Βιετνάμ: η αίγλη

Περ­πα­τώ­ντας έτσι σ’ αυ­τόν τον κό­σμο [...] που τό­σες φο­ρές έχω πε­ρι­γρά­ψει, δεν έχω πια την αί­σθη­ση ότι εί­μαι συγ­γρα­φέ­ας, αλ­λά ένα δέ­ντρο στο δά­σος του. Συ­νει­δη­το­ποιώ ότι δεν έγρα­ψα αυ­τά τα βι­βλία απλά για να πε­ρι­γρά­ψω ένα το­πίο, αλ­λά για να πα­ρα­μεί­νω μέ­ρος του.

Ντα­νύ Λα­φερ­ριέρ, Το αί­νιγ­μα του γυ­ρι­σμού

Πρώ­τη φο­ρά στα βιετ­να­μέ­ζι­κα ηχο­χρώ­μα­τα. Μα­θαί­νω να προ­φέ­ρω σω­στά το όνο­μα της πρω­τεύ­ου­σας. Οφεί­λω κατ΄ αρ­χάς να συλ­λα­βί­ζω κι εδώ με τον δέ­ο­ντα σε­βα­σμό, να απο­δί­δω τα φω­νή­ε­ντα, ξε­χνώ­ντας για λί­γο την όποια ομοιό­τη­τα τα συν­δέ­ει εν­δε­χο­μέ­νως με τη μη­τρι­κή μας γλώσ­σα. Δο­κι­μή που προ­κα­λεί όχι τον σαρ­κα­σμό ή τα ει­ρω­νι­κά σχό­λια των ντό­πιων φί­λων, αλ­λά την ει­λι­κρι­νή, όπως φαί­νε­ται, κα­τα­νό­η­σή τους. Ο μι­κρός στο­μα­τι­κός άθλος εξοι­κο­νο­μεί άλ­λω­στε σ΄ ένα βαθ­μό μια ου­σια­στι­κό­τε­ρη προ­σέγ­γι­ση προ­σώ­πων και κα­τα­στά­σε­ων. Κι αυ­τό τι­μούν με την ολό­πλευ­ρη συ­μπα­ρά­στα­σή τους.
Φω­νο­κε­ντρι­κό πρω­ι­νό: για να μην ξε­χά­σω μά­λι­στα αυ­τές ακρι­βώς τις στιγ­μές των ασκή­σε­ων του ξαφ­νια­σμέ­νου μου ου­ρα­νί­σκου, φω­το­γρα­φί­ζω το όνο­μα δυο τρεις φο­ρές. Το βρί­σκω εύ­κο­λα σε δια­φη­μί­σεις προ­ϊ­ό­ντων, σε σή­μα­τα της τρο­χαί­ας, σε ανα­κοι­νώ­σεις πο­λι­τι­στι­κών και άλ­λων εκ­δη­λώ­σε­ων. Ξε­χω­ρί­ζει αμέ­σως η πε­ρι­ποί­η­ση, η μέ­ρι­μνα για να με­τα­φερ­θεί ακέ­ραιο το ει­δι­κό βά­ρος του ση­μαι­νο­μέ­νου, η τό­σο έκ­δη­λη φρο­ντί­δα για τους τό­νους, η πα­ρου­σία της υπο­γε­γραμ­μέ­νης, τα στο­λί­δια μιας ασκη­μέ­νης καλ­λι­γρα­φί­ας, η πα­νη­γυ­ρι­κά λυ­γι­σμέ­νη πε­ρι­σπω­μέ­νη, η προ­στα­τευ­τι­κή αυ­τή αψί­δα-σκέ­πη, η οποία προ­φα­νώς θέ­λει να προ­φυ­λά­ξει εγκαί­ρως την πό­λη από ό, τι εν­δε­χο­μέ­νως την επο­φθαλ­μιά. Η προ­σφυ­γή στη λα­τι­νι­κή από­δο­ση των χα­ρα­κτή­ρων δια­σώ­ζει, μου λέ­νε, ένα μό­νο μέ­ρος από την προ­γο­νι­κή σή­μαν­ση. Εμείς από την πλευ­ρά μας, απα­λεί­φο­ντας πε­ριτ­τές κα­τά τη γνώ­μη μας λε­πτο­μέ­ρειες, σύμ­φω­να με την πα­νί­σχυ­ρη αρ­χή της απλού­στευ­σης, τα έχου­με ενώ­σει αυ­θαί­ρε­τα τα δύο μέ­ρη της λέ­ξης σε ένα μάλ­λον άτο­νο τρι­σύλ­λα­βο, σε ένα χλω­μό Ανόι, το οποίο έχει βέ­βαια μια έμ­με­ση, θο­λή σχέ­ση με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της βιετ­να­μέ­ζι­κης γλωσ­σο­λο­γι­κής ταυ­τό­τη­τας. Ανόι, πα­ρα­φθο­ρά άρα­γε ενός αγ­γλο­σα­ξο­νι­κού «annoy» ή μή­πως ενός γα­λα­τι­κού «ennui»;

*

Πά­ντως εδώ κα­τα­τί­θε­ται ως Hà Nội. Το πρώ­το συ­στα­τι­κό ση­μαί­νει «πο­τά­μι», το δεύ­τε­ρο «εντός». Η πε­ρί­φρα­ση απο­δί­δει άμε­σα την υλι­κό­τη­τα μιας ευ­τυ­χούς συ­γκα­τοί­κη­σης αν­θρώ­πων και νε­ρού. Πρό­κει­ται για το όνο­μα που ονει­ρεύ­τη­κε μια νύ­χτα του 1831 ο Βα­σι­λιάς Mιν Mανγκ και το χά­ρι­σε στην πό­λη. Συ­γκρα­τώ με την πρώ­τη κιό­λας ακου­στι­κή επα­φή ότι δί­νουν ιδιαί­τε­ρη έμ­φα­ση στην πρώ­τη συλ­λα­βή Hà. Η προ­φο­ρά υπο­δη­λώ­νει ασφα­λώς κυ­ριο­λε­κτι­κές αξί­ες μιας ανα­γκαί­ας εγρή­γορ­σης. Δια­πε­ρα­στι­κή ενα­ντί­ω­ση στους μα­κρό­συρ­τους λε­κτι­κούς συν­δυα­σμούς, οι οποί­οι απα­ντούν σε άλ­λα ση­μεία της Νο­τιο­α­να­το­λι­κής Ασί­ας. Ακού­γε­ται εν ολί­γοις σαν προ­στα­γή, αλ­λά και σαν υπό­μνη­ση μιας φω­νη­τι­κής τε­λε­τουρ­γί­ας. Συ­νι­στά πρω­τί­στως την επι­κύ­ρω­ση ενός πει­σμα­τι­κού φρο­νή­μα­τος, την ακλό­νη­τη, εν­νοώ, προ­σή­λω­ση στο πο­λύ­τι­μο στοι­χείο του νε­ρού και βε­βαί­ως κατ΄ επέ­κτα­ση στην αέ­ναη ροή των δια­φό­ρων ορ­γα­νω­μέ­νων νοη­μά­των. Ό, τι πε­ρι­κλεί­ε­ται συ­νε­πώς σ’ αυ­τό το φώ­νη­μα ια­χή απο­τε­λεί τεκ­μή­ριο δια­χρο­νι­κού κύ­ρους.

Hà: αρ­χί­ζει, επι­στρέ­φει και ξε­κι­νά­ει πά­λι από την ίδια την πρω­τεύ­ου­σα, που με πε­ρι­ποιεί­ται δε­ό­ντως τώ­ρα, ως υπό­μνη­ση ενός αδια­πραγ­μά­τευ­του φυ­λε­τι­κού προ­ο­ρι­σμού μέ­σα στα ζω­ο­φό­ρα Ύδα­τα του εθνι­κού βί­ου. Ενα­ντιω­μα­τι­κή έκ­φρα­ση, σχι­σμή στον εφη­συ­χα­σμό των θελ­κτι­κών φω­νηέ­ντων που ακ­μά­ζουν σε άλ­λα κλί­μα­τα, που κα­τά και­ρούς με υπο­δέ­χτη­καν και με τρο­φο­δό­τη­σαν συ­νειρ­μούς. Hà, η πρώ­τη συλ­λα­βή του έπους του Βιετ­νάμ. Το έναυ­σμα, η πρώ­τη ακου­στι­κή επα­φή με ένα κα­λο­σμι­λε­μέ­νο επί­γραμ­μα, που θα μπο­ρού­σε να μνη­μο­νεύ­σει τις δια­δο­χι­κές, πα­νη­γυ­ρι­κές ήτ­τες των Γάλ­λων, των Κι­νέ­ζων και των Αμε­ρι­κα­νών στη γη του Χο Τσι Μινχ.

*

Η ναυ­το­σύ­νη: Hà ση­μαί­νει εν ολί­γοις και πα­ράλ­λη­λη εγκα­τά­στα­ση των Βιετ­να­μέ­ζων στο κύ­τος των πλω­τών τους μέ­σων, δια­χρο­νι­κή πα­ρου­σία κα­λο­τά­ξι­δων πλοια­ρί­ων στη μέ­ση των πο­τα­μών. Εμ­μέ­νεια στις ρο­ές της εμπο­ρευ­μα­τι­κής πλο­ή­γη­σης. Αμε­τα­κί­νη­τη, έμπει­ρη πα­ρα­μο­νή στην κι­νού­με­νη, στην πα­λιρ­ροϊ­κή ευ­ζω­ία. Την πα­ρέ­χει πα­τρο­πα­ρά­δο­τα ο πο­λι­τι­σμός του πο­τα­μί­σιου και του θα­λάσ­σιου νε­ρού. Βάρ­κες δια­σταυ­ρώ­νο­νται χω­ρίς ν΄ αγ­γί­ζει η μια την άλ­λη κα­τά μή­κος του πο­τα­μού της πρω­τεύ­ου­σας. Ο, τι κι αν συλ­λά­βουν οι φω­το­γρα­φί­ες εί­ναι μάλ­λον πο­λύ λί­γο. Η κί­νη­ση, αυ­τός ο ανε­ξά­ντλη­τος βί­ος. Πώς να τα­ρι­χευ­θεί στην οθό­νη της φο­ρη­τής μου μνη­μο­σύ­νης. Έμ­βλη­μα κα­τα­ξί­ω­σης στα κύ­μα­τα: «το πλοίο εί­ναι η κατ΄ εξο­χήν ετε­ρο­το­πία. Στους πο­λι­τι­σμούς δί­χως πλοία στε­ρεύ­ουν τα όνει­ρα, η κα­τα­σκο­πεία αντι­κα­θι­στά την πε­ρι­πέ­τεια και η αστυ­νο­μία τους πει­ρα­τές». Η επι­σή­μαν­ση του Μι­σέλ Φου­κώ επεμ­βαί­νει στην επι­και­ρό­τη­τα του τα­ξι­διού μου για να την διε­γεί­ρει ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο. Λες και δεν φτά­νουν οι συν­δη­λώ­σεις του το­πί­ου.

Η ζω­τι­κό­τη­τα του πλή­θους. Η εναλ­λα­κτι­κή, η συ­μπλη­ρω­μα­τι­κή πα­λίρ­ροια των σω­μά­των. Η πλή­ρω­ση όλων των κε­νών. Ανά­σες και ιδρώ­τας, ένα μείγ­μα ανυ­πο­χώ­ρη­της στε­ρε­ό­τη­τας. Και βε­βαί­ως η άμπω­της. Έρ­χε­ται πά­ντα με τη νύ­χτα. Μια κομ­ψή μα­θη­μα­τι­κή εξί­σω­ση σπά­νιας συ­νέ­πειας. Το άδεια­σμα και το ξα­να­γέ­μι­σμα του το­πί­ου. Κά­ποια στιγ­μή όμως οι δρό­μοι και οι πλα­τεί­ες δί­νουν την εντύ­πω­ση ότι δεν μπο­ρούν να χω­ρέ­σουν άλ­λους χρή­στες της συ­μπα­γούς αυ­τής ζω­ής. Η ατε­λής φυ­ρο­νε­ριά.
Με­σή­λι­κες. Τρεις τέσ­σε­ρις μα­ζί. Πα­ρέα, σαν ανα­πτυγ­μέ­νο ιδε­ό­γραμ­μα. Οι από­το­μες κι­νή­σεις τους, η ευ­λυ­γι­σία που δια­κρί­νει τους πα­λαί­μα­χους αθλη­τές. Χά­νο­νται από μπρο­στά σου με τον ίδιο αιφ­νί­διο τρό­πο, που μό­λις λί­γο πριν ξε­πε­τά­χτη­καν από το απέ­να­ντι πε­ζο­δρό­μιο για σε πλη­σιά­σουν. Τους βλέ­πω, με­ρι­κές δε­κα­ε­τί­ες πριν, να χά­νο­νται στα δά­ση κυ­νη­γώ­ντας τον εχθρό, που ήρ­θε από την άλ­λη άκρη του Ει­ρη­νι­κού Ωκε­α­νού. Να σκά­βουν λα­γού­μια για να ξε­τρυ­πώ­σουν θά­να­το. Δια­λέ­γω το έμ­βλη­μα της στιγ­μής από τη νι­τσεϊ­κή πα­ρα­κα­τα­θή­κη: «Μο­νά­χα στο βαθ­μό που η ιστο­ρία υπη­ρε­τεί τη ζωή προ­τι­θέ­με­θα να υπη­ρε­τή­σου­με κι εμείς την ιστο­ρία».

*

Προ­ο­πτι­κή βρο­χής. Προ­χω­ρη­μέ­νος Γε­νά­ρης άλ­λω­στε. Τα πλη­σιέ­στε­ρα σύν­νε­φα χα­μη­λώ­νουν κι άλ­λο, έτοι­μα να ενω­θούν με το γε­νι­κό­τε­ρο πε­ρί­γραμ­μα, έτοι­μα να τρυ­πη­θούν από τα υψη­λό­τε­ρα δέ­ντρα στο βά­θος του το­πί­ου. Η απει­λή ενός ακό­μη κα­τα­κλυ­σμού. Μπο­ρεί όμως και όχι. Ας συμ­βι­βα­στώ άλ­λη μια φο­ρά και να τα απο­δε­χθώ τα ση­μεία του και­ρού, όχι σαν να ήταν οι φο­ρείς μιας ανα­πό­φευ­κτης κα­τα­στρο­φής της πε­ρι­η­γη­τι­κής μου εξω­στρέ­φειας , αλ­λά σαν να πρό­κει­ται για τα απα­ραί­τη­τα συ­στα­τι­κά μιας πε­ρι­φο­ράς μου στην πό­λη. Εί­δω­λα του πα­ρό­ντος χρό­νου, ευ­και­ρια­κοί διά­κο­σμοι, τα σύν­νε­φα δεν δια­φθεί­ρουν εν τέ­λει τα πράγ­μα­τα που στο­χά­ζο­μαι, δεν τα εξου­σιά­ζουν, απλώς τα προ­ε­κτεί­νουν. Το περ­πά­τη­μα εν­δό­μυ­χα πι­στεύω ότι θέ­λει να με οδη­γή­σει στις ου­σί­ες του χώ­ρου, στην ει­λι­κρί­νεια, στην ευ­γέ­νεια των ποι­κί­λων φω­το­σκιά­σε­ων. Άλ­λω­στε «φως υπάρ­χει αρ­κε­τό για όσους δεν θέ­λουν πα­ρά να βλέ­πουν, και σκο­τά­δι αρ­κε­τό για όσους έχουν αντί­θε­τη προ­διά­θε­ση», με ενι­σχύ­ει ο Πα­σκάλ. Για σή­με­ρα του­λά­χι­στον θέ­λω να συ­γκα­τα­λέ­γο­μαι στην πρώ­τη κα­τη­γο­ρία.

Εί­ναι άρα­γε συμ­φι­λιω­μέ­νοι με τον ει­κο­νι­κό κα­πι­τα­λι­σμό οι κά­τοι­κοι, και αν ναι, σε ποιο βαθ­μό; Τα αντι­προ­σω­πευ­τι­κά προ­ϊ­ό­ντα μιας κα­λά θε­με­λιω­μέ­νης ευ­μά­ρειας αφθο­νούν πά­ντως κι εδώ. Οι γνω­στές συ­σκευ­ές διο­χε­τεύ­ουν στους χρή­στες τους τη φα­ντα­σμα­γο­ρία του τρέ­χο­ντος υλι­σμού, αλ­λά και τους εγκα­θι­στούν ταυ­το­χρό­νως, ιδί­ως εκεί­νους που δια­νύ­ουν ήδη τη δεύ­τε­ρη δε­κα­ε­τία της ζω­ής τους, στη διε­θνή σκη­νή των επι­κοι­νω­νιών και ανταλ­λα­γής πλη­ρο­φο­ριών. Ει­κό­νες και ήχοι, που μοι­ρα­ζό­μα­στε κα­θη­με­ρι­νά στη Δύ­ση, μαρ­τυ­ρούν και στο Ανόι την αναμ­φι­σβή­τη­τη εμ­βέ­λειά τους. Δρό­μοι γε­μά­τοι από νέα ζευ­γά­ρια, μα­θη­τές και μα­θή­τριες, με πεί­θουν με τα λο­γής εξαρ­τή­μα­τά τους ότι θέλ­γο­νται ασφα­λώς από ό,τι συ­νι­στά τη φα­ντα­σί­ω­ση του Επο­χια­κού.

*

Εκτός από τα λί­γα δια­τη­ρη­τέα κτί­ρια, που εκό­ντα άκο­ντα θυ­μί­ζουν την πε­ρί­ο­δο της γαλ­λι­κής επι­κυ­ριαρ­χί­ας, η οποία για τους πε­ρισ­σό­τε­ρους σή­με­ρα εξα­κο­λου­θεί να συ­νι­στά ανά­θε­μα, η απα­ρέ­γκλι­τη ομοιο­μορ­φία των σχε­τι­κά μι­κρών, ενί­ο­τε διώ­ρο­φων κα­τοι­κιών απο­τε­λεί την κα­θο­ρι­στι­κή οι­κο­δο­μι­κή επω­δό. Σε μια έκτα­ση, πλη­ρο­φο­ρού­μαι, εκα­το­ντά­δων τε­τρα­γω­νι­κών χι­λιο­μέ­τρων, δια­μορ­φώ­νουν εξ ολο­κλή­ρου την οι­κι­στι­κή φυ­σιο­γνω­μία της πρω­τεύ­ου­σας, συ­νι­στώ­ντας το απα­ραί­τη­το μέ­τρο της σο­σια­λι­στι­κής δια­χεί­ρι­σης όχι μό­νον του χρή­μα­τος της ευ­μά­ρειας, αλ­λά κατ΄ ανά­γκην και του ίδιου του φυ­σι­κού το­πί­ου. Κου­τά­κια, ενί­ο­τε κύ­βοι, εμπράγ­μα­τες εφαρ­μο­γές μιας άνω­θεν αυ­στη­ρής εντο­λής. Το ένα δί­πλα στο άλ­λο. Ρυθ­μοί κου­κλο­θέ­α­τρου σε με­γέ­θυν­ση. Η ταυ­τό­τη­τα της μα­θη­μα­τι­κής ισό­τη­τας, η μη διά­κρι­ση, άκρως δε­σμευ­τι­κή αρ­χή, κα­τα­στα­τι­κή του έθνους προ­δια­γρα­φή και γι΄ αυ­τό μη συ­ζη­τή­σι­μη, επι­ση­μο­ποιεί, δια­δί­δει κι ευαγ­γε­λί­ζε­ται ως και χα­ρα­κτή­ρες αστι­κής και αγρο­τι­κής δό­μη­σης. Η πρό­κλη­ση του δι­καί­ου ή αδί­κου πλου­τι­σμού ορι­σμέ­νων εν­δε­χο­μέ­νως από τους ενοί­κους απο­κλεί­ε­ται. Εκ των προ­τέ­ρων μά­λι­στα. Το ισο­πε­δω­τι­κό λει­τουρ­γεί κα­τα­σταλ­τι­κά. Όντας μια από τις θε­με­λιώ­δεις κα­νο­νι­κο­ποι­ή­σεις του γε­νι­κό­τε­ρου μη­χα­νι­σμού της πο­λι­τεια­κής δρά­σης αντι­με­τω­πί­ζε­ται ως πα­τρι­κός Νους. Η δε τά­ξη, φαρ­μα­κεία κα­τά του εκ­φυ­λι­σμού σε πολ­λα­πλα­σια­στι­κή έξαρ­ση του εγώ, εξα­σφα­λί­ζει, εν­νο­εί­ται, προς το πα­ρόν και οπτι­κή υγεία.

Ο έλεγ­χος των φο­ρέ­ων της ζω­ής εί­θι­σται να επι­τε­λεί­ται και μέ­σω του κτί­σμα­τος. Μέ­σω των δια­στά­σε­ων των οι­κιών και των ποιο­τή­των των υλι­κών ει­δι­κό­τε­ρα. Η πε­ρι­γρα­φή μιας άλ­λης εμπει­ρί­ας, αμι­γώς δυ­τι­κο­ευ­ρω­παϊ­κής, με συ­νέ­χει εξ ίσου. Ως πα­ρα­πλή­ρω­μα των όσων λο­γα­ριά­ζει ο χώ­ρος, που με υπο­δέ­χε­ται χω­ρίς κα­νέ­να αντάλ­λαγ­μα τώ­ρα. Την κα­τα­θέ­τω επα­κρι­βώς: «Πε­ρι­δια­βαί­νω στους νέ­ους δρό­μους των πό­λε­ών μας και σκέ­φτο­μαι πως από όλα αυ­τά τα απαί­σια σπί­τια, τα δη­μιουρ­γή­μα­τα του γέ­νους της «κοι­νής γνώ­μης», δεν θα έχει μεί­νει τί­πο­τα σε έναν αιώ­να – θα έχουν γκρε­μι­στεί μα­ζί με τις δο­ξα­σί­ες των κα­τα­σκευα­στών τους». Απο­δό­μος ονό­μα­τι Φρει­δε­ρί­κος Νί­τσε. Με τη βε­βαιό­τη­τα μιας υπε­ρό­ρα­σης. Έτσι σχε­δόν πά­ντα.

*

Το άγαλ­μα του Βλα­ντί­μιρ Ίλιτς – Ου­λιά­νοφ - Λέ­νιν στην άκρη μιας κε­ντρι­κής πλα­τεί­ας δεν υπεν­θυ­μί­ζει απλώς τη γε­νι­κή υπό­σχε­ση της πλέ­ον εγ­γυ­η­μέ­νης ευ­τυ­χί­ας επί Γης, αλ­λά συ­νο­ψί­ζει ει­κα­στι­κά και με την απα­ραί­τη­τη δω­ρι­κή πει­θώ τον εξω­τε­ρι­κά του­λά­χι­στον σα­φέ­στα­το προ­σα­να­το­λι­σμό της κομ­μα­τι­κής γραμ­μής. Θε­σμι­κά υπεύ­θυ­νοι για τις τύ­χες των Βιετ­να­μέ­ζων, οι ιθύ­νο­ντες του Κόμ­μα­τος, με­τα­ξύ των οποί­ων συ­γκα­τα­λέ­γο­νται ασφα­λώς παι­διά κι εγ­γό­νια τολ­μη­ρών ακρο­βο­λι­στών και αδέ­κα­στων δυ­να­μι­τι­στών της γε­νιάς του ‘50 και ‘60, συ­μπα­ρα­τάσ­σο­νται με τον Ρώ­σο επα­να­στά­τη, ει­κα­στι­κά, εν­νο­εί­ται, ατσα­λά­κω­το και βε­βαί­ως αγέ­ρω­χο, υπό τη σκέ­πη των με­γά­λων αει­θα­λών φί­λων, οι οποί­οι πε­ρι­στοι­χί­ζουν το άγαλ­μα με τη δέ­ου­σα αβρό­τη­τα της αιω­νό­βιας και πλέ­ον δε­ντρο­σύ­νης.

Ως συ­νή­θως, εκτός από έναν σχε­τι­κά πε­ριο­ρι­σμέ­νο αριθ­μό του­ρι­στών, κα­νείς άλ­λος δεν με­λε­τά με προ­σο­χή τις επι­φά­νειες των αν­δριά­ντων, αφιε­ρω­μέ­νων σε εγ­χώ­ριους ή αλ­λο­δα­πούς ήρω­ες. Προ­φα­νώς διό­τι με τον και­ρό δεν συ­νι­στούν πλέ­ον τα με­γα­λο­πρε­πή χει­ρο­τε­χνή­μα­τα μιας εύ­λο­γης συ­ναι­σθη­μα­τι­κής έξαρ­σης, αλ­λά τα εξαι­ρε­τι­κά βο­λι­κά πα­ραρ­τή­μα­τα μιας κα­τε­στη­μέ­νης ει­κο­νο­ποι­ί­ας. Στο πα­ρά­στη­μα του από­ντος-πα­ρό­ντος συ­ντρό­φου Βλα­ντί­μιρ έχουν ασφα­λώς ενα­πο­θέ­σει τις ελ­πί­δες τους πολ­λοί από τους ορα­μα­τι­στές του απε­λεύ­θε­ρου Βιετ­νάμ. Η πα­ρα­κα­τα­θή­κη αυ­τής ακρι­βώς της ελ­πί­δας έχει προσ­δώ­σει στον αν­δριά­ντα, πέ­ρα από την ομο­λο­γού­με­νη μου­σεια­κή του αξία, τη ση­μα­σία ενός λά­βα­ρου, που ενώ φθί­νει με τον και­ρό, επι­μέ­νει να αφη­γεί­ται νο­ε­ρώς. Κά­ποια στιγ­μή απο­φα­σί­ζω να χα­μη­λώ­σω το βλέμ­μα μου από το υπε­ρυ­ψω­μέ­νο βά­θρο του Ρώ­σου επα­να­στά­τη. Τό­τε αντι­κρί­ζω το πρό­σω­πο ενός ηλι­κιω­μέ­νου που κα­πνί­ζει στο πλη­σιέ­στε­ρο πα­γκά­κι. Θα πρέ­πει να κά­θι­σε εκεί όσο ήμουν απορ­ρο­φη­μέ­νος από το με­ταλ­λι­κό σώ­μα του Λέ­νιν. Ετοι­μα­ζό­μουν να φύ­γω, όταν ξε­χώ­ρι­σα τις γραμ­μές του χρό­νου, τις φλύ­α­ρες ρυ­τί­δες στο μέ­τω­πο σε­λί­δα. Εκεί­νος δεν προ­σπά­θη­σε καν να αντι­λη­φθεί την πα­ρου­σία μου σχε­δόν απέ­να­ντι του. Ή έτσι μου φά­νη­κε. Άρ­χι­σε ν΄ απλώ­νε­ται πά­νω στις ζά­ρες των πα­ρειών μια αύ­ρα. Σαν να ήθε­λε να τις εξο­μα­λύ­νει, να τις σβή­σει μάλ­λον. Μια αύ­ρα κα­θη­συ­χα­σμού. Ή μή­πως άφα­της γα­λή­νης; Οι φί­λοι με φώ­να­ξαν. Έστρι­ψα αμέ­σως και μπή­κα, σχε­δόν άβου­λα, ανε­παι­σθή­τως θα έλε­γε ο ποι­η­τής, σε άλ­λο κε­φά­λαιο του τα­ξι­διού.
Αρ­γό­τε­ρα, αφού νύ­χτω­σε, ξε­χώ­ρι­σα στο βά­θος μιας πε­ρι­γρα­φής από τους Δου­βλι­νέ­ζους, που με συ­ντρό­φευαν για άλ­λη μια φο­ρά στα δω­μά­τια των ξε­νο­δο­χεί­ων αυ­τού του χει­μώ­να: «Το πρό­σω­πό του, που πά­νω του διά­βα­ζε κα­νείς ιστο­ρί­ες απ΄ ό, τι εί­χε ζή­σει, εί­χε τη σκού­ρα κα­φε­τιά από­χρω­ση των δρό­μων του Δου­βλί­νου».

*

Το πρω­ι­νό φως ξε­τρύ­πω­σε μέ­σα από τα ελά­χι­στα ανοίγ­μα­τα, τα οποία πα­ρα­χω­ρού­σαν οι κουρ­τί­νες του πα­ρα­θύ­ρου μου στο Ανόι της αστεί­ρευ­της ενέρ­γειας. Ξυ­πνώ­ντας, όρι­σα αυ­τήν ακρι­βώς την ανταύ­γεια της διεισ­δυ­τι­κής γνώ­σης σύμ­μα­χό μου στις διε­ρευ­νή­σεις που θα ακο­λου­θού­σαν. Η ευ­κο­λία, με την οποία διέρ­χε­ται κα­νείς από το Ανόι των συσ­σω­ρευ­μέ­νων μαρ­τυ­ριών ενός αγώ­να μέ­χρις εσχά­των, στο Ανόι μιας αναμ­φι­σβή­τη­της τα­ξι­διω­τι­κής από­λαυ­σης έγκει­ται στην πλη­σμο­νή μιας υψη­λής ποιό­τη­τας πα­ρο­χών της κυ­ριο­λε­κτι­κής φύ­σης, που αγκα­λιά­ζει και εξο­μα­λύ­νει τα πά­ντα εδώ. Η φύ­ση μπαί­νει μέ­σα στο πάν­θε­ον των ει­κό­νων ως κα­λο­προ­αί­ρε­τος δαί­μων. Ως Πρω­τέ­ας, για να επι­στρέ­ψω σε πιο βα­τές πα­ρο­μοιώ­σεις, μιας ακή­ρα­της πα­νουρ­γί­ας.


*


ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ 

Λα­φερ­ριέρ Ντα­νύ, Το αί­νιγ­μα του γυ­ρι­σμού, μτ­φρ. Ανα­στα­σία Γιαν­να­κο­πού­λου, Κα­τε­ρί­να Σπυ­ρο­πού­λου, εκδ, Θί­νες 2018

Νί­τσε Φρί­ντριχ, Ιστο­ρία και Ζωή, μτ­φρ. Ν .Μ. Σκου­τε­ρό­που­λος, εκδ, Γνώ­ση 1998

Πα­σκάλ Μπλεζ, Σκέ­ψεις, μτ­φρ. Κω­στής Πα­πα­γιώρ­γης, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη 2008

Τζόις Τζέιμς, Δου­βλι­νέ­ζοι, μτ­φρ. Μα­ντώ Αρα­βα­ντι­νού, εκδ. Γα­λα­ξί­ας 1971

Φου­κώ Μι­σέλ, Οι λέ­ξεις και τα πράγ­μα­ταμια αρ­χαιο­λο­γία των επι­στη­μών του αν­θρώ­που, μτ­φρ. Κω­στής Πα­πα­γιώρ­γης, εκδ. Γνώ­ση 2008.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: