Ήταν εκεί. Και ήταν ολόφωτος. Και ήταν 77 ετών. Με ένα τζιν παντελόνι και ένα λουλουδάτο πουκάμισο, στήριζε το βάρος του στο ένα πόδι και με το άλλο ψηλά, να πάρει φόρα, μ’ ένα χαμόγελο στο πρόσωπο, να διαπεράσει τα εφηβικά μας χρόνια και να βρεθεί κατευθείαν στις μέρες που μεσουρανούσε στην «ελαφρά» σκηνή της μεταπολιτευτικής μας ομίχλης.
Κι όμως, εγώ δεν άκουγα τότε Δάκη. Ήταν με κάποιον τρόπο εξοστρακισμένος. Την οικογενειακή στέγη ζέσταινε η αριστερή φτερούγα ενός διαρκούς μετεμφυλιακού κλίματος, τα σημάδια των βασανισμών ήταν νωπά, στην κάτοψη δεν έμενε χώρος για χαμογελαστές φιγούρες. Ακούγαμε στα γήπεδα, με ιερή έξαρση, Θεοδωράκη. Λίγο αργότερα –κατ’ εξαίρεσιν και με κάποιες ενοχές– ήρθε κι ο Χατζιδάκις, σαν τύχαινε να χαλαρώνει το μαντίλι της τυφλόμυγας – όχι πως ήταν κι άσχημα. Κάπου εκεί και τα κρητικά, σαν ήδη από πάντα, σε γάμους, σε βαφτίσεις και σε σαρανταπεντάρια του Μουντάκη και του Σκορδαλού. Κάποτε και κανένας Ερωτόκριτος, όμως αυτός του Μαμαγκάκη, ο πρώτος, με τον Κατράκη, συγκάτοικο του πατέρα μου στην Μακρόνησο, τότε που ο Ερωτόκριτος ήταν ακόμα τόπος της μέσα μας λαλιάς, πολύπτυχο κέντημα της ψυχικής μας αναγέννησης, σεντόνι ακριβό να σκεπάσει τη βαθιά συγκίνηση, κι όχι παράσταση με γιγαντοοθόνες για τον βάρβαρο λυρισμό του άστεως. Ο Κορνάρος χαμογελούσε ακόμα μέσα μας.
Στα αυτιά αντηχούσε ο αέρας της Φαραντούρη και μας συνέπαιρνε. Κι όμως τα «ελαφρά» του Δάκη έβρισκαν τόπο να εισχωρήσουν. Πες απ’ την μαυρόασπρη οθόνη, με το χιόνι, τον εθνικό ύμνο και τον «Τσομπανάκο» στις 6, πες απ΄ το ραδιόφωνο, απ’ τα πάρτι κάποτε, τότε που, πριν το τέλος, το γυρίζαμε στα ελληνικά, λίγο πριν φύγουν τα κορίτσια, μην και προλάβουμε μια τελευταία απελπισμένη αγκαλιά, και λίγο πριν τα λαϊκά, την εξαίσια coda της βραδιάς, τότε που τα θηλυκά θα έφευγαν, κι εμείς θα ’χαμε πια το ελεύθερο να πανηγυρίσουμε τον κοινό τόπο της αρσενικής μας μοναξιάς, καβάλα στην έξαρση ενός ζεϊμπέκικου, χωρίς χλιαρούς ναρκισσισμούς, κάτι σαν να ζητούσαμε «ο γεις τ’ αλλού» συγγνώμη για το σκηνικό που στήσαμε κι αναγκαστήκαμε να υποστούμε, σκηνικό πλήρες ιδρώτα και φτηνών αρωμάτων, καίριο όμως για να κουμπώσουν μεταξύ τους τα ακατανόητα της ενηλικίωσης, ένα σκηνικό που χώραγε κάθε μάσκα και τη γενικευμένη στύση, όλους εμάς ως «Ηρακλείς ροπαλοφόρους» κάποιας ακόμα μετέωρης μες στην ψυχή μας οδού των Φιλελλήνων. Τι καλύτερο να κάναμε; Όλα ήταν σωστά, χωρίς να ξέρουμε.
Ο Δάκης τραγουδούσε σήμερα σ’ ένα μπαράκι στο κέντρο των Αθηνών. Και δίπλα του ήταν η Ανδριάνα Μπάμπαλη, μικρή ιέρεια των μεταμορφώσεων, με την δική της ήδη ιστορία, μια ευγενής ψυχή, παίρνοντας τη σκυτάλη να βαδίσει δίχως αναστολές προς τα κει που δείχνει όλο και πιο επίμονα η πυξίδα, προς τα κει που λέει η καρδιά μας, προς τα κει που πάντα ξέραμε μα που ποτέ σίγουροι δεν ήμασταν, προς την πλευρά την άγνωστη, θέλω να πω, μαζί και επιθυμητή -πώς να το συλλαβίσεις καλύτερα, που οι λέξεις άλλο λένε κι αλλιώς ηχούν άμα τις βάλεις στο στόμα σου, μα ας είναι … Και γύρω απ’ την Ανδριάνα και τον Δάκη, ένα εφηβικό θα ’λεγες γκρουπ, σαν από άλλη εποχή, σαν από χοροεσπερίδα που μέσα αίφνης χώθηκαν λαθραία, μ’ αποκριάτικες μουτσούνες, μην τους πάρουνε χαμπάρι, τέσσερα «σκαθάρια», και το διασκεδάζουνε.
Το αριστερό χέρι του Δάκη
Κι εγώ, που ’χα βρεθεί εκεί για ν’ ακούσω την Ανδριάνα –που ‘ναι επίσης, όποτε κρατάει την κιθάρα της, μια ωραία κιθαρίστρια– είπα πως θα ‘βρισκα υπνωτιστικά τραπεζάκια εξηντάρηδων, που θα ζέσταιναν τα ποτήρια μέσα σε ρυτιδιασμένες παλάμες, με υπόκρουση καταθλιπτικά σκίτσα της άλλοτε κραταιάς ως θάνατος μεσουράνησης του ειδώλου τους, που, με τη σειρά του, θα ‘ταν ντυμένος τη στολή του απόστρατου, με τα παράσημα και τις κοφτερές τσακίσεις, και θα θυμόταν ιστορίες από πολέμους που δεν έγιναν ποτέ. Λάθος μου, πλήρες κι ολοστρόγγυλο!
Γιατί ο Δάκης τώρα, μετά τα δυο-τρία πρώτα τραγούδια, στην διάρκεια των οποίων γκρεμοτσακίστηκα πάνω στην έκπληξη μιας όντως κραταιάς φωνής, αλλά κυρίως στην παράξενη ευγένεια που μοίραζε στον χώρο το χαμογελαστό του πρόσωπο (κι εδώ θυμήθηκα την ηρωίδα του Μίλοραντ Πάβιτς, στο Καπέλο από δέρμα ψαριού αν δεν κάνω λάθος, της οποίας την παρουσία μπορούσες να ανιχνεύσεις στον τρόπο που το πρόσωπό της αποτυπώνονταν με όλο του το φως στα πρόσωπα των περαστικών), ο Δάκης λοιπόν, αυτός ο ιππότης των ελαφρών μας μαχών, όχι ένας Σέρβος μα ένας Αλεξανδρινός, είχε τώρα απλώσει το αριστερό του χέρι γύρω απ’ τη μέση της Ανδριάνας, κι ακουμπούσε τα δάχτυλά του ελαφρά πάνω στην ζώνη του φορέματός της, σαν Αργεντίνος χορευτής ανάμεσα στους δυο πολέμους. Τραγουδούσε, κοιτώντας δεξιά-αριστερά σαν να έψαχνε κάθε φορά έναν καινούργιο συγγενή ν’ αποτυπώσει τη μάσκα του, ανάμεσα σε πρόσωπα που διόλου δεν ήταν μεσήλικες, μα νέοι όλο ζωή και κέφι, που ήξεραν απ’ έξω τα τραγούδια κι άφηναν τα σώματά τους να λικνίζονται στο αποσιωπημένο όνειρο των πατεράδων τους. Κι αυτά τα παιδιά δεν ήταν από καμιά ξενέρωτη νεολαία, κατά πως τους λέγαμε τότε. Κι αυτά τα παιδιά δεν ντρέπονταν που ζούσαν. Κι ο Δάκης κι η Ανδριάνα έλεγαν ένα ντουέτο, σαν να νανούριζαν τον μοναχογιό τους. Και το χέρι του αναπαύονταν στη μέση της με έναν τέτοιο καθησυχαστικό τρόπο, που δεν μπόρεσα παρά να δακρύσω.
Από πού να ’ρθε τώρα αυτό το δάκρυ, που έκρυψα, μην εκτεθώ, παιδί κι εγώ συνεπές της γενιάς μου και του τόπου μου; Ποιος θεός της λήθης μου ’κλεψε τους παιάνες της Φαραντούρη και τους αντικατέστησε μ’ αυτό το λίκνισμα γύρω απ’ την παλάμη του 77χρονου εφήβου; Κι όμως, καμιά νοσταλγία δεν αμαύρωνε τη δύναμη της στιγμής – φέρτε μου εικόνα να τη βάλω στο εικονοστάσι, τάματα ασημένια φορτωμένη. Η κίνηση έκρυβε, για το λίγο εξασκημένο μάτι, κάτι απ’ τη δωρικότητα ενός Σβιάτοσλαβ Ρίχτερ, μεταφρασμένη σε όρους διασκέδασης, κι ας διαμαρτυρηθούν εδώ οι ορθόδοξοι Διαμαρτυρόμενοι. Καμιά φτήνια του θεάματος δεν επιστρατεύτηκε για να καταναλωθούν λίγα ακόμα ποτά, αν με εννοείτε.
Ο Δάκης κι η Ανδριάνα κι ο Monsieur Minimal, ο κατά κόσμον Χρήστος Τσιτρούδης,
στέκονταν εκεί, ολόκληροι και δυνατοί, ένα σώμα με τα παιδιά, που ήδη κυμάτιζαν μνήμες παρηγορητικές του μέλλοντός τους στους ήχους της αποδοχής ενός ερωτισμού ικανού να διαπερνά τη στιγμή και όλη τη ζωή ταυτόχρονα – μια κολαΐνα του Μάη με λουλούδια, ένα καλωσόρισμα παράξενης γλύκας. Αυτός, ο ταξικός εχθρός μας, μας είχε οριστικά κατακτήσει.
Και να που αναδύθηκε, ανάμεσα στον καπνό και το κρασί, η παλαιότατη πρόθεσή μου να πενθήσω μια εποχή ολόκληρη μ’ ένα πένθος σαν προθάλαμο αναγέννησης, σαν παρήγορο μες στη ζωή μου περπάτημα απαλλαγμένο από μεγάλες ιδέες, σαν αγκαλιά που να χωρεί και να συγχωρεί τον χρόνο όλο, αφήνοντας στην είσοδο την πανοπλία του πολεμιστή. Ήμουν εκεί, ολόχαρος κι εκστατικός, μες σε μια γλύκα νέα, είπα, μα στ’ αλήθεια, τώρα νομίζω, μες σε μια γλύκα σταχυολογημένη απ’ τη δεξαμενή των ρεμβασμών, ανάσκελα στο παιδικό δωμάτιο. Γιατί;
Το αριστερό χέρι του Δάκη αγκάλιαζε το θηλυκό Ανδριάνα, και μαζί την κόρη Ανδριάνα. Και το θηλυκό κι η κόρη στέκονταν σαν γέφυρα των δύο κόσμων, σαν καλωσόρισμα μιας ανακουφιστικής θερμοκρασίας στην άνυδρη πεδιάδα της καθημερινότητας, κι εδώ ήταν που το τοπίο έγινε, αίφνης, ορεινό. Γιατί να συνέβαινε αυτό με την Ανδριάνα, ένα κορίτσι που δεν είχε ζήσει στη θερμοκρασία της δεκαετίας του ’70; Ποια ανάγκη μιας κοινής με τους πατεράδες μας ιστορίας, έφερνε αυτήν την κόρη, χαμογελαστή, μπροστά στην ορθάνοιχτη πόρτα του κάστρου;
Ίσως γιατί μόνον έτσι μπορούσε να γίνει. Και κάτι ακόμα, εξαιρετικό για μένα και χρήσιμο για όλους μας. Ποτέ κανείς απ’ τους δύο –όπως ποτέ κανείς τίμιος άνθρωπος– δεν ισχυρίστηκε πως κάνει τέχνη υψηλή. Ποτέ κανείς τους δεν έβαλε, όπως άλλοι που ξέρετε, σε γιγαντοαφίσα τη μουτσούνα του πλάι στους μύθους της φυλής, για να κερδίσει το μπόνους της αποκοιμισμένης μας βλακείας. Ποτέ κανείς τους δεν καταδέχτηκε τον ταπεινωτικό ετεροπροσδιορισμό που η αφρόκρεμα της μεταπολιτευτικής φελλοκρατίας έκανε σημαία της –κι ακόμα κάνει– στρεψοδικώντας μπροστά στο εδώλιο, ισχυριζόμενη φαιδρώς ότι το ίδιο το χέρι του Σολωμού, του Ελύτη, του Καβάφη και του Γκάτσου είναι που σηκώθηκε απ’ τα σημαντικά πράγματα που τώρα κάνει για να ευλογήσει το έργο τους. Μακριά από μας, απατεώνες, βάρβαροι.
Και όμως, να που, μες στη βαρβαρότητα της ελάσσονος προσπάθειας και της κάθε λογής κλοπής κι αναισχυντίας, εκείνο που έχουμε ανάγκη είναι το λίγο, το ενδιάμεσο, τη γέφυρα, έτσι που πάντα γίνονταν, εκείνο που όταν το κρατάς στο χέρι σου, ανθίζει η καρδιά σου και χαμογελά. Γιατί ποτέ το υψηλόφρον δεν ήταν σκυθρωπό. Έτσι δε μας μαθαίνει κι η Μεγαλοβδομάδα που έρχεται;
Οι βαριοπούλες των ληστών διαρρηγνύουν το παγκάρι μιας εκκλησιάς που χτίσαμε με μύριες προσευχές. Άσε. Ποτέ το μάγουλό τους δεν θα ερυθρινθεί. Αν δεν τους κόψουμε τα χέρια, τουλάχιστον ας μην είμαστε απ’ την πλευρά των ηλιθίων που τους χειροκροτούν.
Κι έχουμε ανάγκη αυτό το ενδιάμεσο, αυτήν την, πώς να την πεις, γκρίζα ζώνη της ευτυχίας μας, όπως κάθε αληθινό της ψυχής πράγμα, όπως κάθε φορά που αφήναμε το ντουφέκι πάνω στην καπνισμένη φουστανέλα του Κατσαντώνη (ναι, μιλώ για κείνη τη ζωγραφιά στο καφενείο του Θεόφιλου, στη Μακρινίτσα, αν με εννοείτε), και πιάναμε τον τζουρά να τραγουδήσουμε τη χαμένη μάχη.
Αυτό το χέρι, το αριστερό του Δάκη, που για μια στιγμή έμοιαζε αμήχανο, ήξερα τώρα πως ήταν εκεί για να χαστουκίσει τον άπιστο με το σταθερό των προθέσεών του, να ξεγυμνώσει μια ευρυχωρία αισθημάτων που θα κατακλύζαν επιτέλους τη ζωή μας. Σαν πάντα, σαν κάποτε, σαν παντού, όπου. Και τότε ήταν που το χέρι της Ανδριάνας σύρθηκε πάνω στο φόρεμά της και σκέπασε το αριστερό του χέρι, μέσα σ’ εκείνον τον ακινητοποιημένο χορό του χρόνου τους.
Τα ηχεία έπαιζαν στη διαπασών, η τρομπέτα του Κατσαρέλη παιάνιζε χαρμόσυνα εμβατήρια μιας διαρκούς νεότητας (να πού ξαναμπήκε πάνοπλος και διονυσιασμένος ο Θεοδωράκης μ’ όλον του τον θίασο τρων εκλεκτών που μας ανατρίχιαζε στα εβδομήντα τόσο), τα όντως παιδιά χόρευαν ευτυχή πάνω στα απενοχοποιημένα σουξέ, οι μεσήλικες επέτρεπαν τον κυματισμό ενός απρόσμενου ερωτισμού να διαπερνά το σώμα τους, η ενστάλαξη ενός ακριβού αισθήματος από άγνωστη πηγή είχε μετατρέψει το μπαράκι σε εκκλησία πνευματικής μέθεξης. Μα ποιος; Ο Δάκης;!
Και τα δικά μου πόδια, αυθαδιάζοντας στην φυλακή μιας υπεροψίας που σε τέτοιες περιπτώσεις τα καταδίκαζα, τότε που ήταν υποχρεωμένα να αντιμετωπίσουν τέτοιες ωραίες δημόσιες δηλώσεις παραδοχής της κοινής μας μοίρας, είχαν τώρα αρχίσει να κινούνται πειθήνια στον ρυθμό μιας ακαταμάχητης συλλογικότητας, και το βλέμμα μου είχε μόλις γίνει επιτρεπτό να κυλήσει στα επίσημα φορέματα των κυριών και στους γυμνούς ώμους των κοριτσιών, με χαρά και δίχως ίχνος πονηριάς. Με μια ευγνωμοσύνη, λες, προς την ίδια την ύπαρξη. Η νύχτα χαμογελούσε σαν ηλιόλουστο περβόλι. Και το χέρι του ήταν εκεί, στη μέση της, που τώρα λικνίζονταν στον ρυθμό ενός Μαζί, ολότελα ξεχασμένου στα σοβαροφανή πράγματα των μεγάλων αιθουσών. Ήμουν κι εγώ ευτυχής.
Μα τι ήταν όλο αυτό; Πού ρίζωνε κι από πού ρουφούσε τους χυμούς της αυτή η αναστάσιμη ώρα; Ποια τόσο αξεχώριστα συγγενής
μας ανάταση δονούσε τον αέρα;
Και ξάφνου θυμήθηκα την κακοδαιμονία του χώρου μας, αυτού που λέμε «κλασικού». Τις χρηματοδοτήσεις, το αποξηραμένο ύφος κάθε μεγάλης πρόθεσης, και μαζί μου ήρθε στο νου το μοναστήρι του Τσιτσάνη και του Βαμβακάρη μ’ όλα τα θαύματά του, και ξύπνησε όλο το μίσος προς τους διαδρομιστές των υπουργείων και προς τις ορδές της ανοησίας των μέσων που κατακλύζουν τους καναπέδες και τη ζωή μας. Κι έφτυσα για μια στιγμή στον κόρφο μου. Και είπα ένα «δι’ ευχών» λίγο πριν φύγω. Και έξω ήταν ήδη Άνοιξη.
(15 Απριλίου 2019)