___________________
Σύντομα βιογραφικά και προβληματική μιας νεόκοπης έννοιας
__________________
Ήδη από το 2010 σχεδόν, έτος επίσης εισόδου της Ελλάδας στη δίνη της κρίσης και αρχή μιας δεκαετίας που μας έμαθε να σκεφτόμαστε την κρίση πληθυντικά (από οικονομική-πολιτική-κοινωνική μέχρι πολιτισμική, ακόμα προσφυγική, οικολογική, προσφάτως υγειονομική) κι ως κατακαθισμένη παρά προσωρινή κατάσταση πια,[1] πλάι σε αναλύσεις κάθε είδους που πύκνωναν με τα χρόνια, ένα αίτημα καλλιτεχνικής ανταπόκρισης, αισθητικής κωδικοποίησης της νέας πραγματικότητας, ήρθε να προστεθεί με τη διαδικασία του κατ’ επείγοντος. Στον κριτικό, κυρίως, λόγο περί των λογοτεχνικών «απαντήσεων» στη (συ)ζήτηση αυτή και, γενικότερα, στις υπό το πρίσμα της κρίσης κριτικές προσεγγίσεις της σχετικής παραγωγής, η έννοια που κυριάρχησε σαν κοινός τόπος και σχεδόν ταυτίστηκε με το πεδίο είναι εκείνη της «λογοτεχνίας της κρίσης». Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης διερεύνησης των τρόπων με τους οποίους η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία δεξιώνεται την παντοειδή κρίση, κι εκκινώντας από τα μεθοδολογικά προαπαιτούμενα της εξέτασης αυτής, το παρόν κείμενο εστιάζει στην εν λόγω έννοια, η οποία, θα επιχειρήσω να δείξω, αν και «τείνει πλέον να καθιερωθεί ως ιστορικογραμματολογική κατηγορία» (Βαγγελοκώστας 2021, 63), μάλλον εξέτρεψε παρά προήγαγε τη συζήτηση.
Η έννοια της «λογοτεχνίας της κρίσης» εισβάλλει αθόρυβα κι εξαπλώνεται ραγδαία στο μεταγλωσσικό σώμα από νωρίς (2010 κ.ε.) ως συμβατική λύση στην ανάγκη να σχηματοποιηθεί η αλλαγή που συντελείται στον λογοτεχνικό χάρτη.[2] Ωστόσο, καθώς πυκνώνει κι επεκτείνεται η χρήση της (σε εφημερίδες, ιστότοπους, λογοτεχνικά περιοδικά, συνέδρια κ.λπ.), εμφανίζεται όλο και πιο συχνά εσώκλειστη σε εισαγωγικά ή/και συνοδεία επιφυλακτικών προσδιορισμών («η λεγόμενη», «η αποκαλούμενη»), προδίδοντας μια γενικότερη ανασφάλεια σχετικά με το ακριβές σημασιολογικό της περιεχόμενο.[3] Η αβεβαιότητα αυτή προκύπτει, σε έναν πρώτο τουλάχιστον βαθμό, από την ίδια τη γλωσσική κατασκευή της: Για τι γίνεται λόγος εδώ; Για τη λογοτεχνία που γράφεται με αφορμή και για την κρίση ή για τη λογοτεχνία που γράφεται την περίοδο της κρίσης; Παρόλο που στα περισσότερα κείμενα υπονοείται, εν απουσία θεωρητικής επεξεργασίας, η πρώτη ή περίπου η πρώτη σημασία (ως αυτονόητη ή σαν από ένστικτο), και παρά τις επιγραμματικές έστω εξηγήσεις όσων τη χρησιμοποιούν εν γνώσει του ρευστού της χαρακτήρα,[4] δεν αποφεύχθηκαν οι λοξοδρομήσεις· η απευθείας σύνδεση της έννοιας με την «κρίση», με ένα εξωλογοτεχνικό, δηλαδή, σημείο που παραμένει σε καθεστώς ιστορικής εκκρεμότητας, ενίσχυσε τη σύγχυση.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προς επίρρωση: Σε άρθρο του σε σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού Διαβάζω, ο Λευτέρης Καλοσπύρος (2012) ανέδειξε σε λογοτεχνικούς προφήτες της κρίσης τέσσερις (ενδεικτικά) συγγραφείς που κατέγραψαν προδρομικά τις αιτίες της, σε ένα χρονικό άνυσμα «που ξεκινάει από τον μεσοπόλεμο και καταλήγει στο “βρόμικο ’89”».[5] Υποσημειώνοντας τη βιβλιογραφική αυτή οφειλή, η Αλεξάνδρα Γερακίνη (2017) θα ενσωματώσει στη διπλωματική της εργασία μια «γενεαλογία της πεζογραφίας της κρίσης», ξεκινώντας, στα χνάρια του Καλοσπύρου, από το Τέλος της μικρής μας πόλης του Δημήτρη Χατζή (1963) και φτάνοντας μέχρι την Άκρα Ταπείνωση της Ρέας Γαλανάκη (2015). Επόμενος κρίκος στην αλυσίδα, η Αναστασία Γρηγοράτου στη δική της εισαγωγή για την «“επονομαζόμενη” λογοτεχνία της κρίσης», ενώ ακολουθεί πιστά τον Καλοσπύρο ως προς τα προανακρούσματά της, τα περιορίζει ταυτόχρονα στη μεταπολιτευτική περίοδο αναφέροντας ως ημερομηνία πρώτης έκδοσης του Τέλους της μικρής μας πόλης το 1979 (Γρηγοράτου 2019, 13-14)· και μπορεί η πέμπτη αυτή έκδοση ως ξανακοιταγμένη από τον συγγραφέα να θεωρείται οριστική, δε δύναται ωστόσο να αποτελεί κριτήριο ώστε διηγήματα δουλεμένα μεταξύ 1950 και 1963 (οπότε και η πρώτη πλήρης έκδοση) να ταξινομούνται γραμματολογικά στη μετά το 1974 ιστορική συνθήκη. Αυτό που νομίζω, όμως, ξενίζει περισσότερο εδώ (και ξένισε ίσως και τη Γρηγοράτου) είναι η εξαρχής αναγωγή των αιτιών της κρίσης ώς τα χρόνια του Μεσοπολέμου μέσω του Χατζή· όπως εύλογα το θέτει η Μαρία Νικολοπούλου (2020, 366):
Νομίζω όμως ότι δεν είναι πολύ πειστικό να θεωρούμε ότι μια συλλογή διηγημάτων γραμμένη στην υπερορία τη δεκαετία του 1950 προέβλεψε την κρίση του ύστερου καπιταλισμού, ή ότι η κρίση σχετίζεται μόνο με το μικροαστικό όνειρο του πλουτισμού.
Οι διαφορετικές ερμηνευτικές επαφές με την καυτή ακόμη επιφάνεια της κρίσης (η κρίση ως ελληνική περίπτωση ή/και ως σύμπτωμα της ευρύτερης ευρωπαϊκής και παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης;) επηρεάζουν αναπόφευκτα και απειλούν να επικαθορίσουν το κριτικό βλέμμα, ενώ η «λογοτεχνία της κρίσης» κινδυνεύει να γίνει αντιληπτή όχι τόσο σαν μια (πρόσφατη) τάση εντός της συνολικής παραγωγής όσο σαν ένα ξεχωριστό (υπο)είδος που διαλέγεται με την εκάστοτε κρίση·[6] κι αυτός ο λανθάνων κίνδυνος οφείλεται και στην ασάφεια που κυλά στις φλέβες της ίδιας της έννοιας.
Επιπρόσθετα, ειδικά «η ποίηση της κρίσης» φαίνεται πως εξελίχθηκε σε «σήμα κατατεθέν» της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, όπως ακουμπά στις προσδοκίες μέρους του δυτικού φαντασιακού για άμεση καλλιτεχνική θε(α)ματοποίηση της νέας πραγματικότητας. Από μια, κατά κύριο λόγο, σειρά ανθολογιών που κυκλοφόρησαν εκτός συνόρων με κοινό θεματικό άξονα –τι άλλο;– την πανταχού παρούσα κρίση,[7] είναι ιδίως τα Μέτρα λιτότητας. Η νέα ελληνική ποίηση (Austerity measures. The new Greek poetry), που επιμελήθηκε η Karen Van Dyck κι εκδόθηκαν κατά σειρά στην Αγγλία (Penguin, 2016), στις ΗΠΑ (The New York Review of Books, 2017) και τελικά στην Ελλάδα (Άγρα 2017, με τον γενικό υπότιτλο Ανθολογία ποίησης), η ανθολογία εκείνη που πυροδότησε και σχεδόν μονοπώλησε τη συζήτηση: Με σημαντική προβολή κι ενθουσιώδη υποδοχή στο εξωτερικό (London Hellenic Prize [2016], βιβλίο του μήνα για την Guardian [Δεκέμβριος 2016] και της χρονιάς για τη New Statesman [2016]), βρέθηκε στο στόχαστρο της εγχώριας κριτικής, ελεγχόμενη όχι τόσο για την αισθητική της αξία όσο για τη διαφαινόμενη πολιτιστική εμπορευματοποίηση της «ελληνικής κρίσης», τη στενά πολιτική πλαισίωση ποιημάτων και αναγνωστικών προσδοκιών, τη μεθοδολογική προσέγγιση της Van Dyck.[8] Αυτή η αξιοσημείωτη διαφορά θερμοκρασίας στην εντός κι εκτός πρόσληψή της συνέβαλε στη στροφή τής προσοχής σε ορισμένα θεμελιώδη θεωρητικά ζητήματα που εγείρονταν όλο και πιο συχνά από κάθε μεριά του καλλιτεχνικού φάσματος και μπορούν να συνοψιστούν στα εξής: το ζήτημα της εκπροσώπησης/διαμεσολάβησης, το θέμα της αναπαράστασης, το ζήτημα της διαπλοκής με την πολιτική.[9]
Η συγκεκριμένη, λοιπόν, πιο πρόσφατη αντίδραση της πανεπιστημιακής πρωτίστως, αυτή τη φορά, κριτικής αφορά ρητά ή υπόρρητα και την καθαυτή έννοια της «λογοτεχνίας της κρίσης»,[10] κατ’ αντιστοιχία σχεδόν με τον προβληματισμό που αναπτύχθηκε στο κινηματογραφικό πεδίο για την επικράτηση του όρου «Greek weird wave» (ελληνικό «αλλόκοτο» κύμα).[11] Αντλώντας από τους εκεί λόγους:
[...] η άκριτη αποδοχή και ανακύκλωση τόσο στον ξένο όσο και στον εγχώριο Τύπο μιας ετικέτας που εξωτικοποιεί το ελληνικό σινεμά ως Άλλο εθνικό σινεμά είναι προβληματική. Ο λόγος περί «weird» (αλλόκοτου/παράξενου) περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν διαχέεται στις ταινίες, επηρεάζοντας τόσο το ύφος τους όσο και την πρόσληψη της αισθητικής τους. (Kourelou, Liz & Vidal 2014, 141)
Τα προβλήματα με τον όρο είναι ξεκάθαρα: Οι πιο εμβληματικές ταινίες του Greek Weird Wave σχεδιάστηκαν (και μερικές μάλιστα γυρίστηκαν) προτού γίνει πλήρως εμφανής η ελληνική κρίση· το «weird» φαίνεται να ταιριάζει σε και να περιγράφει ορισμένες μόνο ταινίες [...]· καθαυτή η λέξη «weird» δίνει την εντύπωση μιας κάπως πατρονιστικής, ακόμα και οριενταλιστικής, πλαισίωσης [...]. (Papanikolaou 2021, 5)
Αν και μιλάμε προφανώς για ανόμοια μεγέθη και για έναν όρο που αναφέρεται σε μια μάλλον εντελώς διαφορετική στους τρόπους της τάση, το σχήμα μπορεί να προσαρμοστεί και, ελλείψει ανάλογου διαλόγου, να φωτίσει πλάγια τα προβλήματα της έννοιας «λογοτεχνία της κρίσης».
Τίθεται αρχικά λοιπόν, όπως προαναφέρθηκε, ιδίως στην ποίηση και στην επικοινωνία με το ξένο κοινό, το ερώτημα της μεσολάβησης του εθνικού στοιχείου.[12] Ένα σημαντικό κομμάτι, επιπλέον, της «λογοτεχνίας της κρίσης» γράφτηκε (και πρωτοδημοσιεύτηκε ακόμα) πριν η κρίση γίνει εντελώς ορατή – αρκετά από τα ποιήματα που ανθολογούνται στα Μέτρα λιτότητας λ.χ., τα διηγήματα του Κάτι θα γίνει, θα δεις (2010) του Χρήστου Οικονόμου κ.ά. Έπειτα, και η εν λόγω έννοια δείχνει να αγκαλιάζει μόνο μερικά βιβλία· σε αντίθεση, όμως, με τον κινηματογράφο όπου ο υφολογικός περιορισμός του «αλλόκοτου» αποκλείει τα αμιγώς νατουραλιστικά και πρωτοβάθμια ρεαλιστικά φιλμ, στη «λογοτεχνία της κρίσης» μοιάζει να χωρούν αποκλειστικά κείμενα ευθείας αναφοράς, με την όποια επινοητικότητα να χαιρετίζεται ως υπέρβασή της.[13] Τέλος, και ως εκ τούτου, τα κριτήρια ένταξης στη συγκεκριμένη τάση είναι εν πολλοίς διάτρητα και, φυσικά, άμεσα εξαρτώμενα από τον τρόπο με τον οποίο καθένας/μιά την αντιλαμβάνεται: Πώς στοιχειοθετείται η συσχέτιση με την κρίση; Πέρα από τις εύκολα ανιχνεύσιμες ρητές αναφορές, με ποιον τρόπο θα διαχειριστούμε τις έμμεσες προβολές, τις αναλογίες και τις αντηχήσεις; Πού θα εντάξουμε βιβλία όπως το Έλα να πούμε ψέματα (2014) της Μάρως Δούκα όπου η αφήγηση μοιράζεται μεταξύ Εμφυλίου και κρίσης ή την Άγρια Ακρόπολη (2013) του Νίκου Α. Μάντη με χρόνο αναφοράς το 2159 μ.Χ. αλλά έντονη την ηχώ του 2010;[14] Και τι θα κάνουμε με τα υβριδικά κείμενα – το χρονικό-δοκίμιο περιπλάνησης με φωτογραφίες του συγγραφέα του Χρήστου Χρυσόπουλου Φακός στο στόμα. Ένα χρονικό για την Αθήνα (2012), τις μαρτυρίες ανέργων που διαλέγει κι εκδίδει από το διαδικτυακό του πρότζεκτ «imerologioanergou.gr» στην ομώνυμη ανθολογία (Το ημερολόγιο ενός άνεργου. 155+1 αληθινές ιστορίες, 2014) ο Χριστόφορος Κάσδαγλης, κ.ά.; Εμπίπτουν ή όχι, για να στραφούμε και στον έτερο όρο του ονόματος, στη «λογοτεχνία της κρίσης»;[15]
Η απροσδιοριστία της έννοιας χωρά πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις· όσοι/ες την υιοθετούν προσπαθούν να κινηθούν στο κέντρο τής διελκυστίνδας μεταξύ του κινδύνου να την αναγάγουν στο σύνολο της παραγωγής και του να την περιορίσουν αυστηρά στα προφανή. Δεν είναι πάντα εύκολο. Όταν, δε, στην κίνησή της σε θεωρητικές τροχιές τείνει να φορτιστεί a priori αρνητικά, ταυτιζόμενη ουσιαστικά με το πρόβλημα της αναπαράστασης, δεν απέχει πολύ από το να αντιμετωπιστεί ως αξιολογικό όριο («τα καλά βιβλία υπερβαίνουν τέτοιες γραμματολογικές κατασκευές») και, κάπως έτσι, να κηρυχθεί ο εν τω γεννάσθαι θάνατός της.[16]
Κι εμείς πώς θα αντιδράσουμε στο άκουσμα από τις πένθιμες φιλολογικές καμπάνες; Δε θα πρέπει, νομίζω, να βιαστούμε να μαυροφορεθούμε· απουσία εναλλακτικής και «για να μπορούμε να συνεννοούμαστε» η χρήση της έννοιας δε θα εγκαταλειφθεί μάλλον τόσο απλά. Ο φόβος είναι να μη συμπαρασύρει στην απαξίωσή της και το πεδίο αναφοράς συλλήβδην, δηλαδή τα ίδια τα κείμενα που αποτελούν και το ζητούμενο. Στην προκύπτουσα ανάγκη να αντισταθούμε στον διανοητικό εφησυχασμό όπως εμπεδώνεται από την απροβλημάτιστη διάδοσή της, και συνυπολογίζοντας τα δεδομένα από αυτή τη σύντομη διαδρομή μας, δύο λύσεις μού φαίνονται πιθανές: είτε κάθε φορά να (επαν)εννοιολογούμε είτε να αντιπροτείνουμε ένα όσο το δυνατό πιο συμπαγές μεθοδολογικό σχήμα στα μέτρα των εκάστοτε ερευνητικών ερωτημάτων. Επιλέγοντας τη δεύτερη οδό, στην υπό δημοσίευση στο καταθετήριο του ΑΠΘ μεταπτυχιακή διπλωματική μου εργασία (2022) αντι-προτείνεται ένα μεθοδολογικό σχήμα γύρω από το άξονα του «πολιτικού» (le politique), όπως επιχειρείται μια πρώτη ερμηνευτική πραγμάτευση της σχέσης πεζογραφίας και κρίσης, σε ανοιχτό πάντα διάλογο και με ευρύτερα συλλογικά εγχειρήματα των τελευταίων ετών, που διευρύνουν σημαντικά, από μια πολιτισμική καταρχήν σκοπιά, την έρευνα (Tziovas 2017· Boletsi, Houwen & Minnaard 2020).[17]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αγγελής, Δ. (2022, Ιούλιος 30). Ένα θέμα με πολλές παρενθέσεις. Ο Αναγνώστης.
Αθανασίου, Α. (2012). Η κρίση ως «κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Σαββάλας.
Ακριτίδου, Μ. (2020). Η γενεαλόγηση της «κρίσης» και το άχθος του παρελθόντος: για την ποιητική της μη άφιξης στην Αναχώρηση του Νίκου Θέμελη. Στο Β. Σαμπατακάκης (επιμ.), Ο ελληνικός κόσμος σε περιόδους κρίσης και ανάκαμψης, 1204-2018. Πρακτικά ΣΤ΄ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών. Λουντ, 4-7 Οκτωβρίου 2018 (τ. Β΄, σ. 29-48). Αθήνα: ΕΕΝΣ.
Βαγγελοκώστας, Γ. (2021). Διαμεσικές αποτυπώσεις της «κρίσης μέσα στην κρίση»: Από τον κριτικό ρεαλισμό της Βικτωρίας στον (αυτο)εξωτισμό της Amerika Square. Στο Λογοτεχνία και αγωνίες του παρόντος (Αφιέρ). Δια-κείμενα / Inter-textes, 21, 63-73.
Βούλγαρης, Κ. (2016, Οκτώβριος 9). Όταν η κρίση πουλάει ποιήματα... Η Αυγή.
Boletsi, M., Houwen, J. & Minnaard, L. (Επιμ.). (2020). Languages of resistance, transformation, and futurity in Mediterranean crisis-scapes. From crisis to critique. Καμ: Palgrave Macmillan.
Γαραντούδης, Ε. (2018, Απρίλιος). Η ελληνική ποίηση στον καιρό του Varoufakis με τον τρόπο της Van Dyck. The Athens Review of Books, 94, 20-22.
Γερακίνη, Α. (2017). Η γενεαλογία της πεζογραφίας της κρίσης. Στο Η ίδια, Η πόλη των Αθηνών στη λογοτεχνία της κρίσης (Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία) (σ. 37-60). ΑΠΘ.
Γρηγοράτου, Α. (2019). Το αποτύπωμα της κρίσης. Η ρευστή μετανεωτερική πόλη σε νεοελληνικά διηγήματα του 21ου αιώνα (Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία). Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Καλαμάτα.
Δημητρακάκη, Ά. (2022, Αύγουστος 5). Ελληνική λογοτεχνία – Crisis tourism;. Ο Αναγνώστης.
Δημητρούλια, Τ. (2014α, Φεβρουάριος 9). Εφιαλτικός μελλοντικός κόσμος. Η Καθημερινή.
——. (2014β, Απρίλιος 13). Πεζογραφία και κρίση. Η Καθημερινή.
——. (2017, Μάρτιος). Η ποίηση της νέας χιλιετίας ή η δοκιμασία του καινούριου. Απολογισμός μιας δεκαπενταετίας. Τα Ποιητικά, 25, 1-5.
Ζήρας, Α. (2014, Ιούνιος 16). Το μυθιστόρημα μπροστά σε μια (ακόμα) κρίση της αναπαραστατικής του δυνατότητας. Ο Αναγνώστης.
Καλοσπύρος, Λ. (2012, Φεβρουάριος). Τα πρόσωπα της νεοελληνικής παρακμής. Στο Όψεις της κρίσης. Ελληνική λογοτεχνία και φιλοσοφικός στοχασμός (Αφιέρ.). Διαβάζω, 526, 79-102: 80-87.
Καράμπελας, Σ. (2020). Η κρίση στην ελληνική ποίηση ως προβολή της κριτικής: συγχρονισμός και επισφάλειες. Στο Β. Σαμπατακάκης (Επιμ.), Ο ελληνικός κόσμος σε περιόδους κρίσης και ανάκαμψης, 1204-2018. Πρακτικά ΣΤ΄ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών. Λουντ, 4-7 Οκτωβρίου 2018 (τ. Β΄, σ. 483-503). Αθήνα: ΕΕΝΣ.
Καργιώτης, Δ. (2017). Κρίση αναπαράστασης, κρίση εκπροσώπησης. Στο Ο ίδιος, Γεωγραφίες της μετάφρασης. Χώροι, κανόνες, ιδεολογίες (σ. 77-96). Κάπα Εκδοτική.
Κούρτοβικ, Δ. (2021). Ένα (σχεδόν) φασματικό κεφάλαιο. Η «λογοτεχνία της Κρίσης». Στο Ο ίδιος, Η ελιά και η φλαμουριά. Ελλάδα και κόσμος, άτομο και ιστορία στην ελληνική πεζογραφία 1974-2020 (σ. 326-332). Πατάκης.
Kourelou, O., Liz, M. & Vidal, B. (2014). Crisis and creativity: The new cinemas of Portugal, Greece and Spain. New Cinemas, 12(1-2), 133-151.
Λαμπρόπουλος, Β. (2017, Ιούνιος). Η κρίση της ποίησης και η μελαγχολία της Αριστεράς. Για την πολιτική της ελληνικής ποίησης των αρχών του 21ου αιώνα. Τα Ποιητικά, 26, 1-7.
——. (2022, Αύγουστος 8). Γιατί πρέπει η αντίδραση στο crisis tourism να είναι ένα poetry tourism;. Ο Αναγνώστης.
Λεδάκη, Ε. (2016, Μαρτίου 12). Κρίση, αφηγηματική εκπροσώπηση, καλλιτεχνική έκρηξη. Η Αυγή.
Λέτσιος, Β. (2016, Οκτώβριος-Δεκέμβριος). Η πεζογραφία της κρίσης. Έλα να πούμε ψέματα (2014) της Μάρως Δούκα. Πόρφυρας, 161, 247-256.
Λύγουρης, Π. (2022). Εξιστορώντας το φλέγον παρόν: Όψεις του πολιτικού στην πεζογραφία της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα (Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία). ΑΠΘ.
Μάντης, Ν. Α. (2022, Ιούνιος 30). Γιατί δεν μας διαβάζουν στο εξωτερικό;. Ο Αναγνώστης.
Μαρωνίτη, Ε. (2012, Απρίλιος). Η λογοτεχνία της κρίσης. The Books΄ Journal, 18, 83-85.
Ματθιόπουλος, Ε. Δ. (2019). Η έννοια της «γενιάς». Στην περιοδολόγηση της ιστορίας, της ιστορίας της λογοτεχνίας και της ιστορίας της τέχνης. Ηράκλειο: ΠΕΚ.
Metra gia tsarouchia (ή όταν η κρίση πουλάει) [Editorial]. (2016, Ιούλιος-Αύγουστος). The Athens Review of Books, 75, 12-14.
Νικολοπούλου, Μ. (2020). Η λογοτεχνία ως Κασσάνδρα: οι ρίζες της κρίσης στα χρόνια της ευημερίας και σε προηγούμενες κρίσεις. Στο Β. Σαμπατακάκης (Επιμ.). Ο ελληνικός κόσμος σε περιόδους κρίσης και ανάκαμψης, 1204-2018. Πρακτικά ΣΤ΄ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών. Λουντ, 4-7 Οκτωβρίου 2018 (τ. Α΄, σ. 363-391). Αθήνα: ΕΕΝΣ.
Παπαργυρίου, Ε. (2016, Ιούλιος 3). Και τώρα τι; Η πεζογραφία της κρίσης (2014-2016). Η Εφημερίδα των Συντακτών.
Περαντωνάκης, Γ. Ν. (2014, Απρίλιος 6). Γενετικός καπιταλισμός. Η Εφημερίδα των Συντακτών.
Πολίτη, Τ. (2014, Μάρτιος 23). Ο συγγραφέας σε περιβάλλον κρίσης. Η Αυγή.
Panagiotopoulos, P. και Sotiropoulos, D. P. (Επιμ.). (2020). Political and cultural aspects of Greek exoticism. Καμ: Palgrave Macmillan.
Papanikolaou, D. (2021). Greek Weird Wave. A cinema of biopolitics. Εδιμβούργο: Edinburgh University Press.
Rose, S. (2011, Αύγουστος 27). Attenberg, Dogtooth and the weird wave of Greek cinema. The Guardian.
Σαΐνης, Α. (2020, Φεβρουάριος 9). Μια κρίσιμη πεζογραφία. Στο Μ. Φάις (Επιμ.), Πεζογραφία της κρίσης ή κρίσιμη πεζογραφία; (2010-2020) (Αφιέρ.). Η Εφημερίδα των Συντακτών.
Τσαλαπάτης, Θ. (2011). Η κρίση της ποίησης και η ποίηση της κρίσης ή Η σιωπή, η κρίση και το φλεγόμενο δέντρο. Στο Ξ. Σκαρτσή (Επιμ.), Η ποίηση χθες και αύριο. Πρακτικά 30ού συμποσίου ποίησης. Πάτρα 1-4 Ιουλίου 2010 (σ. 370-376). Πάτρα: Το Δόντι.
Tziovas, D. (Επιμ.). (2017). Greece in crisis. The cultural politics of austerity, Λονδίνο & Νέα Υόρκη: I.B. Tauris.
Φύσσας, Δ. (2014, Δεκέμβριος). Η λογοτεχνία στα χρόνια της κρίσης. Στο Σελίδες για τη νεοελληνική κρίση (Αφιέρ.). Το Δέντρο, 201-202, 109-133: 122-124.
Valdivia, P. (2020). Cultural narratives of crisis and populism in Spain: Metaphor, nation-branding, and social change. Στο M. Boletsi, J. Houwen & L. Minnaard (Επιμ.), Languages of resistance, transformation, and futurity in Mediterranean crisis-scapes. From crisis to critique (σ. 101-117). Καμ: Palgrave Macmillan.
Χατζηβασιλείου, Β. (2012, Φεβρουάριος). Η ελληνική πεζογραφία μπροστά στην κρίση (τώρα και άλλοτε). Στο Όψεις της κρίσης. Ελληνική λογοτεχνία και φιλοσοφικός στοχασμός (Αφιέρ.). Διαβάζω, 526, 79-102: 88-91.
——. (2014). Πόσο κρίσιμη είναι η πεζογραφία της κρίσης. Ο Αναγνώστης, 1, 121-139.
——. (2018). Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017. Πόλις.