Με το που το είδα πάνω στη σελίδα, εντελώς αγενέστατα, ανοίγει το παράθυρο και μπαίνει μέσα. Ένα πουλάκι, μικρότερο κι από σπουργίτι, μεγαλύτερο κι από σταυραετός. Μου τριβελίζει τ’ αυτιά με διάφορες γαλιφιές κι εγώ, επίσης εντελώς αγενέστατα, αποκτώ ένα ηλίθιο θάρρος και νιώθω φίλος. Άβολα, όμως. Το νιώθεις ότι είναι μια λυκοφιλία. Το νιώθεις ότι δεν πρόκειται να σου χαρίσει εύκολα τον εαυτό του. Ίσα-ίσα μερικά λόγια για να γνωριστείτε, κάποιες κουβέντες της εξοικείωσης και μετά, μόλις νιώσεις λίγο άνετα και εκφράσεις την ανάγκη ν’ ανοίξουμε το παράθυρο να πάρουμε μια ανάσα, κάνει μια και πετάει έξω. Φεύγει απροειδοποίητα. Αφού σε έκανε να νιώσεις δικός του, αφού σε παρέσυρε σε μια σειρά εξομολογήσεων, αφού πίστεψες ότι μπορεί και να βρήκαμε τον καλύτερο φίλο, σε γράφει στα παλιά του τα παπούτσια και εξαφανίζεται στο χάος. Θυμώνεις, βρίζεις και διαμαρτύρεσαι για την προδοσία, μετανιώνεις που εκτέθηκες μπροστά του, αναρωτιέσαι τι δεν έκανες καλά και σ’ εγκατέλειψε, παρακαλάς θεούς κι αγίους να ξαναγυρίσει για λίγο, αλλά τίποτα. Το παίρνεις απόφαση ότι ήταν μια εντελώς τυχαία, κοινή συνάντηση, που η ευαισθησία σου τη μεγαλοποίησε, ίσως και η ανάγκη που έχεις να βρεθείς με κάτι νέο, καινούργιο, άγγιχτο, πάντως μια ερωτική συνεύρεση που άρχισε και τέλειωσε με ένα χάδι, απ’ αυτά που σε ξεσηκώνουν μέχρι τρέλας. Αρχίζει το βασανιστήριο της αυτοκριτικής, τι κακό έκανα, τι λάθος είπα, πού τον πρόσβαλα, αφού τον λαχτάρησα από την πρώτη στιγμή και του το ‘δειξα – μήπως αυτό ήταν το λάθος μου; αυτό ήταν δεν έπρεπε να δείξω την πείνα μου, α, να χαθείς λιγούρη, μονολογώ – αφού του υποσχέθηκα ότι θα τον αγαπήσω, θα τον σεβαστώ, θα τον τιμώ σε κάθε επαφή μας… Ίσως δεν έπρεπε ν’ ανοίξω το παράθυρο, το πήρε σαν προσβολή, θεώρησε ότι τον βαρέθηκα ή ότι δεν μου άρεσε η μυρωδιά του, μάλλον αυτό, τη διάθεσή μου να ξελαμπικάρω λίγο, για μια στιγμή, την παρεξήγησε, παρεξηγήθηκε!
Για να ξορκίσω το κακό αρχίζω να κάνω από την αρχή ότι κάναμε όταν μπήκε εδώ, θυμάμαι είχα πάρει ένα βιβλίο, το ξαναπαίρνω, το ανοίγω πάλι στην αρχή του, πετάγομαι μια στιγμή και στις τελευταίες σελίδες, γιατί άραγε; αρχίζω να το διαβάζω και νιώθω ξαφνικά κάτι ν’ ανοίγει το παράθυρο με αγένεια, την αγένεια δεν θα του την πω, αυτό δεν θα του το πω μη σηκωθεί και φύγει πάλι, και να εισχωρεί στον χώρο μου, στρογγυλοκάθεται και του πιάνω – ή μου πιάνει; να κάτι που δεν θυμάμαι καλά – την κουβέντα γύρω από το χτες του και το προχτές του, το περσινό του και το προπέρσινο, το πριν από χρόνια κι από αιώνες, το γιατί του και το πώς του, νομίζω πως ο ένας ρωτούσε τον άλλο για τα ίδια ακριβώς πράγματα, σαν να θέλαμε να μάθουμε ό ένας για τον άλλο τα ίδια ακριβώς πράγματα, ταύτιση το λένε; πώς τρως, πώς πίνεις, τι σ’ αρέσει, ποιες γυναίκες, τι φαγητά, πας στο γήπεδο, πιστεύεις στον Χριστό, πότε το ‘κοψες το τσιγάρο, αγάπησες τους γονιούς σου, γιατί έχεις αυτό το μίσος στη μάνα σου, γιατί τον χτύπησες τον πατέρα σου τόσο βάναυσα, τον πίκρανες ρε, πίνεις πολύ, όχι δεν πίνω, πίνω όσο χρειάζομαι, αλλά είμαι λιχούδης, αυτό ναι, μ’ αρέσουν τα γλυκά, να πάω ν’ αγοράσω από δίπλα, όχι μη φεύγεις, όχι μη φεύγεις, όχι μη φεύγεις, τρεις φορές το είπε, τον καθησύχασα ότι δεν θα φύγω, ή δεν θα φύγει; τι ακριβώς είπαμε, εδώ μπερδεύομαι, νομίζω ότι μου είπε δεν θα φύγεις, μάλλον εγώ του είπα δεν έχεις να πας πουθενά, όχι, μου είπε δεν θα φύγω, τώρα ποιος καθησύχασε τον άλλο δεν μπορώ να θυμηθώ, τι μπέρδεμα, αρχίζω να ζαλίζομαι, μπορεί και να θυμώνω, αλλά το ονομάζω ζαλάδα για να μην το καταλάβει και σηκωθεί και φύγει, τι εξάρτηση τώρα στα καλά καθούμενα, μια χαρά ήμουνα, ένα βιβλίο πήρα να διαβάσω, θεατρικό πρέπει να ήτανε κι έγινε όλο αυτό το κακό, τώρα της στεναχώριας το χειμώνα τον έκανε λαμπρή καλοκαιριά, άκου τι μου ‘ρθε στο μυαλό! τρελαίνομαι; μπορεί, τι το άφησα να μπει, αλλά μπορούσα να κάνω κι αλλιώς, χωρίς να το καταλάβω στρογγυλοκάθισε απέναντί μου και μου είπε, θα σε τρελάνω, εγώ εσένα θα σε τρελάνω, κάθε φορά που θα με βλέπεις μπροστά σου θα τρελαίνεσαι, έτσι κάνω εγώ όσους μ’ αγαπάνε, και ποιος σου είπε ότι σ’ αγάπησα του λέω, α, όχι πουστιές σ’ εμένα, μου κάνει, κι εκεί απάνω ήταν που είπα ας πάρουμε μια ανάσα και συνεχίζουμε, κι ανοίγω το παράθυρο να μπει καθαρός αέρας και κάνει μια και φεύγει.
«Τώρα της στενοχώριας τον χειμώνα…»*
Πρέπει να με είχε πάρει ο ύπνος όταν ξαναγύρισε. Γιατί άνοιξα τα μάτια να δω την ώρα και τον βλέπω πάνω στο κομοδίνο, δίπλα στο ξυπνητήρι, γελαστός και αεράτος. Είχε μεταμορφωθεί σε έναν αξιοπρεπέστατο κύριο. Φορούσε ένα περίεργο ρούχο και ήταν παράξενα κουρεμένος. Πήγα να κατουρήσω. Γύρισα, δεν τον βλέπω στο κομοδίνο, ψάχνω το δωμάτιο, έφυγε λέω, ξαναχώνομαι κάτω από τα σκεπάσματα και νιώθω ν’ ακουμπάω σε κάτι. Ήταν αυτός. Είχε γλιστρήσει μέσα στο κρεβάτι και έκανε πως κοιμάται. Λέω έκανε, γιατί όταν τον ρώτησα «τι γίνεται, ρε φίλε;», αμέσως πετάχτηκε πάνω και μου ‘πιασε την κουβέντα. Φλύαρος όσο δεν παίρνει, δεν μ’ άφηνε να πω λέξη, άρχισε να μου εξηγεί για το βιβλίο που διάβαζα όταν πρωτοήρθε σπίτι. Έδειχνε ότι το ήξερε όλο απ’ έξω. Τον παρακάλεσα, σχεδόν τον ικέτευσα να μου πει ποιος είναι. Κατάλαβε πόσο με απασχολούσε και έδειχνε να το διασκεδάζει. Μου έλεγε όσα ήθελε εκείνος, προσπαθώντας να αντιληφθεί αν μπορούσα να καταλάβω τη συνέχεια, ποτέ δεν ολοκλήρωνε μια φράση, σκέτο μαρτύριο. Το πήρα απόφαση πως δεν θα τον ξεφορτωνόμουν, όχι και πως το ήθελα, ίσα-ίσα, και αποφάσισα να κοιμηθώ μαζί του. Αποφάσισα, μια λέξη είναι, γιατί δεν νομίζω ότι είμαι σε θέση να αποφασίζω, μάλλον με οδηγεί και αποφασίζει αυτό που πρέπει να αποφασίσω, τι μπέρδεμα να πάρει ο διάολος. Μου λέει λόγια και τα επαναλαμβάνω δυνατά. Μου επιβάλλει κινήσεις και χειρονομίες και τις δοκιμάζω αδιαμαρτύρητα. Ξημέρωσε και ακόμα μου έλεγε πράγματα, ιστορίες από τη ζωή του, κάτι για τα παιδικά του χρόνια, τη μάνα του, τον πατέρα του, τους καυγάδες που κάνανε επειδή το παιδί τους είχε γεννηθεί λειψό, τα πειράγματα στο σχολείο, τα κορίτσια που τον αποφεύγανε και μετά τις σπουδές του στη στρατιωτική σχολή. Τα άκουγα όλα αυτά σαν ονειροπαρμένος, λες και δεν είχα κανένα δικό μου πρόβλημα να λύσω, ο καυγάς προχτές με την Ελένη για το σχολείο της μικρής με είχε ισοπεδώσει, κι έρχεται αυτός ο τύπος και μου πετάει κατάμουτρα ‘’τώρα της στεναχώριας το χειμώνα, τον έκανε λαμπρή καλοκαιριά του Γιορκ ο ήλιος’’ και μου αραδιάζει του κόσμου τις ιστορίες γιατί, λέει, σε έναν ρόλο πρέπει να ξέρω την πάσα λεπτομέρεια…
Ο ρόλος. Ο Στανισλάβσκι λέει, ο συγγραφέας είναι ο πατέρας, ο ηθοποιός η μητέρα και το παιδί τους ο ρόλος. Ο ρόλος! Αυτό το μαρτύριο, η τρέλα, αυτό το παραμιλητό, η παλινδρόμηση, το ζεστό-κρύο, το άσπρο-μαύρο, οι ατέλειωτες αγρυπνίες, τα ξυπνήματα το ξημέρωμα, λιώμα στην κούραση κι αυτός σφήνα στο κρανίο, οι σιωπηλές συζητήσεις με τον μπαμπά του, οι εικασίες, οι διασταυρώσεις, τα έστω, αυτά τα έστω!, κάποιες πονηρές συμφωνίες μαζί του, κάτι σαν «αν σου δώσω αυτό, τι θα μου δώσεις;», όλα ψέματα, αυτός έχει το πάνω χέρι, οδηγεί, κατευθύνει, έχει όλα τα δίκια, έχει όλα τα προνόμια γιατί εσύ τον βρήκες, δεν σε βρήκε, τον παρακάλεσες, δεν σε αναζήτησε ποτέ εκείνος, ούτε που νοιάζεται ποιος είσαι. Του κτύπησες την πόρτα, σου άνοιξε και σου είπε ψάχνε, εγώ έχω λίγα πράγματα να σου πω. Ψάχνε δούλε. Υπηρέτησέ με. Κάνε αυτό που όλη σου τη ζωή λαχταράς. Πες το όπως πρέπει, όπως γράφτηκε, «τώρα της στεναχώριας το χειμώνα…».
Κάθομαι από απέναντι και με παρατηρώ: παραμιλάω. Χρόνια τώρα. Πενήντα, εξήντα; Ένα γλυκό, μοναδικό παραμιλητό. Εγώ κι αυτός. Εγώ κι αυτοί. Πασχίζω να τους καταλάβω, αλλά κάθε μέρα αλλάζουν. Λες και προσπαθούν να με τρελάνουν. Το κατάφεραν.
*Σαίξπηρ, «Ριχάρδος Γ´»