νή τη λο­γο­τε­χνι­κή μνή­μη του Αγέ­στα σή­με­ρα– από τη δε­κα­ε­τία του ’60 και έπει­τα «εμ­φα­νί­ζε­ται, ανά πε­ριό­δους, ο Αγέ­στα δη­μο­σιο­γρά­φος, πο­λι­τι­κο­ποι­η­μέ­νος, μα­χη­τής, αμε­ρό­λη­πτος». Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, από το Φε­βρουά­ριο του 1968 μέ­χρι τον Ια­νουά­ριο του 1969 δη­μο­σιεύ­ει 69 άρ­θρα στην εφη­με­ρί­δα SP (με το ψευ­δώ­νυ­μο 586.847 που ήταν το νού­με­ρο της αστυ­νο­μι­κής του ταυ­τό­τη­τας) και από τον Οκτώ­βριο του 1980 μέ­χρι τον Ιού­νιο του 1982 άλ­λα 62 άρ­θρα στο πε­ριο­δι­κό Sábado Gráfico.
Το φραν­κι­κό κα­θε­στώς τού απα­γο­ρεύ­ει, το 1972 και το 1973, το ανέ­βα­σμα δύο θε­α­τρι­κών του έρ­γων και εκεί­νος, απο­γοη­τευ­μέ­νος, συ­νε­χί­ζει μεν να γρά­φει θε­α­τρι­κά έρ­γα, παύ­ει όμως πλέ­ον να τα εκ­δί­δει. Το μέ­γε­θος της πι­κρί­ας του φαί­νε­ται σε επι­στο­λή που απευ­θύ­νει στον γνω­στό ποι­η­τή και υπεύ­θυ­νο, εκεί­νη την επο­χή, των εκ­δό­σε­ων Seix Barral, Πέ­ρα Ζιμ­φε­ρέρ όταν ο τε­λευ­ταί­ος τού ζη­τά ένα βιο­γρα­φι­κό ση­μεί­ω­μα για την τρί­τη έκ­δο­ση της Ελέ­να…: «πρέ­πει να ανα­φέ­ρε­τε τη λο­γο­κρι­σία δύο έρ­γων μου. Σας πα­ρα­κα­λώ να χρη­σι­μο­ποι­ή­σε­τε τη λέ­ξη λο­γο­κρι­σία: δεν ενε­κρί­θη­σαν από τη λο­γο­κρι­σία».
Ο Pau, στο προ­α­να­φερ­θέν Julián Ayesta, dibujos y poemas δη­μο­σιεύ­ει, για πρώ­τη φο­ρά, ένα σύ­ντο­μο δι­ή­γη­μα του συγ­γρα­φέα (γύ­ρω στις 30 αρά­δες) με τί­τλο «Somió, entonces...» [«Στο Σο­μιό, τό­τε…»]. Πρό­κει­ται για ένα μι­κρό λυ­ρι­κό δια­μά­ντι, με ανα­φο­ρές σε μι­κρά πε­ρι­στα­τι­κά της παι­δι­κής του ηλι­κί­ας, που ει­κά­ζε­ται ότι γρά­φτη­κε το 1987, αν και η φρε­σκά­δα του κά­νει τον Pau να ανα­ρω­τιέ­ται: «Γρά­φτη­κε τό­τε ή πε­νή­ντα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα; Μπο­ρούν να εμ­φα­νι­στούν ξαφ­νι­κά τριά­ντα-σα­ρά­ντα γραμ­μές που αγνο­ούν –ευ­τυ­χώς, θα έπρε­πε να πού­με χα­μη­λό­φω­να– μια εξέ­λι­ξη πε­νή­ντα χρό­νων;». Αν πράγ­μα­τι γρά­φτη­κε το 1987, απο­τε­λεί ένα μι­κρό διά­λειμ­μα στη σχε­δόν αυ­τι­στι­κή λο­γο­τε­χνι­κή πο­ρεία του Αγέ­στα από το ’60 και έπει­τα.



ΜΟ­ΝΟ ΕΛΕ­ΝΑ;

«Ένας κα­λός συγ­γρα­φέ­ας ενός και μο­να­δι­κού βι­βλί­ου», αυ­τός εί­ναι ο τί­τλος του άρ­θρου που δη­μο­σιεύ­ει, στις 6 Ιου­λί­ου του 1996, τρεις εβδο­μά­δες με­τά το θά­να­το του Χου­λιάν Αγέ­στα, ο Gregorio Morán στην κα­τα­λα­νι­κή εφη­με­ρί­δα La Vanguardia. Ήταν, άρα­γε, αυ­τό ο Αγέ­στα, ένας διάτ­το­ντας αστέ­ρας; Στο άρ­θρο του ο Μorán ανα­φέ­ρε­ται σε όλα τα ση­μα­ντι­κά γε­γο­νό­τα της ζω­ής του συγ­γρα­φέα, στη δι­πλω­μα­τι­κή του κα­ριέ­ρα, στην έκ­δο­ση της Ελέ­να…, στο γά­μο του με τη Γαλ­λί­δα ζω­γρά­φο Ελέν Σκαρ­μπο­τσί, στην ασθέ­νειά του, για να κα­τα­λή­ξει: «Υπήρ­ξε ένας κα­λός συγ­γρα­φέ­ας ενός και μο­να­δι­κού βι­βλί­ου. Το επέ­λε­ξε αυ­τός, όχι η μοί­ρα. Προ­τί­μη­σε να ζή­σει πα­ρά να γρά­ψει, να απο­λαμ­βά­νει πα­ρά να υπο­φέ­ρει. Στο κά­τω-κά­τω, όταν κά­ποιος κα­τα­φέρ­νει να γρά­ψει το τέ­λειο βι­βλίο, και η Ελέ­να… εί­ναι μια τέ­τοια πε­ρί­πτω­ση, για­τί να πά­ρει το ρί­σκο της απο­τυ­χί­ας με το επό­με­νο;».
Εί­ναι αλή­θεια ότι ο Αγέ­στα υπήρ­ξε μια ιδιό­τυ­πη πε­ρί­πτω­ση στα ισπα­νι­κά γράμ­μα­τα, ένας «τα­ξι­διώ­της της λο­γο­τε­χνί­ας», όπως τον έχει χα­ρα­κτη­ρί­σει ο συγ­γρα­φέ­ας Φραν­θί­σκο Ου­μπράλ. Από τη μια με­ριά εί­ναι ο πα­θια­σμέ­νος συγ­γρα­φέ­ας μιας σει­ράς επί­μα­χων πο­λι­τι­κών άρ­θρων σε φα­σι­στι­κά πε­ριο­δι­κά της επο­χής και από την άλ­λη ο πι­κρα­μέ­νος «ανα­χω­ρη­τής» που σιω­πά για πά­νω από τριά­ντα χρό­νια· από τη μια εί­ναι ο υπέρ­μα­χος των εθνι­κο­πα­τριω­τι­κών ιδε­ω­δών της μαύ­ρης φραν­κι­κής Ισπα­νί­ας και από την άλ­λη ο δη­μιουρ­γός ενός απί­στευ­τα λυ­ρι­κού («ο ανα­γνώ­στης πρέ­πει να πλη­σιά­σει το βι­βλίο σαν να δια­βά­ζει ποί­η­ση», έλε­γε ο ίδιος για την Ελέ­να…), ανα­τρε­πτι­κού, αι­σιό­δο­ξου, αντι­κλη­ρι­κού και τρυ­φε­ρού βι­βλί­ου.
Όπως ο ίδιος έχει πα­ρα­δε­χτεί σε επι­στο­λή του προς τον πρώ­το εκ­δό­τη της Ελέ­να…, κα­θυ­στέ­ρη­σε δέ­κα χρό­νια να γρά­ψει αυ­τό το βι­βλίο, για­τί τό­σο άρ­γη­σε να αντι­λη­φθεί ότι διέ­πο­νταν από μια ενό­τη­τα «με­ρι­κά σκόρ­πια δι­η­γή­μα­τα που εί­χαν δη­μο­σιευ­τεί ανε­ξάρ­τη­τα το ένα από το άλ­λο όλα εκεί­να τα χρό­νια». Και εί­ναι ακρι­βώς αυ­τή η ει­κό­να του αν­θρώ­που που αφιέ­ρω­σε όλη του τη ζωή στη δη­μιουρ­γία ενός «αρι­στουρ­γή­μα­τος» η ει­κό­να που καλ­λιερ­γούν, άθε­λά τους ίσως, ακό­μα και οι άν­θρω­ποι που φρο­ντί­ζουν, όπως ανα­φέ­ρα­με προη­γου­μέ­νως, για την επα­νέκ­δο­ση των έρ­γων τού Αγέ­στα στις μέ­ρες μας. Ο Pau, για πα­ρά­δειγ­μα, όταν επι­με­λεί­ται το 2001 μια συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των του συγ­γρα­φέα (Pre-Textos, Βα­λέν­θια), δια­λέ­γει, δί­χως να γί­νε­ται γνω­στό το κρι­τή­ριο, μό­νο 9 (από τα 19 που έγρα­ψε συ­νο­λι­κά), αυ­τά ακρι­βώς που απο­τέ­λε­σαν τα αρ­χι­κά σπέρ­μα­τα της Ελέ­να…. Πο­λύ σω­στά, λοι­πόν, η Julia Escobar (2001) επι­ση­μαί­νει ότι από αυ­τή τη συλ­λο­γή λεί­πουν δι­η­γή­μα­τα όπως το «La noche» [«Η νύ­χτα»] που εί­ναι γραμ­μέ­νο «σε μια γλώσ­σα που εί­ναι σω­στή συ­ντα­κτι­κά αλ­λά που χρη­σι­μο­ποιεί λέ­ξεις που δεν έχουν νό­η­μα, γε­γο­νός το οποίο το­πο­θε­τεί τον Αγέ­στα σε ένα δρό­μο πει­ρα­μα­τι­σμού σε μια επο­χή που δεν ήταν της μό­δας κά­τι τέ­τοιο».
Η Ελέ­να… εμ­φα­νί­ζε­ται το 1952 στη Μα­δρί­τη από τον εκ­δο­τι­κό οί­κο Ínsula που εκ­δί­δει, μέ­χρι τις μέ­ρες μας, το ομώ­νυ­μο λο­γο­τε­χνι­κό πε­ριο­δι­κό, ένα από τα πιο ση­μα­ντι­κά της Ισπα­νί­ας. Ο Pau ση­μειώ­νει ότι όταν εμ­φα­νί­ζε­ται το μυ­θι­στό­ρη­μα, σε εκεί­νη τη δι­χα­σμέ­νη Ισπα­νία, «ο Αγέ­στα εί­ναι πια μα­κριά και μά­λι­στα υπό δι­πλή έν­νοια: στην Μπο­γκο­τά και στο θέ­α­τρο». Θα λέ­γα­με τρι­πλά μα­κριά, για­τί ο Αγέ­στα δεν έχει εγκα­τα­λεί­ψει μό­νο για πά­ντα την πε­ζο­γρα­φία (με μό­νη εξαί­ρε­ση, ίσως το «Στο Σο­μιό, τό­τε…») αλ­λά βρί­σκε­ται μα­κριά, πο­λύ μα­κριά και από τα κυ­ρί­αρ­χα λο­γο­τε­χνι­κά ρεύ­μα­τα της επο­χής. Το πρώ­το με­γά­λο έρ­γο της με­τεμ­φυ­λια­κής ισπα­νι­κής πε­ζο­γρα­φί­ας εί­ναι το La familia de Pascual Duarte [Η οι­κο­γέ­νεια του Πα­σκουάλ Ντουάρ­τε] (1942), του Κα­μί­λο Χο­σέ Θέ­λα, ένα βι­βλίο που εγκαι­νιά­ζει το ρεύ­μα του ονο­μα­ζό­με­νου Tremendismo, της πε­ζο­γρα­φί­ας, δη­λα­δή, που, μι­μού­με­νη το ζο­φε­ρό πε­ρι­βάλ­λον στο οποίο πα­ρά­γε­ται, κα­τα­κλύ­ζε­ται από βί­αια και αι­μα­τη­ρά γε­γο­νό­τα. Στη συ­νέ­χεια, όπως ανα­φέ­ρα­με στην αρ­χή αυ­τού του κει­μέ­νου, εί­ναι η σει­ρά της Γε­νιάς του ’50 να κα­τα­ξιω­θεί με τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που ήδη πε­ρι­γρά­ψα­με. Ο Αγέ­στα, πη­γαί­νο­ντας αντί­θε­τα στο ρεύ­μα των και­ρών, γρά­φει ένα βι­βλίο γε­μά­το ζωή σε μια επο­χή μα­το­βαμ­μέ­νη, φω­τει­νό σε και­ρούς γκρί­ζους, ποι­η­τι­κό σε μέ­ρες πε­ζές και με ιδιαί­τε­ρα δου­λε­μέ­νο λο­γο­τε­χνι­κό ύφος σε μια πε­ρί­ο­δο που κυ­ριαρ­χού­σε το απλό και το άμε­σο. Κα­νείς άλ­λος συγ­γρα­φέ­ας δεν εί­χε την τόλ­μη, την τρέ­λα, την αφέ­λεια ίσως, να γρά­ψει εκεί­νη την επο­χή (ού­τε και πο­λύ αρ­γό­τε­ρα) φρά­σεις σαν και αυ­τές: «Και τό­τε εγώ αι­σθάν­θη­κα μέ­σα μου μια ευ­τυ­χία τό­σο με­γά­λη, που έτρε­με όλο μου το κορ­μί και γε­λού­σα δί­χως να ξέ­ρω το για­τί. Αι­σθα­νό­μουν να με κα­τα­κλύ­ζει η χά­ρη του Θε­ού, να εί­μαι σε αρ­μο­νία μα­ζί Του και όλα τα άτο­μα που αγα­πού­σα πε­ρισ­σό­τε­ρο να εί­ναι μο­νια­σμέ­να και ευ­τυ­χι­σμέ­να δί­πλα μου και θα μου άρε­σε να στα­μα­τού­σε ο κό­σμος εκεί­νη τη στιγ­μή και να μην περ­νού­σε άλ­λο ο χρό­νος και εκεί­νες οι στιγ­μές να κρά­τα­γαν για πά­ντα. Αλ­λά δεν ήθε­λα ού­τε αυ­τό. Για­τί αύ­ριο θα ήταν κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα μια μέ­ρα ακό­μα πιο χα­ρού­με­νη, ακό­μα πιο ευ­τυ­χι­σμέ­νη και κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα θα συ­νέ­βαι­ναν με­γά­λα πράγ­μα­τα που κα­νείς δεν μπο­ρού­σε ού­τε καν να ονει­ρευ­τεί εκεί­νη τη στιγ­μή».
Η πρω­το­τυ­πία της Ελέ­να… δεν βρί­σκε­ται στο θέ­μα της· υπάρ­χουν πά­μπολ­λα βι­βλία στην πα­γκό­σμια λο­γο­τε­χνία που ανα­φέ­ρο­νται στο πέ­ρα­σμα από την παι­δι­κή στην εφη­βι­κή ηλι­κία. Βρί­σκε­ται στη φρε­σκά­δα, στην ευαι­σθη­σία και –πά­νω από όλα– στο ανα­τρε­πτι­κό χιού­μορ που απο­πνέ­ει. Αλ­λά, όπως επι­ση­μαί­νει και ο Joan Josep Isern (2001), η Ελέ­να… εί­ναι επί­σης ένα βι­βλίο εξαι­ρε­τι­κού λο­γο­τε­χνι­κού ύφους. Ας στα­θού­με, κα­τ’ αρ­χάς, στην επι­λο­γή του αφη­γη­τή. Ο Αγέ­στα επι­λέ­γει, για να αφη­γη­θεί αυ­τή την ιστο­ρία εφη­βι­κού έρω­τα, τη φω­νή και την οπτι­κή γω­νία του κε­ντρι­κού του ήρωα (που πα­ρα­μέ­νει ανώ­νυ­μος μέ­χρι το τέ­λος), πλην όμως, εί­ναι σα­φές, από τη με­στό­τη­τα κά­ποιων κρί­σε­ων, ότι η δι­ή­γη­ση δεν εί­ναι ταυ­τό­χρο­νη με τα γε­γο­νό­τα, αλ­λά πο­λύ με­τα­γε­νέ­στε­ρη. Αυ­τό δί­νει τη δυ­να­τό­τη­τα στο συγ­γρα­φέα, μέ­σα από μια πο­λύ­πλο­κη χρή­ση ρη­μα­τι­κών χρό­νων, να μας κά­νει να ζού­με άλ­λο­τε έντο­να και με αμε­σό­τη­τα τις πε­ρι­πέ­τειες των δύο ηρώ­ων και άλ­λο­τε με κρι­τι­κή διά­θε­ση και από κά­ποια «από­στα­ση».
Στο πρώ­το μέ­ρος, που απο­τε­λεί­ται από τρία κε­φά­λαια, ο Αγέ­στα με επι­φα­νεια­κή αφέ­λεια, αλ­λά και εξαι­ρε­τι­κά δου­λε­μέ­νη πρό­ζα, μάς ει­σά­γει στο χώ­ρο και το χρό­νο της αφή­γη­σης, ενώ στα­δια­κά αρ­χί­ζει και απο­κτά «σάρ­κα και οστά» το εγώ του αφη­γη­τή (το πρώ­το πρό­σω­πο της προ­σω­πι­κής αντω­νυ­μί­ας εμ­φα­νί­ζε­ται για πρώ­τη φο­ρά μό­λις στην τρί­τη πα­ρά­γρα­φο του τρί­του κε­φα­λαί­ου). Ο συγ­γρα­φέ­ας για να το­νί­σει ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο την ανε­με­λιά του ήρωά του και να δώ­σει ένα χα­ρα­κτή­ρα πα­ρα­μυ­θιού στην αφή­γη­ση υιο­θε­τεί, στα δύο πρώ­τα κε­φά­λαια του πρώ­του μέ­ρους, την υπέρ­με­τρη, αλ­λά συ­νά­μα γοη­τευ­τι­κή, χρή­ση του συ­μπλε­κτι­κού συν­δέ­σμου και. Δεν εί­ναι τυ­χαίο άλ­λω­στε ότι η συ­χνό­τη­τα εμ­φά­νι­σης του συ­μπλε­κτι­κού συν­δέ­σμου ακο­λου­θεί φθί­νου­σα πο­ρεία από τη στιγ­μή που ο νε­α­ρός πρω­τα­γω­νι­στής του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος αρ­χί­ζει να «ωρι­μά­ζει».
Στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος, με τί­τλο «Χα­ρά Θε­ού», ο Αγέ­στα μάς «βυ­θί­ζει» στο κλει­στο­φο­βι­κό πε­ρι­βάλ­λον ενός κο­λε­γί­ου Ιη­σουι­τών κα­λό­γε­ρων και τον ψυ­χι­κό κό­σμο των μα­θη­τών του, γε­μά­το ενο­χές, τύ­ψεις και τα­πεί­νω­ση. Ο συγ­γρα­φέ­ας δεν χρη­σι­μο­ποιεί πλέ­ον, πλην ελα­χί­στων εξαι­ρέ­σε­ων, ού­τε το Εγώ ού­τε το Εμείς, αλ­λά τα απρό­σω­πα Κά­ποιος ή Κα­νείς που, όπως το­νί­ζει και ο Ιsern, «συμ­βο­λί­ζουν ξε­κά­θα­ρα την ακύ­ρω­ση της ατο­μι­κής προ­σω­πι­κό­τη­τας μέ­σα σε ένα πε­ρι­βάλ­λον θρη­σκευ­τι­κής κα­τα­πί­ε­σης». Πα­ρ’ όλα αυ­τά, στο τέ­λος του δεύ­τε­ρου μέ­ρους, ο Αγέ­στα επα­να­φέ­ρει το χα­μό­γε­λο και την αι­σιο­δο­ξία στον ήρωά του και εί­ναι πραγ­μα­τι­κά άξιο πα­ρα­τή­ρη­σης το πώς ο συγ­γρα­φέ­ας δια­χω­ρί­ζει από­λυ­τα το θρη­σκευ­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον (κο­λέ­γιο) από το οι­κο­γε­νεια­κό (σπί­τι) – πράγ­μα κα­θό­λου συ­νη­θι­σμέ­νο για τη θε­ο­σε­βού­με­νη Ισπα­νία εκεί­νης της επο­χής και μη ανα­με­νό­με­νο από έναν συγ­γρα­φέα με το πα­ρελ­θόν και το ιδε­ο­λο­γι­κό υπό­βα­θρο του πρώ­ι­μου Αγέ­στα.
Στο τρί­το μέ­ρος, τέ­λος, κυ­ριαρ­χεί το Εμείς που πε­ρι­λαμ­βά­νει τον αφη­γη­τή και την Ελέ­να, η οποία από άπια­στη φα­ντα­σί­ω­ση στο πρώ­το μέ­ρος εί­ναι πλέ­ον μια σα­ρω­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αυ­τό το δυα­δι­κό υπο­κεί­με­νο συμ­βο­λί­ζει την έκρη­ξη της ζω­ής· δεν υπάρ­χουν πλέ­ον τύ­ψεις, μό­νο γεύ­σεις, χρώ­μα­τα, από­λαυ­ση.
Όσον αφο­ρά την πρό­σλη­ψη αυ­τού του έρ­γου, όπως το­νί­ζει η Arana Caballero (2016), «απο­τε­λεί ένα πα­ρά­δο­ξο φαι­νό­με­νο για έναν σχε­δόν άγνω­στο συγ­γρα­φέα το γε­γο­νός ότι με­τα­φρά­στη­κε στα γαλ­λι­κά (1992), στα γερ­μα­νι­κά, (2004), στα ελ­λη­νι­κά (2005), στα ολ­λαν­δι­κά (2006), στα αγ­γλι­κά (2008) και στα ιτα­λι­κά (2009), […] ενώ στην Ισπα­νία έχου­με την προ­σε­κτι­κή έκ­δο­ση του Acantilado (2000), που επα­νε­κτυ­πώ­θη­κε του­λά­χι­στον πέ­ντε φο­ρές έως το 2007. Όλες αυ­τές οι εκ­δό­σεις θέ­τουν τον ενη­με­ρω­μέ­νο ανα­γνώ­στη στα ίχνη ενός λο­γο­τε­χνι­κού κομ­ψο­τε­χνή­μα­τος που δεν έχει χά­σει σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση τη φρε­σκά­δα του».

ΑΝΤΙ ΑΠΑ­ΝΤΗ­ΣΕ­ΩΝ

Αυ­τό το ει­σα­γω­γι­κό ση­μεί­ω­μα άρ­χι­σε με τρεις ερω­τή­σεις· ερω­τή­σεις που δεν αφο­ρούν μό­νο την «πε­ρί­πτω­ση» Αγέ­στα, αλ­λά γε­νι­κό­τε­ρα το «χτί­σι­μο» και την ανα­δια­πραγ­μά­τευ­ση του όρου λο­γο­τε­χνία ανά τους αιώ­νες. Όπως το­νί­ζει ο κα­θη­γη­τής Antonio García Berrio (1994) «ένα μή­νυ­μα θε­ω­ρεί­ται ποι­η­τι­κό όταν έχει την ικα­νό­τη­τα να ανα­χθεί σε αντι­κεί­με­νο ου­σιώ­δους απο­κα­λύ­ψε­ως και βα­θιάς συ­γκί­νη­σης τέ­τοιας που να αγ­γί­ζει την πλειο­ψη­φία των αν­θρώ­πων». Τι εί­ναι όμως εκεί­νο που κά­νει ένα έρ­γο να «συν­δια­λέ­γε­ται» κα­λύ­τε­ρα από άλ­λα με την επο­χή πα­ρα­γω­γής του ή τις με­τα­γε­νέ­στε­ρες; Ο Jauss (1970) εί­ναι κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κός: «Η ιστο­ρι­κό­τη­τα της λο­γο­τε­χνί­ας δεν εξα­ντλεί­ται στη δια­δο­χή αι­σθη­τι­κών ή δο­μι­κών συ­στη­μά­των, η εξέ­λι­ξη ενός λο­γο­τε­χνι­κού έρ­γου δεν κα­θο­ρί­ζε­ται μό­νο από λο­γο­τε­χνι­κά κρι­τή­ρια αλ­λά επί­σης από τη σχέ­ση του με το γε­νι­κό­τε­ρο ιστο­ρι­κό πλαί­σιο».
Υπό το πρί­σμα, λοι­πόν, της ιστο­ρι­κό­τη­τας των λο­γο­τε­χνι­κών έρ­γων, ας προ­σπα­θή­σου­με να το­πο­θε­τη­θού­με στα τρία ερω­τή­μα­τα: Εί­ναι η Ελέ­να… ένα κλα­σι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα της ισπα­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας; Όταν οι συγ­γρα­φείς, οι κρι­τι­κοί λο­γο­τε­χνί­ας ή το ανα­γνω­στι­κό κοι­νό μι­λά­νε για ένα «κλα­σι­κό» βι­βλίο, ανα­φέ­ρο­νται συ­νή­θως σε ένα «ιε­ρό» και αδιαμ­φι­σβή­τη­το κεί­με­νο της λο­γο­τε­χνι­κής πα­ρά­δο­σης μιας γλώσ­σας. Η κα­θη­γή­τρια του Πα­νε­πι­στη­μί­ου του Γέιλ, Gisela Heffes (2005) υπο­στη­ρί­ζει ότι «θε­ω­ρεί­ται κλα­σι­κό το βι­βλίο που αντι­προ­σω­πεύ­ει ένα έθνος το οποίο (έθνος) μι­λά­ει μέ­σω εκεί­νου (του βι­βλί­ου)». Ο Borges (1941) από την πλευ­ρά του στη­ρί­ζει τό­σο την ιστο­ρι­κή διά­στα­ση των «κλα­σι­κών» έρ­γων όσο και την ικα­νό­τη­τά τους να επι­κοι­νω­νούν με το κοι­νό: «δεν εν­δια­φέ­ρει τό­σο η ου­σια­στι­κή αξία των θε­ω­ρού­με­νων κλα­σι­κών βι­βλί­ων· αυ­τό που με­τρά­ει εί­ναι το ήθος και αριθ­μός των προ­βλη­μά­των που θί­γουν».
Όσον αφο­ρά την Ελέ­να…η απά­ντη­ση εί­ναι πως δεν συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στα κλα­σι­κά έρ­γα της ισπα­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, δε­δο­μέ­νου ότι δεν μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί ως τέ­τοιο ένα έρ­γο το οποίο δεν έχει χω­ρέ­σει, όπως προ­α­να­φέ­ρα­με, σε κα­μία από τις ση­μα­ντι­κές ιστο­ρί­ες ισπα­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας. Αυ­τό το γε­γο­νός δεν εμπε­ριέ­χει βέ­βαια ένα σχό­λιο για την αξία του βι­βλί­ου αυ­τού, μιας και πι­στεύω ξε­κά­θα­ρα, όπως και η Οbiol, ότι ανή­κει στα κο­ρυ­φαία έρ­γα της ισπα­νι­κής πε­ζο­γρα­φί­ας του 20ού αιώ­να. Θα τολ­μού­σα, δη­λα­δή, να το κα­τα­τά­ξω δί­πλα στην Κα­τα­χνιά (1914) του Ου­να­μού­νο, τον Tirano Banderas (1926) του Μπά­γε-Ιν­κλάν, την Οι­κο­γέ­νεια του Πα­σκουάλ Ντουάρ­τε και την Κυ­ψέ­λη του Κα­μί­λο Χο­σέ Θέ­λα, το El Jarama του Σάν­τσεθ-Φερ­λό­σιο, την Επο­χή της σιω­πής (1962) του Λουίς Μαρ­τίν-Σά­ντος –του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος που σύμ­φω­να με τους κρι­τι­κούς σή­μα­νε το τέ­λος του κοι­νω­νι­κού ρε­α­λι­σμού της δε­κα­ε­τί­ας του ’50 και το πέ­ρα­σμα στον πει­ρα­μα­τι­σμό, το ρεύ­μα που κυ­ριάρ­χη­σε τη δε­κα­ε­τία του ’60– το Πέ­ντε ώρες με τον Μά­ριο (1966) του Μι­γκέλ Ντε­λί­μπες ή το Η αλή­θεια για την Υπό­θε­ση Σα­βόλ­τα (1975) του Εδουάρ­δο Με­ντό­θα. Η μό­νη δια­φο­ρά εί­ναι ότι αυ­τά τα βι­βλία με τον ένα ή τον άλ­λο τρό­πο εξέ­φρα­σαν με τρό­πο κα­τα­λυ­τι­κό το κλί­μα της επο­χής τους, επη­ρέ­α­σαν την πο­ρεία της ισπα­νι­κής πε­ζο­γρα­φί­ας και δια­μόρ­φω­σαν σχο­λές· η Ελέ­να… αντί­θε­τα δεν βρή­κε ού­τε μι­μη­τές, ού­τε συ­νε­χι­στές, ενώ αγνό­η­σε πα­ντε­λώς το ζο­φε­ρό κλί­μα της επο­χής στο πλαί­σιο της οποί­ας γρά­φτη­κε.
Έχει πε­ρά­σει σχε­δόν ένα τέ­ταρ­το του αιώ­να από τό­τε που ο Harold Bloom δη­μο­σί­ευ­σε το πε­ρί­φη­μο και επί­μα­χο The Western canon: the books and school of the ages (1994), βι­βλίο στο οποίο πα­ρου­σί­α­ζε τους συγ­γρα­φείς που, σύμ­φω­να με την άπο­ψή του, απαρ­τί­ζουν τον κα­νό­να της πα­γκό­σμιας λο­γο­τε­χνί­ας και, συγ­χρό­νως, στρε­φό­ταν ενά­ντια στις πο­λι­τι­σμι­κές σπου­δές που από τη δε­κα­ε­τία του ’70 στις ΗΠΑ προ­σπά­θη­σαν να πε­ριο­ρί­σουν την αξία των έρ­γων του Δυ­τι­κού πο­λι­τι­σμού και να προ­βά­λουν τα έρ­γα κά­ποιων ξε­χα­σμέ­νων και πε­ρι­φε­ρεια­κών, αν όχι πε­ρι­θω­ρια­κών, λο­γο­τε­χνιών. Αυ­τή η προ­σπά­θεια του Bloom βρή­κε πολ­λούς υπο­στη­ρι­κτές αλ­λά και πολ­λούς πο­λέ­μιους που τον κα­τη­γο­ρούν για συ­ντη­ρη­τι­σμό και έπαρ­ση. Πώς, όμως εντάσ­σε­ται ή, ακό­μα κα­λύ­τε­ρα, ποιοι εί­ναι οι αρ­μό­διοι για την έντα­ξη ενός συγ­γρα­φέα στον πα­γκό­σμιο ή σε έναν εθνι­κό λο­γο­τε­χνι­κό κα­νό­να; Στην ου­σία, όπως το­νί­ζει ο Ισπα­νός θε­ω­ρη­τι­κός της λο­γο­τε­χνί­ας Pozuelo Yvancos (1996), τα ερω­τή­μα­τα που κα­λεί­ται να απα­ντή­σει οποια­δή­πο­τε συ­ζή­τη­ση πε­ρί λο­γο­τε­χνι­κού κα­νό­να εί­ναι, «το τι δι­δά­σκε­ται στη δευ­τε­ρο­βάθ­μια εκ­παί­δευ­ση και στο Πα­νε­πι­στή­μιο ως λο­γο­τε­χνία; Τι πρέ­πει να κά­νου­με για να πα­ρα­μεί­νει ζω­ντα­νή η λο­γο­τε­χνία στην επο­χή μας; Πώς μπο­ρού­με να συν­θέ­σου­με ιδε­ο­λο­γία και αι­σθη­τι­κή; και τι εί­ναι πα­ρά­δο­ση;». Φυ­σι­κά η απά­ντη­ση σε όλα αυ­τά τα θε­με­λιώ­δη ερω­τή­μα­τα υπερ­βαί­νει τα όρια αυ­τού του κει­μέ­νου. Να θυ­μί­σου­με μό­νο ότι η κα­τάρ­τι­ση ενός λο­γο­τε­χνι­κού κα­νό­να, ενός εν πολ­λοίς αυ­θαί­ρε­του και ετε­ρο­γε­νούς κα­τα­λό­γου με τα έρ­γα που θε­ω­ρού­νται πο­λύ­τι­μα και άρα άξια με­λέ­της και σχο­λια­σμού, εί­τε αυ­τός εί­ναι πα­γκό­σμιος, εί­τε του Δυ­τι­κού Πο­λι­τι­σμού εί­τε μιας εθνι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, εί­ναι προ­ϊ­όν μιας αέ­ναης δια­μά­χης ιστο­ρι­κών και κρι­τι­κών λο­γο­τε­χνί­ας, πα­νε­πι­στη­μια­κών δα­σκά­λων, εκ­δο­τών και, δευ­τε­ρευό­ντως, του ανα­γνω­στι­κού κοι­νού και σε αυ­τή τη δια­δι­κα­σία «κά­θε ρεύ­μα, ομά­δα συμ­φε­ρό­ντων ή πα­νε­πι­στη­μια­κή Σχο­λή υπε­ρα­σπί­ζε­ται τη δι­κιά της θέ­ση σε σχέ­ση με τον κα­νό­να και ταυ­τό­χρο­να υπε­ρα­σπί­ζε­ται την πο­λι­τι­κή και ιδε­ο­λο­γι­κή στά­ση της μέ­σα στον κα­νό­να της λο­γο­τε­χνι­κής κρι­τι­κής και τα κέρ­δη (πραγ­μα­τι­κά ή συμ­βο­λι­κά) που παίρ­νει από αυ­τή», (Heffes, 2005).
Από αυ­τή την άπο­ψη, ο Αγέ­στα και, κα­τ’ επέ­κτα­ση το έρ­γο του, εί­χε την ατυ­χία να πέ­σει θύ­μα μιας τρι­πλής λο­γο­κρι­σί­ας και απο­μό­νω­σης: κα­τ’ αρ­χάς από το φραν­κι­κό κρά­τος, όταν άρ­χι­σε να απο­μα­κρύ­νε­ται από τις θέ­σεις του κα­θε­στώ­τος, στη συ­νέ­χεια από το ίδιο το συγ­γρα­φι­κό κα­τε­στη­μέ­νο με το οποίο ο Αγέ­στα ου­δέ­πο­τε συ­νο­δοι­πό­ρη­σε (ήταν λυ­ρι­κός και πρω­το­πό­ρος όταν κυ­ριαρ­χού­σε ο κοι­νω­νι­κός ρε­α­λι­σμός και ωμός ρε­α­λι­στής όταν ήταν της μό­δας ο πει­ρα­μα­τι­σμός) και τέ­λος από τον ίδιο του τον εαυ­τό. Πολ­λοί, όπως ο Pedro de Miguel (2001), απο­δί­δουν αυ­τή τη σιω­πή «στην τρο­με­ρή διά­θε­ση για ζωή που εί­χε και στην πε­ρι­πε­τειώ­δη ζωή που έζη­σε, λό­γω επαγ­γέλ­μα­τος, ανά τον πλα­νή­τη», άλ­λοι στην πί­κρα του από τη φί­μω­ση που του επέ­βα­λε η φραν­κι­κή λο­γο­κρι­σία και άλ­λοι στο φό­βο του μή­πως τυ­χόν και δεν μπο­ρέ­σει να επα­να­λά­βει την αρ­χι­κή επι­τυ­χία. Όπως και να έχει το πράγ­μα, ο Χ.Α. δεν προ­σπά­θη­σε πο­τέ ού­τε να εξαρ­γυ­ρώ­σει ού­τε να δώ­σει συ­νέ­χεια στην όποια επι­τυ­χία γνώ­ρι­σε αρ­χι­κά, και πά­ντα σε ένα πε­ριο­ρι­σμέ­νο κύ­κλο ανα­γνω­στών, η Ελέ­να….
Αυ­τός εί­ναι ο κύ­ριος λό­γος του εξο­στρα­κι­σμού του από τον ισπα­νι­κό λο­γο­τε­χνι­κό κα­νό­να και όχι, νο­μί­ζω, η αρ­χι­κή προ­σκόλ­λη­σή του στις αρ­χές της Falange για­τί αυ­τό, που μπο­ρεί κά­πο­τε να απο­τε­λού­σε όνει­δος για έναν συγ­γρα­φέα, δεν έχει πλέ­ον κα­μία βα­ρύ­τη­τα στη ση­με­ρι­νή Ισπα­νία (μην ξε­χνά­με ότι και ο Σάν­τσεθ Φερ­λό­σιο ανή­κε, όταν ήταν νέ­ος, στην ίδια πα­ρά­τα­ξη και πα­ρ’ όλα αυ­τά του απο­νε­μή­θη­κε, το 2004, το Βρα­βείο Cervantes, το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο λο­γο­τε­χνι­κό βρα­βείο της χώ­ρας). Αλ­λά ού­τε και το μι­κρό σε έκτα­ση έρ­γο του φαί­νε­ται να εί­ναι επαρ­κής δι­καιο­λο­γία, για­τί, για πα­ρά­δειγ­μα, και ο Μαρ­τίν-Σά­ντος μό­λις ένα μυ­θι­στό­ρη­μα πρό­λα­βε να γρά­ψει, πριν βρει τρα­γι­κό θά­να­το σε αυ­το­κι­νη­τι­στι­κό δυ­στύ­χη­μα, και όμως, πα­ρ’ όλα αυ­τά, θε­ω­ρεί­ται συγ­γρα­φέ­ας-κλει­δί στην εξέ­λι­ξη της ισπα­νι­κής πε­ζο­γρα­φί­ας. Η μό­νη πα­ρη­γο­ριά που μέ­νει στους θαυ­μα­στές του έρ­γου του Αγέ­στα εί­ναι το γε­γο­νός ότι οι λο­γο­τε­χνι­κοί κα­νό­νες εί­ναι σαν τη ζωή: βρί­θουν εκ­πλή­ξε­ων και ανα­τρο­πών.
Όσο για το τι εί­ναι αυ­τό που δια­τη­ρεί «ζω­ντα­νό» έναν συγ­γρα­φέα στη μνή­μη των ανα­γνω­στών, η απά­ντη­ση εί­ναι απλή: οι ίδιοι οι ανα­γνώ­στες και η συ­γκί­νη­ση που τους προ­κα­λεί ένα έρ­γο ή για να το πού­με με λό­για του απα­ρά­μιλ­λου Borges (1941), η δό­ξα ενός ποι­η­τή εξαρ­τά­ται από «τη διέ­γερ­ση ή την απά­θεια που προ­κα­λεί το έρ­γο του στις δια­δο­χι­κές γε­νε­ές ανώ­νυ­μων αν­θρώ­πων που το δια­βά­ζουν στη μο­να­ξιά των βι­βλιο­θη­κών τους». Υπ’ αυ­τή την έν­νοια εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ότι ακό­μα και στις μέ­ρες μας υπάρ­χουν ανα­γνώ­στες που συ­ζη­τούν και πα­θιά­ζο­νται σε συ­νέ­δρια και στο δια­δί­κτυο για την Ελέ­να… Μά­λι­στα θα μπο­ρού­σε κα­νείς να πει ότι σε αυ­τό τον το­μέα έχει στα­θεί τυ­χε­ρός ο Αγέ­στα για­τί σε μια επο­χή όπου στην Ισπα­νία εί­ναι δύ­σκο­λο να βρε­θεί στα βι­βλιο­πω­λεία ακό­μα και ένα βι­βλίο της πε­ρα­σμέ­νης χρο­νιάς –αν δεν εί­ναι ευ­πώ­λη­το– τα δι­κά του έρ­γα, εξαι­ρου­μέ­νων των θε­α­τρι­κών, κυ­κλο­φο­ρούν σε συ­νε­χείς επα­νεκ­δό­σεις, χά­ρη κυ­ρί­ως στο με­ρά­κι των δύο αν­θρώ­πων που ήδη ανα­φέ­ρα­με, του φι­λο­λό­γου Antonio Pau και του εκ­δό­τη Jaume Vallcorba.
Ο Χου­λιάν Αγέ­στα επέ­λε­ξε, για τους λό­γους που ανα­λύ­σα­με ή για άλ­λους που αγνο­ού­με, να μεί­νει στην ιστο­ρία ως ο δη­μιουρ­γός ενός και μο­να­δι­κού έρ­γου. Αυ­τή, σε μια κοι­νω­νία που θα αξιο­λο­γού­σε μό­νο με ποιο­τι­κά κρι­τή­ρια, θα ήταν μια σχε­δόν αδιά­φο­ρη πα­ρά­με­τρος· στην κοι­νω­νία μας όμως, που οι συγ­γρα­φείς φλυα­ρούν σχε­δόν από υπο­χρέ­ω­ση για να εί­ναι πα­ρό­ντες στις προ­θή­κες των βι­βλιο­πω­λεί­ων, απο­τε­λεί μάλ­λον ένα στίγ­μα. Και όμως, πολ­λοί θα αντάλ­λασ­σαν ευ­χα­ρί­στως εκα­το­ντά­δες από τις σε­λί­δες τους με κά­ποιες αρά­δες της Ελέ­να… ή με αυ­τούς τους υπέ­ρο­χους στί­χους του τε­λευ­ταί­ου ποι­ή­μα­τος του Αγέ­στα που μοιά­ζουν να απο­χαι­ρε­τούν τους δύο ερα­στές:

Θά­λασ­σες πα­νάρ­χαιες με χρώ­μα γνώ­ρι­μο
δια­σχί­ζουν το από­γευ­μα. Μι­σό­φω­το της λη­σμο­νιάς
επι­στρέ­φει αρ­γά. Αό­ρα­τα σμή­νη
κα­τευ­θύ­νο­νται στο Νό­το μέ­σα στην ομί­χλη, και αγα­πη­μέ­νες
πα­ρα­λί­ες δί­χως φω­νή και δει­λι­νό, μο­να­χι­κές,
κα­λύ­πτουν με γκρί­ζο το πά­θος των κυ­μά­των.



________________________

Ολό­κλη­ρη η Ελέ­να  ή H θά­λασ­σα του κα­λο­και­ριού σε με­τά­φρα­ση του Κων­στα­ντί­νου Πα­λαιο­λό­γου,
θα δη­μο­σιευ­θεί σε τρεις συ­νέ­χειες από το επό­με­νο τεύ­χος
_________________________



ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ

Arana Caballero, Rocío. «Los cuentos de Julián Ayesta, un outsider recuperado» στο Eva Álvarez Ramos, María Martínez Deyros και Leyre Alejaldre Biel El cuento Hispánico. Nuevas miradas críticas y aplicaciones didácticas, Agilice Digital, Ισπα­νία 2016.
Bloom, Harold. The Western canon: the books and school of the ages, Harcourt, Νέα Υόρ­κη 1994.
Borges, Jorge Luis. «Sobre los clásicos», Revista Sur, τχ. 85, Οκτώ­βριος 1941.
Castanedo, Fernando. «Harold Bloom: En el mundo anglosajón, el estudio serio de la literatura ha muerto», www.​tra​zegn​ies.​arrakis.​es , 23-5-2002.
Escobar, Julia. «Poco cuento», www.​revista.​lib​erta​ddig​ital.​com, 25-5-2001.
García Berrio, Antonio. Teoría de la literatura, Cátedra, Μα­δρί­τη 1994.
Gullón, Ricardo. La novela española contemporánea, Alianza, Μα­δρί­τη 1994.
Heffes, Gisela. «Gabriel García Márquez y la crítica o la construcción de un clásico», www.​lehman.​cuny.​edu, 13-9-2005
Isern, Joan Josep. «Julián Ayesta o de quan ens visita l’àngel», Avui, 3-5-2001.
Jauss, Hans Robert. (1970) La literatura como provocación, Península, Βαρ­κε­λώ­νη 1976.
Llavina, Jordi. «Era verano», εφ. La Vanguardia, 7-7-2000.
Marina, Alicia. «La calidez del clásico», El Periódico de Catalunya, 7-5-2000.
Menéndez Peláez, Jesús και άλ­λοι. Historia de la literatura española, Everest, Λε­όν 2005.
Miguel, Pedro de. «Siempre Elena», www.​elm​undo​libr​o.​com, 7-9-2001.
Morán, Gregorio. «Un buen escritor de un solo libro», εφ. La Vanguardia, 6-7-1996.
Obiol, José María. «En Estado de Gracia», Babelia, εφ. El País, 3-6-2000.
Obiol, José María. «El Autor como Sujeto», Babelia, εφ. El País, 31-3-2001.
Pau, Antonio. «Una playa sin huellas, un cuadro de Dufy» στο Julián Ayesta Dibujos y poemas, Editorial Trotta, Μα­δρί­τη 2003.
Pedraza Jiménez, Felipe B. και Rodríguez Cáceres, Milagros. Las épocas de la literatura española, Ariel, Βαρ­κε­λώ­νη 1997.
Perucho, Juan. «Nos dejó Julián Ayesta», εφ. La Vanguardia, 18-2-2002.
Pozuelo Yvancos, José María. «Canon: estética y pedagogía», Ínsula, τχ. 600, 1996.
Puigdevall, Ponç. «L’eufòria sentimental», εφ. Presència, 2-7-2000.
Ruiz, Ricard. «Luz de sol en la posguerra», εφ. La Razón, 7-4-2000.
Sánchez Arnosi, Milagros. «O Ορ­τε­λά­νο και η Γε­νιά του ’50», μτφ. Νί­να Αγ­γε­λί­δου, Η λέ­ξη, τχ. 180, Απρί­λιος- Ιού­νιος 2004.
Sanz Villanueva, Santos. Historia de la literatura española 6/2, Ariel, Βαρ­κε­λώ­νη 1994.
Για­μα­θά­ρες, Χού­λιο. Η τέ­χνη του ψεύ­δε­σθαι, μτφ. Κων­στα­ντί­νος Πα­λαιο­λό­γος, Instituto Cervantes, Αθή­να 2002.
Πα­λαιο­λό­γος, Κων­στα­ντί­νος. «Από την Κυ­ψέ­λη στην Επο­χή της σιω­πής», Η λέ­ξη, τχ. 180, Απρί­λιος- Ιού­νιος 2004.





ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: