Το βράδυ της 14ης Απριλίου τρέχοντος, τελείωνα το γράψιμο σύντομου κειμένου για το μέλλον της ανάγνωσης. Όπως ήταν φυσικό είχα προτάξει τις επ’ αυτού σκέψεις του Ουγκώ, με κεντρικό στοιχείο την αινιγματική φράση του Κλωντ Φρολλό, αρχιδιάκονου της Notre Dame: «…τούτο θα σκοτώσει εκείνο», φράση της οποίας η ανάλυση ήταν πάντοτε ένα από τα προσφιλή μου θέματα: το βιβλίο, πολύ δυνατότερο πλέον, χάρις στην Τυπογραφία, θα σκότωνε την Notre Dame – βεβαίως μεταφορικά, δηλαδή θα εκθρόνιζε εκείνο που η εκκλησία υπηρετούσε και γενικότερα κάθε κατεστημένο.
Το πρωί της μεθεπομένης, ευσυνείδητος δημοσιογράφος μου ζητούσε από το τηλέφωνο μια σύντομη τοποθέτηση απέναντι στην τραγωδία της 15ης Απριλίου. «…Είμαστε μπροστά σε μια τεράστια καταστροφή» είπα, «επειδή αυτή η εκκλησία, χωρίς να είναι το μεγαλύτερο, η πλέον περίτεχνο από τα έργα του γαλλικού γοτθικού ρυθμού, είναι κάτι σαν τον Παρθενώνα της Γαλλίας… δυστυχώς, όμως, δεν είναι σπάνιο στις μέρες μας η παρουσία κάποιων μεταξύ εκείνων που ανέλαβαν να συντηρήσουν ένα μνημείο να συνιστά κίνδυνο για την ύπαρξη του… αλλά αν ήθελε κανείς να κατανοήσει τη σπουδαιότητα της Notre Dame θα έπρεπε να διαβάσει πάλι το ομότιτλο έργο του Ουγκώ, το οποίο υπήρξε επανάσταση στον τρόπο µε τον οποίο δομείται ένα μυθιστόρημα… ένας μοναδικός συνδυασμός ιστοριογραφίας, κοινωνιολογίας, ψυχανάλυσης και στοχασμού, που μεταξύ άλλων φώτισε νέες κατευθύνσεις κατανόησης των τεχνών και έγινε το μανιφέστο για την επανεκτίμηση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς»
Μετά την παράθεση αυτών των δηλώσεων, ο συνομιλητής μου, χρησιμοποίησε ποιητικά τη ρήση του Φρολλό, μετατρέποντάς την σε ρητορικό ερώτημα αναφορικά με την πυρκαϊά: «…Τι ήταν αυτό όμως, που σκότωσε τη Notre Dame;»
«…Χωρίς να αποκλείονται άλλοι παράγοντες, κυριότερος φαίνεται να ήταν η απροσεξία», είχα απαντήσει, «όπως π.χ. συνέβη προ διετίας με την καταστροφή της βαρύτιμης στέγης του τεμένους στο Διδυμότειχο». Απροσεξία, στο πλαίσιο μιας γενικώς χαλαρής διαγωγής, όπου, για παράδειγμα, «…ο καθένας μπορεί να πιάσει το κινητό και να ξεχάσει ότι εκείνη τη στιγμή –το λέω μεταφορικά– έχει το τηγάνι στη φωτιά… Σε παλαιότερες εποχές αυτό δεν μπορούσε να συμβεί επειδή η πειθαρχία μέσα στα έργα ήταν χαλύβδινη».
Αλλά καθώς η απροσεξία είναι πάντοτε ένα άμεσο παθητικό αίτιο, η αναζήτηση του απώτερου ενεργητικού αιτίου αναδεικνύει κίνητρα όπως το «ενδιαφέρον», η «ανάγκη φροντίδας ενός δημόσιου αγαθού» και η «αγάπη», κίνητρα που εν τέλει δεν αφίστανται από την επιθυμία για δημιουργία, δράση, εξουσία και κέρδος. Θυμάμαι ότι όταν καιγόταν η εξακοσίων ετών στέγη στο Διδυμότειχο, εκείνο που διακατείχε ήδη από ετών τη σκέψη μου, λόγω της παρατεταμένης διαδικασίας και του μαξιμαλιστικού σχεδιασμού των προσωρινών κατασκευών υποστήριξης και προστασίας, ήταν η κεντρική ιδέα του Ace in the Hole
(1951, σκηνοθεσία Billy Wilder) και του Mad City (σκηνοθεσία Κ. Γαβράς 1997): και στις δύο περιπτώσεις ο εμφανιζόμενος ως υποστηρικτής είχε προβεί σε χειρισμούς που εν τέλει είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα, αποτέλεσμα συνοψισμένο στην τελευταία σκηνή του Mad City με τη γεμάτη μεταμέλεια φράση "We killed him". Σε συζητήσεις για τη στέγη, στο Διδυμότειχο και στην Αθήνα, είχα περίπου προφητικά παραβάλει τις σχετικές διαδικασίες και τεχνικές επεμβάσεις με την υπόθεση των δύο φίλμς.
Μερικές φορές, όπως και την 14η Απριλίου τρέχοντος, αλλά και πολύ γενικότερα στις ζωή μας, η χωρίς ωριμότητα, επαγρύπνηση και ανιδιοτελή αγάπη φροντίδα σκοτώνει το αντικείμενό της.
[Αλλά θα επανέλθουμε λεπτομερώς στο επόμενο]
(Θεσσαλονίκη 28 Απρ. 2019)