Τις κα­λο­και­ρι­νές μέ­ρες, τις μέ­ρες που ο ήλιος έψη­νε την πέ­τρα, η μη­τέ­ρα έβγα­ζε το κα­λο­ψη­μέ­νο κο­τό­που­λο με πα­τά­τες από τον φούρ­νο και φρό­ντι­ζε η πο­σό­τη­τα του φα­γη­τού που μοί­ρα­ζε σε κά­θε πιά­το να εί­ναι ίδια για όλους: με­τρού­σε τις πα­τά­τες, ζύ­γι­ζε το τε­μα­χι­σμέ­νο κο­τό­που­λο με το μά­τι της. Εξαί­ρε­ση έκα­νε για τον δον Μι­γέλ δε Ου­να­μού­νο, που προ­τι­μού­σε τις ψη­τές πα­τά­τες, αν και το κο­τό­που­λο, όπως το έψη­νε η μη­τέ­ρα στον φούρ­νο μας, του άρε­σε πο­λύ. Τρώ­γα­με το με­ση­με­ρια­νό μας με τον ήλιο πά­νω ακρι­βώς από το κε­φά­λι μας, με τη λι­νή πε­τσέ­τα φα­γη­τού στα πό­δια μας, πά­ει να πει πως η ώρα εί­χε φτά­σει, εί­χε ση­μά­νει στο κω­δω­νο­στά­σιο του να­ού της Αμ­μώ­μου Συ­λή­ψε­ως (Inmaculada Concepción). Και αν η τρα­πε­ζα­ρία μας δεν ήταν ψη­λο­τά­βα­νη, αν το ένα και το άλ­λο πα­ρά­θυ­ρο δεν έμε­ναν ανοι­χτά για να γί­νε­ται ρεύ­μα και να μην ψη­νό­μα­στε από τη λά­βρα, θα βια­ζό­μα­στε μάλ­λον να ολο­κλη­ρώ­σου­με το φα­γη­τό μας πα­ρα­λεί­πο­ντας εκεί­νη την ελά­χι­στη γου­λιά τσί­που­ρου, που διευ­κό­λυ­νε τη χώ­νε­ψη, ας ζέ­σται­νε το στό­μα μας (μέ­χρι δα­κρύ­ων στην πε­ρί­πτω­σή μου).

Στην κε­φα­λή του τρα­πε­ζιού κα­θό­ταν ο πα­τέ­ρας, εκ δε­ξιών η μη­τέ­ρα και εξ ευω­νύ­μων ο δον Μι­γέλ. Οι τρεις τους ήταν ντυ­μέ­νοι, όπως έπρε­πε να εί­ναι ντυ­μέ­νοι τέ­τοια ώρα που ο ήλιος έψη­νε την πέ­τρα. Κο­στού­μι μπλε βα­θύ φο­ρού­σε ο πα­τέ­ρας, λευ­κό υπο­κά­μι­σο, μπλε λαι­μο­δέ­τη. Μια φο­ρά, φτά­νο­ντας κα­θυ­στε­ρη­μέ­νος, ανέ­βα­λε να βγά­λει το κα­πέ­λο του και κά­θι­σε στη θέ­ση του κα­πε­λω­μέ­νος. Ευ­τυ­χώς εκεί­νη τη μέ­ρα δεν εί­χα­με την επί­σκε­ψη του δον Μι­γέλ, και η μη­τέ­ρα δεν του υπέ­δει­ξε να φά­ει, ως όφει­λε, ασκε­πής. Μπλε το ολό­σω­μο φό­ρε­μα της μη­τέ­ρας με τα μα­κριά φου­σκω­τά μα­νί­κια να σφίγ­γουν τους καρ­πούς των χε­ριών της. Λευ­κό υπο­κά­μι­σο με μα­νι­κε­τό­κου­μπα φο­ρού­σε ο δον Μι­γέλ και με­ρι­μνού­σε, ενώ έτρω­γε με πι­ρού­νι και μα­χαί­ρι, να σκύ­βει πά­νω από το πιά­το για να μη λε­ρω­θεί κα­τά λά­θος το λευ­κό υπο­γέ­νειό του, ού­τε το λευ­κό υπο­κά­μι­σο. Γι’ αυ­τό, εξάλ­λου, το σα­κά­κι του ήταν ξε­κού­μπω­το και το γι­λέ­κο του κου­μπω­μέ­νο προς προ­στα­σία της γρα­βά­τας από ασε­βή λε­κέ.

Ο πα­τέ­ρας, με­τά το φα­γη­τό και με­τά από πα­ρα­πα­νί­σια πο­τη­ρά­κια τσί­που­ρου, άφη­νε τη λι­νή πε­τσέ­τα δί­πλα στο άδειο πιά­το του και κου­νιό­ταν δε­ξιά και αρι­στε­ρά στην κα­ρέ­κλα του, δή­λω­ση πως η ώρα της με­ση­με­ρια­νής ανά­παυ­σης εί­χε φτά­σει. Διέ­σχι­ζε τον διά­δρο­μο στο­λι­σμέ­νο με τις γλά­στρες των καλ­λω­πι­στι­κών φυ­τών κλει­στού χώ­ρου έν­θεν κα­κεί­θεν και άφη­νε ανοι­χτή την πόρ­τα του υπνο­δω­μα­τί­ου του, που τέ­τοια ώρα το έψη­νε ο ήλιος. Τον έβλε­πα με τη σκε­λέα του, τις καλ­τσο­δέ­τες του στο ύψος του γό­να­τος, τη ρι­γω­τή φα­νέ­λα του, έτσι ξά­πλω­νε στο κρε­βά­τι του προς ωριαία ανά­παυ­ση. Ο δον Μι­γέλ ξά­πλω­νε στο ημί­δι­πλο κρε­βά­τι στο δω­μά­τιο για τους κα­λε­σμέ­νους. Η μη­τέ­ρα εί­χε απλώ­σει το κά­λυμ­μα πά­νω στο κρε­βά­τι, ώστε να νιώ­θει άνε­τα ο δον Μι­γέλ, που δεν έβγα­ζε τα πα­πού­τσια του, δεν έβγα­ζε το σα­κά­κι, ού­τε το γι­λέ­κο του, έβγα­ζε όμως βι­βλία από την τσά­ντα του, έβγα­ζε και τα μα­το­γυά­λια του, τα δί­πλω­νε και τα άφη­νε δί­πλα του, προ­τι­μού­σε να δια­βά­ζει με­τά το φα­γη­τό. Εκεί­νη τη μέ­ρα όπου ο ήλιος έψη­νε την πέ­τρα και ήταν η ώρα όπου η μη­τέ­ρα έβγα­ζε από τον φούρ­νο με­ρι­κές πέ­τσες του ψη­μέ­νου κο­τό­που­λου για να τα­ΐ­σει τις γά­τες του δρό­μου, που την πε­ρί­με­ναν στον ήλιο, εκεί­νη τη ώρα λοι­πόν, ο δεν Μι­γέλ δί­πλω­σε το βι­βλίο μου Del sentimiento trágico de la vida και άρ­χι­σε να το δια­βά­ζει επι­με­λώς: «Sobrevolan las noches y el silencio se queda angustiado con abrigo y sombrero junto a las esquinas de los campanarios. Suenan las campanas; ¡Ηay misa! ¡Hay piedad!». Θα πρέ­πει να εί­χε δια­βά­σει τις προη­γού­με­νες σε­λί­δες προ και­ρού.