Πρώτη φορά στα βιετναμέζικα ηχοχρώματα. Μαθαίνω να προφέρω σωστά το όνομα της πρωτεύουσας. Οφείλω κατ΄ αρχάς να συλλαβίζω κι εδώ με τον δέοντα σεβασμό, να αποδίδω τα φωνήεντα, ξεχνώντας για λίγο την όποια ομοιότητα τα συνδέει ενδεχομένως με τη μητρική μας γλώσσα. Δοκιμή που προκαλεί όχι τον σαρκασμό ή τα ειρωνικά σχόλια των ντόπιων φίλων, αλλά την ειλικρινή, όπως φαίνεται, κατανόησή τους. Ο μικρός στοματικός άθλος εξοικονομεί άλλωστε σ΄ ένα βαθμό μια ουσιαστικότερη προσέγγιση προσώπων και καταστάσεων. Κι αυτό τιμούν με την ολόπλευρη συμπαράστασή τους.
Φωνοκεντρικό πρωινό: για να μην ξεχάσω μάλιστα αυτές ακριβώς τις στιγμές των ασκήσεων του ξαφνιασμένου μου ουρανίσκου, φωτογραφίζω το όνομα δυο τρεις φορές. Το βρίσκω εύκολα σε διαφημίσεις προϊόντων, σε σήματα της τροχαίας, σε ανακοινώσεις πολιτιστικών και άλλων εκδηλώσεων. Ξεχωρίζει αμέσως η περιποίηση, η μέριμνα για να μεταφερθεί ακέραιο το ειδικό βάρος του σημαινομένου, η τόσο έκδηλη φροντίδα για τους τόνους, η παρουσία της υπογεγραμμένης, τα στολίδια μιας ασκημένης καλλιγραφίας, η πανηγυρικά λυγισμένη περισπωμένη, η προστατευτική αυτή αψίδα-σκέπη, η οποία προφανώς θέλει να προφυλάξει εγκαίρως την πόλη από ό, τι ενδεχομένως την εποφθαλμιά. Η προσφυγή στη λατινική απόδοση των χαρακτήρων διασώζει, μου λένε, ένα μόνο μέρος από την προγονική σήμανση. Εμείς από την πλευρά μας, απαλείφοντας περιττές κατά τη γνώμη μας λεπτομέρειες, σύμφωνα με την πανίσχυρη αρχή της απλούστευσης, τα έχουμε ενώσει αυθαίρετα τα δύο μέρη της λέξης σε ένα μάλλον άτονο τρισύλλαβο, σε ένα χλωμό Ανόι, το οποίο έχει βέβαια μια έμμεση, θολή σχέση με την πραγματικότητα της βιετναμέζικης γλωσσολογικής ταυτότητας. Ανόι, παραφθορά άραγε ενός αγγλοσαξονικού «annoy» ή μήπως ενός γαλατικού «ennui»;
*
Πάντως εδώ κατατίθεται ως Hà Nội. Το πρώτο συστατικό σημαίνει «ποτάμι», το δεύτερο «εντός». Η περίφραση αποδίδει άμεσα την υλικότητα μιας ευτυχούς συγκατοίκησης ανθρώπων και νερού. Πρόκειται για το όνομα που ονειρεύτηκε μια νύχτα του 1831 ο Βασιλιάς Mιν Mανγκ και το χάρισε στην πόλη. Συγκρατώ με την πρώτη κιόλας ακουστική επαφή ότι δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην πρώτη συλλαβή Hà. Η προφορά υποδηλώνει ασφαλώς κυριολεκτικές αξίες μιας αναγκαίας εγρήγορσης. Διαπεραστική εναντίωση στους μακρόσυρτους λεκτικούς συνδυασμούς, οι οποίοι απαντούν σε άλλα σημεία της Νοτιοανατολικής Ασίας. Ακούγεται εν ολίγοις σαν προσταγή, αλλά και σαν υπόμνηση μιας φωνητικής τελετουργίας. Συνιστά πρωτίστως την επικύρωση ενός πεισματικού φρονήματος, την ακλόνητη, εννοώ, προσήλωση στο πολύτιμο στοιχείο του νερού και βεβαίως κατ΄ επέκταση στην αέναη ροή των διαφόρων οργανωμένων νοημάτων. Ό, τι περικλείεται συνεπώς σ’ αυτό το φώνημα ιαχή αποτελεί τεκμήριο διαχρονικού κύρους.