Η ελαφρώς γερμένη καθημερινότητα τη βρήκε στον δρόμο και παρέμεινε μαζί της μέχρι αργά το βράδυ δίπλα στο ποτάμι, έμεινε μαζί της και την επόμενη μέρα, είπε ότι θα ήταν ωραίο να είχε το ένα ή το άλλο και κείνη βρέθηκε έξω από το Marks and Spencer με καινούργια παπούτσια και, κυρίως, με νέα ζώνη για το άβολα φαρδύ παντελόνι της. Κοίταξε γύρω της αλλά δεν είδε πουθενά τη σύγκρουση ή τη σκιά της, ένιωσε πώς η στιγμή ήταν τρομακτική, πώς την παρέλυε, πώς η θλίψη πήρε τη βουβή σκληρότητα της πραγματικότητας και φοβήθηκε από τον φόβο στο κεφάλι του Ζιντάν, από το πώς δημιουργήθηκε, η μακριά και συμπαγής διαδικασία της βίας, και από τον τρόμο των εκατομμυρίων που είδαν την επίθεση, στάθηκε εκεί πέρα σαστισμένη για μια ατέλειωτη και περίεργη στιγμή, μέχρι που την έπιασε η άκρη ενός επικού νήματος και της ένευσε να το ακολουθήσει. Στον πεζόδρομο ζήτησε συγγνώμη από τον ζητιάνο, επειδή τον ξάφνιασε όταν έσκυψε μπροστά του κι έριξε χρήματα στο μεταλλικό του κουτί. Και στο μονοπάτι δίπλα στο ποτάμι την κατέκλυσε η ευφορία που είχε τη συγκεκριμένη της εξήγηση σ’ ένα συγκεκριμένο κάπου, παρέα με μια τραγική συνείδηση, σε μακρινή απόσταση από την τάξη, κάτι που αργά ή γρήγορα θα την έκανε να σιάξει το καφετί μαντήλι γύρω από τον καταδικό της λευκό, αργό λαιμό. Αυτή τη στιγμή θα την αφιέρωνε στον Ζιζού, τον Ζινεντίν Ζιντάν.
(Από το βιβλίο Lo Snöfall [εικόνες] και Vasilis Papageorgiou [κείμενα], Ingen hand orörd, Städer [Κανένα χέρι ανέγγιχτο, Πόλεις], Växjö university press 2007)