Η περιπλάνηση στις γειτονιές της πίσω πόλης

Κέρκυρα. Μελάνι και ακουαρέλες σε χαρτί
Κέρκυρα. Μελάνι και ακουαρέλες σε χαρτί / Σχέδιο Πάβλος Χαμπίδης


Η κάθε περιπλάνηση, ταξίδι
στη χώρα του Μύθου


Αμέσως μετά το απογευματινό μάθημα με την κυρία Καθηγητού, στην κάμαρα του φτηνού ξενοδοχείου, γεμάτοι εντυπώσεις και υποβολή από τα λόγια και τα παραμύθια της γραίας, γεμάτοι εικόνες αίγλης υπό κατάρρευση, γεμάτοι υπαινιγμούς θυελλωδών παρελθόντων και βίων, εξωραϊσμένων από γιρλάντες κομψεπίκομψης ευφραδείας, οι Δύο Έφηβοι και το Απάρθενο Κορίτσι, έφευγαν αχαλίνωτοι απ’ την πίσω πλευρά του κτιρίου, διασχίζοντας οδούς και φασαριώδεις γωνίες της αγοράς. Κατέληγαν σ’ ένα μεγάλο μονοπάτι παραμυθητικό που οδηγούσε στο ύψωμα του Λόφου της Θείας Δίκης, εκεί απ’ όπου διακρίνονταν ως αλλόκοτο δάσος τα κωδωνοστάστια των της πόλεως εκκλησιών. Ανάμεσά τους ένα παλαιολιθικό Κυπαρίσσι, κατασκευής ψευδογοτθικής, κατάφορτο μ’ ανάγλυφα και ρολόι, κάθετη στήλη ποιμαίνουσα το κοπάδι από κόκκινες στέγες όπως η ράβδος του νεφεληγερέτη Βοσκού. Τα παιδιά κοίταζαν έκθαμβα το θέαμα αυτού του ποιμαντορικού υπερμεγέθους σκήπτρου, εφευρίσκοντας διάφορες αναλογίες του με εικόνες από το παμπάλαιο αλλοδαπό Βιβλίο που μελετούσαν ως αναγνωστικό και γραμματική στο μάθημα με την κυρία Καθηγητού

– ιδεογραμματικές στέγες με μυτερές λόγχες στο πράσινο ηλιοβασίλεμα της Στοκχόλμης, κρυπτογραφικοί οβελίσκοι και στήλες σε πλατείες κοσμοϊστορικές, μυθολογικά κατάρτια θαλάσσης του Μόμπι Ντικ, πύργοι της Νοτρ Νταμ, μιναρέδες από τεμένη σε εικονογραφημένα κείμενα παραμυθιών της Βαγδάτης –

ιερά σκεύη λατρείας, θεμελιώδη σύμβολα του υπερλογικού και του αινιγματικού αρχετύπου, που αφελώς και χωρίς λογική τεκμηρίωση, το τιμούσαν ως μόνη αξία και λόγο ύπαρξής τους εν τω κόσμω, πύλες διαφυγής, από την «παρακμιακή» κυριαρχία του συμβατικώς υγειούς, σύγχρονου και ζωώδους, προς τη γοητεία της σκοτεινής «ακμής» του παλαιού, του ασυνήθιστου, του σαθρού, του βέβηλου, του χθαμαλού, του μαρτυρικού, του κατερειπωμένου.

Πίσω από τον Λόφο της Θείας Δίκης, η Πίσω Πόλη απλωνόταν με αρχιτεκτονική παραγκούπολης, σαραβαλιασμένη και ζητιανιάρικη, σωριασμένη όπως-όπως ίδια με στοίβα σκουπιδιών πλάι στα ερείπια του Τείχους που απαθές αγνάντευε μια θέα υπερδιπλάσια της απόψης του Ατλαντικού στους τόπους της Νορμανδίας. Το Αχανές ήταν τόσο περίοπτος και απόλυτος Λόγος Κυρίου που κανένα καράβι δεν τολμούσε να περάσει από κει, αφού μετέφερε πάντα φορτίο με πολλές ενοχές κι αμαρτίες, κι έτσι αυτή η αένναη μοναξιά του τερατώδους υπερποντίου ανοίγματος θύμιζε στόμα δράκου βαθυκύανο, βαραθρώθες, έτοιμο να καταπιεί το Παν.

Τα παιδιά κατέβαιναν προς τα εκεί κι άρχιζαν να περιπλανιούνται. Τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι ήταν κλεισμένοι στις πλινθόχτιστες τρύπες και τα χαμωκάλυβα. Προς την πλευρά όπου δέσποζε το Λουτρό των Δαιμόνων άρχιζε να πέφτει το βράδυ επώδυνα. Οι πόρνες άναβαν ένα-ένα τα καντήλια των ερημόκλησσων της φθοράς. Οι σφαγείς επέστρεφαν στις οικίες τους γεμάτοι αίματα χειρουργείου, έτοιμοι να καταβροχθίσουν παιδιά και γυναίκα, ενώ τα σπιτάκια της δυστυχίας γίνονταν μικρές κουκίδες από λαμπάδες του «Σήμερον κρεμάται», στην κατάνυξη του μαρασμού και στο έρεβος που αργά είχε αρχίσει να ενσκύπτει πάνω απ’ τις αλανιάρες γειτονιές των κατάπτυστων και ντροπιασμένων ερωτισμών. Ανάποδα κρεμασμένα γαϊδούρια, γδαρμένα ολόκληρα, γεμάτα μύγες και άλλα έντομα, νοσώδη, έστεκαν παρατημένα από τα χρόνια του Λιμού, τροφή για τους πεινασμένους. Κουρτίνες από πλαστικά, ποικιλόχρωμα, κομπολόγια γεμάτα δαχτυλιές, ανέμιζαν έρμαια του βοριά, σε πόρτες ανοιχτές απ’ όπου ξεχύνονταν αναλαμπές πύρινων φωτισμών. Δασύτριχες παρέες εργατών μπαινόβγαιναν σε στεγανά κυλικεία, απ’ όπου ανεδύετο μυρωδιά ανθρωπίλας, κλεισούρας, μπόχας, οινοπνεύματος και καμμένου ξύλου, συγχρόνως με οπτικές εντυπώσεις σπλάχνων υψικαμίνου, κάθε φορά που άνοιγε κι έκλεινε το θυρόφυλλο. Σκιές παιδιών κάθε τόσο περνούσανε αστραπιαία από τους τοίχους, πετάγματα μουλωχτής νυχτερίδας. Ενώ, πιο μέσα, σε κάποια καλντερίμια ονειρώδη και σαν αδιέξοδα, τα σπίτια φάνταζαν τόσο κλειστά που λες και βρίσκονταν σε τρομώδη αναμονή επικείμενης ανθρωποθυσίας. Πού και πού, η μορφή της Ευλάβειας με όψη σεβαστού γέροντος καπνιστή καθήμενου σε μεντέρι πολυκέντητο, τυλιγμένου σε πάχνη χρυσοσμαράγδινου ναργιλέ – σμάλτινη αναπαράσταση διδασκάλου δερβίση που εισέπνεε πνοές μυροφόρες θεσπεσίων υπάρξεων φτερωτών επίπλαστου παραδείσου, μαγνήτιζε την προσοχή των δύο εφήβων που προσέγγιζαν τις εξαθλιωμένες πόρτες και τα μικρά παράθυρα ως λαθραίοι παρατηρητές. Αλλού, μες στην πυκνή αντάρα του πένθους που είχε η ώρα, τ’ αγκομαχητά της αγωνίας του πληρωμένου πόθου θυμίζανε βόγγους εγκύου τίκτουσας τον Εχθρό.

Το Απάρθενο Κορίτσι απέναντι στους Δύο διψασμένους για δυσεύρετες ηδονές Εφήβους που κατασκόπευαν εδώ κι εκεί τις μίζερες συνουσίες, τα πενιχρά δείπνα, τους ποταπούς ξυλοδαρμούς, που αφουγκράζονταν τις νυχιές στα τέλια μουσικού οργάνου βανδάλων και ρέμπελων μέσα σε άχνες μυροβόλες πονηρού λιβανιού, μέσα σε κάπνες μεθυστικές από ντενεκέδες όπου καίγονταν ξερά κλαριά θυμαριού και σκίνου, πανιά και σάβανα, έστεκε απαρηγόρητα έρημο, παρασυρμένο, αν και το’ θελε, σε αυτή την περιήγηση της παραδόξου Ακμής, άγαλμα της Αγίας Θέκλας σε αγοραίο εικονοστάσιο, ταγμένο να επαγρυπνεί και να υπομένει την αδιαφορία των γκρίζων περαστικών. Απ’ τα δυο μάτια της, έτσι όπως βρισκότανε πετρωμένη στην άκρη του λασπερού σοκακιού, μπροστά σε κάτι σκουριασμένα βαρέλια, έτρεχε δάκρυ που δεν ήτανε από αρμύρα λύπης αλλ’ απ’ το κρύο που είχε αρχίσει να περονιάζει την ριγηλή σάρκα της, κι ας είχε μόλις μπει το φθινόπωρο. Στις γειτονιές της Πίσω Πόλης, ως γνωστόν, ο χειμώνας συνήθως ερχόταν νωρίς….

( από ημιτελές ανέκδοτο πεζογράφημα)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: