Η περιπλανώμενη ακινησία

Κέα.Προσκυνητάρι. (Σινική και ακουαρέλες σε χαρτί)
Κέα.Προσκυνητάρι. (Σινική και ακουαρέλες σε χαρτί) / Σχέδιο Πάβλος Χαμπίδης



Το αρχαίο και επίσημο όνομα του χωριού σημαίνει Τόπος Φωτεινός και Καλότυχος. Ινδιάνικο όνομα δηλαδή. Καταμεσής της Αρκαδίας. Εκείνη γεννήθηκε σε αυτό το χωριό και επίσης έμοιαζε πολύ με ινδιάνα. Με το δυνατό της κορμί και τις μαύρες μακριές της πλεξούδες να μετράνε τις εκκρεμότητές της δώθε κείθε σε κάθε της κίνηση. Τικ τακ τικ τακ. Με τα κοφτερά της μαχαίρια και τα μικρά τσεκούρια στη σέλα του μουλαριού της. Με το πεισμωμένο της σαγόνι και τα μάτια βαθιά μέσα στις κόγχες.

Και πώς να φύγει από τον φωτεινό και καλότυχο τόπο; Πού να πάει και γιατί; Αφού της έτυχε να γεννηθεί πάνω σε μια ευχή. Κάθισε και γεννούσε παιδιά, λάξευε πέτρες, όργωνε χωράφια, έσπερνε, θέριζε, αλώνιζε, άναβε φωτιές, ζύμωνε, έπλαθε μακαρούνες, χυλοπίτες, ξέραινε σύκα, έσφαζε ζώα, έφτιαχνε παστά και λουκάνικα, γέμιζε βάζα με φρούτα και λαχανικά για το χειμώνα, ασβέστωνε, έπλεκε στεφάνια για το Μάη, για τον επιτάφιο, για τις κηδείες, έφτιαχνε κόλλυβα για τα μνημόσυνα, ξεχορτάριαζε τάφους, βόσκαγε τις κατσίκες, κουβάλαγε νερό από τη βρύση σε μια ανηφόρα μη σου τύχει, σκάλιζε και φρόντιζε το λαχανόκηπο, τις κότες, τα μελίσσια. Στις 9 το βράδυ είχε αποκοιμηθεί. Στις 4.30 στο πόδι. Να ανάψει το φούρνο για το ψωμί, να ετοιμάσει ζυμάρι για τηγανίτες, να βράσει το νερό για το τσάι, να χτενίσει τις πλεξούδες της.

Για 96 χρόνια η ακτίνα περιπλάνησής της δεν ξεπερνούσε τα 10 χιλιόμετρα. Όσο προλάβαινε να περπατήσει με τα πόδια της δηλαδή, γιατί το μουλάρι σπανίως κουβάλαγε ανθρώπους. Ναι, ξέρω, η περιπλάνηση είναι κάτι χωρίς σκοπό και στόχο εκτός από την επιβίωση. Ακριβώς αυτό έκανε κι εκείνη. Κάθε μέρα σε μια ακτίνα 10 χιλιομέτρων, σε μια περιφέρεια 62 χιλιομέτρων, σε μια επιφάνεια 314 τετραγωνικών χιλιομέτρων, τόση και αυτή ήταν η επικράτειά της, εκείνη βοσκούσε τα ζώα, μάζευε τις ελιές, θέριζε τα χωράφια, μετακινούσε τα μελίσσια, καθάριζε τα μαντριά, μάζευε προσανάμματα και ξύλα, φρόντιζε τα ξωκλήσια, μάζευε χόρτα και μανιτάρια, έσκαβε για βρούβες και έκοβε ξύλα. Μια αέναη περιπλάνηση που αν τη δεις από μακριά, μοιάζει με ακινησία. Αλλά ποιος κατάφερε να δει καλά κοιτώντας από μακριά;

Η μάνα μου ήταν η πρώτη της οικογένειας που άρχισε τις μακρινές περιπλανήσεις. Από το χωριό της στο χωριό που υπήρχε σχολείο. Από το χωριό που είχε σχολείο στην πόλη που είχε πανεπιστήμιο. Από την πόλη που είχε πανεπιστήμιο στην πόλη που είχε την πρώτη της δουλειά. Από εκείνη την πόλη στην πόλη που γέννησε το πρώτο της παιδί. Πίσω στο χωριό που είχε την πρώτη της δουλειά. Και κάθε καλοκαίρι στο δικό της χωριό. Και φτου κι από την αρχή. Ύστερα στο επόμενο χωριό που ήταν η δεύτερη δουλειά της, και κάθε Πάσχα στο δικό της χωριό. Μετά προστέθηκε η πρωτεύουσα, όπου βάλθηκε να χτίσει το πρώτο της σπίτι. Ένα σπίτι που το έχτιζε επί μερικά καλοκαίρια. Πέντε καλοκαίρια για να χτίσει τον πρώτο όροφο και πέντε για τον δεύτερο όροφο και άλλα πέντε για τον τρίτο όροφο. Μπρος πίσω από τα χωριά στην πρωτεύουσα για διακοπές χτισίματος ενός σταθερού μέλλοντος με στόχο να σταματήσει κάποτε τις περιπλανήσεις. Γερά θεμέλια για πολλούς ορόφους για να είναι σίγουρη και σταθερή η ακινησία στο ίδιο μέρος. Το παράκανε γιατί μετά και την περαίωση του τρίτου ορόφου έβγαλε ρίζες κάτω ακριβώς από τα θεμέλια του σπιτιού. Κάτι ρίζες όπως οι λεύκες που τις φυτεύουν και μετά θέλουν να τις ξεφορτωθούν, γιατί οι ρίζες τους πάνε και τρυπάνε τις αποχετεύσεις, χώνονται μέσα στους σωλήνες του νερού, τινάζουν προς τα πάνω τα τσιμέντα του πεζοδρομίου και σε αυτό το σημείο έξαλλης ριζοσύνης, είναι που έρχεται το πριόνι και φυσικά το τέλος τους. Η μάνα μου έβγαλε αραχνοΰφαντες ρίζες που αφού τρύπωσαν κάτω από τα θεμέλια ξαναγύρισαν προς τα πάνω και τρύπησαν τις πατούσες της. Και αφού ξεπέρασαν το μετατάρσιο άρχισαν να σκαρφαλώνουν πάνω στις γάμπες και τους μηρούς και μια ωραία μέρα πλέχτηκαν στα μαλλιά της και τότε ήταν που άρχισαν να την ενοχλούν, αλλά πια ήταν πολύ αργά για να τις ξεφορτωθεί όπως είχε κάνει με τη λεύκα μπροστά στο πεζοδρόμιο. Επειδή η μάνα μου είχε γίνει λεύκα. Μεγάλο μπέρδεμα και μεγάλο κακό. Κάθισε λοιπόν ακίνητη και βάλθηκε να λέει ιστορίες για περιπλανήσεις. Πως θέλει μια μέρα να πάρει των οματιών της και να γυρίσει τον κόσμο. Να μη γυρίσει πίσω στο σπίτι που της πήρε δεκαπέντε χρόνια να χτίσει. Ονειρευόταν ταξίδια με τρένα τη νύχτα με μόνο στόχο να τη βρει η ανατολή στην φαρδιά πεδιάδα της Θεσσαλίας. Πλοία που θα την πήγαιναν στη Ρόδο για να συναντήσει από κοντά για μια τουλάχιστον φορά στη ζωή της κάποια γυναίκα που να τη λένε Τσαμπίκα. Αεροπλάνα για να πετάξει πάνω από τις Άλπεις και να δει τις χιονισμένες βουνοκορφές.

Η επιθυμία της για περιπλάνηση κράτησε για είκοσι ολόκληρα χρόνια. Έπειτα σα να το ξέχασε απότομα. Έπειτα γέρασε και φάνταζε στα ίδια της τα μάτια γραφική να ονειρεύεται περιπλανήσεις. Σταμάτησε να μιλάει γι’ αυτές. Πέθανε στο κρεβάτι της στον τρίτο όροφο του σπιτιού που έχτιζε επί 15 χρόνια. Στα ίδια τσιμέντα στα ίδια πατώματα στα ίδια πλακάκια. Στο ίδιο σεντόνι που την τύλιξαν όταν πέθανε για να την κατεβάσουν από τη σκάλα, μια και δεν είχε σκεφτεί να φτιάξει ασανσέρ για την περίσταση. Κατέβηκε το σώμα της άμορφο μέσα στο σεντόνι λες κι ήτανε σακί από πατάτες.

Εγώ πάλι πηγαινοερχόμουνα όλη μου τη ζωή. Οι περιπλανήσεις της μάνας μου μπήκαν βαθιά μέσα μου κι έγιναν μια συνήθεια που είναι αδύνατον να ξεφορτωθώ. Αντιθέτως τις γιγάντωσα, σχεδόν τις τελειοποίησα, αν μπορώ να πω κάτι τέτοιο. Η μάνα μου έλεγε πως ο αμνιακός σάκος μου ήταν μια βαλίτσα, κρίνοντας από τη συνέχεια. Έπαιρνα τρένα, λεωφορεία, αυτοκίνητα και αεροπλάνα σχεδόν χωρίς να το σχεδιάζω. Άλλαζα πόλεις, χώρες, έστηνα καινούργιες ζωές με καινούργιους συντρόφους και φίλους και αγαπημένα στέκια κι έστηνα σπίτια τόσο πολύ σπιτένια που έλεγες, εντάξει, αυτή θα μείνει ακίνητη επιτέλους, αλλιώς γιατί να κάνει τόσο κόπο και να φτιάξει ένα τόσο σπιτένιο σπίτι;

Κατάφερνα να τους διαψεύδω όλους συνέχεια και φτου και από την αρχή. Γύρισα τον πλανήτη ολόκληρο και κάποια κομμάτια του περισσότερες από μια φορές. Όχι για δουλειά, μα από μια ανάγκη να περιπλανώμαι συνεχώς. Επειδή ήταν τέτοια η δίνη της εσωτερικής μου περιπλάνησης που αν έμενα στο ίδιο σημείο θα μεταμορφωνόμουν σε τρυπάνι ικανό να ανοίξει γιγάντιες τρύπες στο έδαφος, να δημιουργήσει σεισμούς στα διπλανά χωριά. Όταν μεγάλωσα πολύ άρχισα να στενοχωριέμαι που περιπλανιόμουν συνεχώς. Αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Οι άνθρωποι με λυπόντουσαν και νομίζω πως με φοβούνταν κιόλας. Ήμουν ο αστάθμητος παράγοντας στις ζωές τους. Αυτός που θα μπορούσε να επηρεάσει τις δικές τους σταθερές διαδρομές πάνω στο χιόνι της ιερής τους καθημερινότητας. Κι άρχισαν να με κάνουν πέρα όσοι αγαπούσα από τότε που ήμουν μικρή. Λες και η περιπλάνηση είναι μολυσματική νόσος και φοβούνται πως θα τους κολλήσω. Πώς φοβούνται οι ακίνητοι τους τσιγγάνους; Κάπως έτσι και με μένα.

Όμως κάνω καινούργιους, παράξενους φίλους τώρα τελευταία. Στο νησί μου, στις Κυκλάδες, σε αυτό που πάντα επιστρέφω, καταφτάνουν όλο και περισσότεροι digital nomads. Μια εταιρεία αναλαμβάνει να βρει και να οργανώσει τα σπίτια στα οποία θα μείνουν για έξι μήνες. Μπαμπάς, μαμά, παιδιά, αλλάζουν νησιά, χώρες, πόλεις, ηπείρους ανά εξάμηνο και δουλεύουν ή πάνε σχολείο από τον υπολογιστή τους. Ούτε αραμπάδες, ούτε σκηνές, ούτε άλογα, ούτε κινητά σιδεράδικα και κινητά καρεκλάδικα. Ένας υπολογιστής, διαβατήριο, μια βαλίτσα ρούχα και αλλαγή τόπου εύκολα και οργανωμένα. Τώρα θα μου πεις, νομάδες είναι αυτοί οι τουρίστες; Είναι και τα δύο. Ένας τρόπος να συνδυάσεις την οικονομική ασφάλεια με την ανάγκη να μετατοπίζεσαι πάνω στον πλανήτη. Ένας τρόπος να περιπλανάσαι. Αν γκουγκλάρεις τη λέξη nomad θα βρεις ένα άρωμα της Chloé, εταιρεία με ρούχα, εταιρεία με παπούτσια, μεγάλη εμπορική έκθεση, περιοδικό, ξενοδοχεία ανά τον κόσμο, στην Τουλούμ, στη Νάξο στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ πολλών άλλων. Βιβλία που λένε ιστορίες για πλάνητες, διαφημίσεις για προϊόντα που έχουν τη λέξη nomad. Πρόκειται για έναν παλιό εξωτισμό που τώρα μετατρέπεται σε προϊόν. Τον εξωτισμό της περιπλάνησης. Από τους flâneurs στους digital nomads ένας αιώνας δρόμος. Τι να πεις;

Μια μέρα λοιπόν, ήταν χειμώνας, ανέβηκα το στριφογυριστό δρόμο που οδηγούσε στο χωριό της γιαγιάς μου. Ομίχλη πυκνή. Πάρκαρα στον δρόμο και πήγα προς το σπίτι. Δεν έβλεπα τη μύτη μου. Μια γκρίζα σκιά κινήθηκε μέσα στο γκρι της ομίχλης. Η γιαγιά μου στην αυλή της. Μια σκιά. Μου έψηνε κάστανα στο τζάκι και πώς μου ήρθε και τη ρώτησα, «Γιαγιάκα στο ίδιο μέρος 90 χρόνια. Πώς το άντεξες αυτό;» Καθαρίζοντας ένα καφτό κάστανο με τα υπέροχα χέρια της που δεν καίγονταν σε καμία φωτιά μου είπε, «Είναι μεγαλύτερο από αυτό που φαίνεται.» Και χώνοντάς μου το κάστανο στο στόμα, χαμογέλασε και είπε, «Ευτυχώς παιδί μου, τίποτα δεν είδα». Από τότε χάσκει ανοιχτό το στόμα μου όταν ανακαλώ τη στιγμή. Συνήθως σκέφτομαι πως ο Σωκράτης και η γιαγιά μου πρέπει να αλληλογραφούσαν τακτικά, καθισμένος εκείνος κάτω από τη συκιά και εκείνη δίπλα στο τζάκι.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: