Έρημος

Έρημος

Η Αθή­να δεν υπάρ­χει. Το­πο­θέ­τη­σαν την Ακρό­πο­λη σ’ ένα λό­φο και ξε­μπέρ­δε­ψαν. Με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κούς θο­ρύ­βους (κόρ­νες, κα­μπά­νες, φω­νές μι­κρο­πω­λη­τών) και οσμές (σκου­πί­δια, για­σε­μί, βεν­ζί­νη) δη­μιούρ­γη­σαν την ψευ­δαί­σθη­ση της πό­λης στους αυ­τό­χθο­νες. Εκεί­νοι, με τη σει­ρά τους, με­τέ­φε­ραν την ίδια ψευ­δαί­σθη­ση στους του­ρί­στες γρά­φο­ντας ποι­ή­μα­τα με τις λέ­ξεις ήλιος, μπε­τόν, πε­ρι­στέ­ρια. Συ­νέ­θε­σαν μου­σι­κή με λυγ­μούς που κλη­ρο­νό­μη­σαν από την Τουρ­κο­κρα­τία. Ανα­κά­τε­ψαν επο­χές, επιρ­ρο­ές, κι­νή­μα­τα με τον αδέ­ξιο τρό­πο που η Ιστο­ρία δια­στρω­μα­τώ­νει επι­δρά­σεις.
Τα πράγ­μα­τα ακο­λού­θη­σαν το ρυθ­μό τους. Δό­θη­καν ονό­μα­τα σε πλα­τεί­ες (Κα­ρύ­τση, Κο­λιά­τσου, Κλαυθ­μώ­νος) και σε δρό­μους (Ακα­δη­μί­ας, Αθη­νάς, Θε­μι­στο­κλέ­ους). Με πο­λέ­μους και ει­ρη­νευ­τι­κές συν­θή­κες ισχυ­ρο­ποι­ή­θη­κε η συλ­λο­γι­κή μνή­μη ή αμνη­σία, όπως θέ­λε­τε πεί­τε το. Αν ένας άν­θρω­πος επι­μέ­νει ότι βλέ­πει μπρο­στά του την πλα­τεία Συ­ντάγ­μα­τος, εί­ναι τρε­λός. Αν τη βλέ­πουν χι­λιά­δες, η πλα­τεία υπάρ­χει.
Όταν οι γο­νείς μου εί­παν ότι ζού­με στην Αθή­να, τους πί­στε­ψα. Το ίδιο θα γι­νό­ταν αν μου έδει­χναν ένα αε­ρο­πλά­νο και μου έλε­γαν, να ένα κου­τά­λι. Χω­ρίς πολ­λή σκέ­ψη με­τέ­δω­σα αυ­τή τη γνώ­ση στην κό­ρη μου. Της μί­λη­σα για την Aρ­χαία Aγο­ρά και την εξαί­ρε­ση των δού­λων και των γυ­ναι­κών από την Αθη­ναι­κή Δη­μο­κρα­τία. Για τους Πέρ­σες, τον Θε­μι­στο­κλή και τον «Επι­τά­φιο» του Πε­ρι­κλή. Για τον Πε­λο­πον­νη­σια­κό Πό­λε­μο και τη στρο­φή των Αθη­ναί­ων ενα­ντί­ον των Μα­κε­δό­νων στους ελ­λη­νι­στι­κούς χρό­νους. Από πού τα ήξε­ρα αυ­τά; Τα διά­βα­σα στα βι­βλία τους.
Θα έπρε­πε να το έχω υπο­ψια­στεί στα μα­θη­τι­κά μου χρό­νια. Ο Όμη­ρος, μας έλε­γαν, «φέ­ρε­ται» ως δη­μιουρ­γός της Ιλιά­δας και της Οδύσ­σειας. Τι πά­ει να πει «φέ­ρε­ται»; Ποιος «φέ­ρει» αυ­τό που «φέ­ρε­ται»; Δεν θα έπρε­πε να μας βά­λει σε σκέ­ψεις η θε­ω­ρία της επέ­κτα­σης του Γκότ­φριντ Χέρ­μαν, σύμ­φω­να με την οποία η αρ­χι­κή Ιλιά­δα εμπλου­τί­στη­κε με επι­στρω­μα­τώ­σεις; Η θε­ω­ρία της συ­γκόλ­λη­σης του Κίρ­χοφ, σύμ­φω­να με την οποία τα έπη ήταν μια κου­ρε­λού κει­μέ­νων; Ή το γε­γο­νός ότι η ομη­ρι­κή γλώσ­σα δε μι­λή­θη­κε πο­τέ; Το πρό­βλη­μα με τις συ­ναρ­πα­στι­κές ιστο­ρί­ες εί­ναι ότι σε κα­τα­κυ­ριεύ­ουν. Αρ­νεί­σαι να τις αμ­φι­σβη­τή­σεις.
Χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, όταν ξε­κί­νη­σα τις έρευ­νές μου, δια­πί­στω­σα ότι οι θε­ω­ρί­ες της επέ­κτα­σης και της συ­γκόλ­λη­σης εί­ναι δύο από τα λι­γο­στά κλει­διά που δια­θέ­του­με για να ξε­κλει­δώ­σου­με τον «αρ­χαίο» κό­σμο. Πράγ­μα­τι, όσα θα σας δι­η­γη­θώ συ­νέ­βη­σαν με επε­κτά­σεις και συ­γκολ­λή­σεις ιδέ­ων. Όπως ύφαι­νε και ξή­λω­νε η Πη­νε­λό­πη στην Οδύσ­σεια, ύφαι­ναν και ξή­λω­ναν συ­νω­μο­σί­ες με­γα­λεί­ου οι δια­σκευα­στές της αθη­ναι­κής ιστο­ρί­ας. Χέρ­μαν και Κίρ­χοφ έφτα­σαν πο­λύ κο­ντά στην αλή­θεια, αλ­λά φο­βή­θη­καν το κου­κού­τσι. Μια άθραυ­στη ιδέα σπά­ει δό­ντια.
Η σκευω­ρία εί­χε ορ­γα­νω­θεί πε­ρί­φη­μα και τα χαρ­τιά της τρά­που­λας εί­χαν ανα­κα­τευ­τεί πολ­λές φο­ρές στο πέ­ρα­σμα του χρό­νου. Επε­κτά­σεις και συ­γκολ­λή­σεις έγι­ναν με υπο­δειγ­μα­τι­κό τρό­πο, για να μη φαί­νο­νται οι ρα­φές. Σε κά­θε ασά­φεια που συ­να­ντού­σαν οι ερευ­νη­τές συ­μπέ­ραι­ναν ότι «τί­πο­τα δεν μπο­ρεί να απο­δει­χθεί με βε­βαιό­τη­τα». Έτσι αντι­δρούν οι άν­θρω­ποι μπρο­στά στο άγνω­στο.
Επρό­κει­το για μια συ­ντε­χνία ρη­τό­ρων, ποι­η­τών και αρ­χαιο­λό­γων. Μέ­λη της, για ν’α­να­φέ­ρω μό­νο με­ρι­κούς, ήταν ένας αρ­χαί­ος φι­λό­σο­φος που ευαγ­γε­λι­ζό­ταν την ευ­δαι­μο­νία κι ένας πε­ρι­η­γη­τής που ξε­πά­τω­σε όλες τις άγριες φρά­ου­λες του Ελι­κώ­να. Και αρ­γό­τε­ρα ο Γερ­μα­νός αρ­χι­τέ­κτο­νας που οι­κο­δό­μη­σε τα ανά­κτο­ρα των Αθη­νών, ο λόρ­δος που με­τέ­φε­ρε κομ­μά­τια του Παρ­θε­νώ­να στο Βρε­τα­νι­κό Μου­σείο κι ο Έλ­λη­νας ποι­η­τής που έγρα­ψε για τις Κα­ρυά­τι­δες: «Η νε­ό­της διαι­σθά­νε­ται την ση­μα­σία σου / Ανα­θρώ­σκει ήδη στας πα­ρυ­φάς σου».
Δού­λε­ψαν σε συν­θή­κες άκρας μυ­στι­κό­τη­τας. Με­τέ­φε­ραν αλη­θο­φα­νείς «πλη­ρο­φο­ρί­ες» από τη μια γε­νιά στην άλ­λη. Όμως η αλη­θο­φά­νεια εί­ναι ο εχθρός της αλή­θεια. Οι καλ­λι­τέ­χνες εί­ναι τέ­ρα­τα: δια­στρε­βλώ­νουν τον κό­σμο επει­δή δεν αντέ­χουν το φρι­χτό του σκο­τά­δι. Για­τί να ορα­μα­τί­ζε­σαι τον αν­θρω­πι­σμό με αυ­τόν τον ολό­τε­λα απάν­θρω­πο τρό­πο; Για­τί να κα­τα­σκευά­ζεις μια ιδα­νι­κή κοι­νω­νία και να αφή­νεις με­τά αλη­θι­νούς αν­θρώ­πους να ανα­με­τρη­θούν με ιλιγ­γιώ­δη με­γέ­θη;
Όνει­ρό τους ήταν να δη­μιουρ­γή­σουν μια πό­λη υπερ­βα­τι­κή, ασύ­γκρι­τη. Μια πό­λη που θα εφεύ­ρει τις πό­λεις, τα πο­λι­τεύ­μα­τα, τη γλώσ­σα και την ελευ­θε­ρία. Άντρες όλοι τους, συ­να­ντιό­ντου­σαν σε μυ­στι­κές στο­ές στα βά­θη της ερή­μου, στο­ές που δη­μιουρ­γή­θη­καν αιώ­νες πριν η άμ­μος κα­τα­κλύ­σει τον κό­σμο. Κι εκεί, με πεί­σμα και μέ­θο­δο, απερ­γά­στη­καν ένα σχέ­διο ιδε­α­λι­σμού και άναρ­χης φα­ντα­σί­ας. Έφτια­ξαν μα­κέ­τες να­ών και σπι­τιών με κου­ζί­νες και αν­δρω­νί­τες. Έσπα­σαν όστρα­κα για τους εξο­στρα­κι­σμούς. Επι­νό­η­σαν πε­ρι­πέ­τειες στα πα­ρά­λια της Μι­κράς Ασί­ας. Κα­τα­σκεύ­α­σαν κε­ρα­μι­κά και με­ταλ­λι­κά σκεύη κλη­ρο­δο­τώ­ντας στους επό­με­νους την ευ­θύ­νη να τα θά­ψουν βα­θιά στη γη. Επι­νό­η­σαν ονό­μα­τα σο­φών αν­δρών και πει­θή­νιων γυ­ναι­κών. Δια­τύ­πω­σαν φι­λο­σο­φι­κές θε­ω­ρί­ες για την ευ­τυ­χία, τον χρό­νο και τον θά­να­το. Κλι­μα­κω­τά δη­μιούρ­γη­σαν μια κοι­νω­νία που ταί­ρια­ζε στο ασύ­δο­το όρα­μά τους για πα­ντο­δυ­να­μία και έλεγ­χο.
Κλι­μα­κω­τά ση­μαί­νει ότι η μία επι­νό­η­ση πα­τού­σε πά­νω στην άλ­λη, όπως ακρι­βώς συμ­βαί­νει με το πρώ­το ψέμ­μα που οδη­γεί στα επό­με­να. Αφού έδω­σαν στην πό­λη των Αθη­νών προ­στά­τι­δα θεά δεν χρεια­ζό­ταν μια γιορ­τή προς τι­μήν της; Έτσι ξε­κί­νη­σαν τα Πα­να­θή­ναια. Ονό­μα­σαν τους γεί­το­νες Βοιω­τούς και Με­γα­ρείς, επει­δή κα­μιά πό­λη δεν εί­ναι νη­σί. Επι­νό­η­σαν την Εκ­κλη­σία του Δή­μου, τα Μα­ντεία, τις θυ­σί­ες. Τους Θε­ούς, τις εταί­ρες, τους δού­λους.
Ήταν τέ­τοια η αμε­τρο­έ­πεια, η διε­στραμ­μέ­νη φι­λο­δο­ξία, η ανά­γκη τους για παι­χνί­δι, ώστε αντί να δη­μιουρ­γή­σουν μια συ­νε­κτι­κή ιστο­ρία, προ­τί­μη­σαν σπα­ράγ­μα­τα λυ­ρι­κών ποι­η­μά­των και μύ­θους για τρί­αι­νες κι ελιές. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όλοι αυ­τοί οι κύ­ριοι δια­σκέ­δα­ζαν παί­ζο­ντας Μο­νό­πο­λη: σου δί­νω το Σού­νιο, μου δί­νεις την Ελευ­σί­να; Κι αλη­θι­νά θα τους μι­σού­σα για το κα­κό που μας έκα­ναν, για το φρι­χτό αί­σθη­μα κα­τω­τε­ρό­τη­τας με το οποίο μας υπο­χρέ­ω­σαν να ζού­με αν δεν ένιω­θα ώρες ώρες ότι μας έσω­σαν κιό­λας από την έρη­μο. Από το θο­λό το­πίο που μας ανα­γκά­ζει να περ­πα­τά­με με το κε­φά­λι σκυ­φτό ρω­τώ­ντας: πώς κα­τα­ντή­σα­με έτσι;
Ακού­στε τώ­ρα τι γί­νε­ται. Ένα βρά­δυ που περ­πα­τά­με στον Λυ­κα­βητ­τό με τον άντρα μου, γυ­ρί­ζω και του λέω, δεν βλέ­πω τί­πο­τα, δεν υπάρ­χει τί­πο­τα. Ο άντρας μου συμ­φω­νεί, κου­νά­ει το κε­φά­λι υπνω­τι­σμέ­νος. Και πράγ­μα­τι βα­δί­ζου­με σ’ ένα ερη­μι­κό το­πίο, μό­νο η Ακρό­πο­λη ξε­χω­ρί­ζει στο βά­θος σαν φω­τι­σμέ­νη χαρ­το­μα­κέ­τα. Λες και σκί­ζε­ται ο κό­σμος ξαφ­νι­κά και βλέ­πεις το χαρ­τί πά­νω στο οποίο ήταν γραμ­μέ­νος.
Όταν μου ζή­τη­σαν να γρά­ψω ένα κεί­με­νο για την Αθή­να σκέ­φτη­κα πώς ήρ­θε η ώρα, μι­σο­α­στεία μι­σο­σο­βα­ρά, να μοι­ρα­στώ μα­ζί σας την αλή­θεια. Το χει­ρό­τε­ρο που μπο­ρεί να συμ­βεί εί­ναι να θε­ω­ρή­σε­τε ότι γρά­φω μια ιστο­ρία. Το ακό­μη χει­ρό­τε­ρο ότι τα έχω χά­σει.
Ίσως πά­λι θε­λή­σε­τε να κρί­νε­τε μό­νοι σας χω­ρίς να κα­τα­φύ­γε­τε σε όσα σας έχουν πει οι άλ­λοι. Ανοίξ­τε τα μά­τια σας, κοι­τάξ­τε. Σας βε­βαιώ, θα κα­τα­λή­ξε­τε στο ίδιο συ­μπέ­ρα­σμα. Αν ένας άν­θρω­πος επι­μέ­νει ότι βλέ­πει μπρο­στά του την έρη­μο εί­ναι τρε­λός. Αν τη βλέ­πουν χι­λιά­δες, η έρη­μος υπάρ­χει.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΗΣ Αμά­ντας Μι­χα­λο­πού­λου ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: