πολλοί κινδύνεψαν
από την έλλειψη ελάχιστων αρετών· από την έλλειψη πολλών δεν κινδύνεψε κανείς.
λχ, στην προβηγκία, το ξετύλιγμα των αποστάσεων ήταν απλώς ένα κόλπο της ποίησης για να κλέψει τη δόξα της μουσικής.
κάτω απ’ τον τεσσαρακοστό
έκτο παράλληλο η γαλλία είχε γεμίσει αξιοθαύμαστα châteaux που, το ένα μετά το άλλο, ναυαγούσαν στα δενδρολίβανα και στις αμέτρητες πικροδάφνες, ούτως ώστε οι μούσες να φτάνουν σε οργασμό συγχρόνως και οι εννιά.
κατά συνέπεια, όχι μόνον δεν τριγύριζε με κουρέλια και το λαγούτο του στην πλάτη ο αρνώ ντανιέλ αλλά γνώριζε από παιδί ότι θα πρέπει
θα πρέπει να μεσολαβούν 22 λεπ-
τά μεταξύ ορεκτικών και κυρίως πιάτου.
κάτι τέτοιο, κι εφόσον είχες γεννηθεί στον πύργο του ριμπεράκ, στο περιγκόρ, δεν ήταν έγκλημα ― είχαμε εξάλλου μήνες ν’ ακούσουμε για κάποιο έγκλημα περιωπής!
κι ούτε τ’ αγόρια μας είχαν την υποχρέωση να λιώνουνε τα παπούτσια τους περπατώντας από το ένα χωριό στο άλλο λες και θα μάθαιναν τη γεωγραφία ως δεύτερη γλώσσα.
γεωγράφοι γίνονται όσοι
νομίζουν ότι το φως μεταδίδεται με το φτέρνισμα· για τις θέσεις των τροβαδούρων, αντίθετα, προσλαμβάνονται οι παθιασμένοι κι οι φλογεροί, όσοι δεν άντεχαν να τηρήσουν αποστάσεις από το θέμα τους, σκωπτικό ή ερωτικό, οπότε θα ’πρεπε η απόσταση να διοχετεύεται αλλού.
κάθε καλός τροβαδούρος προσγειωνόταν απέναντι σε τυχαία ακροατήρια και έχει μόλις δύο τρεις ώρες για να πείσει τους παριστάμενους και να εξάψει την προσδοκία θετικών αποτελεσμάτων, μια στο σφυρί
και μία
στο πέταλο.
καθώς πλησιάζουμε το λανγκαιτόκ, ακόμη σήμερα, γύρω απ’ το μονπελλιέ, η περιπλάνηση εννοείται σαν μια μορφή αδιακρισίας: οι τροβαδούροι κοιτούν μπροστά, εμείς κοιτάζουμε την πλάτη τους και ουδέν προσωρινότερο του μονίμου.
εκεί, ανέκαθεν, οι αποστάσεις εντοιχίζονταν στην ενότητα του όντος με το Είναι του, όπου οι πάντες καλούνταν πλέον για τη βασική εκπαίδευση.
τουναντίον, η στασιμότητα ήταν εκχύλισμα των αποχρώσεων του δειλινού, ή ό,τι απέμενε δηλαδή, μια και οι λόφοι, διαρκούσης της εκστρατείας των οπωροφόρων προς ανατολάς, διεκδικούσαν μερίδιο στη χαρούμενη αμοιβαιότητα που συνέδεε το μάτι με την έλλειψη προοπτικής.
δεν θα το λέγαμε παραέξω αλλά, αν ήταν η περιπλάνηση όντως μια εμπειρία συναφής προς τον λυρισμό, αυτό συνέβαινε χάρη στο ότι το υποκείμενο γύριζε επ’ αόριστον
πέριξ
της αυταπάτης ( < περί + πλάνη ) : εν ολίγοις, στο πανόραμα του τοπίου, δεν υπήρχε σημείο φυγής κι όλοι σου έλεγαν ΕΦΟΣΟΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ ΤΙ ΕΠΕΤΑΙ, ΡΩΤΑ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ.
να ρωτήσω, εντάξει, όμως ποιοι επιστρέφουν;
για την απάντηση δεν χρειάζεται να ’σαι ιδιοφυία: επιστρέφουν οι πάντες ανεξαιρέτως διότι η Γη μας είναι ολοστρόγγυλη, πολύ έντιμο εκ μέρους της και, εντέλει, πολύ κομψό.
έτσι έμαθαν οι τροβαδούροι να απαντούν σε μια ερώτηση με μιαν άλλη ερώτηση· αφού η τρέλα της περιπλάνησης είν’ ένας τρόπος να μην υπεραπλουστεύεις τα πράγματα, θα καταντούσαν αλήτες, συνάμα δε και αυλικοί, που παραβίαζαν τον χάρτη σαν ο χάρτης να ’ταν ο νόμος.
ένας ήταν, βεβαίως, ο νόμος της περιπλάνησης: κάθε βήμα στην ύπαιθρο ή στα σοκάκια της πόλης τελείται ως βήμα επιστροφής, για την ακρίβεια, επιστρέφουσας απομάκρυνσης ― δεν νοείται περιπλάνηση που να μην είναι κυκλική και απρόσβλητη απ’ τη φυγόκεντρο.
και δεν νοείται κυκλοτερής κινητικότητα που να μην έλκεται από κείνη τη σκοτοδίνη που σημαδεύει οτιδήποτε το ασάλευτο, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών.
γι’ αυτό και λένε ότι θα πρέπει, σε μια πορεία στην έρημο ή στο δάσος, να θυμάσαι, κάθε 1000 περίπου μέτρα, να στρίβεις 10 ώς 12 μοίρες προς τα δεξιά για ν’ αντισταθμίσεις την απόκλιση που προκλήθηκε απ’ το ότι
το δεξί
βήμα είναι
κάπως μακρύτερο απ’ ό,τι το αριστερό ― αναπόφευκτα ισχύει και για όρους όπως
1 ) vers
2 ) strophe
3 ) rime
4 ) volta
5 ) rondeau
6 ) rondelle
7 ) redondilla
8 ) ritornello
9 ) tornada
0 ) ripresa
και πάει λέγοντας: όλοι οι όροι δηλώνουν επιστροφή του απωθημένου, είν’ ένα είδος γαστρο-
οισοφαγικής παλινδρόμησης του νοήματος εκείνου που πάει κι έρχεται σπειροειδώς και το οποίο, ενόσω εσύ κοιμάσαι, ξαγρυπνά για να σε φροντίζει.
παρόμοια ονόματα διατυμπανίζουν την αναδίπλωση των κατευθύνσεων που προσδίδει η στασιμότητα στην απόλαυση της μεγάλης ζωής των πλουσίων και των ευκίνητων.
εδώ που φτάσαμε, ο γκυγιώμ ντε μασσώ, ο λεγόμενος τελευταίος από τους μείζονες ποιητές που υπήρξαν ταυτόχρονα και συνθέτες, πήρε αυτό που του άξιζε.
σκέφτομαι μήπως να δοκιμάσω κι εγώ;
το καλό με τα βήματα είναι ότι μαντεύουν τι πρόκειται να συμβεί: το μονοπάτι κερδίζει τις εντυπώσεις κι οι τροβαδούροι αντιλαμβάνονται πως η ζωή πρέπει να πάψει να συμβαίνει κατόπιν εορτής.
τότε σταμάτησαν να πλανώνται κι εγκαταστάθηκαν στις Αυλές των ευγενών, χώρια που είχαν γεννηθεί, πολλοί απ’ αυτούς, μ’ ευγενική καταγωγή και οι ίδιοι ― η συμφιλίωση με το ότι αδυνατούσαν να συλλάβουν την πλήρη εικόνα ήταν μέρος της δουλειάς.
ποιητική αδεία, η δουλειά συνοψιζόταν στην εξασφάλιση περιθωρίου καθώς μίκραιναν και ξαναμίκραιναν οι ομόκεντροι κύκλοι της περιπλάνησης ― τι πιο έξυπνο και συνάμα κουραστικό;
ότι υπήρξαν οι τροβαδούροι περιηγητές και οδοιπόροι ήταν μύθος ωστόσο, ο μύθος οδοιπορούσε αντί γι’ αυτούς σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του προσκυνήματος έως
τις παραλίες της αφρικής: ο μύθος έγινε βαρετός χάρη στον κίνδυνο και στο κάρμα.
μη ρωτάς για τους τροβαδούρους, ρώτα μάλλον για το ταξίδι τους, το οποίο
διανυκτέρευε υποτίθεται σε πανδοχεία δύο αστέρων και σε άσυλα λεπρών.
με μια φράση, οι ίδιοι έμεναν στάσιμοι
( stanza )
ενώ η φήμη τους αλήτευε στο ανάγλυφο της νοτίου ευρώπης, όπου τραβάει την προσοχή όποιος περνάει απαρατήρητος.
τέτοιες φήμες για σούρτα φέρτα σπουδαίων καλλιτεχνών κατόρθωναν να διασχίζουν τα ρυάκια πάνω σε γέφυρες από άνθη μανταρινιάς δίχως η αγάπη να αμφισβητεί το κατεστημένο.
η φήμη, βέβαια, που συνόδευε τον κάρολο Α’ της ορλεάνης, τροβαδούρο με αρχίδια, κατέληξε αιχμάλωτη στην αγγλία.
αναλόγως, ο γουλιέλμος Θ’, δούκας της ακουιτανίας και κόμης του πουατιέ, είχε φτιάξει τον δικό του περι-
πλανόμενο θρύλο: ο θρύλος έφτασε μέχρι την αντιόχεια, όπου γλύτωσε παρά τρίχα· εν συνεχεία πολέμησε δίπλα στον θρύλο των βασιλέων της καστίλης και της λεόν
εναντίον τών
αράβων, οι οποίοι προέλαυναν απ’ την κόρδοβα με την ελπίδα ότι θα χάσουν τον έλεγχο του αφηγήματος εγκαίρως.
τέλος τη φήμη του εστάς ντεσσάν τη συναντάμε στην ορλεάνη κι ύστερα πλάι στην κόμισσα του βερτύ και από κει στο παρίσι, στην μοραβία, στην βοημία, στην ουγγαρία, στην λομβαρδία και πάει λέγοντας.
έπειτα είναι και ο βιγιόν· μακάρι να’ ξερα από πού να ξεκινήσω! αυτός έπαιζε την περιήγηση σαν πασιέντσα.
διότι, ναι μεν οι πλησιέστεροι συγγενείς δεν μιλούν με αγνώστους, αλλά όταν η απόσταση αποδεικνύεται
πιο εφευρετική από τον απέχοντα, δεν έχει νόημα να σκοτώνεις τον αγγελιοφόρο.
πράγματι, γύρω απ’ τους τροβαδούρους, οι αποστάσεις οργίαζαν, όλα βρίσκονταν μακριά, επομένως καμιά ιδέα δεν έμοιαζε ικανή να ξεπεράσει τα όρια.
και η φήμη του καρόλου της ορλεάνης επέστρεψε τελικά στην γαλλία με πεντακόσια περίπου ποιήματα, μετά από ¼ του αιώνα.
ε, και λοιπόν; παιγνίδια πλέον του είδους ΦΕΥΓΩ/ΕΠΕΣΤΡΕΨΑ δεν διεξάγονταν εδώ κάτω, δεν θα το άντεχε κανένας· και τα έπαθλα είχαν αρχίσει να λιώνουν στα χέρια αντί στο στόμα.
εφεξής, κρυμμένη κατά το ήμισυ, η απομάκρυνση της ανάμνησης θα φωτίζεται λοξά, όπως φωτίζει η βροχή τις προτομές των ευεργετών.
στην ύπαιθρο της μαγιόρκας κι ενώ υποκλίνονταν οι σκιές των δέντρων καθώς περνούσε ο μπαρνάτ ντε παλαόλ, κανείς δεν ήταν υπεράνω υποψίας κι η ομορφιά αντιστοιχούσε σ’ ένα δείγμα ασθένειας απ’ την οποία το φως είχε θεραπευτεί.
και ο τόπος περιφερόταν μέσα στον χρόνο δίχως πια να υπόκειται σε συνθήκες πολιορκίας ή κατοχής, αφού οι ξένες δυνάμεις, παρότι ξένες, ήταν δικές μας.
και τα πουλάκια κελαηδούσαν στην αργκώ: η περιπλάνηση, βλέπεις, γνώριζε ανά πάσα στιγμή πού βρίσκεται το οτιδήποτε.
αύριο πλέον οι φήμες θα διαδίδονται σαν ασθένειες, δεν θα ’χουν λόγο να γυροφέρνουν την πλάνη μειώνοντας την ακτίνα της εκάστοτε τροχιάς τους· ως εκ τούτου, οι φημισμένοι θα υποχρεώνονται να ταξιδεύουν οι ίδιοι αυτοπροσώπως.
καλά να πάθουν.
οι τροβαδούροι μάς δίδαξαν πως αυτοί που περιπλανώνταν ήταν μόνον οι πεθαμένοι που δεν εύρισκαν ανάπαυση επειδή δεν τους είχε πενθήσει κανένας κτλ κτλ ― κάτι που ξέραμε ήδη.
διότι μόνον αν ήδη γνωρίζεις κάτι μπορείς να το διδαχτείς.
ιδού πώς έγιναν τα πράγματα· κι όταν το ποίημα φτάνει στο τέλος του, αναγνώστη, είσαι ο πρώτος που ενημερώνεται.
σας αφήνω να τα πείτε.