Αν έχεις ζήσει στο Παρίσι είναι αδύνατο να ζήσεις
αλλού, συμπεριλαμβανομένου του Παρισιού.
ΤΖΟΝ ΑΣΜΠΕΡΙ
Όπως έγραψε ο Καλβίνο στο βιβλίο του Οι αόρατες πόλεις, «Οι πόλεις, όπως τα όνειρα, είναι φτιαγμένες από επιθυμίες και φόβους, ακόμα κι αν το νήμα του λόγου τους είναι μυστικό, οι κανόνες τους είναι παράλογοι, οι προοπτικές τους απατηλές και όλα κρύβουν κάτι άλλο». Οι πόλεις του Καλβίνο δεν είναι συνηθισμένα μέρη, δεν βρίσκονται κάπου συγκεκριμένα κι όμως θα μπορούσαν να είναι παντού. Οι Αόρατες πόλεις διαβάζονται σαν ένα μητροπολιτικό μανιφέστο περιήγησης. Το να μπεις στον κόσμο του Καλβίνο είναι σαν να εισέρχεσαι σε μια άγνωστη πόλη, με τον ίδιο τρόπο που έκανε ο Μποντλέρ εκατό και πλέον χρόνια πριν σε πολλά από τα πεζά του κείμενα, ειδικά στο Ο ζωγράφος της μοντέρνας ζωής, στο οποίο περιπλανιέται με αριστοτεχνικό ύφος στην μοντέρνα ζωή και την ομορφιά της τέχνης στον 19ο αιώνα, σαν «ξεναγός»-αφηγητής που διατρέχοντας τα χρόνια, φτάνει σε μια πόλη, σήμερα.
Σκέφτομαι τον Θερμαϊκό. Εντελώς απροσδόκητα, σε αυτή την περιοχή έχω διανύσει μια μεγάλη χρονική περίοδο της ζωής μου. Επιστρέφω προς τα ανατολικά, κοντά στο κολυμβητήριο. Αυτές οι αέναες περιπλανήσεις στην αδράνεια της στιγμής μου δημιουργούν μια απέραντη πηγή απόλαυσης, εδραιώνοντας την ανωνυμία μου στο πλήθος, στην άμπωτη και στη ροή, στη φασαρία, στο φευγαλέο και στο άπειρο.
Σου ψιθυρίζω στο αυτί: να είσαι μακριά, τόσο κοντά στο σπίτι και να νιώθεις σαν στο σπίτι σου οπουδήποτε. Να βλέπεις τον κόσμο, να βρίσκεσαι στο κέντρο του κόσμου και όμως να είσαι αόρατος από τον κόσμο. Τέτοιες είναι μερικές από τις δευτερεύουσες απολαύσεις, που δεν προσφέρονται εύκολα σε γλωσσικούς ορισμούς. Δύσκολα μου αποκαλύπτονται – στην ψυχολογία της πόλης όπου ζω.
Μάρτιος του 2018. Παρίσι. Βγαίνοντας από μια έκθεση αφιερωμένη στον Αντονέν Αρτό, προς στιγμήν μου δημιουργείται η διερώτηση περί μ ε λ α γ χ ο λ ί α ς στη σύγχρονη μεγαλούπολη. Στέκομαι μπροστά σε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο στην Σανζ Ελιζέ και γράφω αυτό που μου δίνεται να δω, το θέαμα του κόσμου πλέον με όρους υλιστικούς και καταναλωτικούς. Όμως μπορούμε να γράψουμε για τέτοια νοήματα με καθαρή διαύγεια και πιστότητα; Η αυθάδεια μιας τέτοιας σκέψης αμβλύνεται με ένα ζεστό χαμόγελο που μου ρίχνει μια κομψή παριζιάνα με καπέλο μεσοπολέμου που περνάει από δίπλα μου. Την παρατηρώ μέχρι που χάνεται στο πλήθος. Διατρέχεται από εκείνη την θλιμμένη τρυφερότητα που έχουν τα όντα με την παράξενη μορφή αγγέλου, λίγο τσακισμένου.
Σκέφτομαι: να περπατάς χωρίς σχόλια, χωρίς νοήματα, χωρίς ερμηνεία.
Όπως τα συναισθήματα, οι μεγάλες πόλεις, αποτελούνται από ανωμαλίες, αλλαγές, ολίσθηση προς τα εμπρός, αδιάλειπτα βήματα, συγκρούσεις πραγμάτων και υποθέσεων, και αμέτρητα σημεία σιωπής ενδιάμεσα, από πλακόστρωτους δρόμους και ερημιά, από έναν μεγάλο ρυθμικό παλμό και την αέναη διχόνοια και εξάρθρωση όλων των αντίθετων ρυθμών. Στο σύνολό του, το Παρίσι σήμερα μοιάζει με ένα ρευστό που βράζει, που αναβλύζει σε ένα δοχείο που αποτελείται από στερεά υλικά κτιρίων – πλίνθους, νόμους, κανονισμούς, μαυσωλεία και ιστορικές παραδόσεις.
Προς στιγμήν νιώθω να ξεπερνώ αυτή την ευεργετική «αισθητή απομόνωση» γεμίζοντας τους κούφιους χώρους που δημιουργούνται μέσα στο κεφάλι μου.
Σκέφτομαι και ακολουθώ τα βήματα του Μποντλέρ για να σε συναντήσω έξω από τις στοές.
Παρατηρώντας αναρίθμητες ακουαρέλες σχετικά με τους πολέμους της Ανατολής, σκέφτομαι τη δύναμη του μποντλερικού κυρίου Κονσταντέν Γκυς ως τοπιογράφου. Ξαναβρίσκουμε σήμερα – εν είδει μεταφορών – αυτά τα οικεία και ιδιαίτερα τοπία που αποτελούν τα στολίδια μιας μεγαλούπολης, όπου το φως δημιουργεί εντυπώσεις που ένας αληθινός αισθητής δεν μπορεί να αγνοήσει.
Περνώντας από αυτή τη σύγχρονη ανθρωπογεωγραφία της μητρόπολης και την τέχνη, μέσα από το δικό σου βλέμμα μαθαίνω να βλέπω ξανά. Να παρατηρώ ενδελεχώς και με ακρίβεια. Δεν γνωρίζω ακριβώς τον τόπο, αλλά όλα εισέρχονται μέσα μου πιο βαθιά και δεν σταματούν εκεί που άλλοτε θα είχαν σταματήσει. Η πόλη είναι μια εσωτερική περιπλάνηση που ξεδιπλώνεται αποκαλύπτοντας μια άλλη μοντέρνα ζωή. Τι νόημα έχει να λέω σε κάποιον ότι αλλάζω αν δεν αλλάζει και η θέαση της πόλης καθώς περιπλανιέμαι σε αυτήν;
Μετά σιωπή.
«Η σιωπή ήταν πιο βαθιά από τα μεσάνυχτα: και για μένα η σιωπή ενός καλοκαιρινού πρωινού είναι πιο συγκινητική από κάθε άλλη σιωπή, επειδή το φως τότε είναι πυκνό και δυνατό, όπως το μεσημέρι σε άλλες εποχές του χρόνου, είναι φαίνεται να διαφέρει από την τέλεια μέρα, κυρίως επειδή ο άνθρωπος δεν είναι ακόμη στο εξωτερικό». (Σαρλ Μποντλέρ, Ο ζωγράφος της μοντέρνας ζωής. Μτφρ. Στέργιος Βαρβαρούσης, Ερατώ 1994.)
Εδώ, σε αυτό το παρόν, έχω την πολυτέλεια να απολαμβάνω τα συνεχή αντιφατικά ερεθίσματά μου, κυρίως επειδή στέκομαι, ή κάνω βόλτες, σε μικρή απόσταση από τη βοή της καθημερινότητας. Απολαμβάνοντας τους ρυθμούς και την ενέργειά της, η αίσθηση της μεγαλούπολης ξεκινάει από μέσα μου, από τον πυρήνα – σαν να ξεδιπλώνεται μπροστά μου, ένα τεράστιο, περίπλοκο, εξομολογητικό ποίημα:
Μου έγραψες ένα μήνυμα πως σίγουρα θα επέστρεφες στην κυψέλη, ὁμως σε ποια κυψέλη δεν εἰπες Στην κυψέλη ποιου σταθμού, ποιας πόλης, ποιας ηπείρου; Συνωστίζομαι στην αφετηρία του Gare de Lyon – στη γραμμή 10 Σε θυμάμαι σαν κομμάτι νύχτας Είδα πολλές μεταμορφώσεις, πολλούς αφανισμούς Την ὡρα που σου γράφω αυτό το μήνυμα αναρίθμητα τρένα κινούνται προς κάθε πιθανή κατεύθυνση, ραδιοκύματα μέσα απ’ το κεφάλι, κόσμος, αδρεναλίνη, μικρόβια, αρρυθμία, ποίημα της Γης, πρωινή φωτοχυσία.
Κάποτε θα έρθεις, θα συναντηθούμε σε μια μητρόπολη, θα κάνουμε πως δεν γνωρίζει ο ένας τον ἀλλον, ὁμως ακόμα κι αν μιλήσουμε, αυτή η ομορφιά δεν θα μείνει εδώ αιώνια. ( Γ. Αλισάνογλου, Κυψέλες, Κίχλη 2021.)
Μου έρχεται στο νου το ποίημα «Le Soleil» από τα Άνθη του κακού του Μποντλέρ. Εκεί, ο εξαθλιωμένος ποιητής περιγράφει τον εαυτό του, καθώς βγαίνει μόνος του αναζητώντας την ποίηση των δρόμων του Παρισιού: «μονομαχία σε σκοτεινές γωνιές για μια ομοιοκαταληξία / και σκοντάφτοντας πάνω σε λέξεις σαν λιθόστρωτα». (Μτφρ. Δέσπω Καρούσου.)
Είναι εκείνοι οι πλάνητες που, όπως ο μαχόμενος ποιητής του «Le Soleil», κάποια στιγμή καταλήγουν διαλυμένοι και άρρωστοι, περιδιαβαίνοντας τους δρόμους της πόλης. Το πιο εύθραυστο είδος φλανέρ, ας πούμε έτσι. Ειδικότερα, με απασχολεί ένα από αυτά τα εναλλακτικά αρχέτυπα που είναι χρήσιμα για την αποτύπωση της εμπειρίας της μητροπολιτικής νεωτερικότητας με την οποία ο Μποντλέρ περιπλέκει τον φλανέρ – που αναρρώνει.
Βλέπω σχεδόν μπροστά μου τον ασθενή που υφίσταται τα δεινά του αστικού κέντρου, που παρά τα αδύναμα νεύρα του, κάνει τα πρώτα απερίσκεπτα βήματα στην πόλη από την οποία έχει αυτοεξοριστεί προσωρινά, και βιώνει μια αίσθηση ελευθερίας ταυτόχρονα επίπονη και οδυνηρή. Οι δρόμοι τους οποίους πλησιάζει προσεκτικά, στην αρχή ίσως ως παρατηρητής που πρέπει να μισοπροστατευτεί από τον αντίκτυπο της πόλης, είναι οι τόποι ενσωμάτωσης και επαναδιαπραγμάτευση του αναρρωμένου ξανά με την καθημερινή ζωή.
Αυτή η σχεδόν νοσηρή κατάσταση ευαισθησίας-ευαλωτότητας που δημιουργεί η πόλη σχετίζεται με τον απόηχο μιας παρατεταμένης ασθένειας, χαρακτηρίζει την εμπειρία με μια σκόπιμα μποντλερική διατύπωση, ως τον αναρρωμένο ήρωα της νεωτερικότητας. Ο αναρρωμένος, και ιδιαίτερα ο άνθρωπος που αναρρώνει – εξαιτίας κοινωνικών λόγων που σχετίζονται με τους περιορισμούς που επιβάλλει η πατριαρχική κοινωνία, καθίσταται σωματικά περιορισμένος. Μετακομίζει στον κόσμο, έστω προσωρινά, και είναι για λίγο ελεύθερος να διαπραγματευτεί μαζί του με όρους σχεδόν καθαρά αισθητικούς.
Η συζήτηση του Γάλλου ποιητή για τον «Άνθρωπο του πλήθους» περιέχεται στην τρίτη ενότητα του βιβλίου Ο ζωγράφος της μοντέρνας ζωής, η συνομωσία του για τον καλλιτέχνη Γκυς, «έναν παθιασμένο λάτρη του πλήθους και των incognitos» απεικονίζει τον Γκυς ως κάποιον του οποίου η ιδιοφυΐα λειτουργεί σαν προϊόν παιδικής περιέργειας, την οποία χαρακτηρίζει ως «το σταθερό και ζωώδες εκστατικό βλέμμα ενός παιδιού που έρχεται αντιμέτωπο με κάτι νέο, οτιδήποτε κι αν είναι αυτό».
το σώμα αγωνίζεται για χώρο σε κάτι που δεν κατέχει
θέλει να παρασυρθεί μακριά απ’ τον εαυτό του
σε ἑνα σχήμα που μοιάζει με στιγμή δίχως αισθήσεις,
ὁμως δεν εἰναι
αυτός ο τόπος εμφανίζεται μόνο ὁταν σβήνεις το φως
αιφνίδια σώματα που ένα ένα εγκαταλείπουν τη σάρκα –
αδειάζει η περιοχή. (Γιώργος Αλισάνογλου, Κυψέλες.)