Ηρώ Νικολοπούλου

Ηρώ Νικολοπούλου

Κοπάνισε με δύνα­μη τον τόμο στη διπλανή θέση. Ένας κουστουμάτος από απέ­ναντι της έριξε απαξιωτικό βλέμμα. Δεν άγγιξε το βιβλίο μέχρι την επόμενη στάση που μπουκάρανε ορδές ιδρω­μέ­νων διεκδικώντας ένα κάθισμα. «Το κέρατό μου μέσα, ψιθύρισε, τί δεν τους αρέσει δη­λαδή; Πάλι Νικολοπούλου με γράψανε». Έψαξε σε όλα τα σημεία του τόμου, παντού ήταν γραμμένο λάθος, στον πρό­λο­γο, στο σώμα του διηγήματος, στα διπλά ευρετήρια, στο βιο­γρα­φικό, στο οπισθόφυλλο. Παντού! Λύσσαξε. Η χαρά της εξατμίστηκε, κατρακύλησε στα χέρια, έγινε τρέ­μουλο, έπια­σε να μαδάει τα πετσάκια. Σ’ όλη την υπόλοιπη δια­δρομή είχε ακουμπισμένο το κεφάλι στο τζάμι και αναλο­γιζόταν μαζο­χιστικά μία-μία τις περιπτώσεις που είχε υποστεί την ίδια τα­πείνωση.
Πρώτη φορά προβλη­ματίστηκε όταν παρέ­λαβε την παρθενική της αστυνομική ταυτότητα. Έτρεξε και την έδειξε στη μάνα της με καμάρι, για να εισπράξει την δηκτική παρα­τήρηση «Πάντα το ‘λεγα πως πολύ νωρίς σας δίνουν την ψευδαίσθηση της ενηλικίωσης και της ελευθερίας... Να πως φαίνεται ότι είσαι ανώριμη, κοίτα, σε γράψανε με λά­θος όνομα και ούτε καν το εί­δες».
Αργότερα που μπλέχτηκε με την λογο­τε­χνία τα πράγ­ματα δυσκόλεψαν. Μια κριτική με λάθος επίθετο, μια δεύτερη με το σωστό, άντε μετά πάλι λάθος. Μία παρά μία πηγαίνανε, σαν άδειες φα­­ντά­ρου. Άρχισε να τρώγεται μέσα της. Κάθε φορά που έδινε κάτι για δημοσίευση την έτρωγε κρυφό σαράκι μέχρι να το δει τυπωμένο. Και στις μισές περιπτώσεις το λάθος την χτυπούσε κατάμουτρα. Στην αρχή δοκίμασε τον αυτο­σαρκασμό, μετά την αποσιώπηση, στο τέλος άρχισε να βρίζει. Μια μέρα, απογοητευμένη από το μάταιο ψάξιμο στο διαδίκτυο για ένα δημοσίευμα που την αφορούσε, ετοιμαζόταν να τα παρα­τήσει όταν τε­λευταία στιγμή σκέφτηκε μια ακόμα λύση, πληκτρολογησε στην μπά­ρα της αναζήτησης αντί για το όνομά της μια πρόταση κλειδί, και τότε το λήμμα εμφανίστηκε εκθαμβωτικό, πλην όμως κάτω από την στο­ργική σκέπη και ιδιοκτησία άλλου· απει­λητικό ξεμπου­κάρισε πάλι το παρα­μορφωμένο της επί­θε­το. Κάποιος της έκλεβε τη ζωή. Γκουγκλά­ρισε το λάθος και διαπίστωσε πως οι μισές αναφορές, μιλούσαν για κάποια Ηρώ Νικολοπούλου. Ποιος δαί­μονας τυπογραφείου διόρθωνε κατά βούληση το πατρικό της όνομα εμβολί­ζοντάς το με κείνο το «λο», κάνοντάς το να α­κούγεται σαν επί­θετο λαϊκού αοιδού. Πώς θα άθροιζε τώρα τα λάφυρα των ανα­φο­ρών, κριτικών και άλλων τινών κειμένων συμψη­φί­ζο­ντας στο ορθό της όνομα και το παραποιημένο;
Τρελάθηκε, δεν είχε αντιληφθεί μέχρι εκείνη την ώρα την διάσταση του θέματος. Το λάθος επίθετο είχε αρχίσει να ρο­κα­νί­ζει την πραγματική της εικόνα, το ζωτικό της χώρο, το απα­­ραίτητο εκτόπισμα. Άσε, που θα μπερδευόταν και ο ερευ­νητής του μέλλοντος, πώς να ταυτοποιήσει το έργο και το πρόσωπο κανείς όταν συνα­ντά τέ­τοια προσκόμματα, υπάρχει τόσος συνω­στι­σμός, αστέρια, και αστερίσκοι που διαγκωνίζονται μέσα στους και­­ρούς, στους εκδοτικούς, στις ανθολογίες, στις βιβλιο­θήκες για να βρουν το χώρο τους. Ποιος θα νοιαστεί να ψάξει; Πώς θα εξασφάλιζε το ίχνος της, πώς θα διαχειριζόταν τώρα το άγχος θανάτου που την έζωνε ασφυκτικότερο παρά ποτέ;
Αποφάσισε πως έπρεπε να δράσει, η δημιουργική επιθετι­κότητα είναι πάντα ο καλύτε­ρος τρό­πος. Θα έβαζε τα δυνατά της, θα δούλευε μεθοδικότερα, θα πήγαινε σε περισσότερες παρουσιάσεις βιβλίων, θα ήταν πα­­ντα­χού παρούσα, κι αν κατάφερνε να πάρει κάποιο βραβείο θα ήταν πλέον ασφαλής. Κανείς δεν μπερδεύει το όνομα ενός βραβευμένου συγγραφέα, ούτε το ξε­χνάει φυσικά. Νόμιζε.
Το συζήτησε με μια φίλη της από το σινάφι, μα όσο κι αν προσπάθησαν στάθηκε αδύνατον να θυμηθούν το ό­νο­μα του Νόμπελ της χρονιάς. Κοι­­τάχτηκαν έκπλη­κτες και ψευτο­γέλασαν αμή­χανα κουκου­λώνοντας κρυφή ενοχή. «Αχ, έτσι θα μας ξεχά­σουν κι εμάς!» αναστέναξε ναζιά­ρικα η Τούλα, κι έπειτα αλλά­ζοντας ύφος απεφάν­θη ει­ρωνικά, «Άρα ούτε με τη βράβευ­ση σώζεσαι, επομένως πάρ’ το απόφαση χρυσό μου ή θα σε σβήσει η άμπω­τη της λήθης ή ...», ανα­πήδησε ενθου­σια­σμένη «μα πώς δεν το σκε­φτήκαμε νωρίτερα;», η Ηρώ την κοί­τα­ξε απορημένη, «απλό, απλού­στα­το», εξήγησε η Τούλα χειρο­νο­μώντας, «θα αλλά­­ξεις όνομα, θα προσαρμοστείς σ’ αυτό που είναι πιο βολι­κό και πιο συνηθισμένο, άσε που μπορεί τώρα που μιλάμε να έχει ήδη περισσότερες αναφορές στο διαδίκτυο. Έχει και πλά­κα, πολλοί συγγραφείς το κάνουν, ξέρεις, ένα καλ­λι­τεχνικό ψευδώνυμο.» «Μα, τι είναι αυτά που λες;» μουρ­μού­ρισε βαρύθυμα η παθούσα βουλιάζοντας κι άλλο στην πολυ­θρόνα της. «Μόνο μια περίπτωση ετε­ρώνυμου τύπου Πεσσόα, θα είχε ίσως ενδιαφέρον...» Για το υπόλοιπο της συνάντησης κλείστηκε σε πεισματική σιωπή ψάχνοντας λύση
Και την βρήκε.
Δεν το συζήτησε όμως με κανέναν. Ήθελε να κάνει τη δο­κιμή χωρίς κριτική πάνω απ’ το κεφάλι της· μετά από λίγες μέρες, το αποφάσισε. Άλ­λαξε εντελώς την θεματολογία της, άρχισε να γρά­φει για νεαρές μοναχικές υπάρξεις και ανεκπλή­ρω­τους έρω­τες, για τρίγωνα και παράνομες σχέσεις, για προη­γού­μενες ζωές που βάραιναν το κάρμα των ηρώων της, έχωνε και τον απαραίτητο φόνο ανάμεσα, υπογρά­φοντας αποφασισμένα πλέον ως Νικολοπούλου. Φυσικά, αναγκά­στηκε να απευ­θυνθεί σε άλλον εκ­δό­τη, ντρεπόταν να πάει στον παλιό της. Μπορεί ποτέ να μην είχε εισπρά­ξει διθυραμβικές κριτικές, τα βι­βλία της ωστόσο κρατούσαν ένα στοιχειώδες επίπεδο. Στο νέο εκδοτικό, πά­ντως, την καλο­δέ­χτη­καν μια που οι ιστορίες της πουλούσαν. Προσπάθησε κι αυτή να το δια­σκεδάσει. Μόνη της. Δεν τόλμησε να το μοιραστεί με κανέ­ναν. Έπειτα, ξανοί­χτηκε σ’ ένα με­γαλύτερο κείμενο, νου­βέλα το είπε αυτή, μυθιστόρημα θα το κάνεις, την συμ­βούλεψαν με πειστικό χαμόγελο. Το έκανε. Μικρό σου βγήκε τελικά, παρα­τήρησε ο υπεύ­θυνος όταν του το παρέδωσε. Λίγες ημέρες αργό­τερα της επισήμανε τα σημεία που μπορούσε να αναπτύξει πε­ρισσό­τερο έτσι ώστε να φτάσει στον επι­θυ­μητό αριθμό σελί­δων. Λίγο σαστισμένη με την νέα διαδικασία η Ηρώ πήρε το κεί­μενο και άρχισε να το παραγεμίζει.
Το μυ­θι­στό­ρη­μα εκδό­θηκε τον Οκτώβριο, με την κατάλ­ληλη προβολή και το εύπεπτο θέμα του τον Δεκέμβριο είχε ξε­πουλήσει και με χαρά της ανακοίνωσαν ότι από Φλεβάρη θα έβ­γαινε η νέα χιλιάδα. Παρ’ όλη την κρίση και παρ’ όλο που η κά­θε χι­λιά­δα ήταν σκάρτα εξακόσια αντίτυπα. Ε­κείνη πάλι λίγο νοια­ζόταν για τις χιλιάδες, αυτό που έ­ψαχ­νε εναγωνίως ήταν οι στήλες με τις κριτικές των εφη­με­ρίδων, όσες λίγες τέλος πάντων είχαν απομείνει να ασχολούνται με λογοτεχνία. Κα­νείς όμως από όσους είχαν γράψει για τα προη­γού­μενα βιβλία της δεν ασχολήθηκε με τα και­νούρ­για. Μόνο κά­ποιες τυπικές αναφο­ρές, με το νέο επίθετο αλάνθαστο πλέον. Η αποκατάσταση θα καθυστερούσε αλλά δεν πτοήθηκε. Ξέκοψε τελείως από τις ελά­χιστες ούτως ή άλλως επαφές που είχε με ομότεχνους και προ­χώρησε ακά­θεκτη στο επόμενο και στο μεθεπόμενο μυ­θι­στό­ρη­μα ποταμό σε πάχος τούβλου. Είχε καταλάβει τι χρειαζόταν, να ‘χει διάρκεια η ιστορία, να ταξιδεύει ο αναγνώστης μέσα απ’ όμορφες περιγραφές, εν ολίγοις να μην σκοτίζεται πολύ, οι σκέψεις και τα συναισθήματα να είναι έτοιμα αλεσμένα, μόνο το δάκρυ να βγαίνει εύκολα κι άλλο τόσο εύκολα να λησμονιέται. Οι πωλήσεις του εκδο­τικού πή­γαι­ναν πε­ρί­φημα, οι αναγνώστριες την λάτρευαν, περί­μεναν με ανυπομονησία το επόμενο βιβλίο της, και το ψευδώνυμο της όλο κι ανέβαινε στις λίστες με τα ευπώλητα. Όλοι πλέον την γνώριζαν, δεν υπήρχε φόβος να την μπερδέψουν με καμία άλλη. Οι διπλές χαοτικές αναφορές στο δίκτυο είχαν σταμα­τήσει. Τώρα υπήρχε παντού μόνο ένα επίθετο: Νικο­λο­πούλου· το οικογενειακό Νικο­πού­λου εξα­φα­νίστηκε ως δια μαγεί­ας, σαν να έκοψαν την πλάκα όλοι, ταυτόχρονα. Το πεί­ραμά της είχε πετύχει!
Όταν οι άνθρωποι διαβάζουν αυτά που περιμένουν και τους είναι ευχάριστα, θέλουν κι άλλο· κι όταν ο εκδότης βγάζει λεφτά από τον συγγρα­φέα του τον προσέχει, και ο αντίστοιχος δημο­σιο­γράφος τον σέ­βε­ται ακόμα κι αν δεν τον εκτιμά, και κοιτά δυο και τρεις φορές το άρθρο του πριν το παραδώσει, διότι εδώ παί­ζο­νται χρήματα πια, όχι ιδέες. Και μια ο λόγος για χρήματα, καθόλου άσχημο να μπορείς να ζεις από τα βιβλία σου. Η αναδομημένη συγγραφέας απολάμβανε για πρώτη φορά την φήμη και την πο­λυτέλεια της αφθονίας.
Ντύθηκε πολύ προ­σεγμένα για την περίσταση, σομόν φόρεμα με πετρόλ πασμίνα στους ώμους και ασημί ψηλο­τά­κουνο στιλέτο· σή­μερα είχε κλεισμένη, από τον εκδότη της, συνέ­ντευξη στο γνω­στό­τερο ιδιωτικό κανάλι για την παρου­σίαση του νέου πολυδιαφημισμένου βιβλίου της «Ραντεβού στο χθες», και μάλιστα στη μεση­με­ρι­ανή ζώνη, την ώρα της μεγα­λύτερης τηλε­θέασης από γυ­­ναίκες. Κυρίως αυτές μας ενδια­φέρουν, της διευκρίνισαν όταν απόρησε για την επιλογή, μόνο αυτές δια­βά­ζουν, πρόσεξε τι θα πεις, είναι το κοι­νό σου – από καιρό είχε αρχίσει να ενοχλείται απ’ αυτή την λέξη.
Μόλις είχε κατέβει από το ταξί όταν άκουσε μια γνώριμη φωνή να την φωνάζει· είδε τη Τούλα να κουνάει όλο χαρά κάτι χαρτιά από το απέναντι πεζοδρόμιο και να της δείχνει με νόημα το κόκκινο φανάρι. Είχε χρόνια να την δει. Ίσως από κείνη την ανόητη συζήτηση περί λάθος επιθέτου. Μάλιστα, ήταν το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμουν αυτή τη στιγμή, σκέφτηκε η Ηρώ καθώς φιλούσε την μισοσυγκινημένη και μισοέκπληκτη παλιά της φίλη. «Μα, γιατί χαθήκαμε, τι συνέβη, πού κρύφτηκες, πώς περνάς, γράφεις ή τα παρά­τη­σες;» Ποταμός οι ερωτήσεις της και όλες άκομψος πρόλογος για κάτι που διαρκώς υπονοούσε αν και τελικά δεν έλεγε. Όλη αυτή την ώρα η σημαιοστολισμένη ανακρινόμενη χαμογελούσε αμή­χα­να στον πρωτα­γω­νιστή της απέναντι διαφημιστικής αφίσας, εν­τέ­λει εξή­γησε ότι είχε επείγον ραντεβού κι έ­πρε­πε να φύγει, υποσχέ­θη­καν να μην ξαναχαθούν.
Η συνέντευξη πήγε περίφημα. Οι πωλήσεις τις επόμενες μέρες ανέβηκαν κατακόρυφα. Την νάρκωσε μια μουδιασμένη χαρά. Δοκίμασε να δου­λέψει μια παραγγελία, όμως οι μέρες κυ­λού­σαν με το μυαλό της κολλημένο στην τυχαία συνά­ντηση. Όλα τα ευχάριστα συναι­σθή­ματα που την είχαν κατα­κλύσει, έστω και δανεικά, τα τελευ­ταία χρόνια άρχι­σαν να ξε­φλουδίζουν, τώρα την διαπότιζε μια ύπουλη πίκρα ενοχής και προδοσίας. Τα πειρακτικά σχό­λια της παλιάς ομότεχνης τρυ­πού­σαν τ’ αφτιά της. Και ξαφνικά συνειδητοποίησε πως είχαν κυλήσει πέντε χρό­νια. Όσο κατο­χυ­ρω­νόταν στη συνεί­δηση των άλλων τόσο έχανε στη δική της, όλο και πιο ξένη στο ρόλο της, στα κείμενά της. Ξένη μέσα στο πετσί της. Την τύλιξε βαθύ σκοτάδι, το πείραμά της την κατάπινε με βουλιμία, κόντευε να την εξαφανίσει.
Ταλανίστηκε από αναβολές και παλινδρομήσεις ώσπου απο­φά­σισε πως ήταν έτοι­μη να βάλει σε λειτουργία το δεύ­τε­ρο μέ­ρος του σχε­­δίου της. Κλείστηκε κι άρχισε να γράφει αγνοώ­ντας κοι­νό και πωλήσεις. Καθώς είχε δοθεί ολό­ψυ­χα στο κείμενό της καθυ­στέ­ρησε την πα­ραγ­γελία που της είχαν ζητήσει από τον εκδο­τικό, αλλά δεν την ένοιαζε, αισθα­νό­ταν πάλι εκείνο το ευλογημένο αίσθημα της πλη­ρότητας. Έπειτα από εντατική δουλειά ενός χρό­νου το νέο της βιβλίο ή­ταν έτοιμο.
Πήγε και το παρέδωσε κατευθείαν στον υπεύθυνο χωρίς ρα­­­ντε­βού. Την γνώριζαν πια καλά όλοι, είχε οικειότητα. Μετά από χρόνια είχε χτυποκάρδι πρωτάρας. Μια βδομάδα αργότερα της τηλεφώνησαν απ’ τον εκδοτικό, να περάσει. Καταχάρηκε. Έφτανε επι­τέλους η ώρα της δικής της πραγματικής φωνής· και θα τη­λεφωνούσε στην Τούλα, τώρα θα μπορούσε να απαντή­σει στο χείμαρρο των ερωτήσεων, θα ξανάπιανε ίσως και τις πα­λιές ξεθω­ριασμένες γνωριμίες της με ανθρώπους που μπο­ρούσε ν’ ανταλλάξει δυο κουβέντες στο ίδιο μήκος κύματος.
Βρήκε τον υπεύθυνο με το χειρόγραφο στα χέρια. Του χαμο­γέλασε με αυτο­πε­ποίθηση, έπαι­ζε πολύ με αυτό τα τελευ­ταία χρό­νια, τον ρώ­τησε τη γνώμη του.
«Τί να σου πω βρε Ηρώ μου, τί σ’ έπιασε καλή μου και χά­θη­­κες έναν ολόκληρο χρόνο κι εγώ έλεγα πως θα μου ’φερ­νες το κελεπούρι!»
«Θέλεις να πεις ότι δεν σ’ άρεσε;» ακούστηκε η φωνή της έκπληκτη και κάπως προσβεβλημένη.
«Τί να μου αρέσει κορίτσι μου... Έτσι γράφεις εσύ; Τί να μου αρέσει, που μου θύμισε όπως έγραφε πριν χρόνια κά­ποι­α... να δεις πώς τη λέγανε, έμοιαζε το όνομά της με το δικό σου, ...Νικολακοπούλου... νομίζω... ή Νικοπούλου; ... κάτι τέτοιο...».

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ Ηρώς Νικοπούλου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: